Απαραίτητη προϋπόθεση της λενινιστικής αντίληψης, είναι η αντίληψη της πραγματικότητας
Απαραίτητη προϋπόθεση της λενινιστικής αντίληψης, είναι η αντίληψη της πραγματικότητας
απάντηση της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ σε κείμενο διαλόγου
Στα δύο προηγούμενα φύλλα της «Εργατικής Πολιτικής», δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες, άρθρο (μέρος 'α, μέρος 'β) των σ. Σ.Μ. και Δ.Γ. στο οποίο γινόταν κριτική στη στάση της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου και στο Μακεδονικό. Τα ζητήματα που τίθενται έχουν τεράστιο βάθος και αφορούν μια συζήτηση διαρκή που θα συνεχίζεται για καιρό. Στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου, μπορούν να γίνουν παρατηρήσεις μόνο στα κύρια σημεία και να απαντηθούν μερικά βασικά ζητήματα.
Μετά την ανακήρυξη της τυπικής ανεξαρτητοποίησης του Κοσσυφοπεδίου (de facto υπήρχε από το 1999), σαν κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ χαρακτηρίσαμε αρνητικό το γεγονός, θεωρώντας το σαν τον τελευταίο κρίκο μιας σειρά γεγονότων που είχαν προηγηθεί στην περιοχή και συνέπεια της υποχώρησης του επαναστατικού κινήματος. Τονίσαμε ότι: «…κουρελιάστηκε ότι έχει απομείνει πλέον από το λεγόμενο διεθνές δίκαιο»1. Προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε την αλυσίδα των γεγονότων: «Οι εξελίξεις στο Κόσσοβο αποδεικνύουν το πόσο επιζήμιο είναι το βούλιαγμα της εργατικής τάξης στον εθνικισμό. Αυτό φάνηκε ανάγλυφα στο Κοσσυφοπέδιο, όπου η εθνικιστική κατρακύλα της σέρβικης εργατικής τάξης, οδήγησε και την αλβανική πλευρά κάτω από την επιρροή εθνικιστικών ηγεσιών. Τέτοιες καταστάσεις είναι που αξιοποιούν – και σχεδόν πάντα υποδαυλίζουν - οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ώστε να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, όπως έκαναν οι ΗΠΑ […]Ωστόσο, τα εθνικά ζητήματα δεν δημιουργούνται εκ του μηδενός, από τους ιμπεριαλιστές.»1 Επιμείναμε στο ότι η επικράτηση μιας διεθνιστικής γραμμής στο εργατικό κίνημα οδηγεί στην οικοδόμηση δεσμών ταξικής αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργάτες διαφορετικών εθνών στη βάση των κοινών ταξικών συμφερόντων κι αυτό περιορίζει τους αστούς και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τους στερεί το έδαφος για να ξεδιπλώσουν την πολιτική τους, να παρέμβουν στις εθνικές διαμάχες και να ενισχύσουν τις θέσεις και την επιρροή τους.
Τα συμπεράσματα που εξάγονται από την υπόθεση του Κοσσυφοπεδίου, επιδιώξαμε να τα αναδείξουμε σε σχέση με το - ανοιχτό ακόμα - ζήτημα της ονομασίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, που ήταν τότε στην επικαιρότητα. Έτσι, διατυπώσαμε την εξής θέση: «Παλεύουμε για να επικρατήσει στο εργατικό κίνημα η θέση ότι ο γειτονικός λαός έχει το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, γνωρίζοντας ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την οικοδόμηση δεσμών ταξικής ενότητας με το προλεταριάτο της γειτονικής χώρας»2.
Το κείμενο των συντρόφων κινείται σε άλλη κατεύθυνση. Θεωρεί ότι οι αποσχιστικές τάσεις δημιουργούνται περίπου εκ του μηδενός από τους ιμπεριαλιστές και ως εκ τούτου κλείνει τα μάτια στις πραγματικές αιτίες. Αγνοεί την ιστορία τόσο σε σχέση με το Κοσσυφοπέδιο, όσο και σε σχέση με το Μακεδονικό ζήτημα. Κάνει συνολικά λάθος ανάγνωση της πραγματικότητας, διαστρέφει τη θέση της οργάνωσης και αντιφάσκει σε σχέση με το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού.
Στο εν λόγω κείμενο, η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ κατηγορείται ότι με τη στάση της, το μόνο που κατάφερε πρακτικά ήταν να υποστηρίξει την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου και επιπλέον ότι δεν μπήκε από μεριάς μας «ούτε ένα ζήτημα πολιτικής γραμμής ή στόχων που πρέπει να παλέψει η εργατική τάξη πάνω στο ζήτημα του Κόσοβου»3 Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει το κείμενο με βάση την άρνησή μας να συμμετέχουμε σε διαδήλωση που οργανώθηκε εκείνες τις μέρες, με κεντρικό αίτημα να μην αναγνωριστεί το Κόσσοβο από το ελληνικό κράτος. Παρακάτω το κείμενο αναφέρει ότι: «…το κύριο καθήκον που μπαίνει άμεσα […] [είναι] η εξέγερση του Κόσσοβου ενάντια στη μετατροπή του σε προτεκτοράτο και όλης της περιοχής ενάντια στον ιμπεριαλισμό!»3
Ωστόσο, το κείμενο δεν μας διαφωτίζει ιδιαίτερα για το πώς θα υπηρετηθεί αυτό το - άμεσο μάλιστα – καθήκον, δηλαδή «η εξέγερση του Κόσσοβου και όλης της περιοχής», ούτε προτείνεται κάποια ιδιαίτερη πολιτική γραμμή ή κάποιοι στόχοι «πάνω στο ζήτημα του Κόσσοβου». Το μόνο ζήτημα πολιτικής γραμμής ή στόχων που τίθεται, είναι να μην αναγνωριστεί το Κόσσοβο από το ελληνικό κράτος. Οι συντάκτες του κειμένου φαίνεται ότι θεωρούν πως αυτό το αίτημα είναι αρκετό για να υπηρετήσει «το κύριο καθήκον», δηλαδή την «εξέγερση του Κόσσοβου ενάντια στη μετατροπή του σε προτεκτοράτο και όλης της περιοχής ενάντια στον ιμπεριαλισμό!»
Έτσι, με βάση τη λογική που θέτει το κείμενο, ξεχνάμε ότι στο Κόσσοβο έχει υπάρξει μια μακρά περίοδος εντάσεων και καταπίεσης της αλβανικής πλειοψηφίας, ότι δεν υπήρξε καμία φωνή και καμία προσπάθεια από την κυρίαρχη εθνότητα και το εργατικό της κίνημα να αντιταχθεί στην κρατική πολιτική στην περιοχή, ξεχνάμε ότι αυτό ήταν το υπόβαθρο για να επέμβουν οι ΗΠΑ, διαγράφουμε από τη μνήμη μας ότι οι Αλβανοί υποδέχθηκαν σαν ελευθερωτές τους στρατιώτες του ΝΑΤΟ και καταλήγουμε ότι το κατάλληλο αίτημα είναι «Όχι στην αναγνώριση του Κόσσοβο», θεωρώντας ότι αυτό υπηρετεί το στόχο για «εξέγερση του Κόσσοβου ενάντια στη μετατροπή του σε προτεκτοράτο και όλης της περιοχής ενάντια στον ιμπεριαλισμό!.» Συμπεριφερόμαστε δηλαδή, σαν να θέλουμε να γιατρέψουμε τον καρκίνο του δέρματος με αντηλιακό. Και για να μην αδικούνται οι σύντροφοι που έγραψαν το κείμενο, πρέπει να αναφερθεί ότι σε αυτήν τη λογική, με μικρότερες ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις, κινήθηκαν οι περισσότερες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Η λενινιστική αντίληψη στην οποία αναφέρονται οι συντάκτες του κειμένου, καταλήγει σε γραμμή για το πώς αντιμετωπίζουν οι κομμουνιστές, το κόμμα τους και η διεθνής τους τα ζητήματα αυτά, όταν προκύπτουν. Πως δρουν οι κομμουνιστές του κυρίαρχου και πως αυτοί του καταπιεζόμενου έθνους και πως χειρίζονται το αίτημα της αυτοδιάθεσης. Τα ζητήματα αυτά σε σχέση με το Κόσσοβο δεν αναδεικνύονται ούτε από το συγκεκριμένο κείμενο, αλλά ούτε και από την συζήτηση μέσα στην Αριστερά, λες και το ζήτημα προέκυψε το 1999. Δεν αναδεικνύονται δηλαδή, οι βαθύτερες αιτίες της αρνητικής εξέλιξης η οποία δεν αντιστρέφεται πια παρά μόνο με ριζική αλλαγή των ταξικών συσχετισμών στην περιοχή.
Τέτοια ζητήματα θα προκύπτουν συνέχεια και σε ότι μας αφορά σαν κομμουνιστές που δρούμε στα πλαίσια του ελληνικού κράτους, ζήτημα με παρόμοια χαρακτηριστικά είναι και το ζήτημα της ονομασίας της ΔτΜ.
Εδώ η θέση των συντρόφων αποκρυσταλλώνεται στη φράση: «...υποστηρίζουμε το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των Σλαβομακεδόνων και της ΠΓΔΜ...» στην οποία καταφέρνουν να καταγράψουν μια τεράστια αντίφαση μέσα σε 9 λέξεις. Και πάλι οι συντάκτες του κειμένου αγνοούν την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν κάποια εκατομμύρια άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται εθνικά ως «Μακεδόνες». Και αυτός ο αυτοπροσδιορισμός τους είναι διαφορετικός από τον αυτοπροσδιορισμό των εθνικά ελλήνων ή των εθνικά βούλγαρων που δηλώνουν μακεδόνες ως προς την τοπική τους καταγωγή. Οι συντάκτες του κειμένου λοιπόν υποστηρίζουν τον αυτοπροσδιορισμό του συγκεκριμένου έθνους, αρκεί αυτός να μην είναι «Μακεδόνας». Κατά ανάλογο τρόπο υποστηρίζουν τον αυτοπροσδιορισμό της ΔτΜ (ΠΓΔΜ όπως γράφουν), αρκεί αυτός να μην είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας γιατί αυτό θα αποτελεί «προνόμιο» σε βάρος κάποιου άλλου έθνους (του ελληνικού προφανώς).
Τέλος, δεν μπορεί να μην σχολιαστεί η καταδίκη της «Εργατικής Πολιτικής» από το κείμενο, επειδή αναφέρει το γειτονικό κράτος σαν ΔτΜ, καθώς «δεν σπεύδει να αναγνωρίσει κάποιο αίτημα του λαϊκού ή του εργατικού κινήματος της διπλανής χώρας, αλλά υιοθετεί την στάση της αστικής τάξης των Σκοπίων»3. Πιθανώς οι συντάκτες του κειμένου να έχουν υπ’ όψη τους κάποιο αίτημα του εργατικού ή λαϊκού κινήματος της ΔτΜ, το οποίο ζητάει κάποια άλλη ονομασία για το γειτονικό κράτος. Ο υπογράφων θα ρισκάρει κάνοντας την εκτίμηση ότι δεν υπάρχει κανένα τμήμα της εργατικής τάξης των εθνικά Μακεδόνων που να μην υποστηρίζει την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ωστόσο, αν οι σύντροφοι έχουν κάποιο διαφορετικό στοιχείο οι στήλες της εφημερίδας είναι ανοιχτές για να το δημοσιεύσουν.
Το πιο τραγικό όμως, είναι ότι η εργατική τάξη της ΔτΜ βρίσκεται αυτήν τη στιγμή υπό την επιρροή εθνικιστικών ηγεσιών που την αποβλακώνουν με ανοησίες για την καταγωγή των σημερινών εθνικά Μακεδόνων από τον Μέγα Αλέξανδρο (ανάλογες ανοησίες δηλαδή με αυτές που μαθαίνουμε και στα ελληνικά σχολεία). Αυτή η εξέλιξη είναι συνέπεια της ελληνικής εθνικιστικής υστερίας για το όνομα της ΔτΜ, που ενίσχυσε τις εθνικιστικές φωνές και στην άλλη πλευρά των συνόρων. Είναι επίσης συνέπεια του ότι οι φωνές που υποστήριξαν πραγματικά τον αυτοπροσδιορισμό των εθνικά Μακεδόνων και της ΔτΜ ήταν τραγικά μειοψηφικές, ενώ η πλειοψηφία της Αριστεράς ρεφορμιστικής και «ριζοσπαστικής», υποχώρησε στην πίεση του ελληνικού εθνικισμού και συντάχθηκε με απόψεις σαν και αυτές που εκφράζει το εν λόγω κείμενο.
Β. Θεοφανόπουλος
1 Ανακοίνωση της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, Μάρτης 2008
2 Απόφαση της Π.Ε. της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ 12-13 Απριλίου 2008
3 «Η λενινιστική αντίληψη για την αυτοδιάθεση των εθνών» Εργατική Πολιτική, τεύχος 29