Κριτική στο βιβλίο του Κώστα Κάππου «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού» (μέρος β')
Βιβλιοκριτική (μέρος β)
του Κώστα Μπατίκα
Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να αποδείξουμε τους ισχυρισμούς μας. Πριν όμως απ' αυτό θέλουμε να επισημάνουμε ότι ο συγγραφέας πέφτει σε σοβαρές αντιφάσεις και καταλήγει σε αμφιλεγόμενες και αστήρικτες διατυπώσεις. Έτσι θεωρεί ότι «βασική αντίφαση του σοβιετικού τρόπου παραγωγής ήταν η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων» (σ. 177). Ακόμα, κάνει αβάσιμες κατασκευές όταν π.χ. γράφει, ότι « Βασικός νόμος του σοβιετικού τρόπου παραγωγής ήταν η κατά προτεραιότητα ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας»^. 195)!!!
Γράφει επίσης ότι η «διευθύνουσα», δηλ. η κυρίαρχη τάξη σε ένα εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό καθεστώς, σε ένα καθεστώς που εν πάσει περιπτώσει υπήρχε μια μορφή εκμετάλλευσης, αυτή η «τάξη» που ο ρόλος της έπρεπε να χαρακτηριστεί αντιδραστικός μιας και δεν επέτρεπε στη μεταβατική κοινωνία να προχωρήσει στο σοσιαλισμό, «έπαιξε ως ένα σημείο προοδευτικό ρόλο» (σ. 107). Αυτό το στηρίζει στο ότι «ανέπτυξε τη βαριά βιομηχανία... τις επιστήμες (με ορισμένους περιορισμούς), προστάτεψε το περιβάλλον (σε σημαντικό βαθμό) και ενίσχυσε (στο βαθμό του δυνατού) το αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα» (σ. 107). Και δίνει τελικά συγχωροχάρτι σ' αυτή τη «διευθύνουσα» όταν γράφει:
«Ασφαλώς ένοιωθε δυσπιστία και ανασφάλεια που είναι δικαιολογημένη ως ένα βαθμό γιατί είχε να αντιμετωπίσει τις τεράστιες προσπάθειες υπονόμευσης του σοβιετικού σχηματισμού από τη μεριά του ιμπεριαλισμού. Έτσι εξηγούνται άλλωστε ορισμένα καταπιεστικά μέτρα» (σ. 107 - υπογράμμιση δική μας).
Το πως μια αντεπαναστατική δύναμη μπορεί να παίξει προοδευτικό ρόλο, για μας αποτελεί μυστήριο, καθώς οι μέχρι τώρα εμπειρίες της ταξικής πάλης ταυτίζουν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις με την αντίδραση. Αυτό φυσικά, το γνωρίζει ο Κ.Κ. και οι αντιφατικές διατυπώσεις στο βιβλίο του προέρχονται από την αντιφατικότητα της ανάλυσης του και την ανακάλυψη ενός «σοβιετικού σχηματισμού», που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε. Και δεν πρόκειται απλά για αντιφατικές διατυπώσεις. Ορισμένα συμπεράσματα του βιβλίου βρίσκονται σε ανελέητο γρονθοκόπημα μεταξύ τους. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς τη διαπίστωση (στη σ. 107), ότι η διευθύνουσα « έπαιξε ως ένα σημείο προοδευτικό ρόλο» με τη διαπίστωση της σελ. 36: «Είμαστε της γνώμης ότι τα ανώτερα κομματικά και κρατικά στελέχη μαζί με τους διευθυντές των επιχειρήσεων, που αποτελούσαν τη διευθύνουσα τάξη, ήταν ο φορέας της αντεπανάστασης»;
Ας έρθουμε τώρα στην εξέταση συγκεκριμένων επιχειρημάτων που προβάλλει ο Κ.Κ. για να στηρίξει την άποψη του περί ύπαρξης ξεχωριστού «σοβιετικού σχηματισμού».
Ο Κ.Κ. γνωρίζει ασφαλώς τη μαρξιστική έννοια του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού και τις σχετικές διατυπώσεις στο έργο των κλασικών. Σύμφωνα με τους κλασικούς του μαρξισμού, κάθε ξεχωριστός οικονομικό - κοινωνικός σχηματισμός αποτελεί μια ιδιαίτερη ολότητα με τα δικά του, ιδιότυπα, ξεχωριστά από όλους τους άλλους χαρακτηριστικά. Οι κοινωνικοί σχηματισμοί ξεχωρίζουν μεταξύ τους ακριβώς από αυτά τα ιδιότυπα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και όχι από τα κοινά για όλους ή για μερικούς απ' αυτούς.
Αυτά τα ιδιαίτερα και ιδιότυπα, τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά, αφορούν κυρίως στις σχέσεις παραγωγής και το αντίστοιχο εποικοδόμημα καθώς και στην ταξική διάρθρωση.
Υπάρχουν και οι περίοδοι μετάβασης ανάμεσα στους σχηματισμούς, που διατηρούν κάτι από τον παλιό αλλά και έχουν κάτι από τον νέο, ανώτερο.
Ο Κ.Κ. ισχυρίζεται ότι η «διευθύνουσα» και «εκτελούσα» τάξη, όπως ονομάζει τους διευθύνοντες και διευθυνόμενους της σοβιετικής κοινωνίας, αποτελεί ξεχωριστό γνώρισμα του «σοβιετικού σχηματισμού».
Διευθύνοντες όμως και διευθυνόμενους έχουμε σε όλους τους εκμεταλλευτικούς κοινωνικό - οικονομικούς σχηματισμούς, θα έχουμε και είχαμε και στις μεταβατικές κοινωνίες. Στην μεταβατική κοινωνία από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, το κράτος της οποίας είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, στην ολοκληρωμένη μορφή του κράτους τύπου Κομμούνας, θα έχουμε ακόμα διευθύνοντες και διευθυνόμενους. Θα έχουμε μηχανισμούς διοίκησης και διεύθυνσης και η κρατική συγκρότηση θα γίνεται από εκλεγμένους και κάθε στιγμή ανακλητούς εκπροσώπους. Η διαφορά αυτών των διευθυνόντων και διοικούντων της μεταβατικής περιόδου, δηλ. του κράτους τύπου Κομμούνας, με εκείνους του καπιταλισμού βρίσκεται ακριβώς στην αιρετότητα και την ανακλητότητα καθώς και στην πληρωμή τους με το μισθό του εργάτη, βρίσκεται στον αδιάκοπο έλεγχο από την πλευρά των εργαζόμενων μαζών, που τους καθιστά υπηρέτες της κοινωνίας και δεν τους επιτρέπει να μετατραπούν σε στρώμα ξένο προς τα εργατικά συμφέροντα, αποξενωμένο και πάνω από την κοινωνία. Ακριβώς σ' αυτό βρίσκεται η μεταβατικότητα του κρατικού μηχανισμού (διευθύνοντες και διοικούντες) της εργατικής εξουσίας, που όταν κατακτηθεί η παγκόσμια δικτατορία του προλεταριάτου, αρχίζει να απονεκρώνεται και η απονέκρωση προχωρά και ολοκληρώνεται σε αναλογία με τους ρυθμούς και το βαθμό της προσέλκυσης των μαζών στην υπόθεση της διεύθυνσης και της διακυβέρνησης. Διευθύνοντες και διευθυνόμενους δεν θα έχουμε πλέον στο σοσιαλισμό, στην α' φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Εκεί η διαδικασία προσέλκυσης των εργαζομένων στην υπόθεση της διακυβέρνησης θα έχει ολοκληρωθεί, το κράτος (το πολιτικό κράτος) θα έχει απονεκρωθεί, μαζί του και η πολιτική, τα κόμματα, τα συνδικάτα. Η σοσιαλιστική δημοκρατία δεν χρειάζεται πλέον εκπροσώπους, εκλεγμένους και ανακλητούς. Η διαχειριστική λειτουργία του υπολείμματος κράτους που είναι ακόμα αναγκαία, θα γίνεται από όλους τους παραγωγούς εναλλάξ. «Στο σοσιαλισμό θα διοικούν όλοι με τη σειρά και θα συνηθίσουν γρήγορα να μη διοικεί κανένας», γράφει ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» (Άπαντα τ. 33 σ. 116).
Οι διευθύνοντες και διευθυνόμενοι λοιπόν αποτελούν κοινό γνώρισμα όλων των εκμεταλλευτικών σχηματισμών αλλά και της μεταβατικής κοινωνίας, και όχι κάτι ξεχωριστό και ιδιότυπο κάποιου «σοβιετικού σχηματισμού».
Φυσικά ο Κ.Κ. δεν θεωρεί έτσι γενικά τούς διευθύνοντες και διευθυνόμενους ξεχωριστό γνώρισμα του «σοβιετικού σχηματισμού». Μιλάει για έναν ξεχωριστό χαρακτήρα αυτών των διευθυνόντων και διευθυνομένων. Παραθέτει ως ξεχωριστό χαρακτηριστικό της «διευθύνουσας», ότι είχε στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής, που η ιδιοκτησία τους, η κυριότητα τους ανήκε στο κράτος.
Αλλά κι' αυτό δεν αποτελεί τίποτα το ξεχωριστό και ανεπανάληπτο και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα και να παρθεί ως ιδιότυπο στοιχείο ενός και μόνο ξεχωριστού σχηματισμού, του «σοβιετικού». Το ίδιο, δηλ., κατοχή των μ.π. και κρατική ιδιοκτησία υπήρχε στον ασιατικό τρόπο παραγωγής.
Αλλά τι ακριβώς ήταν οι διευθύνοντες και διοικούντες στη σοβιετική κοινωνία, από τότε που έπαψαν να είναι επί της ουσίας αιρετοί και ξέφυγαν από τον αποτελεσματικό έλεγχο των εργαζόμενων μαζών; Σ' αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω. Εδώ θέλουμε πρώτα να εξετάσουμε τους διευθυνόμενους, αυτούς που ο Κ.Κ. ονομάζει εκτελούσα τάξη. και που αποτελούνται, όπως γράφει, από όλους τους εργαζομένους στην υλική παραγωγή και τις υπηρεσίες, που είχαν ρόλο εκτελεστικό.
Το πρώτο που κάνει εντύπωση, είναι το γεγονός ότι για τον Κ.Κ. η εργατική τάξη, ύστερα από μια διαπάλη δύο δεκαετιών έφτασε σε σημείο να μετατραπεί τελικά το 1936 σε «εκτελούσα τάξη», να χάσει την ταξική της ιδιότητα και να εξαφανιστεί από το προσκήνιο ως τάξη. Αυτό φυσικά δεν είναι αληθές, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν αντέχει σε καμιά κριτική.
Από το κείμενο δεν βγαίνει καθαρά, φαίνεται όμως να πιστεύει πως στη Σ.Ε. εξαφανίστηκε η εργατική τάξη μαζί με την αστική και πως υλοποιήθηκε αυτό που είχε πει ο Μαρξ, ότι « το προλεταριάτο καταργώντας τον καπιταλισμό καταργεί και τον ίδιο του τον εαυτό».
Θα αποτελούσε χονδροειδή διαστρέβλωση του Μαρξ να νομίζει κανείς ότι με την κατάργηση και μόνο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και το πέρασμα των μέσων παραγωγής στα χέρια του εργατικού κράτους καταργείται ταυτόχρονα, εξαφανίζεται και η εργατική τάξη. Αυτό δεν θα γίνει ούτε εκείνη τη χρονική στιγμή που σε παγκόσμια κλίμακα τα μέσα παραγωγής περάσουν στα χέρια της παγκόσμιας δικτατορίας του προλεταριάτου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά θα ανοίξει απλά ο δρόμος για μια γρήγορη απονέκρωση του κράτους, για την εξαφάνιση των τάξεων και μαζί και της εργατικής τάξης. Το προλεταριάτο θα καταργήσει τον εαυτό του μόνο όταν οδηγήσει με τη συνειδητή του δράση την κοινωνική εξέλιξη ως αυτό το σημείο, δηλ. ως την α' φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό. Πριν απ' αυτό το σημείο η εργατική τάξη δεν είναι δυνατόν να εξαφανιστεί.
Σε ορισμένους συγγραφείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση βρίσκει κανείς την άποψη, ότι εκεί η εργατική τάξη εξαφανίστηκε με το πέρασμα των μέσων παραγωγής στα χέρια του κράτους στις πρώτες δεκαετίες μετά την Οχτωβριανή επανάσταση, μιας και η εργατική δύναμη έπαψε να είναι εμπόρευμα, όπως λένε, και γιαυτό έχασε τα χαρακτηριστικά που είχε στον καπιταλισμό. Κατά τη γνώμη τους, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, στη Ρωσία δεν υπάρχει όχι μόνο εργατική τάξη «για τον εαυτό της», δηλ. που έχει συνείδηση του ιστορικού της ρόλου, αλλά ούτε και εργατική τάξη «καθ' εαυτή». Νομίζουν ότι η εργατική τάξη στη Ρωσία πρέπει πρώτα να συγκροτηθεί, να γίνει υποκείμενο εκμετάλλευσης για να μπορέσει να αρχίσει δράση ενάντια στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Αυτή η άποψη υποστηρίζει ότι με το πέρασμα των μέσων παραγωγής στα χέρια του κράτους εγκαθιδρύθηκε ο σοσιαλισμός και η παραπέρα πορεία προς τον κομμουνισμό δεν έχει σχέση με ζητήματα συνείδησης και συνειδητής δράσης της εργατικής τάξης, θα είναι αποτέλεσμα των τεχνικών τελειοποιήσεων της παραγωγής και της διαδικασίας αυτοματοποίησης της. Έτσι λοιπόν νομιμοποιείται και η άποψη περί κατάργησης της εργατικής τάξης.
Ο Κ.Κ. όμως υποστηρίζει, και σωστά, ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι μια συνειδητή διαδικασία και απαιτεί αντίστοιχη συνείδηση της εργατικής τάξης. Αν αυτό είναι σωστό, και είναι, τότε δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εξαφάνιση της εργατικής τάξης ήδη με το πέρασμα των μέσων παραγωγής στα χέρια του κράτους, γιατί τότε, η υπόθεση της τελικής απελευθέρωσης και ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός, θα ήταν στόχος ανέφικτος και θα παρέμεινε ένα ουτοπικό ονειροπόλημα.
Η εργατική τάξη δεν είναι επαναστατική μόνο επειδή την εκμεταλλεύονται και την καταπιέζουν. Η επαναστατικότητά της προέρχεται από τη θέση της στην παραγωγή και από το γεγονός ότι δεν τη συνδέει τίποτε με την ιδιωτική ιδιοκτησία. Η εργατική τάξη είναι ο φορέας των ανώτερων σχέσεων παραγωγής και η μόνη που μπορεί να τις οικοδομήσει. Μπορεί, και αυτό το απόδειξε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μπροστά σ' όλο τον κόσμο, να βάζει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής και να οργανώνει την κοινωνική παραγωγή, χωρίς τους καπιταλιστές. Η αυτοκατάργηση της δεν επέρχεται με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της δυνατότητας απόσπασης υπεραξίας, αλλά στο σοσιαλισμό, όπου κάθε δυνατότητα κοινωνικού πισωγυρίσματος εξέλειπε δια παντός.
Ο Μαρξ στο έργο του «Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία» γράφει, ότι «η εργασία παύει να αποτελεί ταξική ιδιότητα όταν όλοι οι παραγωγοί μετατραπούν σε εργάτες». Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη σοσιαλιστική αταξική κοινωνία, όπου κατά το Λένιν «δεν θα υπάρχουν πλέον εργάτες, αγρότες,... αλλά μόνο παραγωγοί».
Την ταξική της ιδιότητα δεν την έχασε η εργατική τάξη της Σοβιετικής Ένωσης το 1936. και δεν θα την έχανε και στην περίπτωση που δεν θα είχαμε τις γραφειοκρατικές στρεβλώσεις, στην περίπτωση δηλ. ενός ολοκληρωμένου κράτους τύπου Κομμούνας.
Η εργατική τάξη ήταν σε όλη την περίοδο ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης η βασική τάξη της σοβιετικής κοινωνίας. Είναι αυτή που ο Κ.Κ. μετέτρεψε σε «εκτελούσα τάξη». Δεν έχουμε λοιπόν ούτε σ' αυτό κάποιο ιδιότυπο και ξεχωριστό στοιχείο ενός ιδιαίτερου «σοβιετικού σχηματισμού».
Η ταξική διάρθρωση της σοβιετικής κοινωνίας δεν αλλάξει ριζικά σε σχέση με την ταξική διάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι αλλαγές που έγιναν, δείχνουν μόνο το μεταβατικό χαρακτήρα της σοβιετικής κοινωνίας και τίποτα περισσότερο. Παρέμεινε λοιπόν η εργατική τάξη που μετά την επανάσταση έγινε τάξη κυρίαρχη. Η εργατική τάξη της Ρωσίας κατάχτησε με τη νικηφόρα επανάσταση του 1917 την ταξική κυριαρχία και παρά τους όποιους περιορισμούς αυτής της ταξικής κυριαρχίας, λόγω των συνθηκών και των αναγκαίων υποχωρήσεων, τη διατήρησε στη Σοβιετική Ένωση για πολλά χρόνια μετά το Ί 7. Και όταν αυτή η ταξική κυριαρχία χάθηκε, και χάθηκε αρκετές δεκαετίες πριν την έλευση της «Περεστρόικα», αυτό δεν σήμαινε καθόλου, ότι η εργατική τάξη μαζί με την ταξική της κυριαρχία έχασε και την ταξική της ιδιότητα.
Οι διάφορες τάξεις και στρώματα υπέστησαν στη Σοβιετική Ένωση μετά την επανάσταση του 1917 σημαντικές τροποποιήσεις σε σχέση με την καπιταλιστική, προεπαναστατική Ρωσία, συνέχισαν όμως να υπάρχουν στη μεταβατική περίοδο και ως την πτώση της Σ.Ε. Εκείνο που εξαφανίστηκε τελείως ήταν οι προκαπιταλιστικές τάξεις π.χ. οι γαιοκτήμονες και φεουδάρχες.
Η αστική τάξη ηττήθηκε, της αφαιρέθηκε η δυνατότητα να αποσπάει υπεραξία και να εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη, το ρωσικό της τμήμα διαλύθηκε. Δεν εξαφανίστηκε όμως. Έμεινε η δυνατότητα απόσπασης υπεραξίας από τη σοβιετική εργατική τάξη λόγω της ύπαρξης του παγκόσμιου κεφαλαίου που παρέμεινε κυρίαρχο στον πλανήτη, υπεραξία που την αποσπούσε μέσω των οικονομικών σχέσεων με τον καπιταλιστικό κόσμο, που φυσικά δεν μπορούσαν να καταργηθούν. Αλλά όχι μόνο αυτό. Η αστική τάξη δεν εξαφανίστηκε και δεν μπορούσε να εξαφανιστεί στη μεταβατική κοινωνία, τη στιγμή που ο καπιταλισμός παρέμεινε κυρίαρχος στον πλανήτη. Και δεν εννοούμε εδώ τους αστούς ειδικούς ή τους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής που παρέμειναν αχ τότε που όλα ή σχεδόν όλα τα μέσα παραγωγής πέρασαν στα χέρια του εργατικού κράτους, δηλ. την εναπομείνασα αστική τάξη της περιόδου 1917 - 1935. Εννοούμε κυρίως το γεγονός ότι η αστική τάξη είχε την έκφραση της στα διοικητικά και διευθύνοντα στρώματα της σοβιετικής κοινωνίας, σε όλη την περίοδο ύπαρξης της, στη γνωστή μας γραφειοκρατία. Τι άλλο ήταν, αλήθεια, ο ανεξέλεγκτος διοικητικός και διευθυντικός ιεραρχικός μηχανισμός, εκτός από τη γνωστή μας αστικού τύπου γραφειοκρατία; Τίποτα άλλο δεν ήταν και όπως και αν την ονομάσουμε η ουσία δεν αλλάζει.
Τα διάφορα στρώματα της αστικής κοινωνίας (αγροτιά, διανόηση) υπέστησαν σημαντικές τροποποιήσεις, συνέχισαν όμως να υπάρχουν και στη σοβιετική κοινωνία, όπου διατήρησαν την ενδιάμεση θέση τους, που είχαν και στον καπιταλισμό. Τις μεγαλύτερες αλλαγές και τροποποιήσεις υπέστη το στρώμα της αγροτιάς, που με την κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας μετατράπηκε σε ενιαία τάξη. Η κολχόζνικη αγροτιά είναι πλέον μια ενιαία τάξη με κάποιες εισοδηματικές διαφοροποιήσεις στις γραμμές της. (Η ατομική χρήση του συμπληρωματικού νοικοκυριού των 4 στρεμμάτων ήταν η αιτία αυτών των διαφοροποιήσεων)ν καθώς ένας λαχανόκηπος 4 στρ. π.χ. κοντά σε μια μεγάλη πόλη πρόσφερε πολύ μεγαλύτερο εισόδημα στον κάτοχο του απ' ότι τα 4 στρ. σε μια απομακρυσμένη περιοχή). Παρ' όλα αυτά η αγροτιά της Σ.Ε. συνέχισε να διατηρεί την ενδιάμεση θέση της. Δεν είχαμε λοιπόν, καθόλου μια εντελώς άλλη, μια ιδιότυπη ταξική διάρθρωση στη σοβιετική κοινωνία, εντελώς διαφορετική σε σχέση με την καπιταλιστική κοινωνία. Οι δυο βασικές τάξεις του καπιταλισμού, η αστική και η εργατική, συνέχισαν να υπάρχουν και στη σοβιετική κοινωνία με τις τροποποιήσεις που υπέστησαν μετά τη νίκη της Οχτωβριανής επανάστασης. Η σύγκρουση τους αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης τη βασική ταξική σύγκρουση, τη σύγκρουση επανάστασης – αντεπανάστασης.
Το διοικητικό και διευθυντικό στρώμα, που ξέφυγε από τον ουσιαστικό έλεγχο της εργατικής τάξης (δηλ. η γραφειοκρατία), δεν ήταν αστική τάξη, δεν ήταν ιδιοκτήτρια μέσων παραγωγής και επόμενα δεν είχε την κοινωνική δυνατότητα να αποσπάει υπεραξία. Η κοινωνική της θέση της επέτρεπε μόνο να αποσπάει ένα τμήμα του κοινωνικού προϊόντος λόγω των ανώτερων μισθών και των άλλων προνομίων που εξασφάλισε για τον εαυτό της. Ήταν μια αστική δύναμη καθώς η ύπαρξη και δράση της εμπόδιζε τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Απ' αυτή την άποψη ήταν ένα είδος εκπρόσωπος της αστικής τάξης και στη σύγκρουση επανάστασης - αντεπανάστασης βρισκόταν απέναντι στην εργατική τάξη, που πάλευε για να προχωρήσει η κοινωνική εξέλιξη προς το σοσιαλισμό', βρισκόταν στο στρατόπεδο της αστικής τάξης και της αντεπανάστασης.
Η ταξική διάρθρωση της σοβιετικής κοινωνίας ήταν η διάρθρωση μιας κοινωνίας μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Οι τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας συνεχίζουν με τις ανάλογες τροποποιήσεις να υπάρχουν. Τίποτα δεν υπάρχει, που "από αυτή την άποψη να δικαιολογεί τη διαμόρφωση κάποιου ιδιαίτερου σχηματισμού.
Ο χαρακτηρισμός της σοβιετικής κοινωνίας ως κοινωνίας μετάβασης δεν θα άλλαζε και στην περίπτωση που οι διοικούντες και διευθύνοντες ήταν αιρετοί και ανακλητοί," ήταν υπηρέτες της κοινωνίας και όχι πάνω απ' αυτή. Απλά σ' αυτή την περίπτωση θα είχε διαφυλαχτεί η κοινωνία αυτή από τους κινδύνους πισωγυρίσματος και θα είχε προωθηθεί η υπόθεση της επανάστασης. Η σύγκρουση πάντως θα ήταν η ίδια, θα ήταν 11 ταξική σύγκρουση της εργατικής τάξης με την αστική (που θα υπήρχε έστω ως επιρροή λόγω της κυριαρχίας του παγκόσμιου κεφαλαίου στον πλανήτη).
Το βασικό όμως διαφοροποιητικό γνώρισμα του κάθε ξεχωριστού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού το δίνουν οι σχέσεις παραγωγής, οι σχέσεις ιδιοκτησίας. Ο Κ.Κ. θεωρεί, ότι η κρατική ιδιοκτησία, και η κατοχή, διαχείριση των μέσων παραγωγής από τη «διευθύνουσα», ήταν αυτό που αποτελούσε τις παραγωγικές σχέσεις του ιδιαίτερου «σοβιετικού σχηματισμού».
Είπαμε και παραπάνω ότι κάτι ανάλογο υπήρξε και στον ασιατικό τρόπο παραγωγής και δεν αποτελεί ξεχωριστό χαρακτηριστικό ενός και μόνο σχηματισμού. Δεν επιθυμούμε καθόλου να παρουσιάσουμε αυτή την επισήμανση ως επιχείρημα καθώς υπάρχουν πολύ σημαντικότερα. Οφείλουμε απλά να το αναφέρουμε και έχουμε επίγνωση ότι θα μπορούσε ο καθένας να επικαλεστεί το πασιφανές και αδιαμφισβήτητο γεγονός των διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στον ασιατικό τρόπο παραγωγής και τη σοβιετική κοινωνία. Γι' αυτό ακριβώς, εξάλλου, είναι ανοησία και μια παντελώς αστήρικτη υπόθεση να συσχετίζει κανείς και να ταυτίζει τη σοβιετική κοινωνία με τον ασιατικό τρόπο παραγωγής.
Οι παραγωγικές σχέσεις της σοβιετικής κοινωνίας, οι σχέσεις ιδιοκτησίας, δεν ήταν βέβαια ούτε καπιταλιστικές, ούτε σοσιαλιστικές, ούτε του ασιατικού τρόπου παραγωγής, ούτε κάποιου «κρατικού καπιταλισμού», ούτε κάποιου« κρατικού σοσιαλισμού». Σ' αυτά συμφωνούμε με τον Κ.Κ. Δεν ήταν όμως οι σχέσεις παραγωγής ούτε κάποιου ιδιαίτερου «σοβιετικού σχηματισμού», και σ' αυτό διαφωνούμε κάθετα μαζί του. Ήταν μεταβατικές σχέσεις παραγωγής, δεν ήταν πλέον καπιταλιστικές, ούτε ακόμα είχαν διαμορφωθεί σοσιαλιστικές. (Υπήρχαν μόνο ορισμένα αδύνατα έμβρυα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής).
Στόχος της προλεταριακής επανάστασης είναι η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής σημαίνει ότι όλοι οι παραγωγοί έχουν την ίδια σχέση προς αυτά, ότι ανάμεσα στους παραγωγούς δεν θα υπάρχουν ταξικές διαφορές. Η κοινωνικοποίηση των μ.π. δεν είναι ένα ζήτημα της τεχνολογικής εξέλιξης, είναι ζήτημα επαναστατικών μετασχηματισμών στις σχέσεις των ανθρώπων. Γι' αυτό ακριβώς δεν γίνεται με την επαναστατική βία και επαναστατικά διατάγματα, ούτε προκύπτει αμέσως με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ώσπου να φτάσουμε σ' αυτό που έλεγε ο Ένγκελς, δηλ. ως το σημείο που «οι παραγωγοί διαθέτουν από κοινού τα μέσα παραγωγής και οργανώνουν πάνω στην κοινωνική ιδιοκτησία την παραγωγή», χρειαζόμαστε τα «μακρόχρονα κοιλοπονήματα», όπως ονόμαζε ο Μαρξ τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Η πρώτη πράξη, το πρώτο βήμα προς την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής είναι η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και το τσάκισμα του αστικού κράτους που την υπηρετεί και την προστατεύει, δηλ. η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης με τη στενή της έννοια.
Με την πράξη αυτή, σύμφωνα με τον Ένγκελς, το προλεταριάτο που νικά, «μεταβιβάζει κατ' αρχήν τα μέσα παραγωγής στα χέρια του προλεταριακού κράτους, που, όσο αυτό είναι αναγκαίο, τα διαχειρίζεται στο όνομα της κοινωνίας». Αυτό ακριβώς έκανε η Οχτωβριανή επανάσταση. Η διαδικασία μεταβίβασης των μ.π. στα χέρια του κράτους άρχισε το 1917 και ολοκληρώθηκε το 1935 - 36 στη Σοβιετική Ένωση.
Τα μέσα παραγωγής έπαψαν πλέον να αποτελούν καπιταλιστική ιδιοκτησία, δεν κοινωνικοποιήθηκαν όμως ακόμα, δεν έγιναν κοινωνική ιδιοκτησία. Δεν είχαμε πλέον καπιταλισμό (η δυνατότητα απόσπασης υπεραξίας καταργήθηκε), ούτε σοσιαλισμό (τα μ.π. δεν μπορούσαν ακόμα να διατεθούν από κοινού). Τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν στα χέρια του κράτους, που τα διαχειρίζονταν στο όνομα της κοινωνίας. Είχαμε δηλ. μια μεταβατική κατάσταση, είχαμε μεταβατική ιδιοκτησία, μεταβατικές σχέσεις παραγωγής. Αυτή η κατάσταση στο δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είχε δυο δυνατότητες: Η να πισωγυρίσει στον καπιταλισμό, να παραδοθούν δηλ. ξανά τα μέσα παραγωγής στους καπιταλιστές ή να προχωρήσουμε μπροστά προς την κοινωνικοποίηση και το σοσιαλισμό. Καμιά τρίτη δυνατότητα δεν υπήρχε. Όσον καιρό καμιά από τις δυο δυνατότητες δεν είχε μετατραπεί σε πραγματικότητα, η κατάσταση δεν μπορούσε να αλλάξει, και οι μεταβατικές σχέσεις ιδιοκτησίας συνέχιζαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από τους διαχειριστές της, ανεξάρτητα δηλ. από το αν το κράτος ήταν κράτος τύπου Κομμούνας, δικτατορία του προλεταριάτου ολοκληρωμένη ή με υποχωρήσεις ή ήταν γραφειοκρατικοποιημένο εργατικό κράτος. Το αν υπήρχε κράτος τύπου Κομμούνας ή γραφειοκρατικοποιημένο κράτος, έκρινε το ποια από τις δυο δυνατότητες μπορούσε να πραγματωθεί, προς ποια λύση έγερνε η πλάστιγγα και όχι το ζήτημα της μεταβατικής ιδιοκτησίας επί της ουσίας.
Σε ολόκληρη την περίοδο ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης οι μεταβατικές σχέσεις ιδιοκτησίας ήταν παρούσες. Η καταργημένη ιδιωτική ιδιοκτησία ήταν η βάση αυτής της μεταβατικής κοινωνίας. Πάνω σ' αυτή τη βάση διεξάγονταν επί οκτώ και πάνω δεκαετίες σκληρή ταξική πάλη, γιγάντια σύγκρουση επανάστασης - αντεπανάστασης. Στη σύγκρουση αυτή είχαμε διάφορες φάσεις και σταθμούς που χαρακτήριζαν τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
Η καταργημένη ιδιωτική ιδιοκτησία, η μεγαλύτερη ως τώρα κατάκτηση του παγκόσμιου προλεταριάτου, αποτέλεσε βασικό στήριγμα της σοβιετικής εργατικής τάξης στον αγώνα της ενάντια στην αστική τάξη και τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Αποδείχτηκε σκληρό καρύδι και χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες από τότε που η σοβιετική εργατική τάξη άρχισε να χάνει την ταξική της κυριαρχία και οι συσχετισμοί να γέρνουν καθαρά υπέρ των αστικοποιημένων γραφειοκρατικών στρωμάτων, ώσπου η παγκόσμια αστική τάξη να πανηγυρίσει το τέλος της «ανωμαλίας» και την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
Από το 1917 ως το 1935 - 36 η επανάσταση προχωρούσε έστω μέσα από τεράστιες δυσκολίες και εμπόδια. Το νικηφόρο προλεταριάτο σημείωσε τότε μια μεγάλη νίκη, καθώς ολοκληρώθηκε η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Ταυτόχρονα όμως δέχτηκε και μια μεγάλη ήττα, καθώς ολοκληρώθηκε η διαδικασία απονεύρωσης της σοβιετικής εργατικής δημοκρατίας, προχώρησε η κοινοβουλευτικο-ποίηση των κρατικών οργάνων, των σοβιέτ, και η γραφειοκρατικοποίηση των διοικητικών και διευθυντικών οργάνων. Αυτό ήταν η αρχή του τέλους της προλεταριακής ταξικής κυριαρχίας που ολοκληρώθηκε μισό αιώνα αργότερα με την απώλεια της βασικής επαναστατικής κατάκτησης και το πισωγύρισμα στον καπιταλισμό.
Οι επαναστατικές κατακτήσεις δεν χάθηκαν σε μια κάποια ημερομηνία αλλά ύστερα από μια μακρόχρονη διαδικασία. Ο μαρξισμός δεν συντρίφτηκε το '35, το 56 κ.λ.π. αλλά ύστερα από μακρόχρονη διαμάχη, υπήρχε μέχρι το τέλος και μαχόταν έστω και κάτω) από αντίξοες συνθήκες. Η εργατική τάξη δεν εξουδετερώθηκε το '35 ή το 56, ούτε περιθωριοποιήθηκε σε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία αλλά επίσης ύστερα από μακρόχρονες διαδικασίες και πάλη.
Το 35 - 36 τα αστικοποιημένα γραφειοκρατικά στρώματα κέρδισαν μια μάχη βελτιώνοντας τη θέση τους στο συσχετισμό δύναμης. Αυτό δεν σημαίνει όμως καθόλου ότι όλα τέλειωσαν και κρίθηκε τότε κιόλας η τύχη της μεταβατικής κοινωνίας. Πολύ περισσότερο δεν σημαίνει βέβαια, πως τη θέση της μεταβατικής κοινωνίας πήρε ένας ιδιαίτερος «σοβιετικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός».
Τα επί της ουσίας ανεξέλεγκτα διοικητικά και διευθυντικά στρώματα, η αστικού τύπου γραφειοκρατία επηρέαζε πλέον αποφασιστικά τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο σε αστική τάξη δεν μπορούσε να μετατραπεί, ούτε καν είχε συνειδητοποιήσει μια τέτοια δυνατότητα. Έπρεπε στη δράση της να παίρνει υπόψη της τις εργατικές διαθέσεις και την πίεση της εργατικής τάξης. Έπρεπε να δρα στο όνομα της εργατικής τάξης και να ορκίζεται στο όνομα της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Οι φορείς της στο κράτος και το κόμμα, όσο περισσότερο απομακρύνονταν από την επανάσταση και τις μαρξιστικές θέσεις άλλο τόσο δυνάμωναν τους όρκους πίστης και πλήθαιναν τα Ζήτω στην επανάσταση και το μαρξισμό – λενινισμό.
Η γραφειοκρατία, ιδιαίτερα τα ανώτατα κλιμάκια της, ήταν ένα είδος εκπρόσωπος της παγκόσμιας αστικής τάξης, αφού η ύπαρξη της εμπόδιζε την κοινωνία να προχωρήσει μπροστά προς το σοσιαλισμό, που θα σήμαινε και την κατάργηση της. Ήταν δηλαδή απ' αυτή την άποψη μια αντεπαναστατική δύναμη. Πισωγύρισμα στον καπιταλισμό δεν μπορούσε να κάνει ούτε να μετατραπεί σε αστική τάξη, την εμπόδιζε σ' αυτό η καταργημένη ιδιωτική ιδιοκτησία. Ο μόνος δρόμος που της απέμεινε για να διατηρήσει τη θέση της, ήταν να συντηρήσει την κατάσταση που είχε. Αυτό όμως απαιτούσε και πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και βοήθεια σε διάφορα εθνικοεπαναστατικά κινήματα, πάλη που τις επέβαλε και το γεγονός ότι η Σ.Ε. ήταν παγκόσμια δύναμη.
Το ίδιο το ΚΚΣΕ δεν μετατράπηκε δια νυκτός και ξαφνικά και απότομα σε γραφειοκρατικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Πέρασε πολύς χρόνος και πολύ νερό κύλισε στο μοσχοβίτικο ποτάμι, ώσπου η πορεία αστικοποίησης του να φτάσει στο τέρμα της. και να εμφανιστούν στην ηγεσία του οι ανοιχτοί πια και συνειδητοί εκπρόσωποι της παγκόσμιας αστικής τάξης (Γκορμπατσόφ, Γιέλτσιν κ.λ.π.).
Η εργατική τάξη, από την άλλη, στην πορεία της διαπάλης, όλο και περισσότερο απο-πολιτικοποιούνταν, το μόνο που την ενδιέφερε πλέον ήταν να καλυτερεύσει κάπως τη θέση της, να διευρύνει τις παροχές του κράτους πρόνοιας. Όσο προχωρούσε η γραφειοκρατικοποίηση του ΚΚΣΕ άλλο τόσο έχανε την συνειδητή της πρωτοπορία και το πισωγύρισμα από «τάξη για τον εαυτό της» σε «τάξη καθ' εαυτή» ήταν αναπόφευκτο.
Η συγκρότηση μιας νέας συνειδητής πρωτοπορίας στις συνθήκες αυτές ήταν αδύνατο να υπάρξει. Κάθε συνειδητή φωνή καταπνίγονταν και οποιαδήποτε κίνηση για τη δημιουργία επαναστατικού κόμματος μπορούσε να καταγγελθεί ως κίνηση του ιμπεριαλισμού και να καταπνιγεί.
Μέσα σ' αυτή την κατάσταση η ε.τ. της Σ.Ε. ήταν αδύνατο να αντιδράσει. Χωρίς επαναστατική καθοδήγηση οδηγούνταν και έφτανε ως εκεί, που μπορεί να φτάσει αυθόρμητα. Ως την αστική πολιτική, και αυτή, της την πρόσφερε και της την παραχωρούσε η ηγεμονεύουσα γραφειοκρατία με ένα υποφερτό «κράτος πρόνοιας». Γιαυτό και, όταν εμφανίστηκαν στην ηγεσία του κράτους και του κόμματος οι ανοιχτοί πια και συνειδητοί εκπρόσωποι της παγκόσμιας αστικής τάξης (που βέβαια αναδείχτηκαν από τα σπλάχνα της γραφειοκρατίας και μέσα από τους μηχανισμούς της και αποτελούσαν τη μετεξέλιξη της), τα πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης όχι μόνον δεν αντέδρασαν αλλά ορισμένα τμήματα της επικρότησαν την πολιτική τους και πίεζαν να εφαρμοστεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Έτσι λοιπόν τα γραφειοκρατικά στρώματα διοίκησης και διεύθυνσης κατόρθωσαν να κάνουν το βήμα, και από σφετεριστές ενός τμήματος του υπερπροϊόντος που ήταν σε όλη την περίοδο, να μετατραπούν σε αστική τάξη. Και αυτό το κατάφεραν αφού επιτέλους μπόρεσαν να υποσκάψουν και να καταργήσουν την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και να παραμερίσουν κάθε στοιχείο του κεντρικού σχεδιασμού. Δεν ήταν λοιπόν κάποια «εκτελούσα τάξη» αυτή, που δεν μπόρεσε να αντιδράσει, ήταν η εργατική τάξη που έχασε την επαναστατική της πρωτοπορία και τον επαναστατικό της ορίζοντα, που κατέπεσε από «τάξη για τον εαυτό της», σε «τάξη καθ' εαυτήν» και κατέστη πλέον ανίκανη να υπερασπιστεί τις επαναστατικές της κατακτήσεις.
Ότι αφορά τώρα στο συμπέρασμα του Κ.Κ. για το βασικό νόμο του «σοβιετικού σχηματισμού», καλύτερα θα ήταν να μην το σχολιάσει κανείς, γιατί πρόκειται για μια κατασκευή, που αδικεί τη συνολική προσπάθεια που έκανε ο συγγραφέας. Θα πούμε μόνο τούτο, ότι «κατά προτεραιότητα ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας», που ο Κ.Κ. εμφανίζει ως βασικό νόμο της σοβιετικής κοινωνίας, έκανε κάθε κάπως σοβαρός καπιταλισμός.
Αν μπορεί κανείς να κάνει λόγο για βασικό νόμο οικονομικής ανάπτυξης της μεταβατικής κοινωνίας από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αυτός όφειλε να είναι η ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων. Και αυτός ήταν στη σοβιετική κοινωνία με όλους τους περιορισμούς που επέβαλαν οι γραφειοκρατικές στρεβλώσεις και ο ιμπεριαλιστικός περίγυρος.
Τέλος, λίγα λόγια για τις αντιθέσεις και τη βασική αντίθεση της σοβιετικής κοινωνίας. Στην κοινωνία αυτή, ως ακόμα ταξική κοινωνία, υπήρχαν αντιθέσεις. Ότι αφορά στη βασική αντίθεση αυτής της κοινωνίας, ο Κ.Κ. με το συμπέρασμα του δεν είναι καθόλου συνεπής με την ίδια την ανάλυση του. Ενώ το κύριο συμπέρασμα του είναι ότι στο «σοβιετικό σχηματισμό» υπήρχε κρατική ιδιοκτησία, και κατοχή, διαχείριση από τη «διευθύνουσα», ξαφνικά ανακαλύπτει τη βασική αντίφαση αυτού του «σχηματισμού», στην «αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στην ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων».
Τώρα, τι είδους «κοινωνική ιδιοκτησία» ήταν αυτή η κρατική ιδιοκτησία, που τη διαχειρίζονταν η «διευθύνουσα», δηλ το 3% της σοβιετικής κοινωνίας, αυτό αδυνατούμε να το κατανοήσουμε.
Η βασική αντίθεση της σοβιετικής κοινωνίας, ως μεταβατικής κοινωνίας, δεν ήταν άλλη από την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας στην τροποποιημένη της μορφή σε σχέση με την καπιταλιστική κοινωνία, από την ανατροπή της οποίας προήλθε. Η αντίθεση αυτή δεν λύθηκε με την ανατροπή, μπήκαν οι βάσεις για τη λύση της, άρχισε η διαδικασία λύσης της που ολοκληρώνεται στο σοσιαλισμό. Εξάλλου αυτή την αλήθεια την παραδέχεται εμμέσως ο ίδιος ο Κ.Κ. όταν σε άλλο σημείο του βιβλίου του γράφει: «Η ύπαρξη και κυριαρχία της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς συνεπάγεται ότι οι παγκόσμιες καπιταλιστικές σχέσεις διαπερνούν την παραγωγική διαδικασία της μεταβατικής περιόδου» (σ. 54). Όσο για τον άλλο «πόλο της αντίθεσης», τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, αυτές είναι κάτι το κανονικό στη μεταβατική κοινωνία, όπως και η διατήρηση του νόμου της αξίας με τους σχετικούς περιορισμούς που επιβάλει ο κεντρικός σχεδιασμός, και δεν έρχονται σε αντίθεση με την καταργημένη ιδιωτική ιδιοκτησία.
Όπως και να 'χει, παρά τα σοβαρά αυτά λάθη, που μειώνουν την αξία του βιβλίου, αυτό αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη συζήτηση και στην προσπάθεια να διερευνηθούν και να απαντηθούν τα προβλήματα που σχετίζονται με τις μεταβατικές κοινωνίες του 20ού αιώνα. Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο, που πρέπει να διαβαστεί.
Γράφει επίσης ότι η «διευθύνουσα», δηλ. η κυρίαρχη τάξη σε ένα εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό καθεστώς, σε ένα καθεστώς που εν πάσει περιπτώσει υπήρχε μια μορφή εκμετάλλευσης, αυτή η «τάξη» που ο ρόλος της έπρεπε να χαρακτηριστεί αντιδραστικός μιας και δεν επέτρεπε στη μεταβατική κοινωνία να προχωρήσει στο σοσιαλισμό, «έπαιξε ως ένα σημείο προοδευτικό ρόλο» (σ. 107). Αυτό το στηρίζει στο ότι «ανέπτυξε τη βαριά βιομηχανία... τις επιστήμες (με ορισμένους περιορισμούς), προστάτεψε το περιβάλλον (σε σημαντικό βαθμό) και ενίσχυσε (στο βαθμό του δυνατού) το αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα» (σ. 107). Και δίνει τελικά συγχωροχάρτι σ' αυτή τη «διευθύνουσα» όταν γράφει:
«Ασφαλώς ένοιωθε δυσπιστία και ανασφάλεια που είναι δικαιολογημένη ως ένα βαθμό γιατί είχε να αντιμετωπίσει τις τεράστιες προσπάθειες υπονόμευσης του σοβιετικού σχηματισμού από τη μεριά του ιμπεριαλισμού. Έτσι εξηγούνται άλλωστε ορισμένα καταπιεστικά μέτρα» (σ. 107 - υπογράμμιση δική μας).
Το πως μια αντεπαναστατική δύναμη μπορεί να παίξει προοδευτικό ρόλο, για μας αποτελεί μυστήριο, καθώς οι μέχρι τώρα εμπειρίες της ταξικής πάλης ταυτίζουν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις με την αντίδραση. Αυτό φυσικά, το γνωρίζει ο Κ.Κ. και οι αντιφατικές διατυπώσεις στο βιβλίο του προέρχονται από την αντιφατικότητα της ανάλυσης του και την ανακάλυψη ενός «σοβιετικού σχηματισμού», που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε. Και δεν πρόκειται απλά για αντιφατικές διατυπώσεις. Ορισμένα συμπεράσματα του βιβλίου βρίσκονται σε ανελέητο γρονθοκόπημα μεταξύ τους. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς τη διαπίστωση (στη σ. 107), ότι η διευθύνουσα « έπαιξε ως ένα σημείο προοδευτικό ρόλο» με τη διαπίστωση της σελ. 36: «Είμαστε της γνώμης ότι τα ανώτερα κομματικά και κρατικά στελέχη μαζί με τους διευθυντές των επιχειρήσεων, που αποτελούσαν τη διευθύνουσα τάξη, ήταν ο φορέας της αντεπανάστασης»;
Ας έρθουμε τώρα στην εξέταση συγκεκριμένων επιχειρημάτων που προβάλλει ο Κ.Κ. για να στηρίξει την άποψη του περί ύπαρξης ξεχωριστού «σοβιετικού σχηματισμού».
Ο Κ.Κ. γνωρίζει ασφαλώς τη μαρξιστική έννοια του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού και τις σχετικές διατυπώσεις στο έργο των κλασικών. Σύμφωνα με τους κλασικούς του μαρξισμού, κάθε ξεχωριστός οικονομικό - κοινωνικός σχηματισμός αποτελεί μια ιδιαίτερη ολότητα με τα δικά του, ιδιότυπα, ξεχωριστά από όλους τους άλλους χαρακτηριστικά. Οι κοινωνικοί σχηματισμοί ξεχωρίζουν μεταξύ τους ακριβώς από αυτά τα ιδιότυπα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και όχι από τα κοινά για όλους ή για μερικούς απ' αυτούς.
Αυτά τα ιδιαίτερα και ιδιότυπα, τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά, αφορούν κυρίως στις σχέσεις παραγωγής και το αντίστοιχο εποικοδόμημα καθώς και στην ταξική διάρθρωση.
Υπάρχουν και οι περίοδοι μετάβασης ανάμεσα στους σχηματισμούς, που διατηρούν κάτι από τον παλιό αλλά και έχουν κάτι από τον νέο, ανώτερο.
Ο Κ.Κ. ισχυρίζεται ότι η «διευθύνουσα» και «εκτελούσα» τάξη, όπως ονομάζει τους διευθύνοντες και διευθυνόμενους της σοβιετικής κοινωνίας, αποτελεί ξεχωριστό γνώρισμα του «σοβιετικού σχηματισμού».
Διευθύνοντες όμως και διευθυνόμενους έχουμε σε όλους τους εκμεταλλευτικούς κοινωνικό - οικονομικούς σχηματισμούς, θα έχουμε και είχαμε και στις μεταβατικές κοινωνίες. Στην μεταβατική κοινωνία από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, το κράτος της οποίας είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, στην ολοκληρωμένη μορφή του κράτους τύπου Κομμούνας, θα έχουμε ακόμα διευθύνοντες και διευθυνόμενους. Θα έχουμε μηχανισμούς διοίκησης και διεύθυνσης και η κρατική συγκρότηση θα γίνεται από εκλεγμένους και κάθε στιγμή ανακλητούς εκπροσώπους. Η διαφορά αυτών των διευθυνόντων και διοικούντων της μεταβατικής περιόδου, δηλ. του κράτους τύπου Κομμούνας, με εκείνους του καπιταλισμού βρίσκεται ακριβώς στην αιρετότητα και την ανακλητότητα καθώς και στην πληρωμή τους με το μισθό του εργάτη, βρίσκεται στον αδιάκοπο έλεγχο από την πλευρά των εργαζόμενων μαζών, που τους καθιστά υπηρέτες της κοινωνίας και δεν τους επιτρέπει να μετατραπούν σε στρώμα ξένο προς τα εργατικά συμφέροντα, αποξενωμένο και πάνω από την κοινωνία. Ακριβώς σ' αυτό βρίσκεται η μεταβατικότητα του κρατικού μηχανισμού (διευθύνοντες και διοικούντες) της εργατικής εξουσίας, που όταν κατακτηθεί η παγκόσμια δικτατορία του προλεταριάτου, αρχίζει να απονεκρώνεται και η απονέκρωση προχωρά και ολοκληρώνεται σε αναλογία με τους ρυθμούς και το βαθμό της προσέλκυσης των μαζών στην υπόθεση της διεύθυνσης και της διακυβέρνησης. Διευθύνοντες και διευθυνόμενους δεν θα έχουμε πλέον στο σοσιαλισμό, στην α' φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Εκεί η διαδικασία προσέλκυσης των εργαζομένων στην υπόθεση της διακυβέρνησης θα έχει ολοκληρωθεί, το κράτος (το πολιτικό κράτος) θα έχει απονεκρωθεί, μαζί του και η πολιτική, τα κόμματα, τα συνδικάτα. Η σοσιαλιστική δημοκρατία δεν χρειάζεται πλέον εκπροσώπους, εκλεγμένους και ανακλητούς. Η διαχειριστική λειτουργία του υπολείμματος κράτους που είναι ακόμα αναγκαία, θα γίνεται από όλους τους παραγωγούς εναλλάξ. «Στο σοσιαλισμό θα διοικούν όλοι με τη σειρά και θα συνηθίσουν γρήγορα να μη διοικεί κανένας», γράφει ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» (Άπαντα τ. 33 σ. 116).
Οι διευθύνοντες και διευθυνόμενοι λοιπόν αποτελούν κοινό γνώρισμα όλων των εκμεταλλευτικών σχηματισμών αλλά και της μεταβατικής κοινωνίας, και όχι κάτι ξεχωριστό και ιδιότυπο κάποιου «σοβιετικού σχηματισμού».
Φυσικά ο Κ.Κ. δεν θεωρεί έτσι γενικά τούς διευθύνοντες και διευθυνόμενους ξεχωριστό γνώρισμα του «σοβιετικού σχηματισμού». Μιλάει για έναν ξεχωριστό χαρακτήρα αυτών των διευθυνόντων και διευθυνομένων. Παραθέτει ως ξεχωριστό χαρακτηριστικό της «διευθύνουσας», ότι είχε στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής, που η ιδιοκτησία τους, η κυριότητα τους ανήκε στο κράτος.
Αλλά κι' αυτό δεν αποτελεί τίποτα το ξεχωριστό και ανεπανάληπτο και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα και να παρθεί ως ιδιότυπο στοιχείο ενός και μόνο ξεχωριστού σχηματισμού, του «σοβιετικού». Το ίδιο, δηλ., κατοχή των μ.π. και κρατική ιδιοκτησία υπήρχε στον ασιατικό τρόπο παραγωγής.
Αλλά τι ακριβώς ήταν οι διευθύνοντες και διοικούντες στη σοβιετική κοινωνία, από τότε που έπαψαν να είναι επί της ουσίας αιρετοί και ξέφυγαν από τον αποτελεσματικό έλεγχο των εργαζόμενων μαζών; Σ' αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω. Εδώ θέλουμε πρώτα να εξετάσουμε τους διευθυνόμενους, αυτούς που ο Κ.Κ. ονομάζει εκτελούσα τάξη. και που αποτελούνται, όπως γράφει, από όλους τους εργαζομένους στην υλική παραγωγή και τις υπηρεσίες, που είχαν ρόλο εκτελεστικό.
Το πρώτο που κάνει εντύπωση, είναι το γεγονός ότι για τον Κ.Κ. η εργατική τάξη, ύστερα από μια διαπάλη δύο δεκαετιών έφτασε σε σημείο να μετατραπεί τελικά το 1936 σε «εκτελούσα τάξη», να χάσει την ταξική της ιδιότητα και να εξαφανιστεί από το προσκήνιο ως τάξη. Αυτό φυσικά δεν είναι αληθές, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν αντέχει σε καμιά κριτική.
Από το κείμενο δεν βγαίνει καθαρά, φαίνεται όμως να πιστεύει πως στη Σ.Ε. εξαφανίστηκε η εργατική τάξη μαζί με την αστική και πως υλοποιήθηκε αυτό που είχε πει ο Μαρξ, ότι « το προλεταριάτο καταργώντας τον καπιταλισμό καταργεί και τον ίδιο του τον εαυτό».
Θα αποτελούσε χονδροειδή διαστρέβλωση του Μαρξ να νομίζει κανείς ότι με την κατάργηση και μόνο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και το πέρασμα των μέσων παραγωγής στα χέρια του εργατικού κράτους καταργείται ταυτόχρονα, εξαφανίζεται και η εργατική τάξη. Αυτό δεν θα γίνει ούτε εκείνη τη χρονική στιγμή που σε παγκόσμια κλίμακα τα μέσα παραγωγής περάσουν στα χέρια της παγκόσμιας δικτατορίας του προλεταριάτου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά θα ανοίξει απλά ο δρόμος για μια γρήγορη απονέκρωση του κράτους, για την εξαφάνιση των τάξεων και μαζί και της εργατικής τάξης. Το προλεταριάτο θα καταργήσει τον εαυτό του μόνο όταν οδηγήσει με τη συνειδητή του δράση την κοινωνική εξέλιξη ως αυτό το σημείο, δηλ. ως την α' φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό. Πριν απ' αυτό το σημείο η εργατική τάξη δεν είναι δυνατόν να εξαφανιστεί.
Σε ορισμένους συγγραφείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση βρίσκει κανείς την άποψη, ότι εκεί η εργατική τάξη εξαφανίστηκε με το πέρασμα των μέσων παραγωγής στα χέρια του κράτους στις πρώτες δεκαετίες μετά την Οχτωβριανή επανάσταση, μιας και η εργατική δύναμη έπαψε να είναι εμπόρευμα, όπως λένε, και γιαυτό έχασε τα χαρακτηριστικά που είχε στον καπιταλισμό. Κατά τη γνώμη τους, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, στη Ρωσία δεν υπάρχει όχι μόνο εργατική τάξη «για τον εαυτό της», δηλ. που έχει συνείδηση του ιστορικού της ρόλου, αλλά ούτε και εργατική τάξη «καθ' εαυτή». Νομίζουν ότι η εργατική τάξη στη Ρωσία πρέπει πρώτα να συγκροτηθεί, να γίνει υποκείμενο εκμετάλλευσης για να μπορέσει να αρχίσει δράση ενάντια στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Αυτή η άποψη υποστηρίζει ότι με το πέρασμα των μέσων παραγωγής στα χέρια του κράτους εγκαθιδρύθηκε ο σοσιαλισμός και η παραπέρα πορεία προς τον κομμουνισμό δεν έχει σχέση με ζητήματα συνείδησης και συνειδητής δράσης της εργατικής τάξης, θα είναι αποτέλεσμα των τεχνικών τελειοποιήσεων της παραγωγής και της διαδικασίας αυτοματοποίησης της. Έτσι λοιπόν νομιμοποιείται και η άποψη περί κατάργησης της εργατικής τάξης.
Ο Κ.Κ. όμως υποστηρίζει, και σωστά, ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι μια συνειδητή διαδικασία και απαιτεί αντίστοιχη συνείδηση της εργατικής τάξης. Αν αυτό είναι σωστό, και είναι, τότε δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εξαφάνιση της εργατικής τάξης ήδη με το πέρασμα των μέσων παραγωγής στα χέρια του κράτους, γιατί τότε, η υπόθεση της τελικής απελευθέρωσης και ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός, θα ήταν στόχος ανέφικτος και θα παρέμεινε ένα ουτοπικό ονειροπόλημα.
Η εργατική τάξη δεν είναι επαναστατική μόνο επειδή την εκμεταλλεύονται και την καταπιέζουν. Η επαναστατικότητά της προέρχεται από τη θέση της στην παραγωγή και από το γεγονός ότι δεν τη συνδέει τίποτε με την ιδιωτική ιδιοκτησία. Η εργατική τάξη είναι ο φορέας των ανώτερων σχέσεων παραγωγής και η μόνη που μπορεί να τις οικοδομήσει. Μπορεί, και αυτό το απόδειξε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μπροστά σ' όλο τον κόσμο, να βάζει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής και να οργανώνει την κοινωνική παραγωγή, χωρίς τους καπιταλιστές. Η αυτοκατάργηση της δεν επέρχεται με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της δυνατότητας απόσπασης υπεραξίας, αλλά στο σοσιαλισμό, όπου κάθε δυνατότητα κοινωνικού πισωγυρίσματος εξέλειπε δια παντός.
Ο Μαρξ στο έργο του «Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία» γράφει, ότι «η εργασία παύει να αποτελεί ταξική ιδιότητα όταν όλοι οι παραγωγοί μετατραπούν σε εργάτες». Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη σοσιαλιστική αταξική κοινωνία, όπου κατά το Λένιν «δεν θα υπάρχουν πλέον εργάτες, αγρότες,... αλλά μόνο παραγωγοί».
Την ταξική της ιδιότητα δεν την έχασε η εργατική τάξη της Σοβιετικής Ένωσης το 1936. και δεν θα την έχανε και στην περίπτωση που δεν θα είχαμε τις γραφειοκρατικές στρεβλώσεις, στην περίπτωση δηλ. ενός ολοκληρωμένου κράτους τύπου Κομμούνας.
Η εργατική τάξη ήταν σε όλη την περίοδο ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης η βασική τάξη της σοβιετικής κοινωνίας. Είναι αυτή που ο Κ.Κ. μετέτρεψε σε «εκτελούσα τάξη». Δεν έχουμε λοιπόν ούτε σ' αυτό κάποιο ιδιότυπο και ξεχωριστό στοιχείο ενός ιδιαίτερου «σοβιετικού σχηματισμού».
Η ταξική διάρθρωση της σοβιετικής κοινωνίας δεν αλλάξει ριζικά σε σχέση με την ταξική διάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι αλλαγές που έγιναν, δείχνουν μόνο το μεταβατικό χαρακτήρα της σοβιετικής κοινωνίας και τίποτα περισσότερο. Παρέμεινε λοιπόν η εργατική τάξη που μετά την επανάσταση έγινε τάξη κυρίαρχη. Η εργατική τάξη της Ρωσίας κατάχτησε με τη νικηφόρα επανάσταση του 1917 την ταξική κυριαρχία και παρά τους όποιους περιορισμούς αυτής της ταξικής κυριαρχίας, λόγω των συνθηκών και των αναγκαίων υποχωρήσεων, τη διατήρησε στη Σοβιετική Ένωση για πολλά χρόνια μετά το Ί 7. Και όταν αυτή η ταξική κυριαρχία χάθηκε, και χάθηκε αρκετές δεκαετίες πριν την έλευση της «Περεστρόικα», αυτό δεν σήμαινε καθόλου, ότι η εργατική τάξη μαζί με την ταξική της κυριαρχία έχασε και την ταξική της ιδιότητα.
Οι διάφορες τάξεις και στρώματα υπέστησαν στη Σοβιετική Ένωση μετά την επανάσταση του 1917 σημαντικές τροποποιήσεις σε σχέση με την καπιταλιστική, προεπαναστατική Ρωσία, συνέχισαν όμως να υπάρχουν στη μεταβατική περίοδο και ως την πτώση της Σ.Ε. Εκείνο που εξαφανίστηκε τελείως ήταν οι προκαπιταλιστικές τάξεις π.χ. οι γαιοκτήμονες και φεουδάρχες.
Η αστική τάξη ηττήθηκε, της αφαιρέθηκε η δυνατότητα να αποσπάει υπεραξία και να εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη, το ρωσικό της τμήμα διαλύθηκε. Δεν εξαφανίστηκε όμως. Έμεινε η δυνατότητα απόσπασης υπεραξίας από τη σοβιετική εργατική τάξη λόγω της ύπαρξης του παγκόσμιου κεφαλαίου που παρέμεινε κυρίαρχο στον πλανήτη, υπεραξία που την αποσπούσε μέσω των οικονομικών σχέσεων με τον καπιταλιστικό κόσμο, που φυσικά δεν μπορούσαν να καταργηθούν. Αλλά όχι μόνο αυτό. Η αστική τάξη δεν εξαφανίστηκε και δεν μπορούσε να εξαφανιστεί στη μεταβατική κοινωνία, τη στιγμή που ο καπιταλισμός παρέμεινε κυρίαρχος στον πλανήτη. Και δεν εννοούμε εδώ τους αστούς ειδικούς ή τους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής που παρέμειναν αχ τότε που όλα ή σχεδόν όλα τα μέσα παραγωγής πέρασαν στα χέρια του εργατικού κράτους, δηλ. την εναπομείνασα αστική τάξη της περιόδου 1917 - 1935. Εννοούμε κυρίως το γεγονός ότι η αστική τάξη είχε την έκφραση της στα διοικητικά και διευθύνοντα στρώματα της σοβιετικής κοινωνίας, σε όλη την περίοδο ύπαρξης της, στη γνωστή μας γραφειοκρατία. Τι άλλο ήταν, αλήθεια, ο ανεξέλεγκτος διοικητικός και διευθυντικός ιεραρχικός μηχανισμός, εκτός από τη γνωστή μας αστικού τύπου γραφειοκρατία; Τίποτα άλλο δεν ήταν και όπως και αν την ονομάσουμε η ουσία δεν αλλάζει.
Τα διάφορα στρώματα της αστικής κοινωνίας (αγροτιά, διανόηση) υπέστησαν σημαντικές τροποποιήσεις, συνέχισαν όμως να υπάρχουν και στη σοβιετική κοινωνία, όπου διατήρησαν την ενδιάμεση θέση τους, που είχαν και στον καπιταλισμό. Τις μεγαλύτερες αλλαγές και τροποποιήσεις υπέστη το στρώμα της αγροτιάς, που με την κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας μετατράπηκε σε ενιαία τάξη. Η κολχόζνικη αγροτιά είναι πλέον μια ενιαία τάξη με κάποιες εισοδηματικές διαφοροποιήσεις στις γραμμές της. (Η ατομική χρήση του συμπληρωματικού νοικοκυριού των 4 στρεμμάτων ήταν η αιτία αυτών των διαφοροποιήσεων)ν καθώς ένας λαχανόκηπος 4 στρ. π.χ. κοντά σε μια μεγάλη πόλη πρόσφερε πολύ μεγαλύτερο εισόδημα στον κάτοχο του απ' ότι τα 4 στρ. σε μια απομακρυσμένη περιοχή). Παρ' όλα αυτά η αγροτιά της Σ.Ε. συνέχισε να διατηρεί την ενδιάμεση θέση της. Δεν είχαμε λοιπόν, καθόλου μια εντελώς άλλη, μια ιδιότυπη ταξική διάρθρωση στη σοβιετική κοινωνία, εντελώς διαφορετική σε σχέση με την καπιταλιστική κοινωνία. Οι δυο βασικές τάξεις του καπιταλισμού, η αστική και η εργατική, συνέχισαν να υπάρχουν και στη σοβιετική κοινωνία με τις τροποποιήσεις που υπέστησαν μετά τη νίκη της Οχτωβριανής επανάστασης. Η σύγκρουση τους αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης τη βασική ταξική σύγκρουση, τη σύγκρουση επανάστασης – αντεπανάστασης.
Το διοικητικό και διευθυντικό στρώμα, που ξέφυγε από τον ουσιαστικό έλεγχο της εργατικής τάξης (δηλ. η γραφειοκρατία), δεν ήταν αστική τάξη, δεν ήταν ιδιοκτήτρια μέσων παραγωγής και επόμενα δεν είχε την κοινωνική δυνατότητα να αποσπάει υπεραξία. Η κοινωνική της θέση της επέτρεπε μόνο να αποσπάει ένα τμήμα του κοινωνικού προϊόντος λόγω των ανώτερων μισθών και των άλλων προνομίων που εξασφάλισε για τον εαυτό της. Ήταν μια αστική δύναμη καθώς η ύπαρξη και δράση της εμπόδιζε τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Απ' αυτή την άποψη ήταν ένα είδος εκπρόσωπος της αστικής τάξης και στη σύγκρουση επανάστασης - αντεπανάστασης βρισκόταν απέναντι στην εργατική τάξη, που πάλευε για να προχωρήσει η κοινωνική εξέλιξη προς το σοσιαλισμό', βρισκόταν στο στρατόπεδο της αστικής τάξης και της αντεπανάστασης.
Η ταξική διάρθρωση της σοβιετικής κοινωνίας ήταν η διάρθρωση μιας κοινωνίας μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Οι τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας συνεχίζουν με τις ανάλογες τροποποιήσεις να υπάρχουν. Τίποτα δεν υπάρχει, που "από αυτή την άποψη να δικαιολογεί τη διαμόρφωση κάποιου ιδιαίτερου σχηματισμού.
Ο χαρακτηρισμός της σοβιετικής κοινωνίας ως κοινωνίας μετάβασης δεν θα άλλαζε και στην περίπτωση που οι διοικούντες και διευθύνοντες ήταν αιρετοί και ανακλητοί," ήταν υπηρέτες της κοινωνίας και όχι πάνω απ' αυτή. Απλά σ' αυτή την περίπτωση θα είχε διαφυλαχτεί η κοινωνία αυτή από τους κινδύνους πισωγυρίσματος και θα είχε προωθηθεί η υπόθεση της επανάστασης. Η σύγκρουση πάντως θα ήταν η ίδια, θα ήταν 11 ταξική σύγκρουση της εργατικής τάξης με την αστική (που θα υπήρχε έστω ως επιρροή λόγω της κυριαρχίας του παγκόσμιου κεφαλαίου στον πλανήτη).
Το βασικό όμως διαφοροποιητικό γνώρισμα του κάθε ξεχωριστού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού το δίνουν οι σχέσεις παραγωγής, οι σχέσεις ιδιοκτησίας. Ο Κ.Κ. θεωρεί, ότι η κρατική ιδιοκτησία, και η κατοχή, διαχείριση των μέσων παραγωγής από τη «διευθύνουσα», ήταν αυτό που αποτελούσε τις παραγωγικές σχέσεις του ιδιαίτερου «σοβιετικού σχηματισμού».
Είπαμε και παραπάνω ότι κάτι ανάλογο υπήρξε και στον ασιατικό τρόπο παραγωγής και δεν αποτελεί ξεχωριστό χαρακτηριστικό ενός και μόνο σχηματισμού. Δεν επιθυμούμε καθόλου να παρουσιάσουμε αυτή την επισήμανση ως επιχείρημα καθώς υπάρχουν πολύ σημαντικότερα. Οφείλουμε απλά να το αναφέρουμε και έχουμε επίγνωση ότι θα μπορούσε ο καθένας να επικαλεστεί το πασιφανές και αδιαμφισβήτητο γεγονός των διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στον ασιατικό τρόπο παραγωγής και τη σοβιετική κοινωνία. Γι' αυτό ακριβώς, εξάλλου, είναι ανοησία και μια παντελώς αστήρικτη υπόθεση να συσχετίζει κανείς και να ταυτίζει τη σοβιετική κοινωνία με τον ασιατικό τρόπο παραγωγής.
Οι παραγωγικές σχέσεις της σοβιετικής κοινωνίας, οι σχέσεις ιδιοκτησίας, δεν ήταν βέβαια ούτε καπιταλιστικές, ούτε σοσιαλιστικές, ούτε του ασιατικού τρόπου παραγωγής, ούτε κάποιου «κρατικού καπιταλισμού», ούτε κάποιου« κρατικού σοσιαλισμού». Σ' αυτά συμφωνούμε με τον Κ.Κ. Δεν ήταν όμως οι σχέσεις παραγωγής ούτε κάποιου ιδιαίτερου «σοβιετικού σχηματισμού», και σ' αυτό διαφωνούμε κάθετα μαζί του. Ήταν μεταβατικές σχέσεις παραγωγής, δεν ήταν πλέον καπιταλιστικές, ούτε ακόμα είχαν διαμορφωθεί σοσιαλιστικές. (Υπήρχαν μόνο ορισμένα αδύνατα έμβρυα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής).
Στόχος της προλεταριακής επανάστασης είναι η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής σημαίνει ότι όλοι οι παραγωγοί έχουν την ίδια σχέση προς αυτά, ότι ανάμεσα στους παραγωγούς δεν θα υπάρχουν ταξικές διαφορές. Η κοινωνικοποίηση των μ.π. δεν είναι ένα ζήτημα της τεχνολογικής εξέλιξης, είναι ζήτημα επαναστατικών μετασχηματισμών στις σχέσεις των ανθρώπων. Γι' αυτό ακριβώς δεν γίνεται με την επαναστατική βία και επαναστατικά διατάγματα, ούτε προκύπτει αμέσως με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ώσπου να φτάσουμε σ' αυτό που έλεγε ο Ένγκελς, δηλ. ως το σημείο που «οι παραγωγοί διαθέτουν από κοινού τα μέσα παραγωγής και οργανώνουν πάνω στην κοινωνική ιδιοκτησία την παραγωγή», χρειαζόμαστε τα «μακρόχρονα κοιλοπονήματα», όπως ονόμαζε ο Μαρξ τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Η πρώτη πράξη, το πρώτο βήμα προς την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής είναι η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και το τσάκισμα του αστικού κράτους που την υπηρετεί και την προστατεύει, δηλ. η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης με τη στενή της έννοια.
Με την πράξη αυτή, σύμφωνα με τον Ένγκελς, το προλεταριάτο που νικά, «μεταβιβάζει κατ' αρχήν τα μέσα παραγωγής στα χέρια του προλεταριακού κράτους, που, όσο αυτό είναι αναγκαίο, τα διαχειρίζεται στο όνομα της κοινωνίας». Αυτό ακριβώς έκανε η Οχτωβριανή επανάσταση. Η διαδικασία μεταβίβασης των μ.π. στα χέρια του κράτους άρχισε το 1917 και ολοκληρώθηκε το 1935 - 36 στη Σοβιετική Ένωση.
Τα μέσα παραγωγής έπαψαν πλέον να αποτελούν καπιταλιστική ιδιοκτησία, δεν κοινωνικοποιήθηκαν όμως ακόμα, δεν έγιναν κοινωνική ιδιοκτησία. Δεν είχαμε πλέον καπιταλισμό (η δυνατότητα απόσπασης υπεραξίας καταργήθηκε), ούτε σοσιαλισμό (τα μ.π. δεν μπορούσαν ακόμα να διατεθούν από κοινού). Τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν στα χέρια του κράτους, που τα διαχειρίζονταν στο όνομα της κοινωνίας. Είχαμε δηλ. μια μεταβατική κατάσταση, είχαμε μεταβατική ιδιοκτησία, μεταβατικές σχέσεις παραγωγής. Αυτή η κατάσταση στο δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είχε δυο δυνατότητες: Η να πισωγυρίσει στον καπιταλισμό, να παραδοθούν δηλ. ξανά τα μέσα παραγωγής στους καπιταλιστές ή να προχωρήσουμε μπροστά προς την κοινωνικοποίηση και το σοσιαλισμό. Καμιά τρίτη δυνατότητα δεν υπήρχε. Όσον καιρό καμιά από τις δυο δυνατότητες δεν είχε μετατραπεί σε πραγματικότητα, η κατάσταση δεν μπορούσε να αλλάξει, και οι μεταβατικές σχέσεις ιδιοκτησίας συνέχιζαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από τους διαχειριστές της, ανεξάρτητα δηλ. από το αν το κράτος ήταν κράτος τύπου Κομμούνας, δικτατορία του προλεταριάτου ολοκληρωμένη ή με υποχωρήσεις ή ήταν γραφειοκρατικοποιημένο εργατικό κράτος. Το αν υπήρχε κράτος τύπου Κομμούνας ή γραφειοκρατικοποιημένο κράτος, έκρινε το ποια από τις δυο δυνατότητες μπορούσε να πραγματωθεί, προς ποια λύση έγερνε η πλάστιγγα και όχι το ζήτημα της μεταβατικής ιδιοκτησίας επί της ουσίας.
Σε ολόκληρη την περίοδο ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης οι μεταβατικές σχέσεις ιδιοκτησίας ήταν παρούσες. Η καταργημένη ιδιωτική ιδιοκτησία ήταν η βάση αυτής της μεταβατικής κοινωνίας. Πάνω σ' αυτή τη βάση διεξάγονταν επί οκτώ και πάνω δεκαετίες σκληρή ταξική πάλη, γιγάντια σύγκρουση επανάστασης - αντεπανάστασης. Στη σύγκρουση αυτή είχαμε διάφορες φάσεις και σταθμούς που χαρακτήριζαν τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
Η καταργημένη ιδιωτική ιδιοκτησία, η μεγαλύτερη ως τώρα κατάκτηση του παγκόσμιου προλεταριάτου, αποτέλεσε βασικό στήριγμα της σοβιετικής εργατικής τάξης στον αγώνα της ενάντια στην αστική τάξη και τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Αποδείχτηκε σκληρό καρύδι και χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες από τότε που η σοβιετική εργατική τάξη άρχισε να χάνει την ταξική της κυριαρχία και οι συσχετισμοί να γέρνουν καθαρά υπέρ των αστικοποιημένων γραφειοκρατικών στρωμάτων, ώσπου η παγκόσμια αστική τάξη να πανηγυρίσει το τέλος της «ανωμαλίας» και την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
Από το 1917 ως το 1935 - 36 η επανάσταση προχωρούσε έστω μέσα από τεράστιες δυσκολίες και εμπόδια. Το νικηφόρο προλεταριάτο σημείωσε τότε μια μεγάλη νίκη, καθώς ολοκληρώθηκε η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Ταυτόχρονα όμως δέχτηκε και μια μεγάλη ήττα, καθώς ολοκληρώθηκε η διαδικασία απονεύρωσης της σοβιετικής εργατικής δημοκρατίας, προχώρησε η κοινοβουλευτικο-ποίηση των κρατικών οργάνων, των σοβιέτ, και η γραφειοκρατικοποίηση των διοικητικών και διευθυντικών οργάνων. Αυτό ήταν η αρχή του τέλους της προλεταριακής ταξικής κυριαρχίας που ολοκληρώθηκε μισό αιώνα αργότερα με την απώλεια της βασικής επαναστατικής κατάκτησης και το πισωγύρισμα στον καπιταλισμό.
Οι επαναστατικές κατακτήσεις δεν χάθηκαν σε μια κάποια ημερομηνία αλλά ύστερα από μια μακρόχρονη διαδικασία. Ο μαρξισμός δεν συντρίφτηκε το '35, το 56 κ.λ.π. αλλά ύστερα από μακρόχρονη διαμάχη, υπήρχε μέχρι το τέλος και μαχόταν έστω και κάτω) από αντίξοες συνθήκες. Η εργατική τάξη δεν εξουδετερώθηκε το '35 ή το 56, ούτε περιθωριοποιήθηκε σε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία αλλά επίσης ύστερα από μακρόχρονες διαδικασίες και πάλη.
Το 35 - 36 τα αστικοποιημένα γραφειοκρατικά στρώματα κέρδισαν μια μάχη βελτιώνοντας τη θέση τους στο συσχετισμό δύναμης. Αυτό δεν σημαίνει όμως καθόλου ότι όλα τέλειωσαν και κρίθηκε τότε κιόλας η τύχη της μεταβατικής κοινωνίας. Πολύ περισσότερο δεν σημαίνει βέβαια, πως τη θέση της μεταβατικής κοινωνίας πήρε ένας ιδιαίτερος «σοβιετικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός».
Τα επί της ουσίας ανεξέλεγκτα διοικητικά και διευθυντικά στρώματα, η αστικού τύπου γραφειοκρατία επηρέαζε πλέον αποφασιστικά τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο σε αστική τάξη δεν μπορούσε να μετατραπεί, ούτε καν είχε συνειδητοποιήσει μια τέτοια δυνατότητα. Έπρεπε στη δράση της να παίρνει υπόψη της τις εργατικές διαθέσεις και την πίεση της εργατικής τάξης. Έπρεπε να δρα στο όνομα της εργατικής τάξης και να ορκίζεται στο όνομα της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Οι φορείς της στο κράτος και το κόμμα, όσο περισσότερο απομακρύνονταν από την επανάσταση και τις μαρξιστικές θέσεις άλλο τόσο δυνάμωναν τους όρκους πίστης και πλήθαιναν τα Ζήτω στην επανάσταση και το μαρξισμό – λενινισμό.
Η γραφειοκρατία, ιδιαίτερα τα ανώτατα κλιμάκια της, ήταν ένα είδος εκπρόσωπος της παγκόσμιας αστικής τάξης, αφού η ύπαρξη της εμπόδιζε την κοινωνία να προχωρήσει μπροστά προς το σοσιαλισμό, που θα σήμαινε και την κατάργηση της. Ήταν δηλαδή απ' αυτή την άποψη μια αντεπαναστατική δύναμη. Πισωγύρισμα στον καπιταλισμό δεν μπορούσε να κάνει ούτε να μετατραπεί σε αστική τάξη, την εμπόδιζε σ' αυτό η καταργημένη ιδιωτική ιδιοκτησία. Ο μόνος δρόμος που της απέμεινε για να διατηρήσει τη θέση της, ήταν να συντηρήσει την κατάσταση που είχε. Αυτό όμως απαιτούσε και πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και βοήθεια σε διάφορα εθνικοεπαναστατικά κινήματα, πάλη που τις επέβαλε και το γεγονός ότι η Σ.Ε. ήταν παγκόσμια δύναμη.
Το ίδιο το ΚΚΣΕ δεν μετατράπηκε δια νυκτός και ξαφνικά και απότομα σε γραφειοκρατικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Πέρασε πολύς χρόνος και πολύ νερό κύλισε στο μοσχοβίτικο ποτάμι, ώσπου η πορεία αστικοποίησης του να φτάσει στο τέρμα της. και να εμφανιστούν στην ηγεσία του οι ανοιχτοί πια και συνειδητοί εκπρόσωποι της παγκόσμιας αστικής τάξης (Γκορμπατσόφ, Γιέλτσιν κ.λ.π.).
Η εργατική τάξη, από την άλλη, στην πορεία της διαπάλης, όλο και περισσότερο απο-πολιτικοποιούνταν, το μόνο που την ενδιέφερε πλέον ήταν να καλυτερεύσει κάπως τη θέση της, να διευρύνει τις παροχές του κράτους πρόνοιας. Όσο προχωρούσε η γραφειοκρατικοποίηση του ΚΚΣΕ άλλο τόσο έχανε την συνειδητή της πρωτοπορία και το πισωγύρισμα από «τάξη για τον εαυτό της» σε «τάξη καθ' εαυτή» ήταν αναπόφευκτο.
Η συγκρότηση μιας νέας συνειδητής πρωτοπορίας στις συνθήκες αυτές ήταν αδύνατο να υπάρξει. Κάθε συνειδητή φωνή καταπνίγονταν και οποιαδήποτε κίνηση για τη δημιουργία επαναστατικού κόμματος μπορούσε να καταγγελθεί ως κίνηση του ιμπεριαλισμού και να καταπνιγεί.
Μέσα σ' αυτή την κατάσταση η ε.τ. της Σ.Ε. ήταν αδύνατο να αντιδράσει. Χωρίς επαναστατική καθοδήγηση οδηγούνταν και έφτανε ως εκεί, που μπορεί να φτάσει αυθόρμητα. Ως την αστική πολιτική, και αυτή, της την πρόσφερε και της την παραχωρούσε η ηγεμονεύουσα γραφειοκρατία με ένα υποφερτό «κράτος πρόνοιας». Γιαυτό και, όταν εμφανίστηκαν στην ηγεσία του κράτους και του κόμματος οι ανοιχτοί πια και συνειδητοί εκπρόσωποι της παγκόσμιας αστικής τάξης (που βέβαια αναδείχτηκαν από τα σπλάχνα της γραφειοκρατίας και μέσα από τους μηχανισμούς της και αποτελούσαν τη μετεξέλιξη της), τα πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης όχι μόνον δεν αντέδρασαν αλλά ορισμένα τμήματα της επικρότησαν την πολιτική τους και πίεζαν να εφαρμοστεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Έτσι λοιπόν τα γραφειοκρατικά στρώματα διοίκησης και διεύθυνσης κατόρθωσαν να κάνουν το βήμα, και από σφετεριστές ενός τμήματος του υπερπροϊόντος που ήταν σε όλη την περίοδο, να μετατραπούν σε αστική τάξη. Και αυτό το κατάφεραν αφού επιτέλους μπόρεσαν να υποσκάψουν και να καταργήσουν την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και να παραμερίσουν κάθε στοιχείο του κεντρικού σχεδιασμού. Δεν ήταν λοιπόν κάποια «εκτελούσα τάξη» αυτή, που δεν μπόρεσε να αντιδράσει, ήταν η εργατική τάξη που έχασε την επαναστατική της πρωτοπορία και τον επαναστατικό της ορίζοντα, που κατέπεσε από «τάξη για τον εαυτό της», σε «τάξη καθ' εαυτήν» και κατέστη πλέον ανίκανη να υπερασπιστεί τις επαναστατικές της κατακτήσεις.
Ότι αφορά τώρα στο συμπέρασμα του Κ.Κ. για το βασικό νόμο του «σοβιετικού σχηματισμού», καλύτερα θα ήταν να μην το σχολιάσει κανείς, γιατί πρόκειται για μια κατασκευή, που αδικεί τη συνολική προσπάθεια που έκανε ο συγγραφέας. Θα πούμε μόνο τούτο, ότι «κατά προτεραιότητα ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας», που ο Κ.Κ. εμφανίζει ως βασικό νόμο της σοβιετικής κοινωνίας, έκανε κάθε κάπως σοβαρός καπιταλισμός.
Αν μπορεί κανείς να κάνει λόγο για βασικό νόμο οικονομικής ανάπτυξης της μεταβατικής κοινωνίας από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αυτός όφειλε να είναι η ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων. Και αυτός ήταν στη σοβιετική κοινωνία με όλους τους περιορισμούς που επέβαλαν οι γραφειοκρατικές στρεβλώσεις και ο ιμπεριαλιστικός περίγυρος.
Τέλος, λίγα λόγια για τις αντιθέσεις και τη βασική αντίθεση της σοβιετικής κοινωνίας. Στην κοινωνία αυτή, ως ακόμα ταξική κοινωνία, υπήρχαν αντιθέσεις. Ότι αφορά στη βασική αντίθεση αυτής της κοινωνίας, ο Κ.Κ. με το συμπέρασμα του δεν είναι καθόλου συνεπής με την ίδια την ανάλυση του. Ενώ το κύριο συμπέρασμα του είναι ότι στο «σοβιετικό σχηματισμό» υπήρχε κρατική ιδιοκτησία, και κατοχή, διαχείριση από τη «διευθύνουσα», ξαφνικά ανακαλύπτει τη βασική αντίφαση αυτού του «σχηματισμού», στην «αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στην ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων».
Τώρα, τι είδους «κοινωνική ιδιοκτησία» ήταν αυτή η κρατική ιδιοκτησία, που τη διαχειρίζονταν η «διευθύνουσα», δηλ το 3% της σοβιετικής κοινωνίας, αυτό αδυνατούμε να το κατανοήσουμε.
Η βασική αντίθεση της σοβιετικής κοινωνίας, ως μεταβατικής κοινωνίας, δεν ήταν άλλη από την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας στην τροποποιημένη της μορφή σε σχέση με την καπιταλιστική κοινωνία, από την ανατροπή της οποίας προήλθε. Η αντίθεση αυτή δεν λύθηκε με την ανατροπή, μπήκαν οι βάσεις για τη λύση της, άρχισε η διαδικασία λύσης της που ολοκληρώνεται στο σοσιαλισμό. Εξάλλου αυτή την αλήθεια την παραδέχεται εμμέσως ο ίδιος ο Κ.Κ. όταν σε άλλο σημείο του βιβλίου του γράφει: «Η ύπαρξη και κυριαρχία της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς συνεπάγεται ότι οι παγκόσμιες καπιταλιστικές σχέσεις διαπερνούν την παραγωγική διαδικασία της μεταβατικής περιόδου» (σ. 54). Όσο για τον άλλο «πόλο της αντίθεσης», τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, αυτές είναι κάτι το κανονικό στη μεταβατική κοινωνία, όπως και η διατήρηση του νόμου της αξίας με τους σχετικούς περιορισμούς που επιβάλει ο κεντρικός σχεδιασμός, και δεν έρχονται σε αντίθεση με την καταργημένη ιδιωτική ιδιοκτησία.
Όπως και να 'χει, παρά τα σοβαρά αυτά λάθη, που μειώνουν την αξία του βιβλίου, αυτό αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη συζήτηση και στην προσπάθεια να διερευνηθούν και να απαντηθούν τα προβλήματα που σχετίζονται με τις μεταβατικές κοινωνίες του 20ού αιώνα. Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο, που πρέπει να διαβαστεί.