Σχέδιο Νόμου για τη Δια Βίου Μάθηση

Σχέδιο Νόμου για τη Δια Βίου Μάθηση

Αυτές τις ημέρες συζητείται στη βουλή το σχέδιο νόμου για τη δια βίου μάθηση, το οποίο περιέχει μεταβατικές διατάξεις και για το ζήτημα των μετεγγραφών. Ο πραγματικός σκοπός της δια βίου μάθησης είναι η υποκατάσταση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από την επαγγελματική κατάρτιση και η συνακόλουθη αποσύνδεση του πτυχίου από το κοινωνικό δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος. Με αυτό το σκεπτικό μπορεί να εξηγηθεί γιατί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει αναγορεύσει σε εθνική πολιτική επιλογή το ζήτημα της δια βίου μάθησης, προσπαθώντας μάλιστα να το παρουσιάσει σαν μια μορφή ολόπλευρης και καθολικής ανάπτυξης της ανθρώπινης δημιουργικότητας.

Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο προβλέπει μια σειρά οικονομικών κινήτρων για τη συμμετοχή σε κάθε είδους δραστηριότητες της Δια Βίου Μάθησης με βασικότερο τη δυνατότητα αναγνώρισης και πιστοποίησης της μη τυπικής εκπαίδευσης και της άτυπης μάθησης, η οποία περιλαμβάνει κάθε λογής εργασιακή εμπειρία ή «βιωματική μάθηση». Ο φορέας που θα πιστοποιεί αυτό το «κυνήγι» δεξιοτήτων και καταρτίσεων θα είναι το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, ενώ κάθε εργαζόμενος θα έχει το δικό του Ατομικό Μητρώο Δια Βίου Μάθησης. Το Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης θα αναλάβει να νομιμοποιήσει στην πράξη το κάθε λογής ιδιωτικό παραμάγαζο, ενώ το Ατομικό Μητρώο θα λειτουργεί ως είδος φακέλου που θα πειθαναγκάζει τον εργαζόμενο μπροστά στο φάσμα της ανεργίας να αναλώνεται σε ένα αδιάκοπο κυνήγι πιστωτικών μονάδων που φαινομενικά θα βελτιώνουν τη θέση του στην αγορά εργασίας.

Επί της ουσίας στήνεται ένας ολοκληρωμένος μηχανισμός χειραγώγησης και ενσωμάτωσης των προσδοκιών που έχουν οι εργαζόμενοι σε σχέση με την επαγγελματική τους ανέλιξη και πρόοδο. Τα ερευνητικά προγράμματα, οι ιδιωτικοί ή δημόσιοι φορείς επαγγελματικής κατάρτισης και τα γραφεία διασύνδεσης θα επικυρώσουν στην πράξη φαινόμενα εξαγοράς συνειδήσεων και γενίκευσης των πελατειακών σχέσεων.

Στρατηγικός στόχος της συγκεκριμένης πολιτικής όμως, είναι η περαιτέρω σύνδεση της δια βίου μάθησης με την εκπαιδευτική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται ως κίνητρο η θέσπιση «Ατομικών Εκπαιδευτικών Λογαριασμών» από τον οποίο ο εργαζόμενος θα μπορεί να αποσύρει χρήματα για την κάλυψη των εκπαιδευτικών του αναγκών, ενώ σε Ατομικούς Λογαριασμούς Μαθησιακού Χρόνου θα κατατίθεται ο χρόνος υπερωριακής απασχόλησης ή οποιοσδήποτε εκπαιδευτικός χρόνος. Στην νέα πραγματικότητα που σχεδιάζουν τα ιδεολογικοπολιτικά επιτελεία της αστικής τάξης η διάκριση χρόνου εργασίας και ελεύθερου χρόνου θα πρέπει να περιοριστεί στο έπακρο, έτσι ώστε οι εργάτες στον ελεύθερο χρόνο τους να «μορφώνονται» και να γίνονται ανταποδοτικότεροι για το κεφάλαιο.

Σε κάθε περίπτωση, η θεσμοθέτηση της Δια Βίου Μάθησης σηματοδοτεί την οριστική αποσύνδεση του πτυχίου από το επάγγελμα και την κατάργηση του κοινωνικού δικαιώματος στην εργασία. Η εμμονή της Κυβέρνησης στη Δια Βίου Μάθηση αποκαλύπτει την υποταγή της στις κατευθύνσεις που δίνει το ευρωενωσιακό κεφάλαιο μέσα από την πολιτική μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν πρέπει να λησμονιέται, άλλωστε, πως η Διακήρυξη της Μπολόνια έθετε ως πρωταρχικό στόχο την «εκλογίκευση» της εκπαίδευσης με τη πρόβλεψη λιγότερο μακροχρόνιων σπουδών και την προώθηση της επαγγελματικής κατάρτισης ως υποκατάστατο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Με αυτό τον τρόπο μειώνεται το κόστος του κοινωνικού κεφαλαίου για την εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού, ενώ είναι ξεκάθαρο πως η απαξίωση του πτυχίου θα μειώσει αυτόματα την αξία του εμπορεύματος της εργατικής δύναμης. Κάπως έτσι εμπεδώνεται στην πράξη το ευρωενωσιακό αρχέτυπο της flexicurity (ευελιξίας και ασφάλειας) που αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός φθηνού, ευέλικτου και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού.

Επιπρόσθετα, η Δια Βίου Μάθηση λειτουργεί στην πράξη σαν ιδεολογικός μηχανισμός που έρχεται να μυστικοποιήσει τις κεφαλαιοκρατικές κοινωνικές σχέσεις παρουσιάζοντας τες αναστραμμένα στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Δεν χωράει αμφιβολία πως με το ιδεολόγημα της συνεχούς επιμόρφωσης και της πολλαπλότητας των ευκαιριών κατάρτισης, καλλιεργείται η αυταπάτη πως ο καθένας έχει τη δυνατότητα να υπερβεί το «στενό ορίζοντα της ταξικής του θέσης» εξαγοράζοντας με ευνοϊκότερους όρους από πριν την αξία της εργατικής του δύναμης στην αγορά εργασίας.

Αξίζει να σημειωθεί, πως η Δια Βίου Μάθηση στηρίζεται στο νεοθετικιστικό φιλοσοφικό ρεύμα και συνδέεται άμεσα με το δόγμα ότι η γνώση και η επιστήμη εξελίσσονται ραγδαία και ως εκ τούτου η παλιά γνώση αχρηστεύεται. Για τους νεοθετικιστές δεν υπάρχουν φυσικές αιτιότητες ή κοινωνικές νομοτέλειες, φυσικοί ή ιστορικοί νόμοι που να διέπουν την κίνηση της κοινωνίας, αλλά συμβάσεις, αποφάνσεις και επιστημονικές υποθέσεις που αποκαλύπτουν και το σχετικό χαρακτήρα της επιστήμης. Για τους θιασώτες αυτής της αντίληψης, οι φυσικές επιστήμες δεν απεικονίζουν στις θεωρίες τους την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά μόνο μεταφορές, σύμβολα και μορφές της ανθρώπινης εμπειρίας. Αμφισβητείται με αυτό τον τρόπο ο διαλεκτικός υλισμός σαν το μοναδικά συνεπές μεθοδολογικό εργαλείο της αντικειμενικής αλήθειας και αποκρύβεται η ουσία της ταξικής πάλης ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας.

-Ζώνες εκπαιδευτικής προτεραιότητας

Την επιβολή ενός ιδιότυπου «εκπαιδευτικού απαρτχάιντ» φαίνεται πως σχεδιάζει η Υπουργός Παιδείας, η οποία χαρακτήρισε τη δημιουργία ζωνών εκπαιδευτικής προτεραιότητας ως μια «βασική καινοτομία στο πλαίσιο του Νέου Σχολείου με βασικό στόχο την άρση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων». Οι «ζώνες εκπαιδευτικής προτεραιότητας», που παρεμπιπτόντως αποτελούσαν πάγιο αίτημα των αστικοποιημένων συνδικαλιστικών ηγεσιών, θα δημιουργήσουν σχολεία–γκέτο, τα οποία θα εντείνουν την ταξική κατηγοριοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό για τα παιδιά των μεταναστών. Παράλληλα, θα προετοιμάζουν γρηγορότερα το φθηνό, ευέλικτο και ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό που έχει ανάγκη η αστική τάξη. Το σίγουρο είναι πως με τέτοιες πρωτοβουλίες η κυβέρνηση καταρρίπτει οποιοδήποτε μύθο περί εκπαιδευτικής ισοπολιτείας και ισοτιμίας.

-Μετεγγραφές

Με ουσιαστική κατάργηση των μετεγγραφών ισοδυναμούν οι ποσοτικοί περιορισμοί που προβλέπονται στις μεταβατικές διατάξεις του νομοσχεδίου. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ποσοτικός περιορισμός 14% επί του αριθμού των εισακτέων στο τμήμα υποδοχής. Το ποσοστό αυτό κατανέμεται σε 4% για τις μετεγγραφές φοιτητών και σπουδαστών που βρίσκονται στο πρώτο εξάμηνο των σπουδών τους και 10% για όσους βρίσκονται στο τρίτο εξάμηνο των σπουδών. Σε περίπτωση, που ο αριθμός των αιτούντων υπερβαίνει αυτό το ποσοστό θα λειτουργούν αξιολογικά κριτήρια όπως αυτό του αριθμού των μορίων που συγκέντρωσαν στις πανελλαδικές εξετάσεις. Οι φοιτητές που δικαιούνται μετεγγραφή είναι αυτοί που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα (ο μέσος όρος του εισοδήματος των τριών τελευταίων ετών να μην ξεπερνά τα 45.000 ευρώ) και αυτοί που έχουν αδελφό ή αδελφή που φοιτά σε τμήμα Α.Ε.Ι.–Τ.Ε.Ι. διαφορετικής πόλης της μόνιμης κατοικίας των γονέων, εφόσον ο μέσος όρος του οικογενειακού εισοδήματος των τριών τελευταίων ετών δεν υπερβαίνει τα 45.000 ευρώ.