Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού. Η πείρα μιας εκλαϊκευτικής συζήτησης

Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού

Η πείρα μιας εκλαϊκευτικής συζήτησης

για τη μαρξιστική στρατηγική και τακτική

 

«…έχουμε κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα θα γιατρευτεί γρήγορα και ολοκληρωτικά από την παιδική αρρώστια του ‘’αριστερού’’ κομμουνισμού.» Η ελπίδα που εξέφραζε ο Λένιν στην τελευταία φράση του κύριου μέρους της μπροσούρας του για τον αριστερισμό, μπορούμε να πούμε σήμερα ότι έχει διαψευστεί. Κατά τρόπο ανάλογο με τον αναρχισμό που χαρακτηριζόταν από τον Λένιν σαν «ένα είδος τιμωρίας για τα οπορτουνιστικά αμαρτήματα του εργατικού κινήματος», οι αριστερίστικες αντιλήψεις θα βρουν γόνιμο έδαφος εξαιτίας του γραφειοκρατικού εκφυλισμού της Σοβιετικής Ένωσης και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και θα επηρεάσουν έκτοτε χιλιάδες επαναστάτες.


Η μπροσούρα αυτή γράφτηκε τον Απρίλιο του 1920 και εκδόθηκε τον Ιούνη του ίδιου χρόνου με στόχο να μοιραστεί κατ’ αρχήν στους συνέδρους του 2ου συνεδρίου της Κομιντέρν. Στο κείμενο του ο Λένιν, αξιοποιώντας την πείρα του μπολσεβίκικου κόμματος, απαντάει στις απόψεις που εξέφραζαν οι λεγόμενοι «αριστεροί» κομμουνιστές οι οποίοι είχανε μια ορισμένη επιρροή στο διεθνές κίνημα και ιδιαίτερα στην Γερμανία και την Ολλανδία.


Εξηγεί πως ο μπολσεβικισμός αναπτύχθηκε στην πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό αλλά και ενάντια στην «μικροαστική, μισοαναρχική επαναστατικότητα». Με αυτήν την μικροαστική επαναστατικότητα χρεώνει και τους εκπροσώπους του αριστερισμού, κάνοντας πολεμική στις απόψεις τους για τον χαρακτήρα του κόμματος, για την στάση των κομμουνιστών απέναντι στα αντιδραστικά συνδικάτα και το κοινοβούλιο, καθώς και για την δογματική και λανθασμένη τακτική τους που συμπυκνωνόταν στο σύνθημα «κανένας συμβιβασμός».

 

Κόμμα των ηγετών ή των μαζών

Ο συγγραφέας παραθέτει αποσπάσματα από μια γερμανική μπροσούρα της «αντιπολίτευσης αρχών» στο ΚΚ Γερμανίας όπου διαβάζουμε:

«…δύο κομμουνιστικά κόμματα στέκουν τώρα το ένα απέναντι στο άλλο.

Το ένα είναι το κόμμα των ηγετών, που επιδιώκει να οργανώσει τον επαναστατικό αγώνα και να τον διευθύνει από τα πάνω. […] Το άλλο είναι το κόμμα των μαζών, που περιμένει την άνοδο του επαναστατικού αγώνα από τα κάτω…»


Ο Λένιν προσπαθεί να εξηγήσει από πού προέρχεται αυτή η «απερίσκεπτη και ασυνάρτητη χρησιμοποίηση λέξεων που είναι της ‘’μόδας’’ στις μέρες μας, για τη ‘’μάζα’’ και τους ‘’αρχηγούς’’.» Αναφέρει την εξήγηση που έδωσαν πολλές φορές στο φαινόμενο οι Μαρξ και Ένγκελς σε όλη την περίοδο 1852 – 1892, με το παράδειγμα της Αγγλίας της οποίας η μονοπωλιακή θέση βοήθησε να ξεχωρίσει μια οπορτουνιστική «εργατική αριστοκρατία» της οποίας οι ηγέτες περνούσαν συνεχώς με το μέρος της αστικής τάξης. Εξηγεί στην συνέχεια πως ο ιμπεριαλισμός δημιούργησε για κάμποσες χώρες μια μονοπωλιακή – προνομιακή κατάσταση και πως πάνω σε αυτό το έδαφος διαμορφώθηκε ο τύπος των ηγετών – προδοτών, που χωρίς το ξεσκέπασμα και το διώξιμό τους είναι αδύνατη η νίκη του επαναστατικού προλεταριάτου και καταλήγει: «Να φτάνεις όμως γι’ αυτό τον λόγο ως το σημείο να αντιπαραθέτεις γενικά τη δικτατορία των μαζών στη δικτατορία των ηγετών είναι ανοησία και βλακεία που προκαλεί τα γέλια. […] στη θέση των παλιών πολιτικών ηγετών, […] προωθούν στην πράξη (με το προκάλυμμα του συνθήματος ‘’κάτω οι ηγέτες’’) νέους ηγέτες, που λένε τερατώδεις ανοησίες».Παραθέτει μάλιστα, το παρακάτω ενδεικτικό απόσπασμα άρθρου ενός από αυτούς τους «νέους ηγέτες», του Καρλ Έρλερ ο οποίος γράφει: «Η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταστρέψει το αστικό κράτος χωρίς να καταργήσει την αστική δημοκρατία και δεν μπορεί να καταργήσει την αστική δημοκρατία χωρίς να καταστρέψει τα κόμματα.»


Για να αποκρούσει αυτές τις τερατολογίες ο Λένιν, αναφέρει ότι η άρνηση της ανάγκης του κόμματος ισοδυναμεί με πήδημα από την παραμονή της κατάρρευσης του καπιταλισμού στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού και προσπαθεί να εξηγήσει, μεταφέροντας και την εμπειρία της Ρωσίας, ότι η ιστορία δεν κινείται με βάση την υποκειμενική θέληση του καθενός, αλλά με βάση νόμους με τους οποίους πρέπει να είναι εναρμονισμένη η δράση των επαναστατών.


«Εμείς στη Ρωσία (τον τρίτο χρόνο ύστερα από την ανατροπή της αστικής τάξης) κάνουμε τα πρώτα βήματα του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ή το κατώτερο στάδιο του κομμουνισμού. Οι τάξεις εξακολουθούν να υπάρχουν και παντού θα εξακολουθούν να υπάρχουν για χρόνια ύστερα από την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο. [...] Να εξαλείψουμε τις τάξεις σημαίνει όχι μόνο να διώξουμε τους τσιφλικάδες και τους κεφαλαιοκράτες – αυτό το κάναμε σχετικά εύκολα – σημαίνει ακόμα να εξαλείψουμε τους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς, κι αυτούς δεν μπορούμε να τους διώξουμε, δεν μπορούμε να τους συντρίψουμε, πρέπει να τα ταιριάσουμε μαζί τους, μπορούμε (και πρέπει) να τους μεταπλάσουμε, να τους αναδιαπαιδαγωγήσουμε κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια πολύ μακρόχρονη, αργή προσεκτική οργανωτική δουλειά.»


«Ο καπιταλισμός αφήνει αναπόφευκτα κληρονομιά [...] τις παλιές επαγγελματικές και συντεχνιακές διακρίσεις ανάμεσα στους εργάτες, [...] και από το άλλο μέρος τα επαγγελματικά συνδικάτα που μόνο πολύ αργά, ύστερα από χρόνια, μπορούν να εξελιχθούν [...] σε πιο πλατειές, λιγότερο συντεχνιακές, παραγωγικές ενώσεις (που αγκαλιάζουν ολόκληρες βιομηχανίες και όχι μονάχα εργοστασιακά τμήματα, τέχνες και επαγγέλματα) και σε συνέχεια μέσω αυτών των παραγωγικών ενώσεων, θα περνάμε στην κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα στους ανθρώπους, στη διαπαιδαγώγηση, την εκπαίδευση και την κατάρτιση ολόπλευρα αναπτυγμένων και ολόπλευρα καταρτισμένων ανθρώπων, ανθρώπων που θα ξέρουν να τα κάνουν όλα. Εκεί τραβάει, εκεί πρέπει να τραβάει και θα φτάσει ο κομμουνισμός, αλλά μόνο ύστερα από πολλά χρόνια. Το να προσπαθείς σήμερα να πετύχεις στην πράξη το μελλοντικό αυτό αποτέλεσμα ενός κομμουνισμού απόλυτα αναπτυγμένου, απόλυτα στερεωμένου και διαμορφωμένου, απόλυτα εξελιγμένου και ωριμασμένου, είναι σαν να προσπαθείς να διδάξεις ανώτερα μαθηματικά σ’ ένα παιδάκι τεσσάρων χρονών.»


«Η δύναμη της συνήθειας εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων είναι η πιο φοβερή δύναμη. Χωρίς κόμμα σιδερένιο και ατσαλωμένο στην πάλη, χωρίς κόμμα που να έχει την εμπιστοσύνη κάθε τίμιου στοιχείου της δοσμένης τάξης, χωρίς κόμμα που να ξέρει να παρακολουθεί και να επηρεάζει τις διαθέσεις των μαζών, είναι αδύνατο να διεξαχθεί μια τέτοια πάλη με επιτυχία.»


Υπερασπιζόμενος ο συγγραφέας την ανάγκη ύπαρξης κόμματος, αλλά και την ανάγκη της κομματικής πειθαρχίας αναφέρεται συχνά στο κείμενο στην μπολσεβίκικη πείρα στην κομματική οικοδόμηση. Αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Φοβόμαστε μια υπερβολική αύξηση του αριθμού των μελών του κόμματος, γιατί στις γραμμές ενός κόμματος που κυβερνά προσπαθούν οπωσδήποτε να τρυπώσουν καριερίστες και τυχοδιώκτες που δεν αξίζουν παρά μόνο τουφέκι. Η τελευταία φορά που ανοίξαμε πλατιά τις πόρτες του κόμματος – μόνο για τους εργάτες και τους αγρότες – ήταν τις μέρες (χειμώνας του 1919) [...] που τη Σοβιετική Δημοκρατία την απειλούσε τρομερός, θανάσιμος κίνδυνος και τότε που οι τυχοδιώκτες, οι καριερίστες, οι τυχάρπαστοι και γενικά τα ασταθή στοιχεία δεν μπορούσαν καθόλου να υπολογίζουν ότι προσχωρώντας στους κομμουνιστές θα εξασφαλίσουν μια επικερδή σταδιοδρομία (και μάλλον θα έπρεπε να περιμένουν κρεμάλα και βασανιστήρια).»


«Το χειρότερο ήταν που στα 1912 στην Κεντρική Επιτροπή των μπολσεβίκων μπόρεσε να τρυπώσει ο χαφιές Μαλινόφσκι. [...] Ο Μαλινόφσκι στέλνοντας με το ένα χέρι στα κάτεργα και στο θάνατο δεκάδες και δεκάδες από τους καλύτερους μπολσεβίκους αγωνιστές ήταν υποχρεωμένος να βοηθάει, με το άλλο, στη διαπαιδαγώγηση δεκάδων και δεκάδων χιλιάδων νέων μπολσεβίκων μέσω του νόμιμου τύπου».

 

Για την συμμετοχή στα αντιδραστικά συνδικάτα και το κοινοβούλιο

Κρίσιμο σημείο διαφωνίας με τους «αριστερούς» κομμουνιστές ήταν η στάση απέναντι στα αντιδραστικά συνδικάτα. Οι απόψεις των αριστεριστών, εκφράζονται στο παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ίδιο κείμενο της «αντιπολίτευσης αρχών».


«...πρέπει να δημιουργηθούν νέες οργανωτικές μορφές πάνω στην πιο πλατειά βάση και μέσα στα πιο πλατιά πλαίσια. Αυτός ο τόπος συγκέντρωσης όλων των επαναστατικών στοιχείων είναι η εργατική ένωση, συγκροτημένη με βάση τις εργοστασιακές οργανώσεις. Σ’ αυτή πρέπει να συνενωθούν όλοι οι εργάτες που ακολούθησαν το σύνθημα: έξω από τα συνδικάτα!»


Ο Λένιν απαντώντας, αναλύει το ρόλο της «εξαγορασμένης και διεφθαρμένης από τον ιμπεριαλισμό εργατικής αριστοκρατίας» σαν πράκτορα της αστικής τάξης στις γραμμές του εργατικού κινήματος και συνεχίζει: «Την πάλη όμως ενάντια στην ‘’εργατική αριστοκρατία‘’ τη διεξάγουμε εξ’ ονόματος της εργατικής μάζας και για να την τραβήξουμε προς το μέρος μας. Την πάλη ενάντια στους οπορτουνιστές και τους σοσιαλσωβινιστές ηγέτες τη διεξάγουμε για να τραβήξουμε την εργατική τάξη με το μέρος μας. Θα ήταν ανοησία να ξεχνά κανείς αυτή τη στοιχειώδη και εξόφθαλμη αλήθεια. Και ακριβώς αυτή την ανοησία κάνουν οι «αριστεροί» γερμανοί κομμουνιστές, που από την αντιδραστικότητα και την αντεπαναστατικότητα των κορυφών των συνδικάτων βγάζουν το συμπέρασμα ότι πρέπει να φύγουμε από τα συνδικάτα!! ν’ αρνούμαστε να δουλέψουμε σ’ αυτά!! Να δημιουργήσουμε νέες, επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης!! Ασυγχώρητη βλακεία, που ισοδυναμεί με την μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι κομμουνιστές στην αστική τάξη.» «Το να μην δουλεύεις μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα, σημαίνει να εγκαταλείπεις τις όχι αρκετά αναπτυγμένες ή καθυστερημένες εργατικές μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών, των πρακτόρων της αστικής τάξης, των αριστοκρατών ηγετών ή των αστοποιημένων εργατών.»


Για την είσοδο ενός μέλους στην «εργατική ένωση», η «αντιπολίτευση αρχών» έγραφε:

«Η αναγνώριση της ταξικής πάλης, του σοβιετικού συστήματος και της δικτατορίας [Σ.Σ.: του προλεταριάτου] είναι αρκετά για την εισδοχή. Όλη η παραπέρα πολιτική διαπαιδαγώγηση των μαχόμενων μαζών και ο πολιτικός προσανατολισμός στον αγώνα είναι καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος, που μένει έξω από την εργατική ένωση...»


Η απάντηση του Λένιν σε αυτό ήταν: «Δε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο παραλογισμό, μεγαλύτερη ζημιά για την επανάσταση απ’ αυτήν που προξενούν οι ‘’αριστεροί’’ επαναστάτες! Αν εμείς τώρα στη Ρωσία, ύστερα από 2 ½ χρόνια πρωτόφαντων νικών ενάντια στην αστική τάξη της Ρωσίας και την Αντάντ, βάζαμε σαν όρο εγγραφής στα συνδικάτα την ‘’αναγνώριση της δικτατορίας’’, θα διαπράτταμε ανοησία, θα διακινδυνεύαμε την επιρροή μας μέσα στις μάζες, θα βοηθούσαμε τους μενσεβίκους. Γιατί όλο το καθήκον των κομμουνιστών είναι να ξέρουν να πείθουν τους καθυστερημένους, να ξέρουν να δουλεύουν ανάμεσά τους κι όχι να απομονώνονται απ’ αυτούς με επινοημένα, παιδιάστικα ‘’αριστερά’’ συνθήματα.»


Ο Λένιν υπερασπίζεται τα συνδικάτα και την συμμετοχή των κομμουνιστών σε αυτά όχι σαν μια τακτική επιλογή, αλλά από θέση αρχής, χωρίς να παραβλέπει τις αδυναμίες αυτής της μορφής οργάνωσης της εργατικής τάξης.


«Όταν άρχισε ν’ αναπτύσσεται η ανώτατη μορφή ταξικής συνένωσης των προλεταρίων, το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου [...] τα συνδικάτα άρχισαν να εκδηλώνουν αναπόφευκτα ορισμένα αντιδραστικά χαρακτηριστικά, κάποια συντεχνιακή στενότητα, κάποια τάση για αποφυγή της πολιτικής [...] Πουθενά όμως στον κόσμο η ανάπτυξη του προλεταριάτου δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο μέσω των συνδικάτων και του κόμματος της εργατικής τάξης.»


Η κριτική του Λένιν στους «αριστερούς κομμουνιστές» γίνεται από θέση αρχής για το ζήτημα των συνδικάτων, όχι όμως και για το ζήτημα της συμμετοχής στο κοινοβούλιο, στο οποίο μάλιστα, προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι λάθος να γίνεται θέση αρχής η απόρριψη της συμμετοχής. Αναφέρει την εμπειρία των μπολσεβίκων από την πετυχημένη και σωστή εφαρμογή της αποχής από το κοινοβούλιο το 1905 και την λανθασμένη το 1906, χωρίς όμως να επεκτείνεται σε αυτό το ζήτημα. Πάνω σε αυτό, οι γερμανοί «αριστεροί κομμουνιστές» έγραφαν: «...Να απορρίψουμε κατηγορηματικά κάθε επάνοδο στις ιστορικά και πολιτικά ξεπερασμένες κοινοβουλευτικές μορφές πάλης...». Ο Λένιν, σημειώνοντας ότι στην ίδια μπροσούρα οι «αριστεροί» ανέφεραν ότι: «...εκατομμύρια εργάτες που ακολουθούν ακόμα την πολιτική του κέντρου (καθολικό κόμμα του ‘’κέντρου’’) είναι αντεπαναστάτες.», σημειώνει εύστοχα ότι: «Το ζήτημα είναι να μην παίρνουμε το ξεπερασμένο για μας σαν ξεπερασμένο για τις μάζες.»


«Κανένας συμβιβασμός»;


«…Να αποκρούσουμε κατηγορηματικά κάθε συμβιβασμό με άλλα κόμματα…κάθε πολιτική ελιγμών και συνεννόησης», γράφανε οι γερμανοί αριστεροί. Το σχόλιο του Λένιν γι’ αυτό το απόσπασμα είναι καυστικό: «Είναι εκπληκτικό, πως οι αριστεροί αυτοί που έχουν τέτοιες αντιλήψεις δεν καταδικάζουν κατηγορηματικά τον μπολσεβικισμό! Γιατί δεν είναι δυνατόν να μην ξέρουν πως όλη η ιστορία του μπολσεβικισμού […] είναι γεμάτη από περιπτώσεις ελιγμών, συμφωνιών, συμβιβασμών με άλλα κόμματα, χωρίς να εξαιρούνται και τα αστικά κόμματα!»


Η άποψη αυτή των γερμανών «αριστερών κομμουνιστών», είναι ταυτόσημη με την άποψη που εκφράζανε αρκετά χρόνια πριν στην διακήρυξη τους 33 κομμουνάροι μπλανκιστές. Στην μπροσούρα, αναφέρεται η διαμάχη του Ένγκελς με τους μπλανκιστές το 1874, διαμάχη που είναι απολύτως ενδεικτική για το πως τα διάφορα ρεύματα απόψεων ανακυκλώνονται και οι ίδιες αντιπαραθέσεις επαναλαμβάνονται έστω και με διαφορετικό περιτύλιγμα. Στην διακήρυξή τους οι μπλανκιστές έγραφαν: «Εμείς είμαστε κομμουνιστές γιατί θέλουμε να φτάσουμε στον σκοπό μας χωρίς να σταματήσουμε σε ενδιάμεσα στάδια, χωρίς να κάνουμε συμβιβασμούς, που απλώς απομακρύνουν τη μέρα της νίκης και παρατείνουν την περίοδο της σκλαβιάς».


Η απάντηση του Ένγκελς σε αυτήν την διακήρυξη ήταν η εξής:

«Οι γερμανοί κομμουνιστές είναι κομμουνιστές, γιατί μέσα απ’ όλα τα ενδιάμεσα στάδια και τους συμβιβασμούς, που δεν τους δημιούργησαν αυτοί, αλλά η πορεία της ιστορικής ανάπτυξης, βλέπουν καθαρά και επιδιώκουν συνεχώς τον τελικό σκοπό, δηλαδή την εξαφάνιση των τάξεων και τη δημιουργία ενός κοινωνικού καθεστώτος, όπου δεν θα υπάρχει πια θέση για την ατομική ιδιοκτησία στη γη και σ’ όλα τα μέσα παραγωγής.


Οι 33 μπλανκιστές είναι κομμουνιστές γιατί φαντάζονται, πως μια και θέλουν να υπερπηδήσουν τα ενδιάμεσα στάδια και τους συμβιβασμούς, είναι εν τάξει η δουλειά και πως αν η μάχη ‘’αρχίσει’’ αυτές τις μέρες – πράγμα που το πιστεύουν απόλυτα – και η εξουσία πέσει στα χέρια τους, τότε μεθαύριο ‘’θα εφαρμοστεί κιόλας ο κομμουνισμός’’. Συνεπώς αν δεν μπορούν να το κάνουν αυτό αμέσως, τότε θα πει πως δεν είναι κομμουνιστές.


Τι παιδική αφέλεια να ανάγουν την ανυπομονησία τους σε θεωρητικό επιχείρημα!»