Αποσπάσματα από την απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής

1. Η εξέλιξη της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες στην Ελλάδα


Χαρακτηριστικό της οικονομικής κατάστασης είναι η υπόθαλψη μιας υπεραισιοδοξίας για τις οικονομικές εξελίξεις, η εξαγωγή υπεραισιόδοξων συμπερασμάτων από οικονομικά δεδομένα που δεν δικαιολογούν την καλλιέργεια μιας τέτοιας υπεραισιοδοξίας. Έτσι π.χ. ο δείκτης για το οικονομικό κλίμα στη γερμανική οικονομία σκαρφάλωσε στους 98,1 πόντους, πλησιάζοντας το επίπεδο του θέρους του 2008 πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Επίσης ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου προβλέπει μια άνοδο του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου κατά 9,5 %- χωρίς όμως να φτάσει στο προ της κρίσης επίπεδο

Τα οικονομικά δεδομένα αυτών των αισιόδοξων προβλέψεων έχουν ήδη γνωστοποιηθεί: στις ΕΠΑ η απασχόληση αυξήθηκε το Μάρτιο κατά 162.000 θέσεις∙ στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης αυξήθηκαν οι παραγγελίες της βιομηχανίας ∙ η Κίνα φαίνεται να μην επηρεάζεται από την κρίση κλπ.

Προβληματική γίνεται η αισιοδοξία, αν αναζητήσουμε τις αιτίες των υποτιθέμενων φαινομένων ανάκαμψης, αν αναζητήσουμε τις πραγματικές τους διαστάσεις και αν προσπαθήσουμε να δούμε το όλο και όχι το μέρος. Περίπου 50.000 από τις νέες θέσεις εργασίας στις ΕΠΑ είναι προσωρινές, καθώς οφείλονται σε προσλήψεις από το κράτος για τη διενέργεια της απογραφής του πληθυσμού. Εξάλλου το περασμένο έτος χάνονταν κάθε μήνα 753.000 θέσεις εργασίας κατά μέσο όρο, δηλ. ο ρυθμός αύξησης των θέσεων εργασίας υπολείπεται κατά πολύ από το ρυθμό μείωσής τους στη φάση της κρίσης. Η αύξηση των παραγγελιών για τις βιομηχανίες της ευρωζώνης έγιναν την πρόσφατη περίοδο της υποχώρησης της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου και συνδυάστηκε με την τρέχουσα ακόμα αναπλήρωση των επιχειρησιακών αποθεμάτων. Η οικονομική ισχύς της Κίνας υπονομεύεται από το νομισματικό ανταγωνισμό της με τις ΕΠΑ, καθώς η αναμενόμενη αύξηση του πληθωρισμού κατά τουλάχιστον 4% εξανεμίζει την αξία των δολαριακών της αποθεμάτων και των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου που βρίσκονται στην κατοχή του κινεζικού δημοσίου, ενώ μια ανατίμηση του γουάν θα είχε αρνητικές συνέπειες στις εξαγωγές της, θα τις ακρίβαινε και θα τις μείωνε, θα αύξαινε το κόστος εργασίας και, μειώνοντας την κερδοφορία των επιχειρήσεών της, θα την έσπρωχνε προς την κρίση! Επιπλέον, οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις δεν παίρνουν υπόψη τους φαινόμενα όπως η επιμονή του αποπληθωρισμού στην Ιαπωνία, το στούμπωμα πολλών μεγάλων οικονομιών από το κρατικό χρήμα των υπέρ των τραπεζών παρεμβάσεων και τους πληθωριστικούς κινδύνους που αυτό συνεπάγεται ή την πιθανή αύξηση των επιτοκίων ιδιωτικού και κρατικού δανεισμού για την αποφυγή ενός καλπάζοντος πληθωρισμού και την αύξηση της κερδοφορίας του τραπεζικού κεφαλαίου. Τέλος, υποτιμώνται οι κίνδυνοι από την επέκταση της κρίσης και σε νέες χώρες, από τα αδιέξοδα χρηματοδότησης των ιδιωτικών και των κρατικών χρεών σε συνθήκες υπερχρέωσης σημαντικότατων οικονομιών και αύξησης των επιτοκίων δανεισμού, καθώς και από την κυνική προσπάθεια χρηματοδότησης του χρέους των μεγάλων δυνάμεων με τον τοκογλυφικό δανεισμό των καταχρεωμένων αδύναμων μικρών χωρών ( η Γερμανία σχεδιάζει π.χ. να συνάπτει η ίδια δεκαετή δάνεια με επιτόκιο 3,2 % και στη συνέχεια να δανείζει την Ελλάδα με 6 % και να καρπώνεται τη διαφορά!)

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ακόμα και ο διευθυντής του ΔΝΤ αποτρέπει από την υπερβολική αισιοδοξία, ζητώντας μεγαλύτερη προσοχή, επισημαίνοντας ότι ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας δεν έχει χειραφετηθεί από την κρατική υποστήριξη και ότι παρά την αναμενόμενη άνοδο του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης στο 4,1 % (που είναι ένας μέσος όρος!) η ανάπτυξη στην ευρωζώνη θα είναι πολύ μικρότερη από την επισήμως αναμενόμενη.

Με την προβλεπόμενη από το ΔΝΤ ανάπτυξη στην ευρωζώνη στο 0,7 % το 2010 και 1,5 % το 2011, η στασιμότητα (ύφεση) και η αργή αναζωογόνηση -συνδυασμένη με την κρίση οικονομιών σαν της Ελλάδας- είναι το άμεσο μέλλον της ΕΕ. Στην ίδια κατεύθυνση (της στασιμότητας και της αργής αναζωογόνησης) κινούνται για την ώρα και οι ΕΠΑ. Οι τελευταίες απαιτούν από τους εν ΝΑΤΟ ευρωπαίους συμμάχους τους μια ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών τους δαπανών, ενόψει της αντιπαράθεσης με το Ιράν, ώστε να εξαλειφθεί η δυσαναλογία ανάμεσα στον στρατιωτικό προϋπολογισμό των ΕΠΑ (710 δις. δολάρια) και αυτόν των ευρωπαίων (280 δις. δολάρια).

Αντιφατικές παραμένουν και οι ειδήσεις από την Άπω Ανατολή. Η Σιγκαπούρη σημείωσε εκπληκτική ανάπτυξη, η ανάπτυξη της Κίνας είναι μεγάλη αλλά κρατικοδίαιτη (11,9 % σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος), το εμπορικό ισοζύγιο της Κίνας για πρώτη φορά το Μάρτη ήταν ελλειμματικό, ενώ πολλαπλασιάζονται οι φόβοι για σκάσιμο φούσκας στα κινεζικά ακίνητα, για άνοδο του πληθωρισμού λόγω υπερθέρμανσης της οικονομίας (παρά το μικρό τρέχοντα πληθωρισμό των 2,4 %), και για προβλήματα με τις τράπεζες και τα χρέη των τοπικών αρχών.

Μια αρκετά πιθανή εξέλιξη, λαμβάνοντας υπόψη μας τον τοκογλυφικό- παρασιτικό χαρακτήρα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, είναι τα πλεονάζοντα κεφάλαια των αναπτυγμένων χωρών να αναζητήσουν μια οδό διαφυγής στη διόγκωση του κρατικού δανεισμού των αναπτυσσόμενων και των υπανάπτυκτων χωρών, όπως είχαν κάνει και με την κρίση του 1973. Κάτι τέτοιο ευνοείται από το χαμηλό ποσοστό του δημόσιου δανεισμού αυτών των χωρών το χρέος των οποίων βρίσκεται κοντά στο 40% του ΑΕΠ τους, έναντι χρέους που είναι κοντά στο 100 % του ΑΕΠ για τις αναπτυγμένες χώρες. Μια τέτοια διοχέτευση των πλεονάζοντων κεφαλαίων ευνοείται και από την απουσία πολιτικών κινδύνων λόγω της ύφεσης του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος με μαρξιστικές καταβολές σε αυτές τις χώρες και κατά συνέπεια την ευκολότερη υπαγωγή τους στο καθεστώς της νεοαποικιοκρατίας.

Μια τέτοια διέξοδος ήδη βρίσκεται για το λιμνάζον κεφάλαιο στα ελληνικά ομόλογα. Από τα στοιχεία για το χρέος των αναπτυγμένων χωρών, φαίνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση με βάση το λόγο χρέος προς ΑΕΠ με 120 %, με πρώτη την Ιαπωνία με 229 %. Ακολουθούν Ιταλία με 118 %, ΗΠΑ με 92 %, Γαλλία με 85 %. Από αυτά προκύπτει ότι κρίνοντας το ύψος του χρέους σε συνδυασμό με την πολιτική ισχύ κάθε χώρας, η Ελλάδα αναδεικνύεται αυτήν τη στιγμή σαν ο πλέον αδύναμος κρίκος. Αυτό αποτυπώνεται στο ύψος των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, καθώς και στη διελκυστίνδα γύρω από τον περίφημο «μηχανισμό στήριξης».

Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης υποτιμούν τις υπαρκτές αντιθέσεις των εθνικών καπιταλισμών της ευρωζώνης: η γερμανική στάση ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της πίεσης της γερμανικής κοινής γνώμης πάνω στη γερμανική κυβέρνηση. Αποσιωπάται το γεγονός ότι η γερμανική αστική τάξη απαιτεί τη διευθέτηση του χρέους με διμερείς συμφωνίες και διαπραγματεύσεις –πράγμα που τη φέρνει σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, όπως η γαλλική, καθώς θα της εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος από το δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο της Ελλάδας και των άλλων καταχρεωμένων χωρών. Με τη σειρά τους οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές αστικές τάξεις επιδιώκουν μια συλλογική διευθέτηση, για να επωφεληθούν και αυτοί από τη γερμανική οικονομική ισχύ και τη λεηλασία των χωρών- χοιριδίων.

Στα πλαίσια αυτής της συλλογικής διευθέτησης κατατίθενται προτάσεις που στοχεύουν στην αύξηση του ελέγχου των οικονομικών των μικρότερων και αδύναμων χωρών, όπως η προέγκριση «όλων» των κρατικών προϋπολογισμών από την ΕΕ, πριν από την κατάθεσή τους στα εθνικά κοινοβούλια και ο ασφυκτικός έλεγχος της εφαρμογής της οικονομικής εθνικής πολιτικής «όλων» από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα. Με όχημα τη δημιουργία ενός μηχανισμού αντιμετώπισης των κρίσεων προωθείται μια αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας και υπέρ της «κοινής κοινοτικής» κυριαρχίας, δηλαδή στην πράξη υπέρ της επικυριαρχίας των ισχυρών εταίρων πάνω στους λιγότερο ισχυρούς.

Το σενάριο βοήθειας της Ελλάδας, πέρα από τη δανειοδότησή της με επιτόκια αγοράς ή σχεδόν αγοράς και τη μαζί της συνδεόμενη λεηλασία του δημόσιου πλούτου που θα χρησιμεύσει ως ενέχυρο για τη δανειοδότηση με «αποπληθωρισμό» μισθών, περιλαμβάνει και μια τελευταία φάση εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη- με ταυτόχρονη παραμονή της στην ΕΕ-, επανεισαγωγή της δραχμής και υποτίμησή της τουλάχιστον κατά 40 %, επαναδιαπραγμάτευση του χρέους και επανάκαμψη στην ευρωζώνη με νέα ισοτιμία δραχμής –ευρώ. (Σενάριο Σόιμπλε)

Τέλος, η εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης ενισχύει το φαύλο κύκλο ύφεσης της οικονομίας και της συνεπαγόμενης αύξησης των ελλειμμάτων και του χρέους. Με δεδομένη τη δέσμευση ενός σημαντικού ποσοστού των δημόσιων πόρων στην εξυπηρέτηση των απαιτήσεων των δανειστών, πρέπει να αναμένουμε ακόμα πιο σκληρή λιτότητα και κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης πέρα από κάθε προηγούμενη εκτίμηση.



2.Εργατική απάντηση στον καπιταλιστικό μονόδρομο


Η κατάσταση του αστικού πολιτικού συστήματος


Με βάση τα οικονομικά δεδομένα, πρέπει να αναμένουμε όξυνση της αντεργατικής επίθεσης και προσπάθεια κατάργησης των κεκτημένων δεκαετιών. Ήδη έχουν δημοσιοποιηθεί οι πρώτες προτάσεις για το ασφαλιστικό που προβλέπουν δραματική χειροτέρευση των όρων συνταξιοδότησης, «ζυμώνεται» το ενδεχόμενο της μείωσης μισθών και στον ιδιωτικό τομέα, ενώ προετοιμάζονται απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων μέσω του «Καλλικράτη» και της κατάργησης οργανικών θέσεων λόγω συγχώνευσης οργανισμών.

Η ολοκληρωμένη εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος θα οδηγήσει την ανεργία σε ιστορικό ρεκόρ (ήδη έφτασε στο 11 %), σε απότομη υποτίμηση της τιμής της εργατικής δύναμης, σε επιτάχυνση της νομοτελειακής σύνθλιψης των μεσαίων στρωμάτων. Το αποτέλεσμα θα είναι μια εκρηκτική κοινωνική κατάσταση που δύσκολα μπορεί να διαχειριστεί το φθαρμένο πολιτικό σύστημα. Το ερώτημα για την αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό δεν είναι το πώς θα αντιμετωπίσει την κρίση. Σε αυτό έχει απαντήσει και πίσω από την πολιτική που έχει χαράξει στοιχίζονται απόλυτα ΠΑΣΟΚ – ΝΔ και ΛΑΟΣ. Το κρίσιμο ερώτημα είναι το πώς οι σημερινοί κομματικοί σχηματισμοί θα μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν και να ενσωματώνουν την εργατική τάξη με βάση τα νέα δεδομένα. Οι όποιες αψιμαχίες καταγράφονται στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων, αφορούν την αναζήτηση απάντησης σε αυτό το ερώτημα. (….)

Η απονέκρωση των κομματικών διαδικασιών καθιστά αδύνατη και την οργανωμένη έκφραση της όποιας αντίθεσης στην εφαρμοζόμενη πολιτική, ειδικά στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί κάποιες σποραδικές δηλώσεις παραγόντων του ΠΑΣΟΚ που προσπαθούν να διαφοροποιηθούν για λόγους πολιτικής επιβίωσης, καθώς και η αμηχανία μεμονωμένων συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ που σε κάποιες περιπτώσεις διαφοροποιούνται από την κεντρική γραμμή. Συνολικά, η βάση του ΠΑΣΟΚ φαίνεται λιγότερο συμπαγής από ποτέ, χωρίς όμως να κινείται μαζικά προς κάποιο άλλο πολιτικό σχήμα.

Στη Ν.Δ. οι διαξιφισμοί σε επίπεδο ηγεσίας εκφράζουν την αντίφαση ενός κόμματος που από τη μία οφείλει να στηρίζει απόλυτα την κυβερνητική πολιτική, ενώ από την άλλη είναι υποχρεωμένο να εμφανίζεται αντιπολιτευόμενο. Η συζήτηση για νέα πολιτικά σχήματα που επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο, ενέπλεξε σε σενάρια αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού πρωτοκλασάτα στελέχη της Δεξιάς, κάτι που έχει σχέση και με τη συρρίκνωση της δημοσκοπικής επιρροής της Ν.Δ. σε επίπεδα πρωτοφανή.



Η εργατική απάντηση και η πολιτική τακτική


Η κάκιστη κατάσταση του αστικού πολιτικού συστήματος δεν φαίνεται να ενισχύει την Αριστερά. Η αδυναμία της να απαντήσει στο ερώτημα της προοπτικής καθηλώνει την επιρροή της. Είναι ωστόσο φανερό, ότι πλέον όλες οι δυνάμεις κάτω από την πίεση της πραγματικότητας προσπαθούν να ξεδιπλώσουν τη στρατηγική τους αντίληψη και να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που θέτει η εργατική τάξη σε όλους μας.

Το ΚΚΕ πλέον προβάλει πιο ανοιχτά την πρόταση της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας και αυτό είναι σίγουρα θετικό. Αδυνατεί όμως να απαντήσει στο ερώτημα της τακτικής και του δρόμου μέσω του οποίου θα προσεγγίσουμε αυτόν το στόχο, αφήνοντας να αιωρείται το ευκολονόητο: η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ. Άμεση σχέση με το προηγούμενο έχει και το ότι αποφεύγει να διατυπώνει μεταβατικά αιτήματα και στόχους πάλης για το μαζικό κίνημα. Έτσι, οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ γεμίζουν το σύνθημα «Να πτωχεύσει η πλουτοκρατία» με μια αράδα συνδικαλιστικών αιτημάτων χωρίς πολιτικούς στόχους.

Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλο που δεν έχουν στρατηγική πρόταση σε επαναστατική κατεύθυνση, αναζητούν επίσης πολιτική πρόταση, θέτοντας σε κάποιες περιπτώσεις ριζοσπαστικά αιτήματα.

Στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, με την εξαίρεση όσων περιορίζονται αποκλειστικά στην οργάνωση της αντίστασης και στην ανάπτυξη του κινήματος αφήνοντας τις στρατηγικές προτάσεις για αργότερα, υπάρχει προβληματισμός για τους στόχους πάλης που μπορούν να συνδέσουν το σημερινό κίνημα με την επαναστατική διαδικασία. Σε αυτόν τον προβληματισμό, συχνά εμφανίζονται αβασάνιστες αναλύσεις, «εύκολα» συνθήματα και στόχοι, εύληπτα από τη μέση συνείδηση, που τείνουν όμως να εξοστρακίσουν τη σύνδεση με το στρατηγικό σκοπό, λόγω και του ρεφορμισμού που χαρακτηρίζει πολλές από τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις. Το πρόβλημα που εμφανίζεται λοιπόν, μπορούμε να το περιγράψουμε συνοπτικά ως εξής: είτε τακτικισμός χωρίς στρατηγικό στόχο, είτε στρατηγική χωρίς τακτική, κατάσταση που εν μέρει χαρακτηρίζει και εμάς.

Σαν κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ έχουμε ξεκαθαρίσει τις στρατηγικές μας στοχεύσεις και είμαστε σε θέση να αρθρώσουμε ένα βασικό μεταβατικό πρόγραμμα. Στο ερώτημα τι θα κάναμε εμείς, απαντάμε:


- Διαγραφή του χρέους. Να απαλλοτριωθούν τα κεφάλαια των δανειστών.

- Έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

- Κρατικοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, συγχώνευσή τους και λειτουργία τους με εργατικό έλεγχο.

- Κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο των μεγάλων επιχειρήσεων

- Δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Χωρισμός κράτους εκκλησίας.

Με αυτά τα μέτρα δημιουργούνται δυνατότητες για ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων:

- Απαγόρευση των απολύσεων.

- Αυξήσεις στους μισθούς.

- Μείωση του χρόνου εργασίας – δουλειά για όλους.


Το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να πραγματωθεί στο σύνολό του μόνο από την εργατική εξουσία. Το πρόγραμμα αυτό όμως, μπορεί να αποτελέσει άμεση πρόταση, τη εργατική απάντηση στη βάση της οποίας παλεύουμε ενάντια στην αστική πολιτική και την κυβέρνηση που την εφαρμόζει. Αποτελεί το κριτήριο με το οποίο κρίνουμε κάθε κυβερνητική παραλλαγή και είναι επομένως και η απάντησή μας για το ποια κυβέρνηση προτείνουμε και ποιο πρέπει να είναι το πρόγραμμά της. Αυτό το πρόγραμμα είναι η άμεση πολιτική μας πρόταση για την έξοδο από τη σημερινή κατάσταση κι επομένως παλεύουμε για μία κυβέρνηση που θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα.

Με αυτήν την πολιτική πρόταση απευθυνόμαστε σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς για κοινή δράση. Η συμφωνία πάνω σε αυτό το μίνιμουμ πρόγραμμα είναι η προϋπόθεση για πολιτικές συμμαχίες και πολιτική συνεργασία σε όλα τα επίπεδα, ακόμα και για κοινή εκλογική κάθοδο.

Το πρόγραμμα αυτό είναι και το κριτήριο των συμμαχιών και πρέπει να είναι η βάση της πολιτικής τακτικής που καλούμαστε σήμερα να προσεγγίσουμε με βάση τις συνθήκες που αντιμετωπίζουμε και τις εξελίξεις που εκτιμάμε ότι θα έχουμε.

Πέρα από τη δράση μας στο συνδικαλιστικό κίνημα και την τακτική μας στα πλαίσιά του, πλευρές της πολιτικής μας τακτικής πρέπει να είναι οι εξής:

- Στοιχεία του προγράμματος μας πρέπει να ενταχθούν στο περιεχόμενο της συνδικαλιστικής μας δουλειάς, στους στόχους και τα αιτήματα που θέτουμε.

- Η συμμετοχή μας σε μια σειρά πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται σε τοπικό επίπεδο με στόχο την πάλη ενάντια στο ΠΣΑ, καθώς και σε κάθε διαδικασία που μας επιτρέπει να ξεδιπλώσουμε την άποψή μας.

- Η ανάπτυξη σχέσεων με δυνάμεις με τις οποίες έχουμε κοινή προγραμματική κατεύθυνση, με στόχο το συντονισμό, την ανάπτυξη κοινής δραστηριότητας και την από κοινού απεύθυνση στο σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς για την οργάνωση της πάλης ενάντια στην κυβέρνηση και την αστική πολιτική. (…)

 

3.Το συνδικαλιστικό κίνημα – ο συντονισμός σωματείων


Οι απεργιακές κινητοποιήσεις, η κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα


Η πίεση που εξασκείται στην εργατική τάξη έχει ξεκινήσει πολύ πριν την εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας και εξελίσσεται σε όλη την κλίμακα της παραγωγής και ιδιαίτερα στις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις. Κύρια εκδήλωση της επίθεσης είναι η πίεση στις αμοιβές, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρείες προχωράνε και σε απολύσεις. Οι κεφαλαιοκράτες απαντάνε στην κρίση με το μοναδικό τρόπο που γνωρίζουν. Σε αυτό τους βοηθάει η πολύ χαμηλή συνδικαλιστική κάλυψη στον ιδιωτικό τομέα. Η πλειοψηφία των εργαζόμενων δεν καλύπτεται από κανένα σωματείο και η διαπραγμάτευση με την εργοδοσία είναι ατομική τους υπόθεση.

(….)

Η έναρξη της εφαρμογής του προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης (ΠΣΑ) δημιούργησε νέα δεδομένα και όξυνε την κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι. Η αύξηση της έμμεσης φορολογίας πλήττει το σύνολο της εργατικής τάξης άμεσα. Η περικοπή μισθών στο Δημόσιο, ενώ σε πρώτο επίπεδο δεν αγγίζει τους υπόλοιπους εργαζόμενους, τους αφορά από την άποψη ότι η εξέλιξη των αμοιβών στο Δημόσιο «δίνει το ρυθμό» και στον ιδιωτικό τομέα και εντείνει την πίεση στους μισθούς.

Απέναντι στην επίθεση των κεφαλαιοκρατών, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ έδειξε συναίνεση και οι όποιες απεργιακές αποφάσεις της, παρθήκαν κάτω από την πίεση της δυσαρέσκειας των εργαζομένων, αλλά και λόγω της πολιτικής πίεσης που ασκήθηκε από το ΠΑΜΕ που πήρε την πρωτοβουλία και κάλεσε σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Στο δημόσιο, έγιναν κινητοποιήσεις και από ομοσπονδίες (π.χ. υπουργείο οικονομικών) αλλά και από την ΑΔΕΔΥ.(…..)


Ο συντονισμός σωματείων


Ο συντονισμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων (πρωτοβάθμιων σωματείων, εργατικών κέντρων, ομοσπονδιών) είναι μια εξειδίκευση της τακτικής του ενιαίου μετώπου στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το ενιαίο εργατικό μέτωπο είναι η ενότητα των πλατιών εργατικών μαζών με βάση τα καθημερινά τους προβλήματα ενάντια στον καπιταλισμό. (…)Η τακτική του συντονισμού των σωματείων απαντάει στην κυριαρχία της αστικής επιρροής στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στην παράλυσή τους εξ’ αιτίας αυτής της επιρροής. (…)Στόχος του συντονισμού σωματείων είναι η κινητοποίηση της βάσης των σωματείων και ο προσανατολισμός των εργαζόμενων στην πάλη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Παραπέρα στόχος των κομμουνιστών είναι να επιδράσουν στην αγωνιζόμενη εργατική τάξη με το πρόγραμμά τους και τη γραμμή τους, να αποδείξουν ότι μόνο με την επαναστατική γραμμή μπορούν να απαντηθούν τα εργατικά προβλήματα και να οδηγηθούν οι σημερινοί αγώνες σε νίκες και η εργατική τάξη σε κατακτήσεις. Δεν απαιτούν την εκ των προτέρων συμφωνία στο πρόγραμμά τους για να συμφωνήσουν σε κοινή δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο συντονισμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι εργαλείο για να κινητοποιηθεί η εργατική τάξη, παρά και ενάντια στις προθέσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

Σήμερα, η εργατική τάξη αντιμετωπίζει τις απολύσεις, την αυξανόμενη ανεργία και την επίθεση στο εισόδημά της είτε με την δραματική αύξηση της φορολογίας είτε με την άμεση περικοπή μισθών για ένα τμήμα των εργαζόμενων. Αντιμετωπίζει με λίγα λόγια τις συνέπειες της κρίσης στο βιοτικό της επίπεδο, συνέπειες που ενισχύονται από την εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας(….)Αυτό το «μίνιμουμ» που συμπυκνώνεται στα συνθήματα «Ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας» και «Την κρίση να πληρώσουν οι κεφαλαιοκράτες», φυσικά δεν φτάνει. Χρειάζεται συγκροτημένη πρόταση εξόδου από την κρίση, δηλαδή επαναστατική πρόταση εξουσίας. Ωστόσο, αυτό το «μίνιμουμ» είναι αρκετά «μάξιμουμ» από την άποψη ότι για να υπάρξει ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας και της συνολικής προσπάθειας της αστικής τάξης να απαντήσει στην κρίση, χρειάζεται το εργατικό κίνημα να διευρύνει τους ορίζοντές του και να βάλει στην ημερήσια διάταξη του το ζήτημα της εξουσίας. Η κινητοποίηση της εργατικής τάξης στη βάση των προβλημάτων της, δηλαδή με στόχο την ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας και συνολικά της πολιτικής της αστικής τάξης που στοχεύει στην μετακύλιση της κρίσης στην εργατική τάξη, προσφέρει μια πρώτης τάξης ευκαιρία στους κομμουνιστές να συνδέσουν την πάλη αυτή με την συνολική τους πρόταση, να συνδέσουν το πρακτικό, καθημερινό εργατικό κίνημα με την πάλη για την εξουσία της εργατικής τάξης. (…..)Ο στόχος της κινητοποίησης της εργατικής τάξης, ωστόσο συναντάει ισχυρά εμπόδια. Το συνδικαλιστικό κίνημα κυριαρχείται από δυνάμεις αστικής επιρροής, δυνάμεις που στηρίζουν την αστική τάξη στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει την κρίση. Οι όποιες αγωνιστικές αποφάσεις παίρνουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες στοχεύουν στην ενσωμάτωση της αγανάκτησης και στην εκτόνωση των αντιδράσεων.

Η τακτική του συντονισμού των σωματείων στοχεύει στο ξεπέρασμα των δυσκολιών και την υπέρβαση της αδράνειας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η συμπόρευση ενός σημαντικού αριθμού σωματείων που αντιπροσωπεύει σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, θα μπορεί να αναλαμβάνει αυτοτελείς αγωνιστικές πρωτοβουλίες παρακάμπτοντας την συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ακόμα και αν δεν φτάσει ο συντονισμός σε αυτά τα επίπεδα, μπορεί να αποτελεί έναν ισχυρό μοχλό πίεσης, να εξαναγκάζει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να πάρει αγωνιστικές αποφάσεις.

Για να έχει επιτυχία ο συντονισμός, για να μπορέσει να αγκαλιάσει μεγάλο αριθμό σωματείων και να φτάσει στο επίπεδο να μπορεί να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και να οργανώνει αγώνες, πρέπει να εκπληρώνονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις στη λειτουργία και τη δράση του. Το πιο βασικό είναι ότι τα σωματεία που συμμετέχουν στο συντονισμό πρέπει να εμπλέκουν στη διαδικασία αυτή τα μέλη τους. Η συμμετοχή τους να βασίζεται σε αποφάσεις συνελεύσεων, οι εκπρόσωποί τους να ενημερώνουν τα μέλη του σωματείου για την πορεία του συντονισμού, τις διαδικασίες του και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει. Αν δεν τηρηθούν αυτά, η διαδικασία θα εκφυλιστεί σε συντονισμό σφραγίδων χωρίς συμμετοχή των εργαζόμενων.

(…..)Στη διαδικασία συγκρότησης του συντονιστικού σωματείων στην Αθήνα, έχουν αναδειχτεί δύο ακόμα αντιλήψεις, εκτός από τη δική μας.

Η πρώτη είναι η αντίληψη του «κέντρου αγώνα», η οποία έχει πολλές ομοιότητες με αυτήν του ΠΑΜΕ Με βάση αυτήν την αντίληψη η συγκρότηση του συντονιστικού πρέπει εξ’ αρχής να γίνεται στη βάση ενός προωθημένου περιεχομένου (…)και οι διαδικασίες των σωματείων περνάνε σε δεύτερη μοίρα, ενώ όσοι στηρίζουν αυτήν την αντίληψη υποστηρίζουν σταθερά τη διασπαστική τακτική των χωριστών συγκεντρώσεων.

Σε σχέση με τα παραπάνω απαντάμε ότι κάθε πολιτική οργάνωση, συνδικαλιστική κίνηση ή οποιαδήποτε πολιτική ομαδοποίηση μπορεί να παλέψει και να διαδώσει τις απόψεις και το πρόγραμμά της μέσα στο κάθε σωματείο και μέσα στις διαδικασίες του κινήματος. Στο συντονισμό συμμετέχουν σωματεία που έχουν συγκεκριμένες αποφάσεις και οι εκπρόσωποί τους οφείλουν να κινούνται στα πλαίσια αυτών των αποφάσεων. Η απαίτηση να εκφράζει ο συντονισμός ένα πιο προωθημένο περιεχόμενο χωρίς αυτό να αντιστοιχεί στις αποφάσεις των σωματείων, εκφράζει μια γραφειοκρατική αντίληψη που θέλει τις αποφάσεις να παίρνονται ερήμην της βάσης των σωματείων και των εργαζομένων και πάει χέρι – χέρι με τις πρακτικές που δεν σέβονται τις διαδικασίες των σωματείων και αναπαράγουν μια καρικατούρα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

Η δεύτερη αντίληψη περιορίζει το συντονισμό στα πρωτοβάθμια σωματεία. Δεν έχει στην οπτική της τη δυνατότητα συντονισμού ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων. Εγκαταλείπει έτσι κάθε προσπάθεια να αξιοποιηθούν οι διαδικασίες των δευτεροβάθμιων οργανώσεων και κυρίως των εργατικών κέντρων. Η στάση αυτή βοηθάει ιδιαίτερα τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που μπορούν να εμφανίζονται με αγωνιστικό πρόσωπο στα πρωτοβάθμια σωματεία και να στοιχίζονται πίσω από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο.

Η κύρια προσπάθειά του συντονισμού σε αυτήν τη φάση θα έπρεπε να είναι η πλατιά απεύθυνση σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό σωματείων, ανεξάρτητα από το ποια δύναμη κυριαρχεί στο κάθε σωματείο. Χωρίς μια τέτοια οργανωμένη προσπάθεια απλώματος του συντονισμού, η διαδικασία θα περιχαρακωθεί και δεν θα μπορέσει να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κινήματος.

Οι διαφορετικές αντιλήψεις που εκφράζονται από τις δυνάμεις που στηρίζουν το συντονισμό και ιδιαίτερα η γραμμή του «κέντρου αγώνα», εμποδίζουν την πλατιά απεύθυνση και απειλούν να οδηγήσουν και πάλι τη διαδικασία του συντονισμού σε βάλτωμα και σε περιχαράκωσή της στα όρια του εξωκοινοβουλίου.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, εκτιμάμε ότι πολύ δύσκολα ο συγκεκριμένος συντονισμός σωματείων θα παίξει κάποιον σημαντικό ρόλο. (…) Η πολιτική και ιδεολογική μάχη γύρω από τα ζητήματα αυτά, έχει αξία όχι τόσο από τη σκοπιά της παραγωγής κάποιου άμεσου αποτελέσματος, αλλά περισσότερο σαν μελλοντική παρακαταθήκη. Η ενίσχυση της ενιαιομετωπικής αντίληψης και η περιθωριοποίηση των άλλων γραμμών μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη για την ανάπτυξη του κινήματος, ίσως και στο πολύ κοντινό μέλλον.

Ανεξάρτητα πάντως, από τις περιορισμένες σήμερα δυνατότητες της συγκεκριμένης διαδικασίας, δεν πρέπει να υποτιμάμε την επίδραση που μπορεί να έχει συνολικά στο σ.κ. (…)

Οι δικές μας δυνάμεις στηρίζουν τη διαδικασία του συντονισμού των συνδικαλιστικών οργανώσεων, παρακολουθούν τα συντονιστικά όπου συγκροτούνται και δίνουν τη μάχη για τον προσανατολισμό του συντονισμού σε ενιαιομετωπική κατεύθυνση.


25 Απρίλη

Η ΠΕ της κομμουνιστικής οργάνωσης Ανασύνταξη