Κεντρικό άρθρο (φ.24)
Να
φέρουμε την επαναστατικη προοπτική στο προσκήνιο
Με το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης, συνειδητοποιείται όλο και περισσότερο από τη μεριά της αστικής τάξης, η αδυναμία της μπροστά στους αδήριτους νόμους κίνησης της ιστορίας. Εγκαταλείπονται έτσι, τα αρχικά σχέδια και οι διακηρύξεις του αστικού πολιτικού προσωπικού για προστασία του συνόλου της κοινωνίας από τις συνέπειες της κρίσης και πλέον γίνονται όλο και πιο φανερές οι αρπακτικές διαθέσεις των κεφαλαιοκρατών στην προσπάθεια να διασώσουν τη θέση τους στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό καθώς και όσο γίνεται μεγαλύτερο κομμάτι από τα κέρδη τους.
Έτσι, τα σχέδια στήριξης της οικονομίας πλέον περιορίζονται κυρίως στη διοχέτευση κρατικού χρήματος προς τις επιχειρήσεις, ενώ καμία μέριμνα δεν λαμβάνεται για την εργατική τάξη, η οποία ήδη πληρώνει τις συνέπειες με απολύσεις και ανεργία.
Όλες οι μερίδες της αστικής τάξης έχουν αποδυθεί σε λυσσαλέο αγώνα δρόμου διεκδικώντας μερίδιο του κρατικού προϋπολογισμού για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Τράπεζες, βιομηχανίες, εφοπλιστικές και τουριστικές επιχειρήσεις, διεκδικούν είτε μείωση της φορολογίας, είτε ενίσχυση με «ζεστό χρήμα», είτε την κρατική αρωγή στην προσπάθεια τους για συμπίεση του κόστους.
Σε συνθήκες κρίσης ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός οξύνεται. Τα μονοπώλια επιδιώκουν το πνίξιμο των πιο αδύναμων ανταγωνιστών και για να μπορέσουν να επιβιώσουν από την περίοδο των ισχνών αγελάδων, αλλά και προσβλέποντας σε ισχυροποιημένη θέση μετά το τέλος της κρίσης. Η διάψευση των προσδοκιών για πλήρη χαλάρωση του ευρωπαϊκού συμφώνου σταθερότητας και οι περιορισμοί που θέλει να θέσει η Κομισιόν στις χώρες που τα δημοσιονομικά ελλείμματα ξεπερνούν τα όρια που θέτει η Ε.Ε., αυτόν τον ανταγωνισμό εκφράζουν.
Η πίεση προς την εργατική τάξη εντείνεται, καθώς στις επιλογές των κεφαλαιοκρατών, παίζει αποφασιστικό ρόλο η έλλειψη του αντίπαλου δέους. Η εργατική τάξη δεν είναι σήμερα σε θέση να διεκδικήσει την εξουσία, ενώ αντιμετωπίζει δυσκολίες ακόμα και στο να οργανώσει την αντίστασή της και να προβάλλει τις διεκδικήσεις της, παρ’ όλο που υφίσταται ήδη τις συνέπειες της κρίσης. Τα αποτελέσματα του ιδεολογικού της αφοπλισμού κάτω από την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας, της απουσίας πολιτικής εκπροσώπησης, της αποδιοργάνωσης και του αποπροσανατολισμού του συνδικαλιστικού της κινήματος, εκδηλώνονται σήμερα διευρύνοντας το πεδίο δράσης των καπιταλιστών, επιτρέποντάς τους να σχεδιάζουν με σιγουριά – ίσως υπερβολική – το μέλλον ολόκληρης της κοινωνίας.
Η όξυνση των προβλημάτων, η επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, δημιουργούν την αντικειμενική βάση για ξέσπασμα εργατικών αγώνων, για διεκδικήσεις των εργατών σαν απάντηση στη χειροτέρευση της θέσης τους.
Ήδη διαφαίνονται επιμέρους αγωνιστικά σκιρτήματα, που παρά τις αντιφάσεις τους, την ελλιπή πολιτικοποίησή τους και τις ταλαντεύσεις τους, δείχνουν ότι η εργατική τάξη δεν είναι διατεθειμένη να παραδοθεί αμαχητί στις ορέξεις του κεφαλαίου. Αγωνιστικές διαθέσεις λοιπόν, υπάρχουν και εκφράζονται είτε σε επιμέρους αγώνες, είτε με την αποστοίχιση – μικρών αλλά σημαντικών – τμημάτων εργαζομένων από την επιρροή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που αδυνατεί να οργανώσει ακόμα και την πιο στοιχειώδη αντίσταση.
Η γενίκευση, ο προσανατολισμός και ο συντονισμός των επιμέρους αγώνων, παράλληλα με τη στήριξη και την ανάπτυξη των προσπαθειών πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης να παρέμβουν στα σωματεία και να τα αποσπάσουν από τις δυνάμεις αστικής επιρροής, είναι κρίσιμες προϋποθέσεις για την αποτελεσματική αντίσταση και την αγωνιστική αντεπίθεση του κινήματος της εργατικής τάξης, αλλά όχι μόνο γι’ αυτό.
Σε αυτό το έδαφος του αγωνιστικού συντονισμού και της ενιαιομετωπικής δράσης, μπορεί με καλύτερους όρους να ξεδιπλωθεί η προσπάθεια για απόκρουση της επίδρασης της αστικής ιδεολογίας και την ανάδυση του μαρξισμού στο προσκήνιο. Η προσπάθεια για ενίσχυση του επαναστατικού ρεύματος και οικοδόμηση μάχιμης κομμουνιστικής πρωτοπορίας.
Η θεωρητική και πολιτική διαπάλη σε αυτές τις συνθήκες, μοιραία θα οξυνθεί. Το κενό που άφησε η πλήρης απαξίωση και γελοιοποίηση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, τρέχουν ήδη να το καλύψουν, παλιότερες και «σύγχρονες» ρεφορμιστικές αντιλήψεις, που προέρχονται από πλατύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων, ξεκινώντας από την ΠΑΣΟΚική σοσιαλδημοκρατία και καταλήγοντας ως τη λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά.
Η ουτοπία ενός «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» και η διασπορά ρεφορμιστικών αυταπατών, συνδέονται άμεσα με σχεδιασμούς πολιτικού εγκλωβισμού της εργατικής αμφισβήτησης στα όρια του συστήματος.
Η επίπονη προσπάθεια για την ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος, περνάει από την – πιο οξυμένη σήμερα – αναμέτρηση με τις θεωρητικές πλατφόρμες και τα πολιτικά σχέδια της Αριστεράς της «κοινωνικής ευαισθησίας», της Αριστεράς του «σοσιαλισμού που γνωρίσαμε», του μικροαστικού αντικαπιταλισμού. Περνάει μέσα από την αδιάλλακτη θεωρητική πάλη και την θαρραλέα προγραμματική αντιπαράθεση που θα μπορεί να φέρει στο προσκήνιο την επαναστατική λύση και θα συγκεντρώνει δυνάμεις για την κρίσιμη καμπή μιας γενικευμένης κρίσης που δείχνει σήμερα όλο και πιο πιθανή. Κρίνεται από το κατά πόσον το πρόγραμμα της εργατικής εξουσίας μπορεί να συγκροτείται και συνδέεται με την καθημερινή πρακτική πάλη, επιδρώντας στον ταξικό συσχετισμό και συμβάλλοντας στην οικοδόμηση της επαναστατικής πρωτοπορίας. Κρίνεται τέλος από την αταλάντευτη προσήλωση στην οικοδόμηση κομμουνιστικής οργάνωσης, τη σταθερή δράση για το κέρδισμα δυνάμεων με την προλεταριακή πολιτική και την επαναστατική πάλη.