Πανελλαδική σύσκεψη της Πρωτοβουλίας για μια Ανεξάρτητη Ταξική Εργατική Κίνηση

Πανελλαδική σύσκεψη της

Πρωτοβουλίας για μια Ανεξάρτητη Ταξική Εργατική Κίνηση

Μαζική συμμετοχή, διστακτικό αλλά ελπιδοφόρο πρώτο βήμα

Το πολιτικό κλίμα, ο ρόλος και η δομή των συνδικάτων, η συνδικαλιστική κάλυψη των νέων εργαζόμενων και οι ξεχωριστές συγκεντρώσεις μερικά από τα θέματα που συζητήθηκαν

 

Στις 17 Δεκέμβρη, στα γραφεία του συλλόγου υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, πραγματοποιήθηκε η 1η πανελλαδική συνέλευση της Πρωτοβουλίας για μια Ανεξάρτητη Ταξική Εργατική Κίνηση. Την διαδικασία παρακολούθησαν περίπου 150 εργαζόμενοι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μέλη της κίνησης, ενώ συμμετείχαν και κάποιοι συνδικαλιστές ως παρατηρητές. Εκτός από την μαζικότητα της σύσκεψης, στα θετικά καταγράφεται και η συμμετοχή συνδικαλιστών από πολλούς κλάδους και εργασιακούς χώρους (Οικοδόμοι, ΟΤΕ, ΔΕΗ, Ολυμπιακή, Τράπεζες, ΟΤΑ κλπ.), αλλά και από την επαρχία (Πτολεμαίδα, Θεσσαλονίκη, Πρέβεζα, Γιάννενα, Αγρίνιο κλπ.).


Στη συζήτηση υπήρξε σημαντική μεταφορά εμπειρίας από την δράση στους εργασιακούς χώρους. Η πιο ξεχωριστή τοποθέτηση από αυτήν την άποψη ήταν του Στέφανου Πράσσου από τα ορυχεία της ΔΕΗ στην Πτολεμαίδα που περιέγραψε με μελανά χρώματα την κατάσταση. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι το τελευταίο διάστημα έχουν γίνει 5 θανατηφόρα ατυχήματα, τα 4 εκ των οποίων οφείλονται στην έλλειψη προσωπικού, όπως στην περίπτωση που έναν εργάτη τον πήρε η μεταφορική ταινία και δεν υπήρχε 2ος εργαζόμενος για να την σταματήσει. Εμπειρία μεταφέρθηκε και σε σχέση με το πολιτικό κλίμα, που σε γενικές γραμμές παραμένει αρνητικό για τις ταξικές δυνάμεις. Π.χ. ο Θανάσης Κοκινοβασίλης, ηλεκτρολόγος, εκτίμησε ότι λόγω της απουσίας νικηφόρων συλλογικών αγώνων κυριαρχεί στην εργατική νεολαία η αντίληψη της ατομικής λύσης, ενώ ο Παναγιώτης Μπρόφας περιέγραψε με αρκετά γλαφυρό τρόπο το αρνητικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην επιχείρηση μετά την κατάπτυστη συμφωνία που υπέγραψε η ΟΜΕ - ΟΤΕ. Υπήρξαν ωστόσο και ομιλίες που εξέφρασαν την άποψη ότι κάτι αρχίζει να αλλάζει προς το καλύτερο, μεταφέροντας στοιχεία που δείχνουν αύξηση – έστω και μικρή - της συνδικαλιστικής πυκνότητας είτε λόγω αυξημένων εγγραφών στα υπάρχοντα σωματεία είτε λόγω της ίδρυσης νέων.


Επίσης, τέθηκαν πολλά από τα ζητήματα που απασχολούν το συνδικαλιστικό και το ευρύτερο εργατικό κίνημα. Κοινός τόπος ήταν η άποψη για την αναγκαιότητα των συνδικάτων σαν μορφής οργάνωσης της εργατικής τάξης, καθώς και η ανάγκη της πάλης για την αλλαγή των συσχετισμών στο συνδικαλιστικό κίνημα. Από κάποιους ομιλητές, μπήκε το θέμα της συνδικαλιστικής κάλυψης των εργαζόμενων που δουλεύουν κάτω από το καθεστώς των λεγόμενων «νέων εργασιακών σχέσεων», συμπεραίνοντας ότι είναι και αυτό ζήτημα της πολιτικής κατεύθυνσης των συνδικάτων. Συγκεκριμένα, ο Μίλτος Σακελλάρης ανέφερε το παράδειγμα των συμβασιούχων καθηγητών, τους οποίους οι ΕΛΜΕ δεν έγραφαν στην δύναμή τους, κάποιες φορές μάλιστα και με την σύμφωνη γνώμη συνδικαλιστών της «ριζοσπαστικής αριστεράς». Για το ίδιο θέμα, ο Σταύρος Φασάκης από τον ΟΤΕ ανέφερε το παράδειγμα συμβασιούχων του οργανισμού που κάποια στιγμή αποφάσισε να τους γράψει στο συνδικάτο η ΠΑΣΚΕ για λόγους συσχετισμών, εκτιμώντας ότι καλώς έγιναν αυτές οι εγγραφές, έστω και έτσι.


Με αφορμή την ίδρυση του συνδικάτου «Εργατική αλληλεγγύη» στην Πτολεμαίδα, η συζήτηση επεκτάθηκε και σε ζητήματα δομής του συνδικαλιστικού κινήματος. Η περιγραφή της κατάστασης των συνδικάτων της ΓΕΝΟΠ - ΔΕΗ, από τους συναγωνιστές που συμμετείχαν στην ίδρυση της «Εργατικής αλληλεγγύης» (εγγράφεται στην δύναμη της ΓΕΝΟΠ) ήταν αποκαλυπτική. Πρόκειται για ουσιαστικά μονοπαραταξιακά συνδικάτα που ιδρύονται κατά το δοκούν από τους εργατοπατέρες και που δεν καλύπτουν εργαζόμενους που δουλεύουν με συμβάσεις ή εργαζόμενους στους εργολάβους που όμως καλύπτουν πάγιες ανάγκες με αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς να δουλεύουν 10 ή 12 χρόνια στο ίδιο πόστο έχοντας αλλάξει 5 ή 6 εργολάβους. Η ίδρυση του συνδικάτου «Εργατική Αλληλεγγύη» δεν ήταν σε καμία περίπτωση διασπαστική κίνηση αλλά προσπάθεια για πιο πλατιά ενότητα όλων των κατηγοριών των εργαζόμενων και γι’ αυτό μέλη του σωματείου έγιναν και ΠΑΣΚίτες, αλλά και ΔΑΚίτες. Οπωσδήποτε πάντως, αυτή η κίνηση δεν έχει καμία σχέση με διάφορες ανόητες απόψεις που κυκλοφορούσαν στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά για ίδρυση σωματείων «μισθωτών οικοδόμων» ή «μισθωτών λογιστών» κλπ.


Τέλος, οι ξεχωριστές συγκεντρώσεις, δεν θα μπορούσαν να μείνουν έξω από την κουβέντα. Το γενικό κλίμα σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ήταν ότι πρέπει οι ταξικές δυνάμεις να είναι εκεί που είναι τα συνδικάτα και να τελειώνει η ιστορία με τις περιθωριακές συγκεντρώσεις των 100 και 150 ατόμων.



Τα επόμενα βήματα της κίνησης


Σε σχέση με την ίδια την κίνηση και την προοπτική της, τέθηκε κατ’ αρχήν το θέμα των σχέσεων με τα υπάρχοντα σχήματα στους εργασιακούς χώρους. Σ’ αυτό υπήρξε συμφωνία ότι τα μετωπικά σχήματα είναι αναγκαία και ότι η συμμετοχή στην κίνηση δεν είναι αντιθετική με την παρουσία των αγωνιστών της κίνησης στις διάφορες μετωπικές κινήσεις. Τονίστηκε μάλιστα από πολλούς ομιλητές ότι είναι αναγκαία η ενίσχυση των μετωπικών σχημάτων και η οικοδόμηση νέων. Ωστόσο, ήταν γενική η εκτίμηση ότι η προσπάθεια για πολιτική ενοποίηση των διάφορων συσπειρώσεων είναι μάταιη. Χαρακτηριστικά, ο Παύλος Μουρουζίδης ανέφερε για το συγκεκριμένο ζήτημα ότι σε αντίθεση με την πολυσυλλεκτικότητα των «συσπειρώσεων» στην κίνηση υπάρχει κοινή γλώσσα.


Για τα επόμενα βήματα της κίνησης προτάθηκε από κάποιους ομιλητές όπως ο Δημήτρης Τσίτκανος και η Ελένη Φωτιάδου από τους ΟΤΑ να διατηρηθεί η μεταβατικότητά της και το σημερινό της όνομα, δηλαδή «Πρωτοβουλία για μια Ανεξάρτητη Ταξική Εργατική Κίνηση» και να μην θεωρηθεί ότι η διαδικασία ίδρυσης μιας τέτοιας κίνησης έχει ολοκληρωθεί, άποψη η οποία και υιοθετήθηκε από την συνέλευση. Σε αυτό το ζήτημα πάντως, υπήρξαν και άλλες γνώμες όπως του Σ. Παπαθανασίου που εκτίμησε ότι υπάρχει η κρίσιμη μάζα για την ίδρυση κίνησης.


Σε σχέση με την δομή της κίνησης, αποφασίστηκε η συγκρότηση πυρήνων ανά παραγωγικό κλάδο και για την επαρχία η συγκρότηση πυρήνων ανά πόλη, ενώ ψηφίστηκε και σχέδιο λειτουργίας της κίνησης, στο οποίο αναφέρεται ότι: «...η κίνηση που φιλοδοξούμε να συγκροτήσουμε έχει ως μέλη πρωτοπόρους αγωνιστές του εργατικού κινήματος και όχι διάφορες συλλογικότητες συνδικαλιστικού ή πολιτικού χαρακτήρα.»


Στο τέλος της διαδικασίας ψηφίστηκε ομόφωνα η απόφαση και εκλέχτηκε συντονιστικό όργανο 23 μελών. Στο όργανο εκλέχτηκαν: Αδαμόπουλος Νίκος (ΟΤΑ), Ευσταθίου Κώστας (τραπεζοϋπάλληλος), Ηλίας Νίκος (μεταλλεργάτης), Κάβουρας Δημήτρης (οικοδόμος), Κεφαλληνός Παναγιώτης (ΟΤΑ), Κοκινοβασίλης Θανάσης (ηλεκτρολόγος), Κοκινοβασίλης Πολυδεύκης (οικοδόμος), Μαλάμος Σωτήρης (οικοδόμος), Μαχά Μαρία (καθηγήτρια), Μιχελής Κώστας (λογιστής), Μουρουζίδης Παύλος (ΔΕΗ), Μπρόφας Παναγιώτης (ΟΤΕ), Νάνος Βαγγέλης (γεωπόνος), Νικολακάκης Βασίλης (Ολυμπιακή), Παναγιωτόπουλος Χρήστος (ΟΤΑ), Παπαθανασίου Σωτήρης (εργαζόμενος στο πανεπιστήμιο), Παπανικολάου Νίκος (λογιστής), Πράσσος Στέφανος (ΔΕΗ), Σιμάτου Ρίτσα (ΔΕΗ), Στεφανής Νίκος (ναυτεργάτης), Τσίτκανος Δημήτρης (μεταλλεργάτης), Φασάκης Σταύρος (ΟΤΕ), Φρατζής Τάκης (διορθωτής).



Για την προοπτική της κίνησης


Σαν κατακλείδα, θα θέλαμε να παραθέσουμε ορισμένα σχόλια. Κατ’ αρχήν, νομίζουμε ότι ήταν σαφές σε όλους τους συμμετέχοντες, ότι ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, δεν μπορεί να υπάρξει από μόνη της. Χωρίς δηλαδή, αντίστοιχη αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού, χωρίς την οικοδόμηση επαναστατικής οργάνωσης ή τουλάχιστον την εμφάνιση ενός σχετικά μαζικού επαναστατικού κοινωνικού ρεύματος. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι μια συζήτηση για το αν πρέπει πρώτα να φτιαχτεί το κόμμα ή να ανασυγκροτηθεί το κίνημα, δεν είναι ιδιαίτερα γόνιμη, αφού μάλλον θα είναι δυο στενά συνδεόμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες.


Είναι κατανοητό, ότι η πικρή εμπειρία του παρελθόντος από την παρέμβαση πολιτικών οργανώσεων (και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) στο συνδικαλιστικό κίνημα έχει δημιουργήσει ορισμένα «αντικομματικά» αντανακλαστικά σε κάποιους συναγωνιστές. Ωστόσο, τουλάχιστον από την δική μας σκοπιά, είναι αδύνατον μια τέτοια κίνηση να μακροημερεύσει αν δεν συνδεθεί με έναν νέο επαναστατικό πολιτικό φορέα. Αυτή η σύνδεση που σήμερα λείπει, μπορεί να μην αποτέλεσε από τα κεντρικά ζητήματα της συνέλευσης, ωστόσο τέθηκε και θα τίθεται όλο και πιο επιτακτικά με την πάροδο του χρόνου. Από την μέχρι τώρα συζήτηση, φαίνεται ότι στο ζήτημα υπάρχουν δύο «ρεύματα» απόψεων. Ένα ρεύμα που θεωρεί ότι μια τέτοια κίνηση μπορεί να υπάρξει «από μόνη της» χωρίς να συνδέεται με καμία οργάνωση και ένα ρεύμα που αναγνωρίζει την ανάγκη πολιτικής πρωτοπορίας – επαναστατικής οργάνωσης.


Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την γενικότερη πορεία αυτής της προσπάθειας, ανεξάρτητα δηλαδή, από το αν οι δυνάμεις που συσπειρώνονται εκεί θα μπορέσουν να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση του επαναστατικού κινήματος σε ένα ανώτερο επίπεδο, η μέχρι τώρα προσπάθεια, δείχνει ότι μπορεί σίγουρα να συγκροτήσει δυνάμεις και να επαναδραστηριοποιήσει αγωνιστές που είχαν καταληφθεί από απογοήτευση. Από αυτήν την σκοπιά, η εργατική κίνηση σίγουρα συμβάλλει στην βελτίωση των συσχετισμών για την εργατική τάξη και γι’ αυτό αξίζει στήριξης.