Τι να κάνουμε. Μια παρουσίαση της μπροσούρας του Λένιν

Τι να κάνουμε

Μια παρουσίαση της μπροσούρας του Λένιν


Από τα σημαντικότερα θεωρητικά έργα στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος το "Τι να κάνουμε", πραγματεύεται ζητήματα που για πρώτη φορά αντιμετώπιζε το διεθνές επαναστατικό κίνημα εκείνη την εποχή. Στη Ρωσία, το εργατικό κίνημα βρίσκεται στα σπάργανα, σε σύγκριση με άλλες χώρες, ωστόσο την δεκαετία 1890 - 1900 έχει σημειωθεί σημαντική άνοδος του αυθόρμητου κινήματος. Το ρώσικο εργατικό κίνημα αντιμετώπιζε επιπλέον δυσκολίες από το απολυταρχικό τσαρικό καθεστώς. Στις αρχές της βρίσκεται και η προσπάθεια οικοδόμησης επαναστατικού κόμματος και αυτόν τον στόχο υπηρετεί και η μπροσούρα του Λένιν.


Στη μπροσούρα αυτή, ο Λένιν επρόκειτο - σύμφωνα με τον δικό του πρόλογο – να αναπτύξει τις σκέψεις που διατύπωσε στο άρθρο του στην εφημερίδα "Ίσκρα" με τίτλο "Από που ν' αρχίσουμε" και "κύριο της θέμα έπρεπε να είναι [...] το ζήτημα του χαρακτήρα και του βασικού περιεχομένου της πολιτικής μας ζύμωσης, το ζήτημα των οργανωτικών μας καθηκόντων, το ζήτημα του σχεδίου για την ταυτόχρονη και από διάφορες πλευρές συγκρότηση μιας μαχητικής πανρωσικής οργάνωσης." Όμως, λόγω της έντονης αντιπαράθεσης στις γραμμές της ρώσικης και της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας: "Υποχρεώθηκα ν' αρχίσω από δύο γενικότερα ζητήματα: γιατί ένα τόσο ''αθώο'' και ''φυσιολογικό'' σύνθημα, όπως το σύνθημα ''ελευθερία κριτικής'',(ζήτημα το οποίο δε θα παρουσιάσουμε αναλυτικά εδώ, για λόγους συντομίας και προσανατολισμού του άρθρου) αποτελεί για μας ένα αληθινό σύνθημα μάχης; Γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ούτε και στο βασικό ζήτημα του ρόλου που παίζει η σοσιαλδημοκρατία απέναντι στο αυθόρμητο μαζικό κίνημα;"


f5-ti_na_kanoumeΣτην ανάλυση του πάνω σ' αυτά τα "γενικότερα ζητήματα", ο Λένιν ξεδιπλώνει την πολεμική του απέναντι στον εκλεκτικισμό και την άρνηση βασικών αρχών του μαρξισμού, καθώς και ενάντια στις οικονομίστικες αντιλήψεις που οδηγούν στην υποταγή του συνειδητού στο αυθόρμητο. Αυτές είναι και οι πιο σημαντικές πλευρές του κειμένου το οποίο αναφέρεται σε πλήθος ζητημάτων (τα οποία δεν μπορούν να αναλυθούν στα πλαίσια ενός άρθρου), καθιστώντας το όχι μόνο σπουδαίο θεωρητικό έργο, αλλά και σημαντική ιστορική καταγραφή της πορείας οικοδόμησης του μπολσεβίκικου κόμματος και των δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι Ρώσοι επαναστάτες.


Η μπροσούρα γράφτηκε από το φθινόπωρο του 1901 ως τον Γενάρη του 1902 και εκδόθηκε τον Φλεβάρη του ίδιου έτους. Περίληψη της μπροσούρας αποτελεί το άρθρο του Λένιν "Συζήτηση με τους συνηγόρους του οικονομισμού" που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβρη του 1901 στην εφημερίδα "Ίσκρα". Παρ' όλο που το 1898 είχε πραγματοποιηθεί το 1ο συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ) στο οποίο είχαν ενταχθεί διάφορες ομάδες, η κατάσταση του ΣΔΕΚΡ απείχε πολύ από αυτή ενός μάχιμου ενιαίου κομματικού σχηματισμού, καθώς στα πλαίσια του ΣΔΕΚΡ δεν υπήρχε ουσιαστική πολιτική, θεωρητική και οργανωτική ενότητα.


Οι πολιτικές και θεωρητικές διαμάχες θα οδηγήσουν στη διάσπαση σε μπολσεβίκους και μενσεβίκους στο 2ο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ τον Ιούλη του 1903. Πρόδρομος των μενσεβίκων ήταν το "Ραμπότσεγε Ντιέλο" ("Εργατική υπόθεση"), έντυπο που αποτέλεσε το όργανο της "Ένωσης των ρώσων σοσιαλδημοκρατών του εξωτερικού”[1] και στο οποίο αναφέρεται πολλές φορές ο Λένιν στο "Τι να κάνουμε". Οι "Ραμποτσεντελέντσι", παρ' όλο ότι κρατούσαν αποστάσεις από τον μπερνσταινισμό[2], ρεύμα που ήταν η πιο δεξιά έκφραση της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, θα αποτελέσουν την ακραία δεξιά πτέρυγα στο 2ο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ και το "Ρ.Ντ." για όλη την περίοδο μέχρι το συνέδριο αυτό, ήταν το προπύργιο των οικονομίστικων απόψεων. Ο "οικονομισμός" από τη μία και το ρεύμα της ατομικής τρομοκρατίας από την άλλη, ήταν οι συμπληγάδες πέτρες μέσα από τις οποίες έπρεπε να περάσει η τιτάνια προσπάθεια που θα διαμόρφωνε τελικά ένα επαναστατικό κόμμα που αποτέλεσε πρότυπο για το διεθνές επαναστατικό κίνημα.


Το "Τι να κάνουμε" ήταν και παραμένει στο στόχαστρο του αριστερού και δεξιού οπορτουνισμού. Συνήθης “κριτική” που γίνεται, είναι ότι το έργο αυτό του Λένιν συνιστά "τομή" στον μαρξισμό. Ωστόσο, και σε αυτό το κείμενο, όπως και στα περισσότερα έργα του, ο Λένιν δεν κάνει τίποτε παραπάνω από το να χρησιμοποιεί τον μαρξισμό σαν εργαλείο ανάλυσης της πραγματικότητας. Έτσι, και αυτή η μπροσούρα δεν συνιστά κάποια "τομή", αλλά εμβάθυνση του μαρξισμού σε ζητήματα που από τότε, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, απασχολούν το επαναστατικό κίνημα.


Οι Ρώσοι επαναστάτες αντιμετώπιζαν πολύ διαφορετικές συνθήκες από αυτές που συναντάμε εμείς σήμερα. Η τσαρική απολυταρχία πέρα από το ότι τους έθετε ιδιαίτερα δημοκρατικά καθήκοντα, καθιστούσε αναγκαία τη συνωμοτικότητα στη δράση τους. Όμως παρ' όλες τις διαφορετικές συνθήκες και τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από τη συγγραφή της, η μπροσούρα αυτή διατηρεί την επικαιρότητά της. Μέσα από τις γραμμές του κειμένου, αναδύονται οι γνωσιολογικές βάσεις αντιλήψεων που μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να έχουν επιρροή και να τραβάνε το κίνημα προς τα πίσω. Η μάχη του λενινιστικού ρεύματος απέναντι σε αυτές τις αντιλήψεις, κατάφερε να τις περιθωριοποιήσει και να συμβάλλει στην οικοδόμηση της μαχητικής επαναστατικής οργάνωσης των μπολσεβίκων. Το "Τι να κάνουμε" είναι απαραίτητο όπλο για τους σημερινούς επαναστάτες, στην ιδεολογική πάλη ενάντια στην σημερινή εκδοχή των ίδιων, αστικής επιρροής, αντιλήψεων και στην προσπάθειά τους για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού κινήματος.


  1. Η ένωση ιδρύθηκε το 1894 με πρωτοβουλία της ομάδας "Απελευθέρωση της δουλειάς". Στο 2ο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (Ιούλης 1903) οι αντιπρόσωποι της "Ένωσης" υποστήριζαν οπορτουνιστικές θέσεις και εγκατέλειψαν το συνέδριο όταν αυτό αναγνώρισε το “Σύνδεσμο του εξωτερικού της ρώσικης επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας” σαν τη μοναδική οργάνωση του κόμματος στο εξωτερικό.

  2. Ο Εντ. Μπερνστάϊν στα χρόνια 1896 - 1989 δημοσίευσε σειρά άρθρων που το 1899 εκδόθηκαν σε βιβλίο με τίτλο "Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας" στα οποία υποστήριζε τις αστικές θεωρίες της ταξικής συνεργασίας.



Η μπροσούρα του Λένιν, όπλο στην ιδεολογική μάχη ενάντια στον εκλεκτικισμό, τον οικονομισμό και τις αντιλήψεις που οδηγούν στην υποταγή στο αυθόρμητο


Το "Τι να κάνουμε" συμπυκνώνει την αντιπαράθεση της επαναστατικής αντίληψης ενάντια στο ρεύμα που αργότερα θα γίνει γνωστό σαν "μενσεβικισμός". Το ρεύμα αυτό υποστήριζε την αναθεώρηση βασικών αρχών του μαρξισμού προβάλλοντας το σύνθημα της "ελευθερίας κριτικής". Ταυτόχρονα, θεωρώντας την οικονομική πάλη σαν "το πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο μέσο", εξ' ου και ο χαρακτηρισμός "οικονομιστές", σηκώνοντας την σημαία του "καθαρά εργατικού κινήματος" και τονίζοντας τον "κίνδυνο" για "υποτίμηση του αυθόρμητου στοιχείου", οδηγούσε τις συνειδητές επαναστατικές δυνάμεις στην υποταγή στο αυθόρμητο. Αυτή η γραμμή υποταγής στο "καθαρά εργατικό κίνημα" και στο "αυθόρμητο στοιχείο", δηλαδή στην αστική πολιτική, θα φτάσει στην λογική κατάληξή της λίγα χρόνια αργότερα με την απεμπόληση των επαναστατικών στόχων και το ολοκληρωτικό πέρασμα των μενσεβίκων με τη μεριά της αστικής πολιτικής.



Ο ρόλος της πρωτοπορίας απέναντι στο αυθόρμητο μαζικό κίνημα


Ωστόσο, το κεντρικό ζήτημα της αντιπαράθεσης στις γραμμές των ρώσων επαναστατών και στο εσωτερικό του κόμματός τους, ήταν η σχέση της πρωτοπορίας με το μαζικό κίνημα, ζήτημα που καθορίζει όχι μόνο την τακτική του κόμματος, αλλά και τον χαρακτήρα του.


Το οικονομίστικο στρατόπεδο πίστευε ότι η επαναστατική συνείδηση μπορεί να προκύψει, να γεννηθεί μέσα από την οικονομική πάλη περίπου αυθόρμητα. Έτσι, περιόριζε τα καθήκοντα της πρωτοπορίας στην ανάπτυξη των οικονομικών αγώνων και του μαζικού κινήματος.


f5-leninΟ πρώτος που άσκησε κριτική σε αυτήν την αντίληψη ήταν ο Καρλ Κάουτσκι ο οποίος σχολιάζοντας τοσχέδιο προγράμματος του αυστριακού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος έγραφε: "...η σοσιαλιστική συνείδηση εμφανίζεται σαν αναγκαίο και άμεσο αποτέλεσμα της προλεταριακής ταξικής πάλης. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου σωστό. [...] Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να γεννηθεί μόνο πάνω στη βάση της βαθιάς επιστημονικής γνώσης.[...]Έτσι η σοσιαλιστική συνείδηση είναι κάτι που έχει εισαχθεί απ' έξω στην ταξική πάλη του προλεταριάτου και όχι κάτι που γεννήθηκε αυθόρμητα απ' αυτήν. [...] το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας είναι να μπάσει στο προλεταριάτο τη συνείδηση της θέσης του και τη συνείδηση του καθήκοντός του. Δε θα χρειαζόταν να γίνει αυτό, αν η συνείδηση αυτή πήγαζε αυτόματα από την ταξική πάλη." Φυσικά, το μετέπειτα πέρασμα του Κάουτσκι με τη μεριά του ρεφορμισμού, δεν ακυρώνει το πρότερο σπουδαίο θεωρητικό του έργο (π.χ. "Η καταγωγή του χριστιανισμού").


Την θέση αυτή του Κάουτσκι, θα τη στηρίξει και ο Λένιν στο "Τι να κάνουμε", αναλύοντάς την περισσότερο. Θα ξεκαθαρίσει ότι στις αρχές του σοσιαλιστικού κινήματος η επαναστατική συνείδηση ερχόταν "απ' έξω" από την εργατική τάξη, όμως καθώς τμήμα του προλεταριάτου αποκτούσε επαναστατική συνείδηση, η συνείδηση αυτή ερχόταν πλέον όχι "απ' έξω" από την εργατική τάξη αλλά "απ' έξω" από την οικονομική πάλη.


"Είπαμε, ότι δεν μπορούσε να υπάρχει ακόμα σοσιαλδημοκρατική συνείδηση μέσα στους εργάτες. Η συνείδηση αυτή μπορούσε να έρθει σ' αυτούς μόνο απ' έξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει, ότι η εργατική τάξη αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις δεν είναι σε θέση ν' αναπτύξει παρά μόνο μια τρεϊντγιουνιονίστικη συνείδηση, δηλαδή την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να ενωθεί σε σωματεία, να κάνει αγώνα ενάντια στ' αφεντικά, να παλεύει για ν' αποσπάσει από την κυβέρνηση τον άλφα ή βήτα απαραίτητο νόμο για τους εργάτες κτλ. Η διδασκαλία όμως του σοσιαλισμού αναπτύχθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες, που τις επεξεργάστηκαν οι μορφωμένοι εκπρόσωποι των εύπορων τάξεων, η διανόηση. Οι θεμελιωτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ανήκαν και οι ίδιοι, ως προς την κοινωνική τους θέση, στην αστική διανόηση" [...] "την ταξική πολιτική συνείδηση μπορούμε να τη φέρουμε στον εργάτη μόνο από τα έξω, δηλαδή έξω από την οικονομική πάλη, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες και τους εργοδότες. Ο μοναδικός τομέας, απ' όπου μπορούμε ν' αντλήσουμε αυτή τη γνώση, είναι ο τομέας των σχέσεων όλων των τάξεων και των στρωμάτων προς το κράτος και την κυβέρνηση, ο τομέας των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σ' όλες τις τάξεις."


Παραπέρα, εξηγεί γιατί η οικονομίστικη γραμμή δεν μπορεί να καταλήξει παρά στην αστική πολιτική. Κι αυτό γιατί το ίδιο το αυθόρμητο κίνημα στο οποίο η οικονομίστικη αντίληψη πόνταρε τόσα πολλά δεν μπορούσε να ξεπεράσει την αστική ιδεολογία. "Γιατί το αυθόρμητο κίνημα [...] οδηγεί στην κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας; Για τον απλούστατο λόγο, ότι η αστική ιδεολογία είναι ως προς την προέλευσή της πολύ πιο παλιά από τη σοσιαλιστική ιδεολογία, γιατί είναι πιο πολύπλευρα δουλεμένη και γιατί διαθέτει ασύγκριτα περισσότερα μέσα διάδοσης."


Με αυτή τη θεωρητική βάση, η οικονομίστικη άποψη, που σήμερα την συναντάμε και σε διάφορες "αριστερές" εκδοχές, κατέληγε σε αντίστοιχη πολιτική τακτική όπως φαίνεται και από τα συνθήματα "γραμμής" που χρησιμοποιούσε. Ενδεικτικό είναι το "...μια αύξηση κατά ένα καπίκι στο ρούβλι αξίζει περισσότερο από κάθε σοσιαλισμό και κάθε πολιτική", που το ακούμε και σήμερα από τους ρεφορμιστές. Εξ' ίσου χαρακτηριστικό είναι και αυτό που τότε έγραφε άρθρο της οικονομίστικης εφημερίδας "Ραμπότσαγια Μισλ" συμβουλεύοντας τους εργάτες ότι "πρέπει ν' αγωνίζονται, ξέροντας ότι παλεύουν όχι για κάποιες μελλοντικές γενιές, μα για τον εαυτό τους και για τα παιδιά τους'' και σήμερα εκτός από την καθαρή ρεφορμιστική του εκδοχή, κυκλοφορεί και σε επαναστατικό "αμπαλάζ" από όσους προτείνουν "να ζήσουμε τον κομμουνισμό στο σήμερα", έναν κομμουνισμό που δεν προϋποθέτει επανάσταση και εργατική εξουσία και δεν είναι η αταξική κοινωνία, αλλά οι επιμέρους αγώνες και οι διάφορες "δράσεις".


Το κύριο σύνθημα των οικονομιστών όμως, ήταν το "να δώσουμε πολιτικό χαρακτήρα στην ίδια την οικονομική πάλη". Ο Λένιν εξηγεί ότι αυτό το σύνθημα και η πολιτική γραμμή που υποστηρίζει δεν είναι τίποτε άλλο από "πάλη για μεταρρυθμίσεις". Με επιμονή υποστηρίζει ότι το καθήκον των επαναστατών δεν μπορεί να περιορίζεται στην πάλη για μεταρρυθμίσεις. "Πρέπει να καταπιαστούμε δραστήρια με την πολιτική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης, με την ανάπτυξη της πολιτικής της συνείδησης". Τελικά, θα συμπυκνώσει την ουσία της όλης αντιπαράθεσης στην λιτή φράση: "Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα."



Το ρεύμα της ατομικής τρομοκρατίας


Οι διάφορες οπορτουνιστικές θεωρίες και αντιλήψεις, έχουν μεν την γνωσιολογική τους βάση σε προϋπάρχουσες θεωρίες, όμως, όντας εκλεκτικίστικες, παρουσιάζονται συνδυάζοντας και ανασυνθέτοντας διαφορετικά κάθε φορά στοιχεία της προγενέστερης οπορτουνιστικής φιλολογίας. Το μοναδικό ρεύμα που παραμένει ίδιο κι απαράλλαχτο στην θεωρητική του τεκμηρίωση από τότε που εμφανίστηκε είναι αυτό της ατομικής τρομοκρατίας. Το βασικό επιχείρημα της τρομοκρατικής τακτικής, είναι ότι οι ένοπλες ενέργειες "διεγείρουν" τις μάζες και τις προτρέπουν σε δράση.


Ακριβώς το ίδιο ίσχυε και πριν έναν αιώνα. "Η ''Σβόμποντα'' προπαγανδίζει την τρομοκρατία σαν μέσο διέγερσης του εργατικού κινήματος, σαν μέσο που θα του δώσει μια ''ισχυρή ώθηση''. Το ρεύμα της ατομικής τρομοκρατίας στη Ρωσία, είχε εμφανιστεί σχεδόν ταυτόχρονα με τις πρώτες σοσιαλιστικές ομάδες. Η πιο γνωστή οργάνωση που υποστήριζε αυτήν την τακτική ήταν η "Ναρότναγια Βόλια" (λαϊκή ελευθερία) η οποία τσακίστηκε από τους διωγμούς της κυβέρνησης μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου ΄Β το 1881. Από τις προσπάθειες ανασυγκρότησης της Ναρότναγια Βόλια, προέκυψε το 1886 μια ομάδα της οποίας επικεφαλής ήταν ο αδερφός του Λένιν, ο οποίος και εκτελέστηκε μαζί με άλλα μέλη της μετά από την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Αλέξανδρου Γ'. Ο Λένιν αντιμετώπιζε με σεβασμό την αυτοθυσία των μελών της Ναρότναγια Βόλια στην πάλη τους ενάντια στον τσαρισμό, χωρίς όμως να φείδεται κριτικής. Στο "Τι να κάνουμε" καταγράφεται μια εξαιρετικά εύστοχη και συμπυκνωμένη κριτική στην τρομοκρατική αντίληψη.


Στο "επιχείρημα" περί διέγερσης των μαζών μέσω της τρομοκρατίας, ο Λένιν απαντάει: "Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς επιχείρημα που ν' αυτοαναιρείται τόσο χειροπιαστά! Προβάλλει το ερώτημα: τόσο λίγες είναι λοιπόν οι ασχήμιες στη ρωσική ζωή, ώστε να χρειάζεται να εφευρεθούν ειδικά ''διεγερτικά'' μέσα ; Και από το άλλο μέρος, δεν είναι άραγε ολοφάνερο, πως όποιος δε διεγείρεται και δεν μπορεί να διεγερθεί ούτε κι από τη ρωσική αυθαιρεσία, αυτός θα βλέπει αδιάφορος, ''σκαλίζοντας τη μύτη του'' και τη μονομαχία της κυβέρνησης με μια χούφτα τρομοκράτες; Η αλήθεια είναι, ότι οι μάζες των εργατών διεγείρονται πάρα πολύ από τις ασχήμιες της ρωσικής ζωής, εμείς όμως δεν ξέρουμε να μαζεύουμε [..] και να συγκεντρώνουμε όλες αυτές τις σταγόνες και τα ρυάκια της λαϊκής διέγερσης, που αναβλύζουν σε ποσότητα ασύγκριτα μεγαλύτερη απ' ότι φανταζόμαστε και νομίζουμε όλοι μας, μα που χρειάζεται όμως ίσα ίσα να συνενωθούν σ' ένα γιγάντιο χείμαρρο."


Επίσης σημειώνει το κοινό χαρακτηριστικό της τρομοκρατίας και του οικονομισμού: "Οι οικονομιστές και οι τρομοκράτες υποκλίνονται μπροστά στους δύο διαφορετικούς πόλους ενός και του ίδιου ρεύματος, του αυθόρμητου: οι οικονομιστές μπροστά στο αυθόρμητο του ''καθαρά εργατικού κινήματος'', οι τρομοκράτες μπροστά στο αυθόρμητο της πιο φλογερής αγανάκτησης των διανοουμένων, που δεν ξέρουν ή δεν έχουν τη δυνατότητα να συνδέσουν σ' ένα ενιαίο σύνολο την επαναστατική δουλειά με το εργατικό κίνημα.


Όποιος έχασε την πίστη του ή όποιος δεν πίστεψε ποτέ σε αυτή τη δυνατότητα είναι πραγματικά δύσκολο να βρει άλλη διέξοδο για το αίσθημα της αγανάκτησής του και για τον επαναστατικό του δυναμισμό εκτός από την τρομοκρατία."



Οργάνωση επαναστατών


Έχοντας απαντήσει με ολοκληρωμένο τρόπο στις οπορτουνιστικές αντιλήψεις, ο Λένιν θα καταγράψει στο "Τι να κάνουμε" και ένα συγκεκριμένο σχέδιο για μια πανρωσική οργάνωση επαναστατών, όπου καταφέρεται ενάντια στον χειροτεχνισμό και τονίζει την ανάγκη για οργάνωση "επαγγελματιών επαναστατών". Κυρίως θα τονίσει τη διάκριση ανάμεσα σε μια οποιαδήποτε οργάνωση εργατών και σε μια οργάνωση επαναστατών. Σημείο που αξίζει να αναφερθεί είναι η κριτική του σε όσους καταφέρονταν ενάντια στην "υποκίνηση του κινήματος από τα έξω", θεωρώντας ότι "είναι κακό πράγμα όταν το κίνημα δεν ξεκινάει από τα κάτω".


''Μια επιτροπή από φοιτητές δε μας κάνει είναι ασταθής'', αυτό είναι πέρα για πέρα σωστό. Το συμπέρασμα όμως που βγαίνει από' δω, είναι, ότι χρειάζεται επιτροπή από εξ' επαγγέλματος επαναστάτες, και μας είναι αδιάφορο αν θα είναι φοιτητής ή εργάτης εκείνος που θα εξελιχθεί σε εξ' επαγγέλματος επαναστάτη. Εσείς όμως βγάζετε το συμπέρασμα ότι το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να το υποκινούμε από ταέξω! Με την πολιτική σας αφέλεια δεν αντιλαμβάνεστε, ότι έτσι παίζετε το παιχνίδι των "οικονομιστών" μας και του χειροτεχνισμού μας. Επιτρέψτε μου να ρωτήσω - πως εκφράστηκε αυτή η "υποκίνηση" των εργατών μας από τους φοιτητές μας; Μοναδικά με το ότι ο φοιτητής έφερε στον εργάτη τα ψήγματα εκείνα των πολιτικών γνώσεων που είχε, τα ψίχουλα των σοσιαλιστικών ιδεών που κατόρθωσε ν' αποκτήσει (γιατί η κυριότερη πνευματική τροφή του σημερινού φοιτητή, ο "νόμιμος μαρξισμός", δεν μπορούσε να του δώσει τίποτε άλλο εκτός από το αλφάβητο, εκτός από ψίχουλα). Τέτοια "υποκίνηση από τα έξω" δεν είχαμε εξαιρετικά μεγάλη στο κίνημά μας, μα αντίθετα εξαιρετικά μικρή, τρομερά και σε αφάνταστο βαθμό μικρή, γιατί [...] υποκλινόμασταν πάρα πολύ δουλικά μπροστά στη στοιχειώδικη "οικονομική πάλη των εργατών ενάντια στους εργοδότες και την κυβέρνηση". Μ' αυτήν ακριβώς την "υποκίνηση" πρέπει ν' ασχοληθούμε εκατό φορές περισσότερο και θ' ασχοληθούμε εμείς, οι εξ' επαγγέλματος επαναστάτες. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι διαλέγετε αυτή την πρόστυχη έκφραση: "υποκίνηση από τα έξω", που προκαλεί αναπόφευκτα στον εργάτη (τουλάχιστον στον εργάτη που είναι τόσο καθυστερημένος όσο κι εσείς) το αίσθημα της δυσπιστίας προς όλους όσους του φέρνουν απέξω πολιτικές γνώσεις και επαναστατική πείρα, έκφραση που του προκαλεί την ενστικτώδικη επιθυμία ν' αποκρούσει όλους αυτούς τους ανθρώπους, - αποδείχνει ότι είστε δημαγωγοί, και οι δημαγωγοί είναι οι χειρότεροι εχθροί της εργατικής τάξης."



Εμπροσθοφυλακή και ... οπισθοφυλακή


"Γιατί δεν αρκεί να αυτοκαλούμαστε "εμπροσθοφυλακή", πρωτοπόρο τμήμα, πρέπει και να δρούμε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα άλλα τμήματα να μας βλέπουν και ν' αναγκάζονται ν' αναγνωρίσουν ότι βαδίζουμε στην πρωτοπορία. [...] Για φανταστείτε συγκεκριμένα την παρακάτω εικόνα. Ένας σοσιαλδημοκράτης παρουσιάζεται μπροστά στο "τμήμα" των Ρώσων μορφωμένων ριζοσπαστών ή των φιλελεύθερων συνταγματικών και τους λέει: εμείς είμαστε η εμπροσθοφυλακή, "το καθήκον που μπαίνει τώρα μπροστά μας είναι να προσδώσουμε, στο μέτρο του δυνατού, στην ίδια την οικονομική πάλη πολιτικό χαρακτήρα". Ένας λίγο - πολύ έξυπνος ριζοσπάστης ή συνταγματικός [...], θα χαμογελάσει απλούστατα όταν ακούσει αυτόν τον λόγο, και θα πει [...]: "τι κουτούτσικη που είναι αυτή η ''εμπροσθοφυλακή''! Δεν καταλαβαίνει καν πως αυτό είναι δικό μας καθήκον, καθήκον των πρωτοπόρων εκπροσώπων της αστικής δημοκρατίας: να προσδώσουμε στην ίδια την οικονομική πάλη των εργατών πολιτικό χαρακτήρα. Γιατί κι εμείς, όπως κι όλοι οι δυτικοευρωπαίοι αστοί, θέλουμε να τραβήξουμε τους εργάτες στην πολιτική, όμως μόνο στην τρεϊντγιουνιονίστικη και όχι στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Η τρεϊντγιουνιονίστικη πολιτική της εργατικής τάξης είναι ακριβώς η αστική πολιτική της εργατικής τάξης. Και η διατύπωση που δίνει στα καθήκοντά της αυτή η ''εμπροσθοφυλακή'' είναι ακριβώς η διατύπωση της τρεϊντγιουνιονίστικης πολιτικής! Γι' αυτό ας αποκαλούνται όσο θέλουν σοσιαλδημοκράτες. Δεν είμαι δα μικρό παιδάκι για να νευριάσω για μια ταμπέλα! Μόνο που δεν πρέπει να πέσουν κάτω από την επιρροή αυτών των μοχθηρών ορθόδοξων δογματικών, και ας αφήσουν ''ελευθερία κριτικής'' σε κείνους που ασυναίσθητα τραβάνε τη σοσιαλδημοκρατία στον τρεϊντγιουνιονίστικο δρόμο”.


Και το ελαφρό χαμόγελο του συνταγματικού μας θα μετατραπεί σε ομηρικό γέλιο, μόλις πληροφορηθεί πως οι σοσιαλδημοκράτες που λένε ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι η εμπροσθοφυλακή, τίποτα δε φοβούνται στον κόσμο σήμερα που το αυθόρμητο κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα στο κίνημά μας, όσο την "υποτίμηση του αυθόρμητου στοιχείου", όσο την "υποτίμηση της σημασίας της προχωρητικής πορείας της ασήμαντης καθημερινής πάλης σε σύγκριση με την προπαγάνδιση των λαμπρών και ολοκληρωμένων ιδεών" κτλ. κτλ.! Ένα πρωτοπόρο τμήμα που φοβάται μη τυχόν και το συνειδητό στοιχείο ξεπεράσει το αυθόρμητο, που φοβάται να παρουσιάσει ένα τολμηρό "σχέδιο", που θα επέβαλλε τη γενική αναγνώρισή του ακόμα και από τους αντιφρονούντες! Μήπως μπερδεύουν τη λέξη εμπροσθοφυλακή με τη λέξη οπισθοφυλακή;"