Κεντρικό άρθρο (φ.4)
Αντεργατικές αλλαγές σε ασφαλιστικό, χρόνο εργασίας
και ιδιωτικοποιήσεις προωθεί η κυβέρνηση.
Αναγκαία η ενότητα δράσης της εργατικής τάξης.
Απαραίτητη η πάλη για ταξικό προσανατολισμό των αγώνων
και αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφάσισε να «σπάσει αυγά» και ανοίγει όλα τα μέτωπα ταυτόχρονα. Το ασφαλιστικό των τραπεζών ήταν προοίμιο για ανάλογες αντιδραστικές ρυθμίσεις για όλους τους εργαζόμενους που απ’ ότι φαίνεται θα προωθηθούν άμεσα. Ταυτόχρονα προωθεί το συνεχές ωράριο (πάγιο αίτημα των ισχυρών μονοπωλίων στο χώρο του εμπορίου) και την παραχώρηση στους εργοδότες του δικαιώματος να ρυθμίζουν το χρόνο εργασίας των εργαζόμενων σύμφωνα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων συμπληρώνουν το «πακέτο» μέτρων. Η κυβέρνηση δείχνει υπερβολική σιγουριά προσπαθώντας να ικανοποιήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα πάγιους στόχους της αστικής τάξης.
Σίγουρα πάντως, η αντιπολίτευση που αντιμετωπίζουν δεν είναι ικανή να τους ανησυχήσει. Το ΠΑΣΟΚ αναφέρεται διαρκώς στην περίοδο ‘90 – ‘93, αποκαλύπτοντας τον διακαή του πόθο για μια ανάλογη εξέλιξη «δεξιάς παρένθεσης». Δυστυχώς γι’ αυτούς, η περίοδος εκείνη δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σημερινή. Τότε, το ΠΑΣΟΚ είχε την αίγλη μιας σχετικά φιλολαϊκής κυβερνητικής διαχείρισης. Με δεδομένη και την οικτρή κατάσταση της Αριστεράς που τότε πάλευε για την επιβίωσή της ζαλισμένη από τα σοκ της διετίας ‘89 – ’91, ήταν λογικό οι αγώνες ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να οδηγηθούν στην κάλπη του ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα το ΠΑΣΟΚ έχει πίσω του ένα κυβερνητικό έργο αντεργατικών μέτρων και λιτότητας. Μια νέα ΠΑΣΟΚική κυβερνητική θητεία, σίγουρα δεν είναι το όραμα που μπορεί να συγκινήσει τους εργαζόμενους. Όσοι βγουν στο δρόμο σήμερα, δεν θα έχουν στο «πίσω μέρος του μυαλού τους», την προοπτική δικαίωσης του αγώνα τους μέσω μιας κυβερνητικής αλλαγής και αυτό είναι η πιο ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στις δύο περιόδους.
Σε πρώτη ανάγνωση, η έλλειψη ορατής πολιτικής λύσης – έστω και απατηλής - είναι αδυναμία για το κίνημα των εργαζόμενων, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε απογοήτευση και μοιρολατρική αποδοχή της πολιτικής του κεφαλαίου. Εξ’ ίσου υπαρκτή όμως, είναι η δυνατότητα αυτό το δεδομένο να μετατραπεί σε δύναμη, αν οι εργαζόμενοι αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και συνειδητοποιήσουν ότι μπορούν να νικήσουν στηριγμένοι σ’ αυτές.
Τι είδους ενότητα χρειαζόμαστε;
Σε κάθε απεργία ή μαζικό αγώνα, αυτοί που συμμετέχουν είναι οι ίδιοι που στις εκλογές ψηφίζουν στην πλειοψηφία τους τα αστικά κόμματα εξουσίας. Σε κάθε τέτοιον αγώνα λοιπόν, εμφανίζεται μια αντίφαση η οποία διαπερνά τη συνείδηση του κάθε αγωνιστή. Η αντίφαση ανάμεσα στα ταξικά του συμφέροντα και τα πολιτικά του πιστεύω. Ο εργαζόμενος που παλεύει ενάντια στις αλλαγές στο ασφαλιστικό, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις ή ενάντια στη λιτότητα παλεύει ουσιαστικά ενάντια στις πολιτικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία κατά τ’ άλλα μπορεί να στηρίζει και ενάντια στην πολιτική των αστικών κομμάτων τα οποία όμως ψηφίζει.
Στο πρόσφατο παρελθόν, όταν και η αστική πολιτική εμφάνιζε μια ορισμένη δυναμική, είτε με το ανερχόμενο κάποτε ρεύμα του φιλελευθερισμού, είτε με τον «εκσυγχρονισμό», το δίλημμα αυτό το έθετε ωμά το αστικό πολιτικό προσωπικό, πολιτικοποιώντας τους αγώνες από τα «πάνω». Σήμερα αυτόν το ρόλο τον έχουν αναλάβει ως επί το πλείστον, οι κονδυλοφόροι του αστικού τύπου, καθώς η Ν.Δ. επιλέγει πιο ήπιο προφίλ.
Η αντίφαση αυτή μπορεί να λυθεί με πολλούς τρόπους υπέρ της αστικής πολιτικής. Είναι δυνατόν όμως, να λυθεί και με την αμφισβήτηση της αστικής πολιτικής σε όλες της τις εκδοχές (αστικά κόμματα, Ε.Ε., «ανταγωνιστικότητα», «εθνική ανάπτυξη») και γι’ αυτό αποτελεί ευνοϊκό έδαφος για τις δυνάμεις της Αριστεράς, στην προσπάθειά τους να ανυψώσουν την εργατική συνείδηση ως το επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης και να κερδίσουν τους εργαζόμενους με την εργατική πολιτική, με την πάλη για την εργατική εξουσία, βελτιώνοντας έτσι τον πολιτικό συσχετισμό.
Η πάλη για την τροποποίηση του πολιτικού – ταξικού συσχετισμού, μπορεί να γίνεται με επιτυχία, ανεξάρτητα από το ξέσπασμα ταξικών αγώνων και ανεξάρτητα από την έκβασή τους. Ωστόσο, οι εργατικές νίκες, η ανάσχεση των αστικών επιδιώξεων, η απόσπαση νέων κατακτήσεων, διαμορφώνουν πολύ πιο γόνιμο έδαφος για τις αριστερές και επαναστατικές δυνάμεις, ιδιαίτερα σήμερα με τη συγκεκριμένη στάση του αστικού πολιτικού κόσμου.
Για να νικήσουν οι εργατικοί αγώνες, οπωσδήποτε χρειάζονται ταξικό προσανατολισμό, στοιχείο που αποτελεί προϋπόθεση για τη διάρκεια και την αντοχή τους. Όμως, εξ’ ίσου σημαντικό είναι, αυτός ο ταξικός προσανατολισμός να συμπληρώνεται από τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα των αγωνιστών. Λαμβάνοντας υπ’ όψη μάλιστα, ότι οι δυνάμεις της αστικής πολιτικής πλειοψηφούν στις αρχαιρεσίες και τα όργανα των περισσότερων σωματείων, η ενότητα δράσης είναι προϋπόθεση για να μπορέσουν οι ταξικές δυνάμεις να επιδράσουν στους αγώνες και να ηγεμονεύσουν πολιτικά.
Αυτές οι διαπιστώσεις έχουν αξία, όχι μόνο γιατί βρίσκεται σε εξέλιξη η απεργία στις τράπεζες και είναι πολύ πιθανό και άλλοι εργαζόμενοι να βγουν στο δρόμο το επόμενο διάστημα, αλλά και γιατί η βασική δύναμη της Αριστεράς, το ΚΚΕ, ακολουθεί μια ριζικά διαφορετική τακτική.
Στον ΟΤΕ, οι δυνάμεις της ΕΣΑΚ, αρνήθηκαν να συνεργαστούν με την αριστερή παράταξη ΑΣΕ και στο συνέδριο της ΟΜΕ – ΟΤΕ, αλλά και για τη συνδιοργάνωση συγκέντρωσης – καταγγελίας της γνωστής συμφωνίας (η συγκέντρωση έγινε στις 23 Ιούνη). Στις τράπεζες, αποφεύγουν συστηματικά να συναντηθούν με τις συγκεντρώσεις και τις περιφρουρήσεις της ΟΤΟΕ και οργανώνουν χωριστές απεργιακές επιτροπές με τα μέλη τους.
Συνολικά, οι δυνάμεις του ΚΚΕ δείχνουν να έχουν απεμπολήσει κάθε φιλοδοξία να κερδίσουν πολιτικά τους εκτός της επιρροής του ΚΚΕ εργαζόμενους ή ακόμα χειρότερα σαν να φοβούνται απώλεια δυνάμεων προτιμώντας να περιχαρακωθούν για να διατηρήσουν τα κεκτημένα της επιρροής τους. Όποιος επιλέγει αυτή την τακτική, σίγουρα δε συμβάλλει ούτε σε μια νικηφόρα προοπτική των αγώνων, αλλά ούτε και ενισχύεται πολιτικά.
Ενότητα στους αγώνες δε σημαίνει πολιτική συμφωνία με τις δυνάμεις που συμμετέχουν σε αυτόν, όμως μια οργάνωση που θέλει να είναι πρωτοπόρα δε μπορεί παρά να επιδιώκει να αντιπαρατίθεται με τις πιο καθυστερημένες αντιλήψεις αντί να κρύβεται για να μη «μολυνθεί» απ’ αυτές κι επομένως να επιδιώκει να απευθύνεται σε όσο πλατύτερο κοινό γίνεται.