Η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Κοινός βηματισμός των αστικών τάξεων μετά το ‘89

Εισαγωγή


Η αγωνία των αστικών τάξεων της Ευρώπης για την έκβαση του δημοψηφίσματος για το λεγόμενο «Ευρωσύνταγμα» στη Γαλλία, είναι εμφανής στην ειδησεογραφία των δύο τελευταίων μηνών. Ο ορατός κίνδυνος να σπάσει η αλυσίδα του «Ναι» στο «Ευρωσύνταγμα», και μάλιστα σε έναν από τους πιο ισχυρούς και σημαντικούς, για την Ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση, κρίκους, έχει θορυβήσει το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης πανευρωπαϊκά.

Στο ίδιο διάστημα, τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απασχόλησε και το «Σύμφωνο Σταθερότητας». Σε αυτό το ζήτημα, είχαμε «ήττα» των τεχνοκρατών και των τραπεζιτών και επικράτηση των απόψεων της πολιτικής ηγεσίας για χαλάρωση του συμφώνου, μπροστά στον κίνδυνο της ύφεσης και κάτω από την πίεση της λαϊκής δυσαρέσκειας για την Ευρω-λιτότητα.

Οι εξελίξεις αυτές, φέρνουν στο προσκήνιο το ζήτημα των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων γενικότερα, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συγκεκριμένα. Στην Αριστερά, μπορούμε σχηματικά να περιγράψουμε δύο κύρια ρεύματα αντίληψης σε σχέση με την Ε.Ε. Ένα ρεύμα που βλέπει τις ολοκληρώσεις σαν αντικειμενική διαδικασία, θεωρεί ότι το πεδίο της ταξικής πάλης μετατοπίζεται από το εθνικό κράτος στον υπερεθνικό σχηματισμό κι επομένως η Αριστερά πρέπει να αποδεχτεί τις εξελίξεις που σχετίζονται με την ολοκλήρωση και να προσαρμόσει ανάλογα τη δράση της. Κι ένα ρεύμα που στην υπερεθνική καπιταλιστική ολοκλήρωση αντιτάσσει την αυτοδύναμη εθνική ανάπτυξη, αναζητώντας συμμάχους σε τμήματα της αστικής τάξης που από τη δική τους σκοπιά μάχονται την ολοκλήρωση.

Ένα τρίτο, αδύναμο ακόμα ρεύμα, αρνείται να επιλέξει ανάμεσα στη «Σκύλα» της ολοκλήρωσης και τη «Χάρυβδη» της εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, αρνείται την «αντικειμενικότητα» των ολοκληρώσεων κι επιμένει στην προβολή του επαναστατικού δρόμου που είναι τελικά και η μόνη διέξοδος.



Κοινός βηματισμός των αστικών τάξεων μετά το ‘89


Αντίθετα από την εικόνα που δίνει ο τίτλος «Ευρωσύνταγμα», το κείμενο που φέρει αυτόν τον τίτλο, δεν είναι ένα συνταγματικό κείμενο σαν αυτό που συναντάμε στα εθνικά κράτη, αλλά ένα σύνολο κανόνων που κατοχυρώνουν μια κοινή πολιτική κατεύθυνση στους διάφορους τομείς διακυβέρνησης. Ακόμα και αυτό, ωστόσο, είναι ένα σημαντικό βήμα που στην ουσία κατοχυρώνει, είτε με την λαϊκή ψήφο είτε με την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων, μια συμφωνία των αστικών τάξεων στη βάση συγκεκριμένης πολιτικής κατεύθυνσης, αποτυπώνοντας και τον ταξικό συσχετισμό της περιόδου.

Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, είχε στόχους πολιτικούς και οικονομικούς. Οι αστικές τάξεις της Ευρώπης, επιδίωκαν τη θωράκισή τους, τόσο απέναντι στον εξωτερικό «κομμουνιστικό κίνδυνο», όσο και κυρίως απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό». Η διαμόρφωση κοινής πολιτικής σε μια σειρά ζητήματα, από την οικονομία μέχρι την καταστολή, ήταν στους στόχους του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, που ωστόσο δε μπορούσε παρά να λαμβάνει υπ’ όψη την ύπαρξη του αντίπαλου δέους, του Ανατολικού μπλοκ. Η σημασία αυτού του αντίπαλου δέους, δεν ήταν ότι προσέφερε ένα ανώτερο κοινωνικό μοντέλο, ελκυστικότερο για τους εργαζόμενους σε σχέση με τα καπιταλιστικά κράτη. Αλλά ότι κρατούσε ζωντανή, παρούσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και ορατή τη δυνατότητα ανατροπής του καπιταλισμού. Αυτή ήταν η πραγματικότητα που το ευρωπαϊκό κεφάλαιο έπρεπε να υπολογίζει σε κάθε κίνησή του. Η πραγματικότητα των μαζικών κομμουνιστικών κομμάτων (ανεξάρτητα από την πολιτική τους κατεύθυνση), των μαζικών εργατικών οργανώσεων, της ισχύος και του κύρους του επαναστατικού οράματος.

Αυτός είναι και ο λόγος, που από τα πρώτα βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το 1957 και για τα επόμενα 32 χρόνια μέχρι και την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ το 1989, γίνανε μικρά βήματα σε σύγκριση με τα άλματα που πραγματοποιήθηκαν από το ’89 μέχρι σήμερα. Η κατάρρευση του ’89 τροποποίησε δραματικά το συσχετισμό σε βάρος της εργατικής τάξης, όχι λόγω της απώλειας του λεγόμενου «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», όσο λόγω της φθοράς των σοσιαλιστικών ιδεωδών και της διάλυσης του οργανωμένου εργατικού κινήματος σε όλες του τις εκφράσεις (κομματικές, συνδικαλιστικές κλπ.). Αυτή η αλλαγή του ταξικού συσχετισμού, ενίσχυσε τις πιο επιθετικές πολιτικές κατευθύνσεις από την πλευρά του κεφαλαίου, τα νεοφιλελεύθερα δόγματα έγιναν κοινός τόπος της πολιτικής διαχείρισης και η αξία χρήσης της σοσιαλδημοκρατίας, όπως τη γνωρίσαμε μετά τον πόλεμο, μηδενίστηκε. Ο νέος συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στην εργατική τάξη και το κεφάλαιο, καθώς και η ομοιομορφία που παρουσιάζει αυτός ο συσχετισμός στα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη, σε αντίθεση με την ιστορική περίοδο πριν την κατάρρευση, διαμόρφωσε ευνοϊκές συνθήκες για κοινό βηματισμό των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.

Για να το δείξουμε αυτό με ένα παράδειγμα: η άκαμπτη στάση της κυβέρνησης Θάτσερ στη διετή σύγκρουση με τους ανθρακωρύχους το 1982 - 83, αποτέλεσε ορόσημο για τον νεοφιλελευθερισμό και κατέληξε σε ήττα του εργατικού κινήματος με διεθνή σημασία. Η στάση αυτή είναι σήμερα συνήθης για τις κυβερνήσεις, ωστόσο την περίοδο εκείνη αυτή η πολιτική δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποτελέσει κοινό τόπο για όλες τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, ακριβώς λόγω του εσωτερικού συσχετισμού δύναμης. Αν σκεφτούμε π.χ. τα καθ’ ημάς, θα μπορούσε άραγε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου να έχει την ίδια άκαμπτη στάση στις διεκδικήσεις των εργαζομένων; Είναι προφανές πως όχι. Η ανομοιομορφία των συσχετισμών και οι ιδιαίτερες δυσκολίες που συναντούσε κάθε εθνική αστική τάξη, λαμβάνονταν υπ’ όψη στη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής. Εξ’ού και οι αργοί ρυθμοί που χαρακτήρισαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όλη αυτήν την ιστορική περίοδο.

H Ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση επομένως, όπως και οι αντίστοιχες ολοκληρώσεις σε άλλες περιοχές του πλανήτη, δεν αποτελούν μια αντικειμενική διαδικασία. Είναι συμμαχίες μεταξύ αστικών τάξεων που η μορφή τους εξαρτάται κυρίως από την κατάσταση του εργατικού κινήματος και δευτερευόντως από τις αντιθέσεις μεταξύ μερίδων του κεφαλαίου. Αποτελεί πολιτική επιλογή της κάθε αστικής τάξης, στρατηγικού χαρακτήρα μεν, όχι όμως αναντίστρεπτη. Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις δεν μπορούν ποτέ τελικά να φτάσουν στο σημείο να οικοδομήσουν έναν ενιαίο κρατικό μηχανισμό καταργώντας τα επιμέρους εθνικά κράτη. Με μια έννοια, δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν στην «ολοκλήρωσή» τους. Το εθνικό κράτος διατηρεί τη ισχύ και τη σημασία του και παραμένει το κύριο πεδίο της ταξικής πάλης.



Το κοινό νόμισμα και τα κριτήρια του Μάαστριχτ


Από τα πιο σημαντικά βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αυτό με την πιο μεγάλη σημασία από οικονομικής άποψης, ήταν η οικονομική νομισματική ενοποίηση (ΟΝΕ) και η καθιέρωση κοινού νομίσματος. Το κοινό νόμισμα αφαίρεσε τη δυνατότητα εθνικής νομισματικής πολιτικής από τα κράτη που το υιοθέτησαν, διαμορφώνοντας κοινούς κανόνες ανταγωνισμού για τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Η κρατική παρέμβαση με τη δυνατότητα υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, προστάτευε από τον διεθνή ανταγωνισμό τα πιο αδύναμα τμήματα του κεφαλαίου, καθιστώντας τα εισαγόμενα προϊόντα ακριβότερα και τα εγχώρια φθηνότερα σε ξένο νόμισμα και άρα πιο ανταγωνιστικά στο εξωτερικό. Με το κοινό νόμισμα, αυτά τα αδύναμα τμήματα του κεφαλαίου, κυρίως μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έντασης εργασίας, εκτέθηκαν στον διεθνή ανταγωνισμό χωρίς την προστασία του εθνικού νομίσματος.

Συνέπειες αυτής της εξέλιξης ήταν η μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και η περαιτέρω συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων. Η διαδικασία αυτή όμως, έγινε σε βάθος χρόνου και με προσεκτικά βήματα από μεριάς του ευρωπαϊκού κεφαλαίου σε μια προσπάθεια να απορροφηθούν οι κοινωνικοί κραδασμοί από την προλεταριοποίηση τμήματος των μεσαίων στρωμάτων. Μια εικόνα για το τι θα συνέβαινε με την απότομη εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος μπορούμε να πάρουμε από την Αργεντινή, όπου η «εν μία νυκτί» δολαριοποίηση του εθνικού νομίσματος, κατέληξε σε απότομη καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων, οδηγώντας σε κοινωνική εξέγερση.

Οι όροι για τη συμμετοχή μιας χώρας στην επόμενη φάση της ολοκλήρωσης που τερματίστηκε με την καθιέρωση του ευρώ, αποτυπώθηκαν στη συνθήκη του Μάαστριχτ. Η συνθήκη έθετε όρους που σχετίζονταν με τη δημοσιονομική και οικονομική κατάσταση του κάθε κράτους. Το πνεύμα της συνθήκης ωστόσο, ήταν η κατοχύρωση κοινής πολιτικής στάσης των αστικών τάξεων απέναντι στους εργαζόμενους, με το φόβητρο της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το γράμμα της συνθήκης, δηλαδή η συμφωνία των οικονομικών μεγεθών των ευρωπαϊκών χωρών με τα κριτήρια, δεν εκπληρώθηκε ποτέ στο σύνολό του. Το κριτήριο που έθετε σαν όρο το δημόσιο χρέος να μην υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ, εκπληρώθηκε μόνο από το Λουξεμβούργο. Η συνθήκη τελικά, είχε περισσότερο πολιτική παρά οικονομική σημασία.

Και σε σχέση με το σύμφωνο σταθερότητας που ήταν στο πνεύμα του Μάαστριχτ, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο έδωσε βάρος κυρίως στην πολιτική κατεύθυνση και όχι στην διατήρηση των δημοσιονομικών δεικτών εντός των ορίων. Η «χαλάρωση» του συμφώνου σταθερότητας, δηλαδή η αποδοχή του «εκτροχιασμού» των κρατικών προϋπολογισμών μπροστά στον κίνδυνο της ύφεσης, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Και η αντιμετώπιση της ελληνικής κυβέρνησης και του ελλείμματος του προϋπολογισμού που ξεπερνάει το 5 %, δύο μονάδες πάνω από το όριο του συμφώνου, κινήθηκε σε αυτή τη γραμμή.

 

 


Η ελληνική συμμετοχή στην Ε.Ε.


Η προσπάθεια της ελληνικής αστικής τάξης για συμμετοχή στην ολοκλήρωση, χρονολογείται από τη δεκαετία του ’60. Το ελληνικό κεφάλαιο, με τη συμμετοχή του στις διαδικασίες της ΕΕ, κατάφερε να θωρακίσει το αστικό καθεστώς, απέναντι στον εσωτερικό εχθρό και να ισχυροποιηθεί πολιτικά και οικονομικά.

Η ελληνική αριστερά, προβλέποντας την επερχόμενη καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων από το προχώρημα της ολοκλήρωσης και εκτιμώντας ότι τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης δε θα μείνουν ανέγγιχτα από τη διαδικασία αυτή, προώθησε τη συμμαχία της εργατικής τάξης και με τα μεσαία στρώματα αλλά και με αυτά τα αστικά κομμάτια, την «εθνική αστική τάξη» όπως ονομαζόταν στα ντοκουμέντα. Η στρατηγική αυτή έμεινε τελικά μετέωρη, καθώς στα τμήματα αυτά της αστικής τάξης, προσφέρθηκαν ευκαιρίες που δεν μπορούσε η αριστερά να εκτιμήσει, τυφλωμένη από τις θεωρίες για τον «εξαρτημένο ελληνικό καπιταλισμό».

Η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ και η γειτνίαση της Ελλάδας με αυτό, προσέφερε μια χρυσή ευκαιρία στο ελληνικό κεφάλαιο που δεν αφέθηκε να πάει χαμένη. Ήδη από το 1990, η κυβέρνηση εγκαινιάζει την πολιτική της «σκληρής δραχμής». Το εθνικό νόμισμα δεν υποτιμάται ούτε διολισθαίνει σε σχέση με τα ξένα νομίσματα, παρ’ όλη την πληθωριστική έκρηξη εκείνης της χρονιάς με τον πληθωρισμό στο 23 % και την αύξηση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος να ξεπερνάει το 19 %. Η υπερτιμημένη δραχμή μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων σε σχέση με τα εισαγόμενα και εκθέτει με δυσμενείς όρους στον διεθνή ανταγωνισμό το ελληνικό κεφάλαιο. Τα πιο αδύναμα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου απειλούνται με καταστροφή. Η πολιτική αυτή όμως, παρ’ όλο που δεν ευνοεί την εξαγωγή εμπορευμάτων, βοηθάει τα μέγιστα στην εξαγωγή κεφαλαίου. Οι δραχμές των ελλήνων αστών είναι πιο «ακριβές» στη διεθνή αγορά και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια που θεωρούνται οικονομική ενδοχώρα του ελληνικού κεφαλαίου.

Οι βαλκανικές χώρες αναδεικνύονται σε «Ελ ντοράντο» της αστικής τάξης. Για τα ισχυρότερα τμήματά της είναι μια χρυσή ευκαιρία για μεγαλύτερα ποσοστά κέρδους, ενώ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις έντασης εργασίας είναι η σωτηρία τους από την οικονομική καταστροφή. Η εκκαθάριση των πιο αδύναμων κεφαλαιούχων από την εσωτερική αγορά, τελικά πραγματοποιείται. Αυτά τα τμήματα της αστικής τάξης όμως, όχι μόνο δεν καταστρέφονται, αλλά βρίσκοντας αποκούμπι στις βαλκανικές χώρες βγαίνουν αλώβητα ή ισχυρότερα.

Με την πολιτική της «σκληρής δραχμής», το ελληνικό κεφάλαιο προχώρησε από πολύ νωρίς στις αναγκαίες προσαρμογές για την υποδοχή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Έτσι, η εισαγωγή του ευρώ δεν οδήγησε σε δραματικές εξάρσεις στη, νομοτελειακή άλλωστε, διαδικασία προλεταριοποίησης των μεσαίων στρωμάτων, καθώς η αναγκαία εκκαθάριση της εσωτερικής αγοράς είχε ήδη πραγματοποιηθεί.

Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, μπορούμε να πούμε πως έπαιξε ρόλο καταλύτη σε αυτή τη διαδικασία. Δεν είναι όμως αυτό, το μόνο κέρδος που αποκομίζει η αστική τάξη από τη συμμετοχή της στην ΕΕ. Μεγάλη σημασία έχει η πολιτική – διπλωματική ισχύς που αυτή η συμμετοχή συνεπάγεται. Επίσης, η ελληνική παρουσία στην Ε.Ε. συμβάλλει αποφασιστικά στην απρόσκοπτη εφαρμογή των πολιτικών επιλογών του κεφαλαίου, καθώς στην εθνική εργατική τάξη, αντιπαρατίθεται, όχι μια κυβέρνηση, αλλά ένας απρόσωπος υπερεθνικός οργανισμός, δηλαδή ένας συνασπισμός αστικών τάξεων. Τέλος, σημαντική είναι και η επίδραση που έχει η ΕΕ στην εμπέδωση της αντίληψης του «μονόδρομου» και του «αναπόφευκτου» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στην υποταγή της εργατικής τάξης σε αυτό που φαίνεται «εφικτό».



Προσάρτημα


Η έξοδος από τη ΕΕ δεν συνεπάγεται και την «έξοδο από τον καπιταλισμό». Υπάρχουν άλλωστε καπιταλιστικά κράτη εκτός της ολοκλήρωσης και αστικές τάξεις που επιλέγουν να μην συμμετέχουν σε αυτήν. Σε καμία περίπτωση βέβαια, δεν μπορεί ένας καπιταλισμός εκτός ΕΕ να είναι στόχος του εργατικού κινήματος. Ειδικά για την Ελλάδα, μια τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται καν, όπως μπορεί να συμβαίνει σε άλλες χώρες που μερίδες της αστικής τάξης είναι αντίθετες στην ολοκλήρωση. Η μοίρα σύσσωμης της ελληνικής αστικής τάξης είναι συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή ένωση, μηδενίζοντας τις δυνατότητες συμμαχίας σε έναν τέτοιο «ενδιάμεσο» στόχο.

Έτσι το «Έξω από την ΕΕ», ειδικά για την Ελλάδα, είναι άμεσα συνδεδεμένο με το «Έξω από τον καπιταλισμό», δηλαδή με το στόχο της επαναστατικής ανατροπής και της εργατικής εξουσίας και οποιοδήποτε θεωρητικό σχήμα μιας «αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας» ή «λαϊκής οικονομίας» χωρίς εξουσία της εργατικής τάξης είναι καταδικασμένο σε αποτυχία.

Η έλλειψη σημαντικής πολιτικής πίεσης από την αριστερά και γενικότερα αλλά και στο ζήτημα της ΕΕ, φαίνεται στη χοντροκομμένη αστική προπαγάνδα. Το βασικό επιχείρημά τους: «Έξοδος από την ΕΕ σημαίνει ότι θα γίνουμε Αλβανία». Το στοίχημα για την επαναστατική πρωτοπορία του μέλλοντος δεν είναι πως θα πείσει ότι «δεν θα γίνουμε Αλβανία», αλλά πως θα στρατεύσει στην προοπτική «να γίνουμε εργατική δημοκρατία».

Αναζήτηση