Ο συντονισμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων και η τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου
Ο συντονισμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων και η τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου
Ο συντονισμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων (πρωτοβάθμιων σωματείων, εργατικών κέντρων, ομοσπονδιών) είναι μια εξειδίκευση της τακτικής του ενιαίου μετώπου στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το ενιαίο εργατικό μέτωπο είναι η ενότητα των πλατιών εργατικών μαζών με βάση τα καθημερινά τους προβλήματα ενάντια στον καπιταλισμό. Είναι μια τακτική για την απελευθέρωση των εργατικών μαζών από την αστική επιρροή και το κέρδισμά τους με τις θέσεις της επανάστασης και του κομμουνισμού. Δεν είναι ενότητα των συνειδητών εργατών. Η ενότητα των συνειδητών εργατών είναι ενότητα κομματική, ενότητα των κομμουνιστών.
Η τακτική του συντονισμού των σωματείων απαντάει στην κυριαρχία της αστικής επιρροής στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στην παράλυσή τους εξ’ αιτίας αυτής της επιρροής. Τα σωματεία συντονίζονται στη βάση του προβλήματος που έχουν να αντιμετωπίσουν, επομένως ο συντονισμός τους δεν είναι μόνιμος, ενώ το περιεχόμενο πάνω στο οποίο συμπορεύονται και συντονίζονται είναι η πάλη για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου κάθε φορά προβλήματος.
Στόχος του συντονισμού σωματείων είναι η κινητοποίηση της βάσης των σωματείων και ο προσανατολισμός των εργαζόμενων στην πάλη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Παραπέρα στόχος των κομμουνιστών είναι να επιδράσουν στην αγωνιζόμενη εργατική τάξη με το πρόγραμμά τους και τη γραμμή τους, να αποδείξουν ότι μόνο με την επαναστατική γραμμή μπορούν να απαντηθούν τα εργατικά προβλήματα και να οδηγηθούν οι σημερινοί αγώνες σε νίκες και η εργατική τάξη σε κατακτήσεις. Δεν απαιτούν την εκ των προτέρων συμφωνία στο πρόγραμμά τους για να συμφωνήσουν σε κοινή δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο συντονισμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι εργαλείο για να κινητοποιηθεί η εργατική τάξη, παρά και ενάντια στις προθέσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Σήμερα, η εργατική τάξη αντιμετωπίζει τις απολύσεις, την αυξανόμενη ανεργία και την επίθεση στο εισόδημά της είτε με την δραματική αύξηση της φορολογίας είτε με την άμεση περικοπή μισθών για ένα τμήμα των εργαζόμενων. Αντιμετωπίζει με λίγα λόγια το πρόγραμμα σταθερότητας και τις συνέπειές του στη ζωή της. Καθήκον των συνδικάτων είναι να παλέψουν για την ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας. Αυτό είναι και το «μίνιμουμ» πρόγραμμα πάνω στο οποίο μπορούν να συσπειρωθούν τα συνδικάτα. Αυτό το «μίνιμουμ» που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας», φυσικά δεν φτάνει. Χρειάζεται συγκροτημένη πρόταση εξόδου από την κρίση, δηλαδή επαναστατική πρόταση εξουσίας. Ωστόσο, αυτό το «μίνιμουμ» είναι αρκετά «μάξιμουμ» από την άποψη ότι για να υπάρξει ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας και της συνολικής προσπάθειας της αστικής τάξης να απαντήσει στην κρίση, χρειάζεται το εργατικό κίνημα να διευρύνει τους ορίζοντές του και να βάλει στην ημερήσια διάταξη του το ζήτημα της εξουσίας. Η κινητοποίηση της εργατικής τάξης στη βάση των προβλημάτων της, δηλαδή με στόχο την ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας, προσφέρει μια πρώτης τάξης ευκαιρία στους κομμουνιστές να συνδέσουν την πάλη αυτή με τη συνολική τους πρόταση, να συνδέσουν το πρακτικό, καθημερινό εργατικό κίνημα με την πάλη για την εξουσία της εργατικής τάξης. Οι πλατιές προλεταριακές μάζες συνειδητοποιούνται μέσα στην πάλη για την ικανοποίηση των διεκδικήσεών τους, μέσα από την πάλη που ξεσπάει αυθόρμητα ως αντίδραση στην καταπίεση και την εκμετάλλευση. Μέσα σε αυτήν την πάλη παρεμβαίνουν οι κομμουνιστές, δείχνουν τον ένοχο που είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και προβάλουν το πρόγραμμά τους δείχνοντας στους εργάτες το «μέλλον του κινήματος».
Ο στόχος της κινητοποίησης της εργατικής τάξης, ωστόσο συναντάει ισχυρά εμπόδια. Το συνδικαλιστικό κίνημα κυριαρχείται από δυνάμεις αστικής επιρροής, δυνάμεις που στηρίζουν την αστική τάξη στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει την κρίση. Οι όποιες αγωνιστικές αποφάσεις παίρνουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες στοχεύουν στην ενσωμάτωση της αγανάκτησης και στην εκτόνωση των αντιδράσεων. Επιπλέον, ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης εμφανίζεται περιχαρακωμένο στα πλαίσια του μορφώματος του ΠΑΜΕ και στη διασπαστική του τακτική.
Η τακτική του συντονισμού των σωματείων μπορεί να υπερβεί αυτά τα εμπόδια. Η συμπόρευση ενός σημαντικού αριθμού σωματείων που αντιπροσωπεύει σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, θα μπορεί να αναλαμβάνει αυτοτελείς αγωνιστικές πρωτοβουλίες παρακάμπτοντας τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ακόμα και αν δεν φτάσει ο συντονισμός σε αυτά τα επίπεδα, μπορεί να αποτελεί έναν ισχυρό μοχλό πίεσης, να εξαναγκάζει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να πάρει αγωνιστικές αποφάσεις.
Για να έχει επιτυχία ο συντονισμός, για να μπορέσει να αγκαλιάσει μεγάλο αριθμό σωματείων και να φτάσει στο επίπεδο να μπορεί να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και να οργανώνει αγώνες, πρέπει να εκπληρώνονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις στη λειτουργία και τη δράση του.
Το πιο βασικό είναι ότι τα σωματεία που συμμετέχουν στο συντονισμό πρέπει να εμπλέκουν στη διαδικασία αυτή τα μέλη τους. Η συμμετοχή τους να βασίζεται σε αποφάσεις συνελεύσεων, οι εκπρόσωποί τους να ενημερώνουν τα μέλη του σωματείου για την πορεία του συντονισμού, τις διαδικασίες του και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει. Αν δεν τηρηθούν αυτά, η διαδικασία θα εκφυλιστεί σε συντονισμό σφραγίδων χωρίς συμμετοχή των εργαζόμενων.
Μαζί με το παραπάνω, θα πρέπει να μπει φρένο στην άγονη συζήτηση περί του «περιεχομένου». Βάση του συντονισμού σωματείων είναι η πάλη για την ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας. Κάθε πολιτική οργάνωση, συνδικαλιστική κίνηση ή οποιαδήποτε πολιτική ομαδοποίηση μπορεί να παλέψει και να διαδώσει τις απόψεις και το πρόγραμμά της μέσα στο κάθε σωματείο και μέσα στις διαδικασίες του κινήματος. Στο συντονισμό συμμετέχουν σωματεία που έχουν συγκεκριμένες αποφάσεις και οι εκπρόσωποί τους οφείλουν να κινούνται στα πλαίσια αυτών των αποφάσεων. Η απαίτηση να εκφράζει ο συντονισμός ένα πιο προωθημένο περιεχόμενο χωρίς αυτό να αντιστοιχεί στις αποφάσεις των σωματείων, εκφράζει μια γραφειοκρατική αντίληψη που θέλει τις αποφάσεις να παίρνονται ερήμην της βάσης των σωματείων και των εργαζομένων και πάει χέρι – χέρι με τις πρακτικές που δεν σέβονται τις διαδικασίες των σωματείων και αναπαράγουν μια καρικατούρα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Τέλος, πρέπει να γίνει καθαρό ότι ο συντονισμός είναι μέσα στα πλαίσια του συνδικαλιστικού κινήματος και όχι μια διαδικασία έξω απ’ αυτό. Η κύρια προσπάθειά του επομένως, είναι η απεύθυνση σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό σωματείων, ανεξάρτητα από το ποια δύναμη κυριαρχεί στο κάθε σωματείο. Χωρίς μια τέτοια οργανωμένη προσπάθεια απλώματος του συντονισμού, η διαδικασία θα περιχαρακωθεί και δεν θα μπορέσει να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κινήματος.
Οι επόμενες διαδικασίες του συντονισμού των σωματείων πρέπει να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις αυτές και να οργανώσουν την πλατιά απεύθυνση του συντονισμού και την πανελλαδική του δικτύωση.