Το ενιαίο μέτωπο στην τακτική της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς

Η ελληνική Αριστερά, το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα είχε πάντα δυσκολίες στην εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου. Κατά τη γνώμη του γράφοντος πολύ σπάνια, αν όχι ποτέ κατόρθωσε να την εφαρμόσει με επαναστατικό τρόπο, σύμφωνα με της μαρξιστική παράδοση και τη λενινιστική πρακτική. Συνήθως την έννοια ενιαίο μέτωπο τη συρρίκνωνε και τη συνέχεε με την έννοια συνασπισμός και την πλατιά συσπείρωση δυνάμεων σε ένα οργανωτικό σχήμα-μέτωπο στη βάση ενός κοινά αποδεκτού προγράμματος με ταυτόχρονη παραίτηση από το αυτονόητο καθήκον του να προβάλλει διαρκώς τις κομμουνιστικές θέσεις και τους τελικούς στόχους του κινήματος.

Όταν επρόκειτο να εφαρμόσει την τακτική του ενιαίου μετώπου στους καθημερινούς αγώνες των εργαζομένων, συνήθως μπέρδευε την ενότητα από τα κάτω με την ενότητα από τα πάνω και εκείνο που έμενε ήταν ένα συνεχές τρεχαλητό να τα βρει με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες αστικής επιρροής, κυρίως με εκείνες που στη συγκεκριμένη στιγμή βρίσκονταν σε αντιπολίτευση με τις κυρίαρχες δυνάμεις του αστικού μπλοκ, και πολλές φορές έβαζε τους αγωνιστές-μέλη του κόμματος να ψηφίζουν στα συνδικαλιστικά όργανα ρεφορμιστές, αλλά και κάποιες φορές ανυπόληπτους τυχοδιώκτες, εχθρούς της εργατικής υπόθεσης, για να μη σπάσει η συμμαχία.

Ότι αφορά τώρα στην προβολή του κομμουνιστικού προσώπου μέσα στους ενωτικούς αγώνες της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, καθώς και στην προβολή του προλεταριακού μέλλοντος, σχεδόν πάντα, ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν είχε παραιτηθεί οικειοθελώς και προκαταβολικά από κάτι τέτοιο, το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό και δεν πήγαινε παραπέρα από αυτό που ο Λένιν ονόμασε «σοσιαλισμός στα λόγια και ρεφορμισμός στην πράξη». Διότι, με το να υπενθυμίζεις στους εργάτες φωναχτά ότι τα προβλήματά τους δεν μπορούν να λυθούν στον καπιταλισμό παρά μόνο στην εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό είναι μεν αρχικά σωστό, αλλά δεν αρκεί, αν δεν είσαι σε θέση να διατυπώσεις αυτό το μέλλον σε αιτήματα του σήμερα, να κάνεις δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου πρακτικά αιτήματα του κινήματος στο σήμερα. Κάτι τέτοιο ποτέ δεν κατόρθωσε η ελληνική αριστερά και την πολιτικοποίηση του συνδικαλιστικού αγώνα την κατανοούσε σχεδόν πάντα ως μια διαδικασία, να βάζουμε δίπλα στα καθημερινά αιτήματα π.χ. για την αύξηση των μισθών και το χρόνο εργασίας και θεσμικά αιτήματα, «γιατί αυτά μένουν ενώ οι αυξήσει εξανεμίζονται», συν ορισμένα γενικά αιτήματα υπέρ της διατήρησης της ειρήνης και ενάντια στον ιμπεριαλισμό

Η Αριστερά της χώρας μας είχε πάντα δυσκολίες, αλλά αυτό που παρατηρείται σήμερα είναι μάλλον χωρίς προηγούμενο. Η σύγχρονη ελληνική Αριστερά, στο σύνολό της αρνείται πεισματικά να βγάλει τα απαραίτητα διδάγματα από την πλούσια θετική και αρνητική εμπειρία της εφαρμογής του ενιαίου μετώπου, παγκόσμια και ελληνική, με αποτέλεσμα να επικρατεί ένα πραγματικό ιδεολογικό αλαλούμ και πολύμορφες στρεβλώσεις στη θεωρία και την πράξη. Κατ’ αρχήν, εδώ και δεκαετίες, έχει παγιωθεί στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα (και όχι μόνο) η αντίληψη πως για την επιτυχία της επανάστασης χρειάζεται οπωσδήποτε η ύπαρξη ενός μετώπου διαφορετικών δυνάμεων και οργανώσεων που παίρνει οπωσδήποτε και οργανωτική μορφή και τοποθετείται ανάμεσα στο κόμμα και τις άλλες οργανώσεις της τάξης (συνδικάτα – εργοστασιακά συμβούλια). Ξεκινώντας από την αντίληψη πως, «μόνοι τους οι κομμουνιστές δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν την επανάσταση», ο ελληνικός αναθεωρητισμός επιδίδεται επί δεκαετίες τώρα στην κατασκευή και τη διακήρυξη μετωπικών σχημάτων μέσα στα οποία ευελπιστεί να συσπειρώσει τις απαραίτητες δυνάμεις για την επανάσταση. Επειδή όμως αυτές οι δυνάμεις δεν μπορούν να συσπειρωθούν στη βάση της δικτατορίας του προλεταριάτου, οι κομματικές ηγεσίες χρησιμοποιούν τα μετωπικά σχήματα για να υποβαθμίσουν τους τελικούς στόχους της εργατικής τάξης προσαρμόζοντας την προγραμματική τους στόχευση σ’ αυτά που μπορούν και οι σύμμαχοι να συμφωνήσουν.

Κατασκευάζουν λοιπόν ένα ολόκληρο στάδιο ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία, σταδιοποιούν την επανάσταση και την παραπέμπουν έτσι στις ελληνικές καλένδες. Ισχυρίζονται ότι μ’ αυτόν τον τρόπο συσπειρώνουν και ετοιμάζουν τις λαϊκές μάζες για την επανάσταση, το πραγματικό όμως αποτέλεσμα αυτών τους των διακηρύξεων και της συγκεκριμένης πρακτικής τους είναι ακριβώς το αντίθετο. Όχι μόνο τη συνειδητοποίηση του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης προωθούν, αλλά μάλλον στη συσκότιση της συνείδησης του εργάτη και στην ιδεολογική σύγχυση των μελών του κόμματος συμβάλλουν.

Αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος που ενώ τα διάφορα αντιιμπεριαλιστικά ή αντιμονοπωλιακά μέτωπα διακηρύσσονται για πάνω από μισό αιώνα τώρα, πουθενά δεν επιτεύχθηκαν και δεν μπορούσε να επιτευχθούν γιατί δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής εξέλιξης.

Μετά τη διάλυση του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ (η συγκρότηση του οποίου ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα διάχυσης του κομμουνιστικού κόμματος μέσα σε μία ευρύτερη εκλογική συμμαχία, εγκατάλειψης των όποιων πολιτικών του θέσεων και πλήρους προσχώρησής του στη λογική και τις πολιτικές θέσεις των συμμάχων του για να διευκολυνθεί ο κυβερνητισμός και να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του αστικού πολιτικού συστήματος στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο) η νέα ηγεσία του ΚΚΕ φάνηκε να προβληματίζεται για ορισμένα ζητήματα της επανάστασης. Μέλη της νέας ηγεσίας σε άρθρα τους κατακεραύνωναν τη βλαβερή θεωρία των σταδίων και δήλωναν ότι το ΚΚΕ την εγκαταλείπει οριστικά. Το πρακτικό όμως αποτέλεσμα αυτών των προβληματισμών ήταν τελικά πενιχρό. Στα προγραμματικά ντοκουμέντα των μετέπειτα συνεδρίων του κόμματος η νέα ηγεσία διακήρυξε ότι η αντιιμπεριαλιστική επανάσταση έχει σοσιαλιστικό χαρακτήρα, είναι επανάσταση σοσιαλιστική. Έκανε μια προσθήκη στον τίτλο του μετώπου, ονομάζοντάς το αντιιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό μέτωπο του λαού για το σοσιαλισμό και μετονόμασε την αντιμονοπωλιακή δημοκρατία του λαού σε λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία. Η ηγεσία του ΚΚΕ μας διαβεβαιώνει ότι πρόκειται για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Επειδή όμως δεν θέλει να «καπελώσει» τους πιθανούς συμμάχους της στο μέτωπο,αφήνει σ’ αυτούς το δικαίωμα όπως και σε στελέχη του κόμματος που δεν συμφωνούν με αυτή την εκδοχή, να θεωρούν τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία ως ένα ενδιάμεσο στάδιο με τη δική του ενδιάμεση εξουσία. Πέρα από το παράδοξο και γελοίο του πράγματος, να αφήνεις δηλαδή στους συμμάχους σου αλλά και σε μέλη και στελέχη του κόμματος σου να ερμηνεύουν όπως αυτοί θέλουν έναν προγραμματικό στόχο του μετώπου, η ουσία βρίσκεται αλλού, βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτό που περιγράφεται στα προγραμματικά ντοκουμέντα του ΚΚΕ ως λαϊκή εξουσία δεν είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, και η λαϊκή οικονομία δεν είναι η οικονομία της περιόδου μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αν σ’ αυτές τις έννοιες δώσουμε το νόημα των κλασικών του μαρξισμού.

Έτσι παρά τις δηλώσεις και τις διακηρύξεις, η θεωρία των σταδίων παραμένει ακλόνητη στον προγραμματικό λόγο του ΚΚΕ και η σύγχυση που προκαλείται είναι διπλά βλαβερή, αφού οδηγεί τους αγωνιστές σε πλήρη αποπροσανατολισμό, συσκοτίζει το σοσιαλιστικό μέλλον, παραποιεί την εργατική εξουσία υποβιβάζοντάς την σε μια εξουσία ριζοσπαστών μικροαστών και διαστρέφει τη μεταβατική περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου, εμφανίζοντας τούς αναγκαίους επαναστατικούς οικονομικοκοινωνικούς μετασχηματισμούς της ως ριζοσπαστικές μικροαστικές μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Απόρροια της συγχυσμένης στρατηγικής του ΚΚΕ είναι και η αλλοπρόσαλλη πρακτική του στα ζητήματα της ενότητας δράσης των εργαζομένων στο καθημερινό πρακτικό κίνημα. Γι’ αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω. Εδώ θέλουμε ακόμα να σημειώσουμε ότι ως αντίδραση σ’ αυτή τη συγκεκριμένη μετωπική κατασκευή που ήταν παρούσα σε όλα τα ΚΚ μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ήρθε το μέτωπο της «Νέας Αριστεράς» που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου και το οποίο φυσικά δεν είναι κάποια ποιοτική βελτίωση, αντιθέτως, είναι ακόμα μια ανόητη αντεπαναστατική κατασκευή που παραπέμπει στο «μοναδικό επαναστατικό υποκείμενο» των αναρχικών του Μπακούνιν της δεκαετίας του '70 του 19ου αιώνα και αποτελεί μια συρραφή αναρχικών, σοσιαλδημοκρατικών και άλλων μικροαστικών θέσεων με ένα «μαρξιστικό» περιτύλιγμα.

Όχι! Η νίκη της προλεταριακής επανάστασης δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την ύπαρξη κάποιου μετώπου που θα πάρει και τη μορφή οργανωτικού σχήματος. Η Οκτωβριανή επανάσταση δεν χρειάστηκε οποιαδήποτε παρόμοια επινοημένα μετωπικά οργανωτικά σχήματα για να νικήσει. Νίκησε με τις αναγκαίες οργανώσεις της τάξης (κόμμα - συνδικάτο - εργατικό συμβούλιο), και με την επαναστατική πολιτική των μπολσεβίκων που ήξεραν να εφαρμόζουν τη μαρξιστική τακτική του ενιαίου μετώπου στην καθημερινή πάλη και μέσα στα συνδικάτα, τα σοβιέτ και τις άλλες οργανώσεις της τάξης.

Μέτωπα βέβαια, και με τη μορφή οργανωτικών σχημάτων (συνασπισμοί κλπ.) υπήρξαν και μπορεί να υπάρξουν και στη μελλοντική ταξική πάλη. Και αν υπάρξουν, για να συμβάλουν στην υπόθεση της επανάστασης, πρέπει οπωσδήποτε το επαναστατικό κόμμα να εφαρμόσει και μέσα σ’ αυτά την τακτική του ενιαίου μετώπου. Οι εντελώς αναγκαίες βασικές οργανωτικές μορφές ύπαρξης του εργατικού κινήματος για την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης ήταν αυτές που ανέδειξε η ταξική πάλη, δηλαδή το συνδικάτο, το κόμμα και το εργατικό συμβούλιο. Ανεξάρτητα από το ποιες άλλες μορφές είναι δυνατό να αναδείξει η ταξική πάλη στο μέλλον, αυτές ήταν και παραμένουν αναντικατάστατο εργαλείο στην υπόθεση της συνειδητοποίησης των επαναστατικών καθηκόντων της τάξης και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Καμιά απ’ αυτές δεν πρόκειται να παραχωρήσει τη θέση και τον ξεχωριστό της ρόλο στην άλλη ή σε κάποια τρίτη. Καμιά απ’ αυτές δεν πρόκειται να εκλείψει, να «απονεκρωθεί» πριν την τελική νίκη της επανάστασης. Θα πάψουν να υπάρχουν, θα απονεκρωθούν όλες μαζί στο σοσιαλισμό, στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας μαζί με το κράτος όταν τη θέση της πολιτικής δημοκρατίας θα πάρει η αυτοδιοίκηση των παραγωγών.

Ότι αφορά τώρα στην εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου στους καθημερινούς αγώνες, στην ενότητα δράση της εργατικής τάξης στην τωρινή περίοδο, η ελληνική Αριστερά στο σύνολό της επιδείχνει μια ασύλληπτων διαστάσεων αλλοπροσαλλοσύνη. Εδώ και μερικά χρόνια γίνεται μια άγονη συζήτηση για το αν η ενότητα δράσης γίνεται με βάση τα προβλήματα ή όχι, αν γίνεται από τα κάτω ή από τα πάνω κλπ. και οι απαντήσεις που δίνουν οι διάφορες αποχρώσεις της Ελληνικής Αριστεράς ποικίλουν. Άλλοι θεωρούν ότι η μοναδική δυνατή ενότητα δράσης είναι αυτή με «βάση το πρόβλημα», δηλαδή συμφωνούμε όλοι να δράσουμε από κοινού για το τάδε αίτημα στο οποίο όλοι είμαστε σύμφωνοι και αφήνουμε στην άκρη τις όποιες άλλες διαφορές μας. Τις όποιες ξεχωριστές μας θέσεις τις βάζουμε στη διαπραγμάτευση με τις άλλες δυνάμεις, παλεύουμε όμως μόνο όσα από κοινού συμφωνήθηκαν. Άλλοι πάλι, απορρίπτοντας την «ενότητα στο πρόβλημα», απορρίπτουν ταυτόχρονα και την κοινή δράση με βάση τα καθημερινά προβλήματα, διότι αυτό «δεν αρκεί σήμερα και χρειάζεται ενότητα σε ανώτερο επίπεδο». Αυτή η αντίληψη είναι κοινή στις δυνάμεις του ΚΚΕ και σε ευρύτατα τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ότι αφορά στις δυνάμεις του ΚΚΕ, αυτές έχουν καταλήξει ότι στη σημερινή συγκυρία δεν υπάρχουν δυνατότητες για κατακτήσεις και επομένως το μόνο που απομένει, είναι η πάλη για το σοσιαλισμό. Φυσικά εκείνο που δεν κατάλαβαν αυτές οι δυνάμεις του ΚΚΕ είναι ότι συνδικαλιστικές κατακτήσεις δεν μπορούν να υπάρξουν σήμερα εφόσον η συνδικαλιστική πάλη γίνεται με τον παλιό ρεφορμιστικό τρόπο, είναι όμως δυνατές και σήμερα, αν η συνδικαλιστική πάλη οργανωθεί με νέο, με επαναστατικό τρόπο. Αντί λοιπόν να διερευνήσουν τους τρόπους επαναστατικοποίησης της συνδικαλιστικής πάλης, αυτοί κάνουν ένα άλμα προς τα μπρος, λογοκοπούν περί πάλης για σοσιαλισμό και φυσικό είναι να αποκλείουν από την κοινή δράση όσους δεν συμφωνούν μαζί τους. Ότι αφορά στην ενότητα από τα κάτω ή από τα πάνω τόσο το ΚΚΕ όσο και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά απορρίπτουν κάθε σκέψη ενότητας από τα πάνω ως ρεφορμιστική παρέκκλιση και πράξη υποταγής.

Εμείς πάλι δεν σταματούμε να θέτουμε την αφελή ερώτηση. Αν θέλουμε να ενώσουμε τις πλατιές εργατικές τάξεις και όχι απλά τους ήδη συνειδητοποιημένους ή τους οπαδούς μας, τότε, σε ποια άλλη βάση μπορεί να πραγματοποιηθεί η ενότητα δράσης των εργαζομένων, αν όχι στη βάση των καθημερινών τους προβλημάτων στην πάλη ενάντια στους καπιταλιστές, την κυβέρνηση και το αστικό κράτος, ενάντια στο συνολικό καπιταλισμό;

Γιατί η ενότητα δράσης από τα κάτω, «ενότητα από τα κάτω και από τα αριστερά», κατά την προσφιλή έκφραση δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, συνιστά υποχρεωτικά μια επαναστατική πολιτική και η ενότητα δράσης από τα πάνω είναι οπωσδήποτε και πάντοτε ρεφορμιστική πολιτική και αντεπαναστατική πράξη; Η ενότητα δράσης, αν θέλουμε να ενώσουμε τις πλατιές μάζες, πρέπει να απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από ιδεολογική τοποθέτηση και πολιτική ένταξη και χωρίς προαπαιτούμενα, γίνεται στη βάση των προβλημάτων τους στην καθημερινή πάλη κατά του καπιταλισμού και στοχεύει στην απαλλαγή τους από την επιρροή της αστικής ιδεολογίας, στην απόσπασή τους από την επιρροή ρεφορμιστών και κάθε αστικής επιρροής ηγετών, στην πλατιά ενότητα της εργατικής τάξης και την προετοιμασία της να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να πραγματοποιήσει τον ιστορικό της ρόλο.

Η πλειοψηφία όμως των εργαζομένων εμφορείται από ξένες προς τα συμφέροντά τους αντιλήψεις, ακολουθεί αστικής επιρροής ηγεσίες στο συνδικαλιστικό κίνημα και ψηφίζει αστικά κόμματα στις εκλογές. Γι’ αυτό ακριβώς δεν αρκεί πάντα η ενότητα δράσης από τα κάτω, χρειάζεται να συνδυαστεί σωστά με την ενότητα δράσης από τα πάνω. Βέβαια, η ενότητα δράσης από τα κάτω αποτελεί μόνιμο καθήκον, εκτός από ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως π.χ. σε εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις όπου δεν είναι δυνατό να διανοηθεί κανείς στα σοβαρά να εφαρμόσει την τακτική του ενιαίου μετώπου και την ενότητα με εκείνους τους εργάτες που βρίσκονται οπλισμένοι στο απέναντι εχθρικό στρατόπεδο. Φυσικά αυτοί που εφαρμόζουν την τακτική του ενιαίου μετώπου, κατά το συνδυασμό της ενότητας δράσης από τα κάτω και από τα πάνω οφείλουν να έχουν καθαρή επίγνωση και σαφή γνώση των συσχετισμών δύναμης και κατανόηση της συγκεκριμένης κατάστασης, για να μην πάθουν αυτό που έπαθαν οι αρχειομαρξιστές στην κατοχή, που στο όνομα της γενικής φόρμουλας περί ενότητας στρατού και λαού προσπάθησαν να ράνουν με άνθη τους άνδρες του χιτλερικού στρατού κατοχής, εισπράττοντας την αιώνια περιφρόνηση του ελληνικού προλεταριάτου.

Πρέπει να γνωρίζουν καλά με ποιους θέλουν να ενωθούν στον αγώνα, για να μην γελοιοποιηθούν, όπως το έπαθαν τα αγροτοσυνδικαλιστικά στελέχη του ΚΚΕ πριν μερικά χρόνια στις αγροτικές κινητοποιήσεις των Θεσσαλών αγροτών, όταν παρότρυναν τους αγωνιζόμενους αγρότες να προσφέρουν γαρύφαλλα στους άνδρες των κατασταλτικών μηχανισμών, μιας «και αυτοί παιδιά του λαού είναι».

Χρειάζεται επαναστατική επαγρύπνηση και καθαρό μυαλό, για να μην συμβεί ξανά αυτό που συνέβη με την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ το 1944, όταν, σε μια στιγμή που είχε συσπειρωθεί η συντριπτική πλειοψηφία του λαού κάτω από τη σημαία του ΕΑΜ και το επόμενο βήμα ήταν να προχωρήσει η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση προς τα μπρος, να υπερβεί το εθνικοαπελευθερωτικό αστικοδημοκρατικό της πλαίσιο και να προχωρήσει σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, εκείνη έτρεχε στη Μέση Ανατολή και στο Λίβανο για να πετύχει την ενότητά της με την αστική τάξη.

Είπαμε και παραπάνω: Η σύγχρονη Ελληνική Αριστερά αρνείται πεισματικά να βγάλει τα απαραίτητα διδάγματα από την παλαιότερη θετική και αρνητική εμπειρία. Οι όποιες αντιπαραθέσεις σήμερα είναι αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε διάφορες στρεβλές εκδοχές εφαρμογής της τακτικής του ενιαίου μετώπου, όπως θα φανεί παρακάτω, από την παράθεση μιας σχετικής αρθρογραφίας - αντιπαράθεσης που έγινε το καλοκαίρι του 2005.