Νέα από τη διεθνή επικαιρότητα (Ουγγαρία, Γερμανία)
ΟΥΓΓΑΡΙΑ: Εκλογές
Το δεξιό κόμμα της αντιπολίτευσης «Φίντεσζ» ήταν ο κερδισμένος και του δεύτερου γύρου των βουλευτικών εκλογών κερδίζοντας πλειοψηφία 2/3 στη Βουλή. Με δεδομένη την οργή του ουγγρικού λαού για τους σοσιαλδημοκράτες που σε συνεργασία με το ΔΝΤ και την ΕΕ επέβαλαν μια βάρβαρη λιτότητα και την ουσιαστική ανυπαρξία της Αριστεράς, έπιασαν εύκολα τόπο οι δημαγωγίες του Βίκτορ Ορμπάν και του κόμματος το για καταπολέμηση της διαφθοράς, μείωση των βουλευτικών εδρών κατά το ήμισυ κ.α. Είναι η πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία της χώρας που ένα κόμμα έχει πλειοψηφία 2/3 στην Βουλή, που του δίνει το δικαίωμα να αλλάξει το Σύνταγμα. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο Ορμπάν θα κληθεί να επιβάλλει τα μέτρα λιτότητας που υιοθέτησε ο σοσιαλιστής προκάτοχος του ώστε να εγκριθεί το δάνειο των 20 δις ευρώ από το ΔΝΤ.
Δεύτερος κερδισμένος των εκλογών είναι το ακροδεξιό κόμμα «Γίομπικ» το οποίο κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα ποσοστά του από τις εκλογές του 2006 και από καμία έδρα στην προηγούμενη Βουλή έφτασε να έχει 47 έδρες. Εκμεταλλευόμενοι τα αδιέξοδα της νεολαίας κα των εργαζόμενων οι φασίστες του Γίομπικ κατάφεραν να αποκτήσουν μεγάλα ερείσματα στους νέους και όπως δηλώνει ο μόλις 22 ετών Ντόρα Ντούρο «τα παιδιά τελειώνουν το σχολείο, αποφοιτούν από το πανεπιστήμιο και δεν μπορούν να βρουν δουλειά, γι αυτό και υπάρχει αυτή η μεγάλη προσέλευση στο κόμμα». Το Γίομπικ εκτός από τη νεολαία έχει πολύ μεγάλη απήχηση και στις ανατολικές περιοχές της χώρας όπου η φτώχεια και η εξαθλίωση του πληθυσμού είναι μεγαλύτερη και ζουν οι περισσότεροι τσιγγάνοι, για τους οποίους το Γίομπικ έχει πείσει μεγάλο τμήμα του ντόπιου πληθυσμού ότι ευθύνονται για τα δεινά τους.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ: στατιστικές και πραγματικότητα
Ενώ το σύνολο των χωρών της ΕΕ πλήττεται από μεγάλη ανεργία που φτάνει μέχρι και το 20% σε κάποιες χώρες, η πλειοψηφία των ΜΜΕ της Ευρώπης κάνει λόγο για το γερμανικό θαύμα στο ζήτημα της απασχόλησης και ισχυρίζονται ότι η γερμανική κυβέρνηση κατάφερε να τιθασεύσει την ανεργία σε περίοδο ύφεσης μάλιστα. Πιο συγκεκριμένα η επίσημη ανεργία βρίσκεται σε καθοδική πορεία και αγγίζει μόλις το 8,5%.
Πέρα όμως από το ότι αυτό το ποσοστό αντιστοιχεί σε 3,5 εκατομμύρια αποκλεισμένους από την αγορά εργασίας, η πραγματικότητα που κρύβουν οι στατιστικές είναι πολύ πιο ζοφερή. Εδώ και πάνω από ένα χρόνο στη Γερμανία εφαρμόζονται σε μαζική κλίμακα τα προγράμματα υποαπασχόλησης με στόχο να μειωθεί το εργατικό κόστος για τις επιχειρήσεις. Τη χρονιά που μας πέρασε πάνω από ενάμιση εκατομμύριο εργαζόμενοι υποαπασχολήθηκαν «επωφελούμενοι» από αυτά τα προγράμματα. Εργάζονταν δηλαδή πολύ λιγότερες ώρες απ’ το κανονικό με αναλόγως μειωμένες αποδοχές και το κόστος της ασφάλισης το αναλάμβανε εξ’ ολοκλήρου το κράτος και όχι οι επιχειρήσεις. Το πρώτο τρίμηνο του 2010 που η γερμανική οικονομία υποτίθεται ότι έχει μπει σε τροχιά ανάπτυξης, το ποσοστό των προσλήψεων που αφορούν θέσεις πλήρους απασχόλησης είναι κάτω από 60%. Οι υπόλοιποι θα εργάζονται για λίγες μέρες ή και ώρες την εβδομάδα.
Ακόμα και αστοί οικονομολόγοι αναλυτές εκφράζουν τον προβληματισμό τους για τη χρησιμότητα των παραπάνω προγραμμάτων στην καταπολέμηση της ανεργίας. Για παράδειγμα ο Ρόλαντ Ντερν του ινστιτούτου οικονομικών μελετών RWI της Έσσης λέει πως «το kurtarbeit δεν θα έχει καμία αξία σε λίγο καιρό» γιατί οι επιχειρήσεις που θα ανακάμψουν με το τέλος της ύφεσης και δεν θα έχουν πια ανάγκη την κρατική οικονομική στήριξη, θα κρατήσουν όσους εργαζόμενους πραγματικά χρειάζονται και τους υπόλοιπους θα τους απολύσουν.
Άσχετα από το πόσο μεγάλη ή αναιμική θα είναι η ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, θα είναι μια ανάπτυξη που ακόμα και στις πιο ισχυρές οικονομικά χώρες θα συνοδεύεται από μεγάλα ποσοστά ανεργίας, εκτός και αν οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους ανατρέψουν αυτή την κατάσταση.