Κρίσιμος για όλη την εργατική τάξη ο αγώνας των τραπεζοϋπαλλήλων
Κρίσιμος για όλη την εργατική τάξη ο αγώνας των τραπεζοϋπαλλήλων
Κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων επιχειρεί το κεφάλαιο
Αιχμή του δόρατος οι τραπεζίτες με την στήριξη της κυβέρνησης
Το κεντρικό ζήτημα της περιόδου από την άποψη της ταξικής πάλης, είναι οπωσδήποτε η συντονισμένη άρνηση των 7 μεγαλύτερων τραπεζών να υπογράψουν κλαδική συλλογική σύμβαση. Αυτό το γεγονός, είναι το πρώτο επεισόδιο σε μία μάχη που ελπίζουμε να είναι μακροχρόνια και που έχει τεράστια σημασία για την εργατική τάξη και το κίνημά της. Η κίνηση αυτή του τραπεζικού κεφαλαίου είχε επιχειρηθεί και παλιότερα χωρίς αποτέλεσμα. Η τωρινή επιτυχία των τραπεζιτών, οφείλεται στο ότι και οι τρεις μεγάλες κρατικές τράπεζες (Εθνική, Αγροτική, Εμπορική) συμπαρατάχθηκαν με τις ιδιωτικές που επιδίωκαν την κατάργηση της κλαδικής σύμβασης. Η στάση αυτή των διοικήσεων των κρατικών τραπεζών δείχνει την ανοιχτή κυβερνητική στήριξη που απολαμβάνει το τραπεζικό κεφάλαιο στην σύγκρουση του με τους εργαζόμενους του κλάδου.
Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει τις τράπεζες σαν το βασικό «πεδίο μάχης» της ταξικής πάλης για την περίοδο που διανύουμε. Μετά την κατακρήμνιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων τους, οι τραπεζοϋπάλληλοι αντιμετωπίζουν το φάσμα της κατάργησης της κλαδικής συλλογικής σύμβασης, ενώ έπεται η ιδιωτικοποίηση της Εμπορικής Τράπεζας.
Ενδεχόμενη νίκη των τραπεζιτών σε αυτό το ζήτημα, συνεπάγεται την οριστική κατάργηση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων στις τράπεζες, γεγονός που θα αποτελέσει πολεμικό κάλεσμα προς τους κεφαλαιοκράτες και των άλλων κλάδων της οικονομίας για επίθεση και ισχυρό χτύπημα στα συμφέροντα του συνόλου της εργατικής τάξης. Ο δρόμος για κατάργηση, ακόμα και των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, θα είναι ανοιχτός και η εποχή που ο κάθε εργαζόμενος θα διαπραγματεύεται ατομικά απέναντι στον εργοδότη δεν θα είναι πολύ μακριά.
Προς το παρόν, στόχος τους είναι η υπογραφή επιχειρησιακών συμβάσεων ανά τράπεζα. Οι εργαζόμενοι των ιδιωτικών τραπεζών είναι αυτοί που θα βρεθούν στην πιο δυσχερή θέση από αυτήν την εξέλιξη, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν την εργοδοτική αυθαιρεσία και τρομοκρατία χωρίς την ασφάλεια της μονιμότητας που απολαμβάνουν οι συνάδελφοί τους των κρατικών τραπεζών. Επιπλέον πρόβλημα είναι ότι τα συνδικάτα τους είναι στα χέρια εργοδοτικών συνδικαλιστών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σωματείου της EUROBANK που συμφώνησε πρόσφατα στην λειτουργία του υποκαταστήματος της τράπεζας στο εμπορικό κέντρο του Λάτση The Mall και τα Σάββατα. Ο συμβιβασμός αυτός, συνάντησε την κατακραυγή των τραπεζοϋπαλλήλων αναγκάζοντας τους γραφειοκράτες της ΟΤΟΕ να καθαιρέσουν τους εκπροσώπους της εργοδοτικής παράταξης ΑΣΚΕ (στην οποία πρόσκειται η ηγεσία του συγκεκριμένου σωματείου) από την εκτελεστική επιτροπή της ομοσπονδίας. Η κίνηση αυτή φανερώνει όμως και την υποκρισία των παρατάξεων ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ των οποίων οι εκπρόσωποι στην Εθνική Τράπεζα είχαν επίσης προτείνει να λειτουργούν τα Σάββατα τα υποκαταστήματα της τράπεζας στον Κωτσόβολο και το Media Markt.
Πέρα πάντως από αυτήν την αναλαμπή ευθιξίας, η συνδικαλιστική ηγεσία των τραπεζοϋπαλλήλων, απέναντι στις εξελίξεις συμπεριφέρεται σαν απατημένη σύζυγος. Κινούμενοι εδώ και χρόνια στην γραμμή της ταξικής συνεργασίας, οι καθεστωτικοί συνδικαλιστές, ανακαλύπτουν με τον πλέον σκληρό τρόπο ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται, ακόμα κι όταν παλεύει μόνο η μία πλευρά. Οι κορυφές της ΟΤΟΕ αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η αξία χρήσης τους πέφτει ραγδαία και η πιθανότητα της επικράτησης του τραπεζικού κεφαλαίου σε αυτήν τη μάχη, θα τους απαξιώσει πλήρως. Είναι επομένως αναγκασμένοι, ακόμα και από την άποψη των ιδιαίτερων συμφερόντων τους σαν εργατική αριστοκρατία, να κινηθούν σε στοιχειωδώς αγωνιστική κατεύθυνση. Ωστόσο, η χρόνια διάβρωσή τους από τις αξίες του αντίπαλου είναι φανερή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αφίσες της ΟΤΟΕ διαμαρτύρονται για την παραβίαση της νομιμότητας και του συντάγματος. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, η κίνηση των τραπεζών είναι απολύτως νόμιμη αφού η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών δεν είναι – με βάση το καταστατικό της – εργοδοτική οργάνωση κι έτσι δεν υποχρεούται από τον νόμο να υπογράψει κλαδική σύμβαση. Εξ’ αιτίας αυτού του γεγονότος μάλιστα, η ΟΤΟΕ δεν μπορεί ούτε καν στην διαιτησία να προσφύγει, αφού νομικά δεν υπάρχει εργοδοτική οργάνωση που να εκπροσωπεί τις τράπεζες.
Ενωτικός, μακρόχρονος αγώνας
Ο αγώνας είναι φυσικά μονόδρομος για το τραπεζοϋπαλληλικό κίνημα. Για να μπορέσει μάλιστα να στεφθεί με νίκη, σύροντας τους τραπεζίτες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και αποκρούοντας την προσπάθεια για κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων, πρέπει να είναι μακρόχρονος και διαρκής. Δεν θα «ιδρώσει το αυτί» κανενός τραπεζίτη με τις συνήθεις 24ωρες ή 48ωρες απεργίες που ωστόσο, είχαν μεγάλη συμμετοχή δείχνοντας ότι αγωνιστική διάθεση υπάρχει καταρρίπτοντας το σύνηθες επιχείρημα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ότι «ο κόσμος δεν τραβάει». Αυτός ο αγώνας είναι σε τελική ανάλυση πολιτικός καθώς αφορά το σύνολο της εργατικής τάξης και γι’ αυτό δεν πρέπει να διεξαχθεί στο έδαφος της ιδεολογίας της αντίπαλης τάξης. Η «ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τραπεζών» που τόσο πολύ την έχει ενισχύσει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία με την στάση της, είναι πρόβλημα των καπιταλιστών και όχι των εργαζομένων. Ένας τέτοιος απεργιακός αγώνας δεν μπορεί να διεξαχθεί με επικεφαλής τους φανερούς πράκτορες της εργοδοσίας και της κυβέρνησης, αλλά ούτε και με τους συνδικαλιστές του συμβιβασμού και του «αγωνιστικού» συντεχνιασμού που αποσάθρωσαν το συνδικαλιστικό κίνημα και έστρωσαν τον δρόμο στους τραπεζίτες.
Για να μπορέσει ο αγώνας να είναι νικηφόρος, πρέπει να προσπεράσει τα αστικά ιδεολογήματα, να σηκώσει την σημαία των εργατικών δικαιωμάτων, να απευθυνθεί στο σύνολο της εργατικής τάξης για αγωνιστικό συντονισμό και στήριξη πολιτική και υλική και φυσικά, να έχει ηγεσία που να μπορεί να ανταπεξέλθει, με πίστη στη νίκη και αποφασιστικότητα. Σ’ αυτό θα κριθεί η Αριστερά στο σύνολό της. Κάποια πρώτα δείγματα γραφής των δυνάμεων της Αριστεράς έχουμε από τώρα, στην πρώτη συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου της ΟΤΟΕ. Ο ΣΥΝ παραμένει στο στρατόπεδο του συμβιβασμού όπως αναμενόταν. Το ΠΑΜΕ φαίνεται να επιμένει στην εγκληματική γραμμή που ακολούθησε και στην απεργία του καλοκαιριού, απορρίπτοντας κάθε κοινή αγωνιστική πρωτοβουλία, δείχνει να μην πιστεύει στην νίκη και ελπίζει ότι θα έχει πολιτικά κέρδη από την εργατική δυσαρέσκεια. Η τακτική αυτή είναι δοκιμασμένη και αποτελεσματική, μόνο όμως σε περίπτωση ήττας του αγώνα. Στην λιγότερο πιθανή, αλλά όχι αδύνατη, περίπτωση που ο αγώνας τελειώσει με νίκη της εργατικής πλευράς, θα πληρώσει βαρύ κόστος και θα αισθανθεί τις συνέπειες της λανθασμένης του τακτικής μέχρι και στον «σκληρό κομματικό» πυρήνα του.
Όλα δείχνουν, ότι σε αυτήν την μάχη το βάρος πέφτει κυρίως στους ώμους της επαναστατικής Αριστεράς. Τα πρώτα δείγματα γραφής δείχνουν ότι οι δυνάμεις που κινούνται σε αυτόν τον χώρο έχουν αντλήσει κάποια συμπεράσματα από την απεργιακή μάχη του καλοκαιριού και είναι διατεθειμένες να συντονιστούν καλύτερα μεταξύ τους, ξεπερνώντας τον «μίνι εσωτερικό εμφύλιο» που χαρακτήρισε την δράση τους τότε (βλ. Εργατική Πολιτική, Τεύχος 4ο). Μένει να αποδειχτεί αν οι δυνάμεις αυτές θα μπορέσουν να πρωταγωνιστήσουν όχι μόνο στις περιφρουρήσεις, αλλά και στην ζύμωση και την προπαγάνδα μέσα στους εργαζόμενους, στην καλύτερη οργάνωση του αγώνα και στην απεύθυνση και σε άλλα κομμάτια της εργατικής τάξης, μαζικοποιώντας τον αγώνα και αποσπώντας τον από τα χέρια των γραφειοκρατών της ομοσπονδίας. Πρεσβεύοντας την πιο πλατιά ενότητα των εργαζόμενων, οι επαναστάτες πρέπει να στοχεύουν στην επικράτηση της πιο αδιάλλακτης ταξικής γραμμής, της μόνης γραμμής που μπορεί να οδηγήσει σε νίκη.
Ανασχηματισμός εξυπηρέτησης των ενδοαστικών ισορροπιών
Με την κυβερνητική πολιτική να προχωράει χωρίς σοβαρά εμπόδια και χωρίς υπολογίσιμες αντιστάσεις από την μεριά του εργατικού κινήματος μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Καραμανλή έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της αστικής τάξης και το κύριο ζήτημα που αντιμετωπίζει φαίνεται να είναι η τήρηση των ισορροπιών ανάμεσα στις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου, δηλαδή το «μοίρασμα της πίτας», καθώς και η βελτίωση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στον διεθνή ανταγωνισμό και κατά συνέπεια και η πορεία των σχέσεων με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Με αυτήν τη λογική φαίνεται να έγιναν κυρίως οι αλλαγές στο κυβερνητικό επιτελείο, με την αναμενόμενη είσοδο της Μπακογιάννη στην κυβέρνηση να αποτελεί το κύριο πιάτο. Πολύ λιγότερο επηρεάστηκε ο ανασχηματισμός από τις εσωκομματικές ισορροπίες και ελάχιστα από τις διαθέσεις του λαϊκού παράγοντα, δηλαδή από το πόσο δημοφιλείς ή όχι ήταν οι υπουργοί, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την διατήρηση του Αλογοσκούφη που μοιάζει αμετακίνητος στην θέση του καθώς σε καμία φάση δεν τέθηκε θέμα αλλαγής στο υπουργείο οικονομίας.
Η υπουργοποίηση της κόρης του Μητσοτάκη, αποτελούσε ανειλημμένη υποχρέωση για τον Καραμανλή και αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στην αμφισβήτηση της, αδιαμφισβήτητης μέχρι σήμερα, αρχηγίας Καραμανλή στην Νέα Δημοκρατία. Αυτό είναι βέβαια σε γνώση και του ίδιου του Καραμανλή, που όσο ασυμβίβαστος κι αν είναι στην αμέριστη στήριξή του στο κεφάλαιο, συμβιβάζεται σε αυτό το ζήτημα με τους αμερικάνους υπουργοποιώντας το πουλέν τους, όσο επικίνδυνο κι αν είναι αυτό για το πολιτικό του μέλλον.
Από τον ανασχηματισμό αυτό, προέκυψε το κυβερνητικό σχήμα που κατά πάσα πιθανότητα θα δώσει και την μάχη των εκλογών. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, η κυβέρνηση δείχνει πολύ σίγουρη για τον εαυτό της, καθώς δεν φαίνεται κάποια «διορθωτική κίνηση» που να προϊδεάζει, αν όχι για ψήγματα φιλολαϊκών μέτρων, έστω για χαμήλωμα των ρυθμών της επίθεσης του κεφαλαίου. Από μια άποψη η σιγουριά της κυβέρνησης είναι δικαιολογημένη, αν εξετάσει κανείς το πολιτικό σκηνικό. Πολλές φορές όμως στην ιστορία, η σιγουριά των αστικών επιτελείων έχει μετατραπεί σε πανικό μπροστά στην έκρηξη της εργατικής δυσαρέσκειας και την μετατροπή της σε οργανωμένη αγωνιστική απάντηση.