Ο ιμπεριαλισμός και τα Βαλκάνια στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα (β')
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η εθνικιστικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια σίγησαν μερικώς, χωρίς ωστόσο να παραμεριστούν, πράγμα που οφειλόταν στις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη χερσόνησο με το πέρασμα όλων των χωρών της, πλην Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Τουρκίας, στο καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας.
Με τις ανατροπές του '89- '91 και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης άνοιξαν ξανά οι ασκοί του Αιόλου και οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί αναζωπυρώθηκαν. Τα εθνικά προβλήματα αξιοποιούνται πάλι στο έπακρο από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, οι ανταγωνισμοί των οποίων απελευθερώθηκαν με την εξάλειψη του αντίπαλου δέους.
Τα Βαλκάνια μετατράπηκαν ξανά σε αυτό που ήταν στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Μια ασταθής και πολυτάραχη περιοχή που λόγω της μεγάλης στρατηγικής σημασίας της αποτελεί στόχο επιρροής και ελέγχου για κάθε μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς αυτή η περιοχή ήταν η πρώτη, όπου επιχειρήθηκε ο διακανονισμός και το μοίρασμα ανάμεσα στους ανταγωνιζόμενους ιμπεριαλιστές με βάση τους νέους συσχετισμούς και τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Στα Βαλκάνια το εθνικό ζήτημα δεν πρόλαβε να λυθεί με φυσιολογικό και δημοκρατικό τρόπο, όπως αυτό έγινε στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η εθνική ολοκλήρωση και η εθνοκρατική συγκρότηση των βαλκανικών λαών δεν συντελέστηκε ομαλά και δημοκρατικά, καθώς λόγω της χρονικής καθυστέρησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η διαδικασία αυτή συνέπεσε με την εποχή που στον τότε αναπτυγμένο κόσμο ο καπιταλισμός είχε φτάσει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια λύθηκε κάτω από την άμεση επέμβαση του ιμπεριαλισμού, αντιδημοκρατικά και με τη βία. Σε καμιά άλλη περιοχή του κόσμου η ιμπεριαλιστική αρχή του διαίρει και βασίλευε δεν βρήκε μια τόσο απλή πρακτική εφαρμογή όπως στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι εθνικιστικές διαμάχες και οι εθνικές έριδες κατέστησαν τους λαούς της εύκολη λεία για όλους τους επίδοξους "προστάτες".
Οι ιμπεριαλιστές τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια κατόρθωσαν και πάλι να αξιοποιήσουν και να οξύνουν τις έριδες και τις διαμάχες. Διέλυσαν τη Γιουγκοσλαβία, δημιούργησαν και στοχεύουν να δημιουργήσουν κι άλλα προτεκτοράτα στην υπηρεσία τους για να διευκολύνουν την παράμβασή τους και να ελέγξουν και στο μέλλον την στρατηγικής σημασίας αυτή περιοχή.
Επιλέξαμε και μεταφράσαμε ένα κείμενο της Γ' Διεθνούς για την κατάσταση στις χώρες των Βαλκανίων και τις επιπτώσεις των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση της τότε πραγματικότητας και μπορεί να συμβάλλει θετικά στην εξαγωγή των απαραίτητων συμπερασμάτων για τη σημερινή πραγματικότητα, χρήσιμων στην πάλη για την εκδίωξη των ιμπεριαλιστών, για την ήττα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού γενικά, για την ενότητα και τη συναδέλφωση των λαών της Βαλκανικής.
Η ΤΡΙΤΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Van Ravensteyh: Εισηγητική ομιλία πάνω στο θέμα «Το Ανατολικό Ζήτημα» στο 3ο συνέδριο της ΚΔ (22/6-12/7/1921)
Σύντροφοι! Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης των Μουδανιών ένα τηλεγράφημα από τη Νέα Υόρκη πληροφορούσε ότι, σε επίσημο γεύμα της αμερικανικής Ένωσης τραπεζιτών στη Νέα Υόρκη, ο κύριος Μόργκενταου, ο οποίος διετέλεσε για μια σύντομη χρονική περίοδο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κωνσταντινούπολη, πήρε θέση για τη δραστηριότητα της Αγγλίας στην κρίση της Εγγύς Ανατολής. Ο Μόργκενταου εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη στάση της Αγγλίας και δήλωσε ότι η Αγγλία τις τελευταίες δύο εβδομάδες έσωσε τον πολιτισμό, προσθέτοντας: Κανένας εκτός απ’ αυτούς που ήταν σε θέση να γνωρίζουν το παρασκήνιο, δεν μπορούσε να ξέρει πόσο θαυμάσια δουλειά έκανε πάλι η Αγγλία. Αυτός ο εκπρόσωπος του αμερικάνικου τραπεζιτικού κεφαλαίου δήλωσε, λοιπόν, ότι για μια ακόμη φορά η Αγγλία υπήρξε ο σωτήρας της ανθρωπότητας και επιβεβαίωσε εκ νέου τον σωτήριο ρόλο της.
Σχεδόν τον ίδιο καιρό, στις 6 Οκτωβρίου, ο κ. Μπόναρ Λόου, πρώην υπουργός και ηγέτης του γιουνιονιστών στην αγγλική κάτω Βουλή, σε επιστολή του στους «Τάιμς» δήλωνε ότι βασικά επικροτεί τη στάση της κυβέρνησης στο ζήτημα της Εγγύς Ανατολής. Έγραφε: Εάν δεν είχε υπάρξει μια τόσο συγκεκριμένη προειδοποίηση προς τους Τούρκους, τότε, αυτοί ενθαρρυμένοι από τη νίκη τους, θα δοκίμαζαν να εισβάλουν στην Κωνσταντινούπολη και στη Θράκη. Το γεγονός ότι αποφεύχθηκε μιας μεγάλης έκτασης σφαγή στην Κωνσταντινούπολη και στα Βαλκάνια δεν αποτελεί απλά ένα ειδικό συμφέρον της Αγγλίας, είναι προς το συμφέρον ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Ο κ. Μπόναρ Λόου απείλησε μάλιστα τον γαλλικό ιμπεριαλισμό, ότι δεν θα μπορούσε πλέον να τον υποστηρίξει στην προσπάθειά του να συγκεντρώσει τα τεράστια ποσά, τα οποία, σύμφωνα με τη συνθήκη των Βερσαλιών, έπρεπε να αρπαχτούν από το γερμανικό λαό. Και ο κ. Μπόναρ Λόου που επί κυβέρνησης Λόυδ Τζωρτζ ήταν στενός του συνεργάτης, συνεργός και συνυπεύθυνος για όλες τις πράξεις της κυβέρνησης συνασπισμού, επαναλαμβάνει έτσι, τους ίδιους ισχυρισμούς που πρόβαλαν σ’ όλους τους τόνους, τόσο ο εκπρόσωπος του αμερικάνικου χρηματιστικού κεφαλαίου Μόργκεντάου όσο και ο ίδιος ο Λόυδ Τζωρτζ.
Τι τεράστια υποκρισία αντικρίζει κανείς ρίχνοντας μια μικρή μόνο ματιά πάνω στην τωρινή, νεώτατη κρίση στην Εγγύς Ανατολή. Μετά την εμπειρία ενός οκταετούς παγκόσμιου πολέμου και το παγκόσμιο χάος, κρατικοί παράγοντες όπως ο αγορολάγνης, ο πουριτανός υποκριτής Λόυδ Τζωρτζ, όπως ο γνήσιος εκπρόσωπος της καθυστερημένης αγγλικής μεσαίας τάξης Μπόναρ Λόου, έχουν ακόμα το θράσος να εμφανίζουν τη στάση της Αγγλίας και τα εγκλήματα της αγγλικής κυβέρνησης, που έφεραν για μια ακόμα φορά την Ευρώπη στο χείλος μιας τρομερής μαζικής σφαγής, ως αγώνα επικράτησης της τάξης και του δίκιου, ως αγώνα για τον πολιτισμό και την ανθρωπότητα. Θα ήταν ανήκουστο, αν δεν γνωρίζαμε τον ειδικά αστικό χαρακτήρα της αγγλοσαξωνικής πουριτανιστικής υποκρισίας αυτών των κυρίων, που είναι ταυτόχρονα η πιο αποκρουστική και η πιο εμμετική που υπήρξε ποτέ.
Η «Ισβέστια», η δική σας εφημερίδα, Ρώσοι σύντροφοι και συντρόφισσες, ένας κήρυκας της προλεταριακής μας αλήθειας, έγραφε κάποτε, με την ευκαιρία της διάσκεψης της Γενεύης:
«Η Αγγλία είναι η χώρα του Σαίξπηρ και του Λόυδ Τζωρτζ. Ο πρώτος ήταν ένας κωμωδός, ο δεύτερος επίσης. Ο πρώτος ήταν ο δημιουργός παγκόσμια ξακουστών δραμάτων, ο δεύτερος θα ήθελε πολύ να είναι κάτι τέτοιο. Ο πρώτος έκανε πολύ θόρυβο για το τίποτα, ο δεύτερος επίσης. Ο πρώτος έβαλε το ερώτημα: Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ο δεύτερος βρίσκεται μπροστά στο ίδιο ερώτημα. Η μοναδική διαφορά ανάμεσα στους δύο είναι:
Ο πρώτος κέρδισε με ειρηνικό τρόπο, χάρη στη μεγαλοφυΐα του, μια θέση στην ιστορία. Ο δεύτερος κατέκτησε αυτή τη θέση με τη βία».
Η προλεταριακή εφημερίδα είχε και με τη βαθύτερη έννοια δίκαιο. Ο παραλληλισμός ανάμεσα στον Σαίξπηρ και το πνεύμα του από τη μια, και τη σημερινή αστική υποκρισία από την άλλη, όπως αυτή εκδηλώνεται σε έναν Μπόναρ Λόου ή σε έναν Λόυδ Τζωρτζ, αποκαλύπτει την αβυσαλέα διαφορά ανάμεσα στην ανερχόμενη αστική κουλτούρα της Αναγέννησης στην πιο ψηλή της δυτικοευπωραϊκή μορφή έκφρασης, πριν ακόμα φανεί η χαραυγή της προλεταριακής κουλτούρας, και στο σημείο κατάπτωσης αυτής της κουλτούρας, στην εποχή του ιμπεριαλισμού που πεθαίνει. Μοιάζει με την πτώση από τη μεγαλύτερη βουνοκορφή στο βρώμικο βάλτο της αποσύνθεσης.
Η ουσία του ανατολικού ζητήματος*
Δεν υπάρχει, ίσως, χτυπητότερο παράδειγμα που να καταδείχνει τις καταστροφικές για τον πολιτισμό επιδράσεις του ιμπεριαλισμού, από το ανατολικό ζήτημα. Εδώ και έναν αιώνα το ανατολικό ζήτημα είναι το ζήτημα της μελλοντικής προοπτικής της τέως Τουρκικής Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα είναι το ζήτημα, σε ποια κατάσταση θα περιέλθουν οι χώρες και οι λαοί που αποτελούν τη γέφυρα περάσματος από τη Νότια Ευρώπη προς την Ασία. Πριν καλά-καλά εμφανιστεί ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός, η θέση αυτών των χωρών αποτέλεσε φυσικά ένα ιμπεριαλιστικό πρόβλημα πρώτιστης γραμμής, ένα φλέγον και κομβικό σημείο ιμπεριαλιστικών τριβών.
Σύντροφοι και συντρόφισσες. Επιτρέψτε μου να κάνω μια μικρή ιστορική αναδρομή, για να μπορέσουμε να δούμε το ζήτημα της Εγγύς Ανατολής από ιστορική σκοπιά, ένα ζήτημα που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για ολόκληρο το παγκόσμιο και ιδιαίτερα για το ρωσικό προλεταριάτο.
Πριν από έναν αιώνα, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Ναπολέων μπορούσε με ένα κάποιο ιστορικό δικαίωμα να ισχυριστεί; Όποιος είναι κυρίαρχος της Κωνσταντινούπολης είναι και κυρίαρχος του κόσμου, δηλαδή του τότε κόσμου του προϊμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Σε γενικές γραμμές αυτό ήταν σωστό, διότι η Κωνσταντινούπολη κυριαρχούσε πάνω στους δρόμους σύνδεσης με τις Ινδίες.
Ολόκληρος ο 18ος αιώνας ήταν γεμάτος από τη διαμάχη του γαλλικού και αγγλικού εμπορικού καπιταλισμού για μια κυρίαρχη εμπορική θέση επί της Αμερικής και των Ινδιών. Στον 7χρονο πόλεμο φάνηκε προς στιγμήν ότι η μάχη κρίθηκε ήδη υπέρ του βρετανικού κεφαλαίου. Και όμως, η εξέγερση των αμερικανικών αποικιών κλόνισε εκ νέου την αγγλική κυριαρχία. Έτσι η αποφασιστική μάχη άρχισε μόλις το 1793, με την Αγγλία να αγωνίζεται ενάντια στην γαλλική αστική επανάσταση και για την απόλυτη κυριαρχία των θαλασσών, μια κατάσταση που συνόδευσε τη μεγάλη αστική επανάσταση. Ο Ναπολέων δεν ήταν τίποτα άλλο από εκφραστής του γαλλικού εμπορικού κεφαλαίου του 18ου αιώνα, το οποίο κυρίευσε με πολεμικό τρόπο ολόκληρη τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Η πορεία προς τη Μόσχα – θα μπορούσατε, Ρώσοι σύντροφοι, να είχατε γιορτάσει την 110η επέτειο αυτών των γεγονότων, καθώς φέτος συμπληρώθηκαν 110 χρόνια από τότε που στις 15 και 16 Σεπτεμβρίου καιγόταν η Μόσχα και στις 19 Οκτωβρίου άρχισε η υποχώρηση του στρατού του Ναπολέοντα – ήταν απλά η τελευταία κίνηση στη σκακιέρα αυτού του πελώριου δράματος στην παγκόσμια ιστορία, μια κίνηση που στόχευε να θέσει τον νεαρό ακόμα τσαρικό δεσποτισμό στην υπηρεσία των κοσμοκρατορικών σχεδίων του Ναπολέοντα. Ο Ναπολέων ήθελε μέσω Μόσχας να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη και μέσω αυτής της πόλης της Ανατολής να επιφέρει το θανατηφόρο χτύπημα επί της Αγγλίας, στην πραγματική ανατολή, στις Ινδίες. Ολόκληρη η Εγγύς και Μέση Ανατολή ήταν σ’ αυτό το πελώριο παιχνίδι ένα απλό πιόνι του σκακιού. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Ναπολέων έχασε το παιχνίδι. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του κοσμοκατακτητή, τα μεγαλύτερα που επινόησε ανθρώπινος νους μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, συντρίφτηκαν στην αχανή ρωσική γη από τη δύναμη της νεαρής ακόμα Ρωσίας.
Η Αγγλία βγήκε νικήτρια από την αιώνια διαμάχη. Το αγγλικό εμπορικό κεφάλαιο κατέκτησε τη νίκη σε όλους τους ωκεανούς της γης, και απ’ αυτή τη στιγμή μπορούσε ήσυχα να συνεχίσει την παραπέρα ανάπτυξή του προς μια ανώτερη φάση, τη φάση του σύγχρονου βιομηχανικού καπιταλισμού. Το έδαφος ξεκαθαρίστηκε και είχαν τεθεί οι βάσεις για τη μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη, που ως τότε ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί, για την παγκόσμια Βρετανική Αυτοκρατορία των πέντε ηπείρων, που εκτείνονταν από το Βόρειο ως το Νότιο πόλο και περιελάμβανε όλους τους ωκεανούς. Η Ωκεανία γεννήθηκε στην πραγματικότητα.
Οι φάσεις του ανατολικού ζητήματος
Σύντροφοι και συντρόφισσες. Η ρήση, «όποιος είναι κυρίαρχος της Κωνσταντινούπολης είναι και κυρίαρχος του κόσμου», δεν έχει πλέον εκείνη την ισχύ που είχε σε εκείνους τους καιρούς που ήδη φαντάζουν πολύ απόμακροι. Ο καπιταλιστικός κόσμος μεγάλωσε, τα προβλήματα της παγκόσμιας πολιτικής επεκτάθηκαν και γιγαντώθηκαν, όπως και ο σύγχρονος καπιταλισμός. 100 χρόνια πριν, η Άπω Ανατολή δεν βρισκόταν ακόμα στο επίκεντρο των παγκόσμιων προβλημάτων. Η Αφρική σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν ακόμα καλά-καλά γνωστή. Θα ήταν όμως χρήσιμο να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στις διάφορες φάσεις που πέρασε το ανατολικό ζήτημα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Το 1821 και η έξοδος των Ελλήνων
Μια νέα φάση του ανατολικού ζητήματος άρχισε περίπου 100 χρόνια πριν, το 1821, με την εξέγερση του τότε ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή του Αιγαίου πελάγους. Η εξέγερση αυτή ήταν μια έμπρακτη απόδειξη της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που αν και είχε ήδη αρχίσει τον 18ο, έγινε απειλητική και καταστροφική μόλις τον 19ο αιώνα. Τον ίδιο περίπου καιρό, πάνω απ’ τον κόσμο της Εγγύς Ανατολής επικάθεται όλο και περισσότερο, ως απειλητική σκιά, η δύναμη του τσαρικού δεσποτισμού.
Ο τσαρισμός, που κατά το 18ο αιώνα αποτελούσε ακόμα απλά μια μισοευρωπαϊκή δύναμη, που δεν είχε καμιά ή σχεδόν καμιά συμμετοχή στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, και εν πάσει περιπτώσει δεν αναγνωριζόταν από τις μεγάλες δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις ως αντάξιός τους, τραβήχτηκε από τη διαλεκτική της ιστορίας σε όλες τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες υποθέσεις. Η πορεία του Ναπολέοντα προς τη Μόσχα είχε παγκόσμια ιστορική σημασία για τον ιδιαίτερο λόγο, ότι είχε ως συνέπεια την πορεία της Μόσχας προς το Παρίσι. Οι χώρες της Βόρειας Θάλασσας, που ποτέ ως τότε, δεν είχαν γνωρίσει ανατολικοευρωπαίους κατακτητές, αντίκριζαν για πρώτη φορά τους γυιους των Ουραλίων και της Υπερκασπίας, που, υπηρετώντας το αγγλικό κεφάλαιο, νίκησαν το γαλλικό εμπορικό κεφάλαιο.
Από το 1812 η Ρωσία δεν ήταν απλά μια ακόμα παγκόσμια δύναμη, ήταν μια από τις μεγάλες δυνάμεις και μάλιστα η μεγαλύτερη μεγάλη δύναμη μετά την Αγγλία.
Και από το 1815 το ανατολικό ζήτημα γίνεται επίσης, και προπαντός, ένα ρωσικό ζήτημα με διπλή έννοια. Για την ίδια τη Ρωσία το ζήτημα της επέκτασής της και της εξόδου της προς τη Μεσόγειο γίνεται κυρίαρχο ζήτημα της εξωτερικής της πολιτικής, ακριβώς όπως στις μέρες του Πέτρου του πρώτου είχε γίνει το ζήτημα της εξασφάλισης μιας «πόρτας» και ενός «παραθύρου» προς τη θάλασσα της Βαλτικής. Η ανησυχία για το ενδεχόμενο να αποκτήσει στην πορεία η Ρωσία την κληρονομιά των Βυζαντινών και των Σουλτάνων, να γίνει ξανά η Αγία Σοφία η μητρόπολη της Ελληνορωσικής εκκλησίας και συνεπώς να γίνει η Ρωσία μια δύναμη της Μεσογείου, αναγορεύεται από τα δυτικά μεγάλα κράτη σε πρωταρχικό τους πολιτικό ζήτημα. Η εξέγερση και ο απελευθερωτικός πόλεμος των Ελλήνων υποστηρίχτηκε από τη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι στρεφόταν ενάντια στη νομιμοποιημένη αυταρχία του σουλτάνου και μολονότι οι Έλληνες είχαν τη συμπαράσταση όλων εκείνων, που στην τότε Ευρώπη ίσχυαν ως «φιλελεύθεροι», δηλαδή επαναστάτες. Αυτή η εξέγερση περιείχε ήδη το σπέρμα της νεότερης φάσης του ανατολικού ζητήματος κατά το 19ο αιώνα και μάλιστα περιείχε το σπέρμα της ιμπεριαλιστικής του φάσης που προηγήθηκε του παγκόσμιου πολέμου. Γιατί; Διότι η Ρωσία, αξιοποιώντας την εξέγερση αυτή, διεκδικούσε στην πραγματικότητα τη θέση μιας μεσογειακής δύναμης. Σ’ αυτή τη διεκδίκηση της Ρωσίας και μάλιστα στη διεκδίκησή της για ελεύθερη διέλευση των στενών εμπεριέχονταν από κοσμοϊστορική άποψη η σύγκρουση με την Βρετανική Αυτοκρατορία, που στις αρχές ακόμα του 19ου αιώνα είχε ήδη επιμελώς φροντίσει να μετατρέψει τη Μεσόγειο Θάλασσα σε μια στρατηγικά κατειλημμένη θαλάσσια οδό προς τις Ινδίες.
Η σύγκρουση αυτή, μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, δεν ξαναεμφανίστηκε πια ανοιχτά καθ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια του 19ου αιώνα. Έμεινε κάτω από την επιφάνεια των πολιτικών φαινομένων. Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η σύγκρουση μετατοπίστηκε στο παρασκήνιο λόγω του γεγονότος, ότι, μετά το συνέδριο του Βερολίνου, η πρωσική Γερμανία έγινε με γρήγορους ρυθμούς ένας σημαντικός παράγοντας στις τουρκικές υποθέσεις. Και όμως η Ρωσο-Βρετανική αντίθεση πρόβαλε ξανά με μεγαλύτερη ένταση μόλις η Γερμανία εξαφανίστηκε ως δύναμη από το παιχνίδι του γιγάντιου ανταγωνισμού δυνάμεων.
Στον παγκόσμιο πόλεμο ο τσαρισμός πολεμούσε ενάντια στους Γερμανούς στο πλευρό του Βρετανικού ιμπεριαλισμού, ελπίζοντας να αρπάξει την Κωνσταντινούπολη, ακριβώς όπως το 1812 στο πλευρό της Αγγλίας ενάντια στη Γαλλία. Μόλις ο γερμανικός ιμπεριαλισμός ηττήθηκε στον πόλεμο, έγιναν αυτόματα πάλι φανερές οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Αγγλίας και της Ρωσίας. Τώρα όμως το ρωσικό συμφέρον μετατράπηκε σε συμφέρον για την πραγματική ελευθερία των στενών και αυτό είναι το συμφέρον της προλεταριακής Ρωσίας. Το συμφέρον της προλεταριακής Ρωσίας για την ελευθερία των στενών είναι όμως ταυτόχρονα και συμφέρον του παγκόσμιου προλεταριάτου. Ελευθερία των στενών δεν σημαίνει τίποτα άλλο από το να μην κυριαρχείται αυτός ο παγκόσμιος οδικός κόμβος από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό.
Απ’ αυτή την άποψη το συμφέρον της σημερινής προλεταριακής Ρωσίας δεν ταυτίζεται μόνο με τα συμφέροντα όλων των άλλων λαών που ζουν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και με το συμφέρον του προλεταριάτου των δυτικών χωρών.
Σύντροφοι! Αυτό το πεδίο σύγκρουσης, ολόκληρο το ανατολικό ζήτημα, το οποίο από το 1821 και μετά έγινε κομβικό σημείο της δυτικοευρωπαϊκής διπλωματίας και πολιτικής και κίνδυνος για τους λαούς, έχει τις ρίζες του στην κοσμοϊστορική πραγματικότητα ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει στις αρχές του 19ου αιώνα, και ξαφνικά δεν φαινόταν να είναι πλέον βιώσιμη.
Η επανάσταση των Νεοτούρκων το 1909
Ας ρίξουμε ακόμα μια ματιά στις φάσεις αυτής της κατάρρευσης. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη δεν αποτελούσε πλέον μια πραγματική ενότητα. Οι μεγάλοι πασάδες στις επαρχίες είχαν μετατραπεί σε πραγματικά ανεξάρτητους σατράπηδες! Ωστόσο μετά την έξοδο των Ελλήνων εγκαινιάστηκε μια περίοδο μεταρρυθμίσεων, καθώς η Αυτοκρατορία αναδιοργανώθηκε από τον Ρεσίτ Πασά. Επί Ρεσίτ Πασά και επί Αλή και Φασάτ Πασά δημιουργήθηκε μια κραταιά γραφειοκρατία, η οποία για να υποτάξει τους σατράπηδες στις επαρχίες χρησιμοποίησε τα νέα μέσα που πρόσφερε ο νεαρός καπιταλισμός και ιδιαίτερα τον τηλέγραφο. Οι διοικητές των επαρχιών, οι περισσότεροι ταπεινής καταγωγής, δεν αποτελούσαν πλέον ανεξάρτητους ηγεμόνες αλλά όργανα της Πύλης. Αυτό το σύστημα συνέθετε τελικά το δεσποτισμό του Αβδούλ Χαμίτ, ένα σύστημα που βασιζόταν απλά στο χαφιεδισμό και τον έλεγχο δια μέσω παρασιτικών στοιχείων της Πύλης. Αυτό το σύστημα κατέρρευσε το 1909. Η γραφειοκρατία που έκανε πάλι δυνατή την ύπαρξη του δεσποτισμού σε ανώτερη μορφή, που έπεσε η ίδια θύμα του δεσποτισμού, τον ανέτρεψε τη χρονιά της λεγόμενης τουρκικής επανάστασης. Ο Μπράιλσφορντ, ένας αστός ιστορικός, σκιαγράφησε αυτήν την περίοδο σύντομα και παραστατικά, ως μία χρεοκοπημένη αναρχία. Αλλά απ’ αυτή τη χρεοκοπημένη αναρχία, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός ήξερε να αποκομίζει σταθερά και σημαντικά κέρδη.
Η απαράμιλλη προμαχός μας και θεωρητικός, Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο μεγαλύτερο και καλύτερο θεωρητικό της έργο απέδειξε ότι η διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ύπαρξη μιας μη καπιταλιστικής περιφέρειας, επί της οποίας να δρα καταστροφικά. Με άλλα λόγια, η συσσώρευση κεφαλαίου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την καταστροφή παλιότερων, προκαπιταλιστικών μορφών παραγωγής.
Αλλά ανεξάρτητα από οποιαδήποτε θεωρητική απόδειξη, αποτελεί ακλόνητο γεγονός, ότι, ιστορικά η καπιταλιστική συσσώρευση σε όλες τις φάσεις της, και στην τελευταία της, δεν πραγματοποιείται και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ύπαρξη μιας μη καπιταλιστικής περιφέρειας. Δίπλα στα θαυμάσια παραδείγματα που μας έδωσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της, η ιστορία ολόκληρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελεί ένα από τα πιο χτυπητά ιστορικά παραδείγματα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ απέδειξε επίσης ότι η συσσώρευση σε όλες τις ιστορικές της φάσεις δεν μπορεί να κατανοηθεί, και ιστορικά δεν είναι πραγματοποιήσιμη χωρίς την άσκηση της γυμνής βίας. Όλη η αποικιοκρατική πολιτική του Καπιταλισμού από τον 15ο ως τον 20ο αιώνα – δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς πολύ γι’ αυτό – είναι μια αδιάκοπη σειρά άσκησης βίας. Και οι μορφές της βίας είναι πολυποίκιλες. Μια από τις κυριότερες μορφές αποτελεί η καταστροφή της φυσικής Οικονομίας καθώς και όλων των προκαπιταλιστικών μορφών οικονομίας. Το κεφάλαιο χρησιμοποιεί γι’ αυτό διάφορα μέσα και δρόμους. Ένα από αυτά τα μέσα, το πιο σημαντικό, είναι παντού η συνεχής αύξηση των φορολογικών βαρών. Και στην τουρκική Αυτοκρατορία η ανάπτυξη έγινε με τον ίδιο τρόπο όπως ακριβώς στις Βρετανικές Ινδίες, στις Ολλανδικές Ινδίες, στις Γαλλικές Βορειοαφρικανικές κτήσεις και σε όλες τις νέες αποικιακές χώρες. Ο γνωστός ριζοσπάστης Άγγλος συγγραφέας Μπράλσφόρντ, τον οποία ανέφερα προηγούμενα, έφτασε ήδη πριν από χρόνια στα ίδια συμπεράσματα με τους μαρξιστές. Στο θαυμάσιο έργο του «Μακεδονία» στο οποίο περιέγραφε τον αγώνα των επαναστατικών σλαβικών εθνοτήτων στην Τουρκία του Αβδούλ Χαμίντ, λέει π.χ.:
«Στο βαθμό που ο Αβδούλ Χαμίντ, από τον καιρό των Κριμαϊκών πολέμων και μετά, τα κατάφερε να επιβάλλει στους Τούρκους μια απατηλή όψη πολιτισμού, από τότε η ευρωπαϊκή επιρροή προώθησε μόνο την αδυναμία και την κατάρρευση».
Και συνεχίζει:
«Μια ίσως πιο σημαντική επιρροή άσκησαν οι λεγόμενες διομολογήσεις, που δημιούργησαν για τους υπηκόους των λεγόμενων πολιτισμένων κρατών ένα κράτος εν κράτει».
Οι διομολογήσεις, ιστορική αφετηρία των οποίων ήταν η δύναμη της Οθωμανικής κυριαρχίας και η αδυναμία των ξένων καπιταλιστών εμπόρων της Δύσης, έγιναν εξαιτίας της ιστορικής εξέλιξης, μια από τις βασικές αιτίες της αδυναμίας της Ανατολής και ιδιαίτερα της Τουρκάις.
Στην δικαιακή και οικονομική θέση των ξένων καπιταλιστών στην Τουρκία αντικαθρεφτιζόταν με ακριβή τρόπο η σχέση του κεφαλαίου προς τους αδύναμους και αδύνατους λαούς της Ανατολής, τους οποίους αντιμετώπιζε ως αντικείμενο εκμετάλλευσης, tailables et corveables a merci. Η θέση αυτών των ξένων καπιταλιστών ήταν σχεδόν πανομοιότυπη με την προνομιούχα θέση των ευγενών στις παλιές μοναρχίες πριν την αστική επανάσταση. Και αυτοί όπως και εκείνοι δεν πλήρωναν απολύτως κανένα φόρο, απολάμβαναν όλα τα δικαιώματα, ακόμα και το δικαίωμα να τσαλαπατούν τον όχλο. Η διαφορά είναι μόνο τούτη, ότι αυτοί οι σύγχρονοι καπιταλιστές ευγενείς στην Τουρκία καθώς και στις άλλες χώρες της Ανατολής ήταν επιπλέον και ξενόφερτοι. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση θα επέβαλαν και στη Ρωσία οι δυτικοευρωπαίοι καπιταλιστές μετά τον πόλεμο αν είχαν κατορθώσει να συντρίψουν με το σπαθί και το δηλητήριο την προλεταριακή επανάσταση. Με λίγα λόγια, στις διομολογήσεις βρίσκεται δηλαδή ο πυρήνας της κυριαρχίας των ξένων καπιταλιστών επί της Ανατολής, την οποία δεν απομυζούν μόνο αλλά και την υποβιβάζουν.
Είναι αυτονόητο, η σημερινή νέα Τουρκία, που με τη βοήθεια των αγροτικών της μαζών νίκησε τους μισθοφόρους του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, να απαιτήσει κατά τις διαπραγματεύσεις ειρήνης την κατάργηση των διομολογήσεων, και η ικανοποίηση αυτής της απαίτησης θα είναι εκ του ουκ άνευ (condition sine qua non).
Απ’ αυτές τις λίγες, ιστορικές παρατηρήσεις συνάγεται ήδη πως θεμελιακό ζήτημα για την Τουρκία καθώς και για όλους τους λαούς της Ανατολής, είναι η κατάργηση των διομολογήσεων. Όσο αυτές παραμένουν σε ισχύ, το καθεστώς της ταπείνωσης απέναντι στους Ευρωπαίους καπιταλιστές θα συνεχίζεται αναλοίωτο.
Οι βαλκανικές ιδιομορφίες
Οι συνέπειες της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορούν ακόμα να υπολογιστούν, αν ληφθούν υπόψη, οι γεωγραφικές, εθνογραφικές και ιστορικές συνθήκες της βαλκανικής χερσονήσου. Αυτές οι συνθήκες είναι πολύ σημαντικές και από την εξέταση τους βγαίνει το χρήσιμο και για το μέλλον συμπέρασμα, ότι δεν ήταν καθόλου τυχαίο, που τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη νεότερη ιστορία, τα Βαλκάνια αποτελούσαν μαζί με την Ανατολία ένα ενιαίο σύνολο. Όπως, ανάμεσα σε άλλα, απόδειξε ο μεγάλος Σέρβος γεωγράφος Cvijic, η βαθύτερη αιτία όλων των ιστορικών προβλημάτων της Βαλκανικής χερσονήσου βρίσκεται στον ιδιόμορφο γεωγραφικό της χαρακτήρα. Ενώ στις δύο άλλες νοτιοευρωπαϊκές χερσονήσους αναπτύχθηκαν βασικά όμοιες εθνότητες και πολιτισμοί, στη Βαλκανική δεν συνέβη κάτι τέτοιο, απεναντίας.
Αυτό αποτελεί για τους λαούς της Βαλκανικής και τις εθνότητες που την κατοικούν το πιο ισχυρό διαχωριστικό στοιχείο. Αλλά το Αιγαίο πέλαγος είναι και σήμερα, όπως και στον καιρό της αρχαίας Ελλάδας όχι διαχωριστικό μα ενοποιητικό στοιχείο. Άμεσο αποτέλεσμα των γεωγραφικών συνθηκών είναι η φοβερή πολυμορφία των εθνογραφικών, ανθρωπογεωγραφικών και πολιτισμιακών στοιχείων στη Χερσόνησο. Γεωγράφοι όπως ο Cvijic διακρίνουν όχι λιγότερους από 4 πολιτισμούς και τουλάχιστον 6 γλώσσες. Και πάνω στο έδαφος αυτών των γεωγραφικών δεδομένων – τα δεδομένα αυτά ισχύουν και για τη Ρωσία, όπως απόδειξαν οι μεγάλοι μας δάσκαλοι Μαρξ και Ενγκελς στις ξακουστές αναλύσεις τους για τον Κριμαϊκό πόλεμο – που σε τελευταία ανάλυση είναι καθοριστικά για τις τύχες των λαών, έπρεπε να συμπεράνει κανείς ακόμα πριν τους Βαλκανικούς πολέμους, ότι η μοναδική ικανοποιητική λύση των Βαλκανικών προβλημάτων βρίσκεται στην ενότητα των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής, ιδιαίτερα όμως στην ενότητα της ίδιας της Βαλκανικής.
Με βάση αυτό το συμπέρασμα οι σοσιαλιστές των Βαλκανίων διαμόρφωσαν το πρόγραμμά τους ήδη πριν τους Βαλκανικούς πολέμους. Και ήταν ο τσαρισμός εκείνος, που με την αχρεία διπλοπρόσωπη πολιτική του και μαζί με τις άλλες μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσπαθούσε συνεχώς και με όλη του τη δύναμη να εμποδίσει την συνένωση των Βαλκανικών λαών.
Ποια ήταν η κατάσταση στη Βαλκανική ήδη τα τελευταία χρόνια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα; Ο Μπραϊλσφόρντ π.χ. διαπίστωνε ήδη το 1903: Δεν υπάρχει πουθενά στη γη άλλος τόπος όπου η εθνική ιδέα να έχει προξενήσει τόσο μεγάλη καταστροφή, ξεπεράσει κάθε μέτρο και μετατραπεί σε παραφροσύνη όπως στη Μακεδονία.
Ο ίδιος καταδίκαζε ταυτόχρονα τα εγκλήματα της αγγλικής διπλωματίας που αρνήθηκε το 1877 να επιτρέψει την ελευθερία της Μακεδονίας φοβούμενη μην περιέλθει σε μια Μεγάλη Βουλγαρία, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μεγάλο σύμμαχο της Ρωσίας. Στη Μακεδονία, στο τμήμα αυτό της χερσονήσου, ο πόλεμος ανάμεσα στις εθνότητες έπαιρνε από τα τέλη του 19ου αιώνα όλο και πιο αποτρόπαιες μορφές. Η πραγματικότητα έδειχνε ότι το ζήτημα, αν ο μακεδονικός πληθυσμός ανήκει σε τούτο ή το άλλο Βαλκανικό κράτος, δεν ήταν δυνατόν να λυθεί. Όλα τα φρικιαστικά κακουργήματα, οι αναρίθμητοι φόνοι, οι βιαιότητες και οι αποτροπιασμοί των φοβερών χρόνων των μακεδονικών εξεγέρσεων, που εκδηλώθηκαν πριν την τουρκική επανάσταση, εγγράφονται στον αιματηρό κατάλογο των καπιταλιστικών κυβερνήσεων. Όλες οι φρικαλαιότητες που ακόμα και σήμερα μετά την εμπειρία της αιματηρής εποχής μας, μας προκαλούν αποτροπιασμό εγγράφονται επίσης στον κατάλογο του καπιταλισμού όπως όλο το αίμα που χύθηκε στον παγκόσμιο πόλεμο, στις επαναστάσεις και τώρα στον τουρκο-ελληνικό πόλεμο. Είναι η ίδια τεράστια αλυσίδα του φονικού κακουργήματος.
Ο Μπραϊλςφόρντ, ήδη τότε, το 1903, παρέπεμψε εκτός από τον θλιβερό ρόλο των μεγάλων δυνάμεων, και σε έναν ακόμα παράγοντα του ολέθρου και της καταστροφής. Αυτός ο παράγοντας που ασκεί και σήμερα σε ευρεία έκταση τη μοιραία του επιρροή δεν είναι άλλος από την εξουσία των Χριστιανών παπάδων. Ο Μπραϊλςφορντ τους γνώρισε από κοντά και επί τόπου, και αφού πληροφορήθηκε για την τεράστια εξουσία τους πάνω στους απλούς αγρότες – δεν θα ονομάζονταν άνευ λόγου δεσπότες – έγραφε:
«Καταγίνονται με μισαλόδοξα παζαρέματα. Ασχολία τους είναι η προπαγάνδα. Ο σταυρός στην Ανατολή μετατράπηκε τόσο πολύ σε απλό σύμβολο του πολέμου, έτσι που είναι πάρα πολύ δύσκολο, να μιλήσει κανείς διαφορετικά για τον ορθόδοξο χριστιανισμό παρά με αρνητικό τρόπο».
Συμπέρανε ότι στον ορθόδοξο κλήρο δεν απέμεινε πλέον ούτε ίχνος ανθρωπιστικών αισθημάτων. Έδειξε διεξοδικά πόσο βαθιά στη βαρβαρότητα βυθίστηκε η ελληνική εκκλησία. Οι διάφοροι υπηρέτες του Χριστού καταπολεμούν ο ένας τον άλλον, βρίσκονται στα μαχαίρια ή φανατίζουν συνεχώς τους πιστούς στο φόνο και στο έγκλημα, αν και είναι όχι μόνο υπηρέτες της ίδιας πίστης αλλά και της ίδιας εκκλησίας, μιας και η βουλγαρική-σχισματική εκκλησία διαφέρει από την ελληνοορθόδοξη μόνο κατά το ότι έχει μια ξεχωριστή διοίκηση. Αυτοί οι άνθρωποι προέτρεπαν λοιπόν συνεχώς σε φόνους και δεν είχαν σ’ αυτό καθόλου ευγενέστερα κίνητρα από τα κίνητρα των εμπόρων όταν ο ένας θέλει να γονατίσει τον άλλον. Και αυτή η ιστορική πραγματικότητα έχει μέγιστη σημασία για την σημερινή κατάσταση αν πάρει κανείς υπόψη του τον ρόλο που έπαιξε ο ελληνικός κλήρος του Φαναρίου στη νεότατη Ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση. Ήταν ένας ρόλος εξίσου αποτρόπαιος και θηριώδης. Η ορθόδοξη εκκλησία στην Εγγύς Ανατολή είναι από την εποχή του Μεσαίωνα ένα καθαρό όργανο κοσμικής εξουσίας χωρίς πνευματικούς ή ψηλότερους σκοπούς, μια μηχανή για την εκμετάλλευση της αμάθειας, της φτώχιας, της δεισιδαιμονίας και του φόβου του τρομοκρατημένου φτωχού αγροτικού πληθυσμού.
Ο ιταλο-τουρκικός πόλεμος
Η εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων, των πολέμων δηλαδή που προκλήθηκαν από τον ιμπεριαλισμό, άνοιξε για την Οθωμανική Αυτοκρατορία οριστικά το 1911 με τον ιταλικό τριπολιτάνικο τυχοδιωκτισμό. Απλά μπορεί κανείς να διαπιστώσει: Μέχρι τότε ο ιμπεριαλισμός δεν είχε προβάλλει ακόμα με τόση αυθάδεια. Για την προσάρτηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης από μέρους της Αυστρίας, το 1908, απαριθμήθηκαν τουλάχιστον κάποιες δικαιολογίες όπως π.χ. ότι η κατάληψή τους είχε ήδη διαρκέσει αρκετά χρόνια με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τετελεσμένα. Για την ιταλική δολοφονική επίθεση δεν υπήρξε ούτε ίχνος δικαιολόγησης εκτός από τη δικαιολογία που έχουν τα αρπακτικά στη λεία τους, δηλαδή την αρπαχτική τους όρεξη. Όποιος θυμάται τις ιδιαιτερότητες αυτής της περίπτωσης, ξέρει, ότι αυτή η αρπαχτική εκστρατεία επιβλήθηκε στην ακόμα πάντοτε φτωχή Ιταλία από μερικές μεγάλες τράπεζες, οι οποίες αποκάλυψαν με ανοιχτή κυνική ειλικρίνεια τις κερδοσκοπικές τους δραστηριότητες.
Η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο, επειδή το θέλησε η Banca di Roma. Η αρπαχτική εκστρατεία αποτέλεσε ένα επαίσχυντο παράδειγμα ιμπεριαλιστικής αναίδειας. Ο ιταλοτουρκικός πόλεμος περιορίστηκε όπως είναι γνωστό, σε τοπικό επίπεδο, δεν γενικεύτηκε. Και αυτό, γιατί, εκτός των άλλων, η Ιταλία το σκέφτηκε καλά και δεν τόλμησε να στραφεί προς το φυσικό της πεδίο επίθεσης, την Αλβανία, όπου θα συμπλεκόταν άμεσα με τον «σύμμαχό» της, τη μοναρχία του Δούναβη*.
Έτσι ο ιταλοτουρκικός πόλεμος, όπως φάνηκε και με τη συνθήκη ειρήνης της Λωζάνης τον Οκτώβριο του 1912, έδειξε ένα συγκερασμό των θελήσεων των μεγάλων ληστρικών κρατών, να μην διευθετηθεί το ζήτημα της Εγγύς Ανατολής, γιατί, κάτι τέτοιο θα σήμαινε ήδη μια παγκόσμια ανάφλεξη. Αποτέλεσε ωστόσο την άμεση αιτία για τη δεύτερη μεγάλη φάση των ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων στη Βαλκανική, καθώς επικαιροποίησε τη δυνατότητα των 4 Βαλκανικών κρατών να προβάλλουν προς την Οθωμανική Πύλη από κοινού τις απαιτήσεις τους. Ήταν το προοίμιο της τρομερής τριλογίας που θα παιζόταν και θα τελείωνε με την οργή των Θεών, δηλαδή με την παγκόσμια ανάφλεξη. Ο πόλεμος φανέρωσε για πρώτη φορά καθαρά τη δύναμη και την αδυναμία της νέας Τουρκίας, η οποία, μετά την επανάσταση του 1908 που απέπεμψε τον Αβδούλ Χαμίτ, επίπονα προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ το μοιραίο παρελθόν της.
Εν τούτοις, ο ιταλο-τουρκικός πόλεμος ήταν μεγίστης σημασίας, ιδιαίτερα για το λόγο ότι έδωσε μια ορμητική ώθηση στο αφυπνιζόμενο Ισλάμ. Απ’ αυτή την άποψη ο πόλεμος αυτός έχει παγκόσμια ιστορική σημασία. Για πρώτη φορά μέσα σ’ εκείνη την άτυχη χρονιά του 1911 – ήταν επίσης η χρονιά της κρίσης του Μαρόκο – το Ισλάμ συνειδητοποιούσε σε όλο του το εύρος και το βάθος ότι εμφανιζόταν μέσα του νέα δυναμική. Ένα ρίγος διαπερνούσε τις γραμμές των Μωαμεθανών από τις στήλες του Ηρακλή ως τις εκβολές του Χοάγκο της μακρινής Κίνας.
Γιατί ήταν έτσι τα πράγματα; Φυσικά χάρη, και λόγω ενός ολόκληρου συμπλέγματος από περιστάσεις, πολύ λίγες από τις οποίες μπορούμε εδώ να παραθέσουμε. Στην αλληλοδιαπλοκή τους όμως πρόσφεραν μια νέα απόδειξη του θεωρήματος ότι ο ιμπεριαλισμός στην τύφλωσή του δημιουργεί ο ίδιος τις δυνάμεις που θα τον ανατρέψουν. Μία από τις βασικές περιστάσεις αποτέλεσε την αιτία του ίδιου του τριπολιτάνικου τυχοδιωκτισμού. Δεν χωράει η ελάχιστη αμφιβολία ότι το έναυσμα για τον τριπολιτάνικο τυχοδιωκτισμό έδωσαν οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές – αποικιοκράτες που είχαν τότε το πάνω χέρι στην κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ένα από τα βασικότερα κίνητρά τους ήταν ο φόβος, μέσω Τρίπολης και της ενδοχώρας του Φεζάν να ανακτηθεί και να εξαπλωθεί η τουρκική επιρροή πάνω στους περίπου ανεξάρτητους κατοίκους της ερήμου, ιδιαίτερα του Τιμπέστι, το οποίο αποτελεί το συνδετικό κρίκο της Τρίπολης και των παραλίων της Μεσογείου στο δρόμο προς το Σουδάν, τη χώρα των μαύρων, δηλαδή προς την Κεντρική Αφρική. Οι νεότουρκοι μόλις πρόσφατα είχαν σταθεροποιήσει την κυριαρχία τους στο Τιμπέστι. Η προσπάθειά τους κατευθυνόταν προς την επανάκτηση της παλιάς επιρροής της Σταμπούλ ως την καρδιά της Μαύρης Ηπείρου, εκεί όπου ακόμα το Ισλάμ αποτελεί μια θρησκεία που κατακτά και κερδίζει. Η Γαλλία και η Αγγλία συνεννοήθηκαν και προσπάθησαν το 1899 να περιορίσουν την Τριπολιτανία στην έρημο και να αποκρούσουν την πρόσβασή τους προς τις κατοικημένες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις στα νότια της μεγάλης αμμοθάλασσας. Οι Γάλλοι πάσχιζαν από το 1911, όλο και περισσότερο, να διευρύνουν την κυριαρχία τους πάνω στα εκεί ευρισκόμενα ανεξάρτητα ισλαμικά κράτη. Ήδη στις αρχές του 1910 υπέστησαν μια σοβαρή ήττα στον αγώνα τους ενάντια στον σουλτάνο του Βαντάι. Του Βαντάι δεν θα μπορούσε να κυριευτεί αν το Τισμπέστι, το Μπορκού κλπ. των πολεμικών φυλών και των ανυπότακτων ληστών λάβαιναν την υποστήριξη τακτικών τουρκικών στρατευμάτων. Οι Γάλλοι αποικιοκράτες πολιτικοί έβλεπαν στην νεοτουρκική πολιτική έναν τεράστιο κίνδυνο. Η πολιτική των Νεοτούρκων στόχευε στο νευραλγικό τους σημείο και απειλούσε την προσπάθειά τους για σταθεροποίηση και ισχυροποίηση της τεράστιας γαλλικής αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας, που όφειλε να επεκταθεί σε ολόκληρο το βορειοδυτικό τμήμα της Μαύρης Ηπείρου. Γι’ αυτό, οι Γάλλοι, ήδη το 1911 ήθελαν να διεξάγουν πόλεμο ενάντια στη Γερμανία, δηλαδή παγκόσμιο πόλεμο αν αυτό καθίστατο αναγκαίο. Αυτό ήταν το καθοριστικό στοιχείο στην τότε στάση της Γαλλίας απέναντι στην Τουρκία. Όσο η Τουρκία διέθετε ακόμα σταθερή παρουσία στην Αφρικανική Ήπειρο ήταν επικίνδυνη, και για να νικήσουν τους Νεότουρκους οι αποικιοκράτες πολιτικοί του Quay d’ Orsay, του γαλλικού υπουργείου εξωτερικών χρησιμοποίησαν τους Ιταλούς αγρότες και εργάτες ως τροφή των κανονιών.
Η ιταλική ληστρική εκστρατεία ερέθιζε σε μέγιστο βαθμό τα ισλαμικά αισθήματα, ακριβώς για το λόγο ότι αποσκοπούσε στην αποτροπή της εξάπλωσης της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας, ακριβέστερα στην αποτροπή της επανάκτησης τμήματος αυτής της επιρροής, την οποία η Τουρκία είχε χάσει από τη δεκαετία του 1880 λόγω της κατάληψης της Αιγύπτου από την Αγγλία και λόγω της απώλειας του Σουδάν και των επαρχιών του Ισημερινού. Η ιταλική επίθεση πυροδότησε δυναμικά, όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες των καπιταλιστών, τον λεγόμενο ισλαμικό φανατισμό στην Αίγυπτο, την Τυνησία, σε ολόκληρη τη γαλλική Βόρεια Αφρική, όπου οι ισλαμικοί πληθυσμοί αισθάνονταν την κυριαρχία των απίστων ως αφόρητη καταπίεση. Και ένας θαυμάσιος γνώστης του Ισλάμ, ο Γάλλος καθηγητής Le Chatelier, εκδότης της "Revue du monde Musulman" προειδοποιούσε τη Γαλλία για τις τεράστιες επιπτώσεις που μπορούσε να έχει η συνένωση του Ισλάμ στο οικονομικό και σε όλα τα επίπεδα. Ο πανισλαμισμός έγινε με την ιταλική ληστρική εκστρατεία για πρώτη φορά ένας πραγματικός πολιτικός παράγοντας πρώτης γραμμής. Το γεγονός ότι δεν βρήκε μεγάλη απήχηση στις ισλαμικές χώρες γύρω απ’ τη Μεσόγειο οφείλεται μόνο στη σχετικά μικρή διάρκεια του ιταλο-τουρκικού πολέμου. Τότε θα έβρισκε την ευκαιρία και η Αβησσυνία π.χ., το μόνο εναπομείναν τότε και τώρα εντελώς ανεξάρτητο κράτος της Αφρικής, να αποκτήσει ξανά επαφή με τη θάλασσα από την οποία αποκόπηκε με τον προηγούμενο τυχοδιωκτισμό των Ιταλών το 1896, που είχε επίσης οικτρό τέλος.
Ο Βαλκανικός πόλεμος
Τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο, και ως άμεση συνέπειά του ακολούθησε ο λεγόμενος πόλεμος των συμμάχων, ο καθ’ εαυτόν Βαλκανικός πόλεμος. Ο πόλεμος γεννάει πόλεμο. Η βία του ιμπεριαλισμού ώθησε σε νέα πιο φοβερή βία.
Η πρόσκαιρη συμφιλίωση των βασικών αντιπάλων, των Σέρβων, των Βουλγάρων και των Ελλήνων είχε επιτευχθεί κάτω από την προστασία του τσαρισμού. Ο πόλεμος αυτός βέβαια δεν ήταν σε καμιά περίπτωση δυνατό να φέρει ούτε ένα από τα Βαλκανικά προβλήματα πιο κοντά στη λύση του. Αντιθέτως, ο πόλεμος αυτός θα όξυνε τις αντιθέσεις, θα δυνάμωνε το μίσος ανάμεσα στις εθνικές αστικές τάξεις, θα ανέβαζε τον εθνικισμό ως τα ύψη ενός πραγματικού παροξυσμού, και τελικά θα παρέδιδε τους λαούς της Βαλκανικής στην εξουσία του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και θα τους υπέτασε ακόμα περισσότερο στο χρηματιστικό κεφάλαιο. Απ’ αυτή την άποψη αποτελεί το πραγματικό προσίμιο του παγκόσμιου πολέμου, του οποίου οι επιπτώσεις ήταν οι ίδιες, αλλά σε γιγαντιαία ανώτερο επίπεδο. Για κάθε ένα από αυτά τα ζητήματα μπορούσε κανείς ακόμα και τότε να δώσει πειστικές αποδείξεις.
Ένα ιδιαιτέρως καθαρό παράδειγμα συνδεόταν με τις δυσκολίες που εμφάνιζε το ζήτημα του μέλλοντος των νησιών του Αιγαίου, η στρατηγική και πολιτική σημασία των οποίων, ήταν καλά γνωστή σε όλες τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων από τον καιρό της μάχης του Τσεσμέ το 1770, όταν το ρωσικό ναυτικό κατέστρεψε το τουρκικό. Η Αστυπάλαια π.χ. το πιο δυτικό από τα νησιά που ανήκαν στη στεριά της Ανατολίας, ήταν από καιρό γνωστή στους Άγγλους ναυάρχους ως έξοχη ναυτική βάση. Τα νησιά που βρίσκονταν ανατολικά της Αστυπάλαιας δεν μπορούσαν να γίνουν ελληνικά, γιατί γεωγραφικά ανήκαν στη Μικρά Ασία.
Η μοναδική ικανοποιητική λύση για το μέλλον των νησιών, όπως και για όλα τα υπόλοιπα τμήματα της Βαλκανικής, θα ήταν η πιο πλατιά αυτονομία των τμημάτων και η συνένωσή τους σε μια Ομοσπονδία. Στον ίδιο βαθμό αυτό ίσχυε και για την ασιατική Τουρκία, όπως και για το ευρωπαϊκό υπόλειμμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πόλεμος του 1912 δίδαξε τους δογματικούς Νεότουρκους ότι, μια αυτοκρατορία όπως η Οθωμανική, με τις τόσο διαφορετικές εθνότητες, αποκλίνοντες πολιτισμούς και ανόμοια επίπεδα ανάπτυξης, δεν είναι δυνατόν να κυβερνηθεί συγκεντρωτικά με άλλο τρόπο, παρά μόνο με τον δεσποτισμό σαν κι αυτόν του ματωβαμένου Χαμίντ.
Οι προσπάθειές τους να διατηρήσουν τον συγκεντρωτισμό ναυάγησαν και δεν ήταν δυνατόν να μη ναυαγήσουν. Ο κοινοβουλευτισμός τους ήταν μια γελοιογραφία και ένας απόλυτος παραλογισμός σε μια αυτοκρατορία που περιλάβαινε ακόμα και λαότητες που ζούσαν στις αρχέγονες κοινότητες των γεννών τους, όπως για παράδειγμα οι Κούρδοι και Αλβανοί.
Ήδη, η Επαναστατική Μακεδονική Επιτροπή του 1903 έθεσε στην πρώτη γραμμή την ιδέα της Ομοσπονδίας και της αυτονομίας των τμημάτων της Αυτοκρατορίας ως το μοναδικό μέσο για την ειρηνική πολιτισμιακή ανάπτυξη.
Και αν οι Νεότουρκοι, δογματικοί καθώς ήταν, δεν κατάφεραν να κατανοήσουν αυτή την ιδέα, πρέπει κανείς να τους παράσχει ελαφρυντικά, μιας και κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια σκόνταφτε στην εκμετάλλευση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και έμενε χωρίς αποτέλεσμα. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο διέθετε με την έτσι λεγόμενη Dette Ottomane μια πραγματική αναρροφητική αντλία, της οποίας η ιδιαιτερότητα συνίστατο στο να απομυζά όλο και περισσότερα και πιο σταθερά, όσο πιο πολύ χρονικό διάστημα συνέχιζε να δρα. Η Dette Ottomane εξελίχτηκε σε μια ολοκληρωτικά ανεξάρτητη κρατική οντότητα μέσα στο τουρκικό κρατικό σώμα. Τα έσοδα της ξεπερνούσαν ήδη το 1911 τα 5 εκατομμύρια τουρκικές λίρες, κάπου πεντέμισυ εκατομμύρια λίρες στερλίνες, τη στιγμή που ο προϋπολογισμός του τουρκικού κράτους παρουσίαζε 26 εκαμ. έσοδα και 33 εκατ. έξοδα. Για την κάλυψη του ελλείμματος απαιτούνταν φυσικά συνεχώς και νέα δάνεια και στη διάθεση της Dette Ottomane βρισκόταν ένα σημαντικό τμήμα των φορολογικών εσόδων. Οι Τούρκοι φτωχοί αγρότες ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν κάθε χρόνο στους Ευρωπαίους χρηματιστές τεράστια ποσά μέσω του φόρου της δεκάτης, φόρου άλατος, ζωικών φόρων κλπ. Μόνο ο φόρος της δεκάτης απαιτούσε στην πραγματικότητα τουλάχιστον το 12.5% του εγγείου προϊόντος. Δηλαδή, κάθε Τούρκος αγρότης γι’ αυτό το τμήμα των χρεών καλλιεργούσε το έδαφος για ένα μήνα ή και περισσότερο, δωρεάν. Με την είσοδό τους στην κυβέρνηση οι Νεότουρκοι βρήκαν μια αθεράπευτη σύγχυση. Σχεδόν αμέσως μετά η επίθεση της Μοναρχίας του Δούναβη και δύο χρόνια αργότερα η ιταλική επίθεση τους εξανάγκασε σε μεγάλους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Αναγκάστηκαν να καταφύγουν μάλιστα και σε νέους, ακόμα πιο ασφυκτικούς φόρους, ήταν όμως αδύνατο να πετύχουν έναν ισοσκελισμό των εσόδων-εξόδων του προϋπολογισμού.
Κάτι τέτοιο δεν έπρεπε καν να συμβεί, γιατί ο φόρος υποτέλειας όφειλε να αυξάνεται, οι χρηματιστές έπρεπε με τη χορήγηση νέων δανείων να αποκομίζουν συνεχώς νέα αμύθητα κέρδη. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι εξυπηρέτησαν αυτόν το σκοπό καθώς περισσότερα από 1600 εκατομμύρια φράγκα φορτώθηκαν με τη μορφή νέων δανείων στα εμπόλεμα κράτη. Παρ’ όλα αυτά, εάν οι Νεότουρκοι εφάρμοζαν σωστά τα μέτρα που είχαν αναγκαστεί να πάρουν κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού πολέμου, θα μπορούσε να προσδοθεί σ’ αυτόν επαναστατικός χαρακτήρας. Με την ανακωχή των πολεμικών συγκρούσεων που επιτεύχθηκε το φθινόπωρο του 1912 μετά τη γρήγορη και μεγάλη ήττα της Τουρκίας άρχισαν ειρηνευτικές συνομιλίες. Τα άλλοτε όργανα του Χαμίντ, που είχαν πάρει ξανά την εξουσία στα χέρια τους, ήθελαν να υπογράψουν όλα όσα απαιτούσαν οι υπό την προστασία της ευρωπαϊκής διπλωματίας νικητές. Τότε (στις 23 Γενάρη 1913), οι νεότουρκοι προχώρησαν υπό την ηγεσία του Ενβέρ σε πραξικόπημα, κατέλαβαν εκ νέου την εξουσία και σταμάτησαν τις συνομιλίες. Σ’ αυτό το πραξικόπημα ενυπήρχε μια ελάχιστη δυνατότητα για έναν προσανατολισμό ενάντια στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Οι προσανατολισμοί του Ενβέρ και της παρέας του έκφραζαν την αυξανόμενη οργή που είχε προκαλέσει σ’ ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο η βάναυση πολιτική καταπίεσης του ευρωπαϊκού χριστιανικού κεφαλαίου. Απ’ όλα τα τμήματα του ισλαμικού κόσμου, ήδη τότε, κατέφθαναν διαμαρτυρίες ενάντια στην πολιτική που αποσκοπούσε στην εκτόπιση της Τουρκίας απ’ την Ευρώπη. Έτσι, το συνέδριο των μωαμεθανών της Βρετανικής Ινδίας στο Lucknow διαμαρτυρήθηκε ενάντια στην πολιτική της αγγλικής κυβέρνησης. Και στην Αίγυπτο μεγάλωνε όλο και περισσότερο και εκφραζόταν όλο και πιο καθαρά η συμπάθεια προς την επαπειλούμενη Τουρκία. Τότε ακριβώς άρχισε να αφυπνίζεται και στον ευρωπαϊκό τύπο η συνείδηση, για το πόσο επικίνδυνο μπορούσε να γίνει για το χρηματιστικό κεφάλαιο το νεοτουρκικό πραξικόπημα, εάν οι Νεότουρκοι μετατόπιζαν το κέντρο βάρους της εθνικής άμυνας στην Ανατολία, και εάν, χωρίς να νοιαστούν για τους Ευρωπαίους χρηματιστές, χρησιμοποιούσαν όλα τα χρηματικά μέσα που διέθεταν για την υπεράσπιση της απειλούμενης πατρίδας τους.
Σύντροφοι και συντρόφισσες. Μήπως αυτό δεν είναι και για τους σημερινούς Τούρκους ένα ιστορικό δίδαγμα που θα έπρεπε να το λάβουν σοβαρά υπόψη τους; Δυστυχώς όμως η αποπληρωμή των χρεολυτικών τόκων του τουρκικού χρέους ξανάρχισε. Τον Απρίλη του 1921 πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία μια κατ’ αρχήν τμηματική αποπληρωμή. Μια δεύτερη αποπληρωμή πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου 1922. Φαίνεται λοιπόν ότι οι κύριοι οικονομικοί υπεύθυνοι της Dette Ottomane έχουν την πρόθεση όχι μόνο να εξασφαλίσουν την κανονική αποπληρωμή των τοκοχρεωλυσίων αλλά και να αποζημιώσουν τους Ευρωπαίους κατόχους του χρήματος με ολόκληρο το ποσό των εκπεσόντων χρεογράφων κατά τη διάρκεια του πολέμου και στα χρόνια κατά τα οποία η Τουρκία αγωνιζόταν για την ύπαρξή της. Ο ευρωπαϊκός και ιμπεριαλιστικός Σκάυλοκ (Shylock) θέλει την πίττα ολόκληρη. Ιδιαίτερα οι Γάλλοι κατέχοντες διάκεινται εξαιρετικά φιλικά απέναντι στη νέα Τουρκία ακριβώς για το λόγο ότι ελπίζουν να πληρωθούν με ολόκληρα τα τοκοχρεωλυτικά ποσά και να μην πάθουν ότι έπαθαν με τη Ρωσία.
Ασφαλώς, δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε, ότι όσον καιρό η Τουρκία δεν απαλάσσει τον εαυτό της απ’ τη σκλαβιά του χρέους, όπως το έκανε η Ρωσία, δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί πραγματικά από το ζυγό του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Όσο η κυβέρνηση της Άγκυρας απορρίπτει αυτή την προοπτική, οι τουρκικές αγροτικές μάζες και το τουρκικό προλεταριάτο δεν πρέπει να ησυχάσουν ούτε στιγμή, ώσπου να επιβάλουν με σκληρούς αγώνες την ικανοποίηση αυτού του αιτήματος. Οι αγρότες και οι εργάτες δεν έχυσαν επί 8 ολόκληρα χρόνια το αίμα τους, για να βλέπουν τώρα να τους αρπάζουν το μόχθο της σκληρής δουλειάς τους για χάρη των παχυλών κερδών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Σημειώσαμε ήδη ότι ο Βαλκανικός πόλεμος 1912/13 έφερε στην επιφάνεια τόσο τη δύναμη όσο και την αδυναμία της τουρκικής κατάστασης. Την αδυναμία των Νεότουρκων σε εκείνη τη στιγμή τη φανέρωσε ο φόβος τους να εφαρμόσουν επαναστατικά μέρα απέναντι στον ιμπεριαλισμό, και πρωτίστως να καταργήσουν την Dette Ottomane. Η δύναμή τους πάλι φάνηκε και τότε με λαμπρό τρόπο στον στρατιωτικό τομέα. Μάλιστα η κατάστασή τους ήταν πολύ καλύτερη απ’ ότι το 1878. Η βουλγάρικη εξουσία κατέρρευσε μπροστά απ’ τη γραμμή Τσαταλντίκ, και όταν λίγο αργότερα οι σύμμαχοι ασθμένοντας τσακώθηκαν μεταξύ τους, ήταν πλέον για τους Τούρκους πολύ εύκολο να ανακαταλάβουν την Ανατολική Θράκη και την Ανδριανούπολη. Η ίδια η τυφλαμάρα των χριστιανικών βαλκανικών κρατών δεν τους επέτρεψε να εκτοπίσουν την Τουρκία από την Ευρώπη. Η βαθύτερη όμως ιστορική και γεωγραφική αιτία γι’ αυτό βρισκόταν στο γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη αποτελεί ένα σημείο που ενώνει και όχι που χωρίζει, που ανοίγει τα χέρια της τόσο προς δυσμάς όσο και προς ανατολάς, και στο ότι ο Βόσπορος και τα Δαρδανέλια δεν είναι βουνά με αδιάβατα περάσματα όπως η Πίνδος, αλλά ένας δρόμος επικοινωνίας που ενώνει. Και από αυτή την άποψη το τέλος του Βαλκανικού Πολέμου, που αποτέλεσε την άμεση εισαγωγή στον παγκόσμιο πόλεμο, ήταν παραδειγματικό και προφητικό για ότι βιώνουμε σήμερα. Και τώρα καταβλήθηκαν με μεγαλύτερη ένταση παρόμοιες προσπάθειες, αλλά απέτυχαν όπως και τότε. Η εγκληματική αυτή διαμάχη με την οποία τελείωσε το καλοκαίρι του 1913 ο βαλκανικός αγώνας, που είχε αρχίσει τόσο ενωμένα, είναι επίσης χαρακτηριστική και ιστορικά παραδειγματική. Οι Βούλγαροι κυρίαρχοι, που στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν προσδόσει την μεγαλύτερη ένταση στον αγώνα των εθνοτήτων κατά του τουρκικού δεσποτισμού, και που είχαν επεκτείνει τις εθνικές τους διεκδικήσεις ως τα άκρα, πολύ πιο πέρα από τα εθνογραφικά τους σύνορα, ήταν εκείνοι, που θέλοντας να επισφραγίσουν την βουλγαρική επιρροή με εθνικά σύνορα, ερέθισαν σε μέγιστο βαθμό τον ζήλο και τις ορέξεις και των άλλων νικητών.
Αυτοί ακριβώς, οι Βούλγαροι ήταν οι πιο άσπλαχνοι στην καταπίεση των αντιπάλων εθνοτήτων, και να που η Βουλγαρία έπρεπε να ταπεινωθεί σε τέτοιο βαθμό, που σ’ αυτή την ταπείνωση να ενυπάρχει το έμβρυο ενός νέου πολέμου. Μετά από δύο χρόνων εξαντλητική προσπάθεια το καλοκαίρι του 1913, όταν στις 28 Ιουλίου επιβλήθηκαν στη Βουλγαρία οι όροι της συνθήκης του Βουκουρεστίου και χωρίς να έχουν προλάβει να αποκτήσουν τη δυνατότητα παρέμβασης οι μεγάλες δυνάμεις, μπορούσε να συμπεράνει κανείς, ότι ο μοναδικός νικητής ήταν ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός. Ένας ολόκληρος χρόνος της πιο φρικιαστικής μαζικής δολοφονίας, που η Ευρώπη είχε να ζήσει από το 1870, δεν οδήγησε ούτε βήμα πιο κοντά στη λύση των Βαλκανικών προβλημάτων. Η ειρήνη του Βουκουρεστίου δημιούργησε επιπλέον για τον καθένα από τους μεγάλους αδελφούς συμμάχους μια κατάσταση που προκαλούσε εξίσου μεγάλες δυσαρέσκειες και που θα είχε για όλους τις ίδιες μοιραίες συνέπειες. Η Βουλγαρία, ιδιαίτερα, βρέθηκε σε μια κατάσταση μέχρι κεραίας παρόμοια με εκείνη της Γαλλίας του 1871, όταν είχε αποσπαστεί απ’ αυτήν η περιοχή της Αλσατίας-Λωραίνης. Από εδώ και πέρα η βουλγάρικη εκδίκηση έγινε ο κυρίαρχος παράγοντας ανάμεσα στις αστικές τάξεις της περιοχής. Μέσα στο φοβερό συναίσθημα εκδίκησης στις σχέσεις ανάμεσα στους τρεις συμμάχους εμφανίσθηκε μια νέα πυρακτώδης πηγή τριβών από τη μέρα που οι Αλβανοί κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους και βρίσκονται από τότε και μέχρι σήμερα επί ποδός πολέμου με τους Σέρβους. Είναι σχεδόν απόλυτα σίγουρο, ότι λίγο μετά τον πόλεμο θα ξεσπούσε ανάμεσα στους βαλκανικούς συμμάχους μια νέα ενδοβαλκανική φαγωμάρα, αν στη 1 Αυγούστου 1914 δεν είχε έρθει η πολύ μεγαλύτερη καταστροφή. Και τώρα, 8 χρόνια μετά την έναρξη της παγκόσμιας ανάφλεξης, και αφού η χερσόνησος έζησε ξανά την πολεμική φρίκη του 1913-18, η κατάσταση εν δυνάμει δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του 1913. Η πολεμική μοίρα ξαναχτύπησε. Οι Τούρκοι, που σύμφωνα με τα λόγια του Άγγλου πρωθυπουργού Άσκβιτς όφειλαν να είχαν αποπεμφθεί για πάντα απ’ την Ευρώπη, απ’ τον ευρωπαϊκό παράδεισο, ξαναγύρισαν. Οι εθνικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια παραμέναν το ίδιο τρομακτικοί και αιματηροί. Ξανά, η Βουλγαρία κείτεται ηττημένη και ταπεινωμένη ως σκλάβος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Και αν εξετάσει κανείς την κατάσταση των άλλων βαλκανικών λαών θα βρει μόνο την εξής διαφορά σε σχέση με το 1913: Η κατάστασή τους είναι πολύ χειρότερη και πολύ πιο απεγνωσμένη.
Η κατάσταση της Ελλάδος
Η Ελλάδα, με το νέο πόλεμο ενάντια στους Τούρκους που της επέβαλε η αστική της τάξη, βρίσκεται τώρα στο χείλος του γκρεμού. Ο σ. Ράντεκ, μόλις πρόσφατα περιέγραψε την σημερινή οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, που αποτελεί μια συνόψιση της σημερινή αθλιότητάς της. Ιστορικά όμως, μπορεί κανείς να αποκτήσει μια εποπτεία της κατάστασης αυτής της χώρας, εάν συγκρίνει τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας με εκείνη πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, με την τότε έστω και αργή ανάπτυξη που προηγήθηκε της εποχής των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Η Ελλάδα σύναψε το 1890 δάνειο 570 εκατομμυρίων φράγκων, και απ’ αυτό το ποσό της χορηγήθηκαν στην πραγματικότητα 413 εκατομμύρια φράγκα. Κάθε κάτοικος της μικρής και φτωχής αυτής χώρας χρεώθηκε με ένα ποσό από 260 φράγκα, πληρωτέα σε χρυσό. Το 1893, αυτό το χρέος είχε απαιτήσεις σε τόκους 58 εκατομμύρια φράγκα το χρόνο, πληρωτέα σε χρυσό, και επειδή τα συνολικά κρατικά έσοδα ήταν πολύ λιγότερα, η χρεοκοπία ήταν αναπόφευκτη.
Ένας νέος πόλεμος, ο άτυχος πόλεμος του 1897, που διεξήγαγε η Ελλάδα εναντίον της Τουρκίας, και ο οποίος φόρτωσε νέα βάρη στη χώρα, έδωσε την ευκαιρία στους διεθνείς χρηματιστές να σφίξουν εκ νέου και πιο σφικτά την οικονομική θηλιά, που η ίδια η φτωχή χώρα είχε βάλει στο λαιμό της. Σχηματίστηκε λοιπόν μια Διεθνής Οικονομική Επιτροπή, που απόκτησε τον απόλυτο έλεγχο της είσπραξης και της χρησιμοποίησης των φόρων, που ήσαν αναγκαίοι για την αποπληρωμή του εθνικού χρέους καθώς και για την πληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων προς την Τουρκία. Μ’ αυτό, ο ελληνικός λαός ρίχτηκε ξανά στην ολοκληρωτική σκλαβιά του χρέους. Από αυτή την άποψη δεν ξεχώριζε πλέον σε τίποτα από τον τουρκικό και τους άλλους ανατολίτικους λαούς. Η οικονομική επιτροπή του διεθνούς κεφαλαίου εξασφάλισε νέα δάνεια, τα οποία κατοχύρωναν φυσικά σημαντικά κέρδη στους μεγάλους χρηματιστές. Τα έσοδα από τα διάφορα μονοπώλια καθώς και από ορισμένους από τους πιο σημαντικούς φόρους διοχετεύονταν σ’ αυτήν την επιτροπή. Η Ελλάδα όφειλε να εξοικονομήσει περίπου 40 εκατομμύρια χρυσά φράγκα το χρόνο για την αποπληρωμή και το βάρος έπεσε στις πλάτες του φτωχού λαού που πλήρωνε με τη μορφή του μονοπωλίου στο πετρέλαιο, στο αλάτι, στα σπίρτα κλπ. Συνέπεια αυτής της ακραίας δημοσιονομικής πρακτικής ήταν, το διεθνές κεφάλαιο να απομυζίσει τόσα πολλά από την ακόμα πάντα φτωχή χώρα, έτσι ώστε με την έναρξη των βαλκανικών πολέμων να έχει πέσει το εθνικό εξωτερικό χρέος στα 824 εκατομμύρια φράγκα. Ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης και του πλουτισμού της αστικής τάξης έγινε δυνατό να ισοσκελιστεί ο κρατικός προϋπολογισμός. Βέβαια όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν στη βάση ενός άκρως καταπιεστικού φορολογικού συστήματος, το οποίο ακρίβαινε σε τρομακτικό βαθμό τη ζωή όλων των κατοίκων των πόλεων και ιδιαίτερα των εργατών, πράγμα που οδηγούσε στη διόγκωση του μεταναστευτικού κύματος, παρά το γεγονός ότι η χώρα είναι ακόμα, πάντοτε, μια εξαιρετικά αραιοκατοικημένη χώρα και που εμπόδιζε κάθε πρόοδο της αγροτικής οικονομίας. Αλλά με τις μεγάλες προσπάθειες που είχαν καταβληθεί, η χώρα έφτασε σε σημείο, στις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων, να έχει ξεφύγει από τον έλεγχο της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής, και να διαχειρίζεται σε τούτον ή τον άλλον βαθμό αυτοτελώς τις οικονομικές της υποθέσεις. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι όμως κατέστρεψαν αμέσως την ισορροπία που μόλις με μεγάλους κόπους και θυσίες είχε κατακτηθεί. Στα 1904, το ποσό που απαιτούνταν για το στρατό και το στόλο μαζί, έφτανε στα 20 1/4 εκατομμύρια φράγκα. Το 1912/13 εξαιτίας του πολέμου το ποσό αυτό έφτασε στα 450 εκατομμύρια φράγκα. Για το 1914 η πρόβλεψη για έναν κανονικό προϋπολογισμό για το στρατό και το ναυτικό ανέρχονταν στα 130 εκατομμύρια φράγκα. Η χώρα μπήκε τελειωτικά στην τροχιά του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού, στην υπηρεσία του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.
Οι κατακτήσεις από τους Βαλκανικούς Πολέμους πρόσφεραν στη χώρα μια αύξηση των εδαφών της κατά 56.000 τ.χ. και μια αύξηση του πληθυσμού της κατά 2 εκατομμύρια κατοίκους. Αλλά τα βάρη που φορτώθηκαν πάνω στην παλιά και τη νέα Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερα.
Οι νέες επαρχίες βρίσκονταν σε οικτρή οικονομική κατάσταση. Ιδιαίτερα αυτό ίσχυε για την δεύτερη μεγάλη εμπορική πόλη της Θεσσαλονίκης, που καταστράφηκε από τον πόλεμο και την κακοδιοίκηση και αποκόπηκε από τη φυσική της ενδοχώρα. Με λίγα λόγια, οι Βαλκανικοί πόλεμοι οδήγησαν ξανά την Ελλάδα σε μια κατάσταση, από πολλές απόψεις πολύ χειρότερη εκείνης των αρχών του 20ου αιώνα. Από τότε προστέθηκε επιπλέον ο παγκόσμιος πόλεμος και οι πόλεμοι ενάντια στην Τουρκία για να συνεχίσουν τη διαδικασία χειροτέρευσης. Η Ελλάδα σήμερα, με την ερειπωμένη οικονομία της, με την αθεράπευτη οικονομική της κατάσταση, τα τεράστια βάρη των χρεών της, με έναν πληθυσμό από γυμνούς πρόσφυγες της Ανατολίας και της Θράκης, βρίσκεται ξανά σε μια κατάσταση πολύ χειρότερη από εκείνη που βρέθηκε η άτυχη χώρα μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό της πόλεμο.
Αυτές είναι οι συνέπειες του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών πολέμων για έναν από τους νικητές του 1912/13. Όπως και τον τουρκικό, έτσι και τον ελληνικό λαό μπορεί να τον βοηθήσει μόνο ένας γιγαντιαίος ξεσηκωμός ενάντια στους ιμπεριαλιστές της Δύσης και ενάντια στους υποτακτικούς τους στο εσωτερικό της χώρας. Απαιτείται προπαντός να εξαλειφθούν τα υπέρογκα βάρη που φόρτωσε το χρηματιστικό κεφάλαιο στη φτωχή χώρα, να ακυρωθεί το δημόσιο χρέος, όπως ακριβώς πρέπει να ακυρωθεί και η Dette Ottomane.
Η κατάσταση της Σερβίας, ο ιταλικός φασισμός και οι νέοι κίνδυνοι για τα Βαλκάνια
Η κατάσταση του κατά πολύ αυξηθέντος Βασιλείου της Σερβίας, που κατά ειρηνικό τρόπο ονομάζεται «Βασίλειο των Σέρβων και Κροατών», δεν είναι σε τίποτα καλύτερη, ίσως να είναι και χειρότερη απ’ αυτή της Ελλάδας. Εκτός από την οικονομική συμφορά που είναι το ίδιο μεγάλη όπως και της Ελλάδας – η Σερβία χρεώθηκε μόλις πρόσφατα και απέναντι στο αμερικανικό κεφάλαιο – πρέπει να προστεθεί επιπλέον το γεγονός ότι στο σερβοκροατικό βασίλειο μαίνεται και ο πολιτικός αγώνας ανάμεσα στις εθνότητες. Μόνο με την τρομοκρατία και τις συνεχείς συνταγματικές παραβιάσεις ενάντια όχι μόνο στους εργάτες αλλά και στους Κροάτες είναι δυνατή η διατήρηση της ενιαίας κρατικής συνοχής. Οι μυλόπετρες της ιστορίας συνέθλιβαν για οκτώ ολόκληρα χρόνια την άτυχη χώρα, και απ’ ότι φαίνεται, δεν αλέστηκε τίποτα εκτός από άχυρο. Δολοφονική μανία και ερήμωση κατακυρίευσαν τη χώρα και εάν δεν είχαν δυναμώσει οι αγωνιστικές διαθέσεις και η δύναμη της κομμουνιστικής εργατιάς θα μπορούσε να πει κανείς, ότι τίποτα δεν άλλαξε. Ακόμα και αστοί παρατηρητές συμφωνούν, ότι δεν υφίσταται στο σερβοκροατικό κράτος ένας ισχυρός ενωτικός δεσμός και κάποια μέρα θα διαχωριστεί ξανά, εάν δεν αναγκαστούν εγκαίρως οι πέρα για πέρα τυφλωμένοι ηγήτορες του Βελιγραδίου να εγκαταλείψουν τον συγκεντρωτισμό και να διασφαλίσουν μια πλατιά αυτονομία στις εθνότητες.
Σύντροφοι! Η σύγκριση με την πριν τον παγκόσμια πόλεμο κατάσταση μπορεί να συνεχιστεί ακόμα παραπέρα. Τότε ήταν ο ιταλικός ιμπεριαλισμός εκείνος που το 1911 πραγματοποίησε την πρώτη επιδρομή, προκαλώντας στην Εγγύς Ανατολή το ματωμένο γάμο, που διαρκεί ως τις μέρες μας. Τώρα ο ιταλικός ιμπεριαλισμός, αν και μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται ανάμεσα στους νικητές, είναι τόσο αδύναμος λόγω της ίδιας του της εξάντλησης και λόγω της αυξημένης δύναμης της επανάστασης στην Ιταλία, που δεν τολμάει πλέον να αναμιχθεί στα ζητήματα της Εγγύς Ανατολής. Κρατάει υπό την κατοχή του ακόμα τα Δωδεκάνησα και σ’ αυτό βρίσκεται εν δυνάμει ο κίνδυνος για μια νέα ανάμιξή του στις υποθέσεις της Βαλκανικής και της Εγγύς Ανατολής, αν και κατά τα φαινόμενα έχει εγκαταλείψει τις απαιτήσεις του στην Ανατολία.
Οι αστοί κρατικοί ηγέτες της Ιταλίας παίζουν μάλιστα την ειρηνιστική φλογέρα. Οι κύριοι Φάκτα και Νίττι κατήγγειλαν τον ιμπεριαλισμό των άλλων και οι ίδιοι εμφανίζονται ως άκακοι αμνοί. Και όμως, στο μεταξύ, μέσα από τα ερείπια του προπολεμικού ιμπεριαλισμού ξεπροβάλλει ήδη απειλητική και τροπαιούχα μια νέα δύναμη, ο φασισμός, που τραβάει τον εθνικισμό ως την παράνοια, κάτι που συνέβαινε και στην ίδια τη Βαλκανική χερσόνησο. Οι φασίστες αποτελούν τώρα τη δύναμη που κρατάει στα χέρια της τις τύχες της Ιταλίας και ο κ. Μουσολίνι διακήρυξε ότι: Μόλις κατακτήσουμε την Ιταλία θα αρχίσει αμέσως η επέκταση! Προς ποια άλλη κατεύθυνση θα οδηγηθεί αυτή η επέκταση εκτός από την Αδριατική που για τους Ιταλούς εθνικιστές αποτελεί ήδη τη θάλασσά τους; Η περιπέτεια του ποιητή ντ’ Αννούντσιο, ακριβώς όπως και η ιστορία του παγκόσμιου πολέμου, έδειξε που οδηγεί μια τέτοια επέκταση. Οδηγεί σε σύγκρουση με τους Σέρβους, μια σύγκρουση που θα τύλιγε αμέσως τη χερσόνησο στις πύρινες φλόγες, αν για παράδειγμα οι Αλβανοί μετατρέπονταν σε συμμάχους της ιταλικής επέκτασης κατά των Σέρβων.
Σύντροφοι! Η αύξηση της δύναμης του φασισμού στην Ιταλία, αυτή η αναζωογόννηση των ιμπεριαλιστικών ιδεών σε νέα μορφή δημιουργεί εκ νέου έναν τρομακτικό κίνδυνο όχι μόνο για την ίδια την Ιταλία αλλά και για ολόκληρη τη Βαλκανική και μαζί της και για την Εγγύς Ανατολή. Στο διεθνές προλεταριάτο πέφτει το καθήκον να κάνει ότι μπορεί, για να βοηθήσει τους Ιταλούς συντρόφους μας και να τους ενδυναμώσει, ώστε να τρίξουν τα δόντια σ’ αυτόν τον νέο κίνδυνο.
Η κατάσταση στην Τουρκία
Η μοναδική Βαλκανική χώρα, το μοναδικό κράτος της Εγγύς Ανατολής που συμμετείχε στη γιγάντια διαμάχη του 1911-1912 και βγήκε απ’ αυτήν δυναμωμένη και κατά ένα τρόπο αναγεννημένη είναι η Τουρκία, ένα ισλαμικό κράτος.
Η ανάσταση της Τουρκίας, μετά τα τρομερά γεγονότα, τις τεράστιες απώλειες αρχικά στον ιταλοτουρκικό και κατόπιν στο Βαλκανικό, στον Παγκόσμιο και τελευταία στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, μπορεί να φαντάζει σαν θαύμα στα μάτια των Δυτικοευρωπαίων.
Αυτό, που οι αγρότες της Ανατολίας πραγματοποίησαν σε στρατιωτικό επίπεδο στα 11 αυτά χρόνια, είναι απίστευτο και φαντάζει σαν θαύμα στα αστικά ευρωπαϊκά μάτια. Πρόσφατα ένας Ολλανδός, ειδικός σε θέματα της Εγγύς Ανατολής σημείωνε σχετικά τα εξής στην εφημερίδα "Handelsblatt":
«Η εκπληκτική μεταβολή της κατάστασης στην Μικρά Ασία, που εξέπληξε ακόμα και τους καλύτερους γνώστες καθώς και τους πιο φανατικού Τουρκόφιλους, γεννάει το ερώτημα, πως στάθηκε δυνατόν η φαινομενικά τελειωμένη και σε θάνατο καταδικασμένη Τουρκία να καταπλήξει ξαφνικά τον κόσμο, μια Τουρκία της οποίας η τελευταία υλική και ηθική δύναμη εξαντλήθηκε ολοσχερώς στον 4χρονο παγκόσμιο πόλεμο και που δεν είχε δώσει σ’ αυτόν τον πόλεμο καμιά απόδειξη ότι διέθετε την ικανότητα ή κάποιες άλλες ιδιότητες για κάτι τέτοιο. Η χώρα αυτή που φαινόταν να βαδίζει στην καταστροφή δείχνει τώρα μέσα από την πλήρη απομόνωσή της τις υψηλότερες οργανωτικές ικανότητες και μεγάλο ενθουσιασμό».
Η γνώμη αυτή είναι χαρακτηριστικό δείγμα της εντύπωσης που προκάλεσαν στην Ευρώπη οι τουρκικές νίκες των τελευταίων μηνών. Συνεχίζει:
«Απλοί Τούρκοι στρατηγοί και πολιτικοί κατανόησαν από την ψυχολογία των ασιατικών λαών πολύ περισσότερα από όλα τα μωαμεθανικά τμήματα και επιτροπές των υπουργείων των μεγάλων δυτικών κρατών, στην Downing Street, και όπου αλλού. Στο Λονδίνο, είχαν ούτε λίγο ούτε πολύ, αποδείξει με ακρίβεια, ότι ο Μουσταφά Κεμάλ βρισκόταν με ολόκληρο το εθνικιστικό του κίνημα στο τέλος των δυνάμεών του και ότι η απομόνωσή του στο κέντρο του οροπεδίου της Ανατολίας θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα σε φιάσκο ολόκληρο το κίνημά του. Έλεγαν, ότι η Ανατολία, ματώνοντας μέχρι θανάτου κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου, είναι στην πραγματικότητα μια χώρα από χήρες και ορφανά. Τα χωράφια έμειναν ακαλλιέργητα, καθώς λείπουν σπόροι, γεωργικές μηχανές και εργατικά χέρια. Η χώρα θα έχανε την υπομονή της και θα στρεφόταν ενάντια στους εθνικιστές ηγέτες. Έτσι μιλούσαν στο Λονδίνο. Το ότι η Ανατολία ήταν πραγματικά μια χώρα από χήρες και ορφανά, σ’ αυτό είχαν δίκιο. Το ότι, μετά τη θυσία εκατομμυρίων ανθρώπων, διεξήγαγε πόλεμο για 4 ακόμα συνεχή χρόνια και κατόρθωσε με το σπαθί της να επιφέρει τέτοια χτυπήματα ώστε να πετάξει στη θάλασσα τους εντολοδόχους της Αγγλίας, όλα αυτά έγιναν δυνατά χάρη στην πίστη στα εθνικά ιδεώδη.
Μια στάση αναμονής δεν επαρκεί πλέον. Πρέπει να κατεβούμε απ’ τις σκοτεινές μας ευρωπαϊκές κορυφές και να σκύψουμε στις ιδέες του Ισλάμ όχι μόνο για να μάθουμε κάτι παραπάνω, αλλά για λόγους υγιούς εγωισμού και φροντίδας για το μέλλον μας, για να μη βρούμε μια ωραία πρωία έκπληκτοι τις γιγάντιες πύλες που οδηγούν στην Ασία για πάντα κλειστές».
Σύντροφοι. Τόσο βαθιά είναι η εντύπωση που προκάλεσαν οι τουρκικές νίκες στους παρατηρητές που βλέπουν κάπως μακρύτερα. Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο αντίχτυπος σ’ ολόκληρο τον κόσμο του Ισλάμ. Από τους στύλους του Ηρακλή ως τα νησιά του Ειρηνικού η μούσα τραγούδησε για μια ακόμα φορά τον ύμνο των στρατιωτών της Ανατολίας και του ήρωά τους, του Κεμάλ.
Ας προσέξουμε απλά τα λεγόμενα ενός ανθρώπου, στενά συνδεδεμένου με τους Ευρωπαίους κυρίαρχους, του μεγαλοβεζύρη του Μαρόκο. Σε μια συνέντευξη του στη Γενεύη έλεγε, ότι «η νίκη των Τούρκων χαροποίησε και τον ίδιον πάρα πολύ και ότι αυτή η νίκη προκάλεσε στο Μαρόκο μεγάλο ενθουσιασμό. Γιατί, αν και η χώρα μας δεν διατηρεί ειδικές σχέσεις με την Τουρκία, εντούτοις η καρδιά μας είναι μαζί τους. Η Γαλλία δείχνει αξιοθαύμαστη σύνεση με το να σέβεται τα τουρκικά συμφέροντα στην Εγγύς Ανατολή, και γι’ αυτό όλοι πρέπει να ταχτούν στο πλευρό της».
Σ’ όλον αυτόν τον τεράστιο ισλαμικό κόσμο, που προς το παρόν βρίσκεται υπό την γαλλική κυριαρχία, έναν κόσμο με τα εκατομμύρια των κίτρινων, λευκών, μελαψών και μαύρων μουσουλμάνων κάθε φυλής και κάθε γλώσσας, μπορεί κανείς να επιβληθεί με έναν πολύ απλό τρόπο, με το να προσεγγίσει τις κυρίαρχες τάξεις του Ισλάμ και να τις κολακεύσει.
Οι γαλλικές κυρίαρχες τάξεις πήραν σ’ αυτή την κατεύθυνση όλα εκείνα τα απαραίτητα μέτρα που ήταν συμβατά με την υψηλή επικυριαρχία τους. Η πολιτικής της αφομοίωσης εφαρμόζεται στον καλύτερο δυνατό βαθμό. Η Γαλλία κρατάει στα χέρια της τη λεία από την τουρκική αυτοκρατορία. Εγκαταστάθηκε σταθερά στη Συρία, όπου κατείχε βέβαια από παλιότερα όλα τα «δικαιώματα», όπως αυτό λέγεται στη διπλωματική γλώσσα, διατηρούσε όμως μια αμφίβολη ελπίδα να αποκτήσει ξανά σταθερή επιρροή.
Σύντροφοι και συντρόφισσες. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να εξηγηθεί ο κατευναστικός ρόλος που έπαιξε στην νεότατη κρίση της Εγγύς Ανατολής η μιλιταριστική και ιμπεριαλιστική Γαλλία του κυρίου Ποανκαρέ, να καταδειχτούν οι βασικές αιτίες όπως αυτές προκύπτουν από τη γενική παγκόσμια κατάσταση (ανάμεσά τους άμεσες οικονομικές και χρηματιστικές αιτίες για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια). Αντιθέτως, είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί ο ρόλος που έπαιξε η Αγγλία υπό την ηγεσία του κυρίου Λόυδ Τζωρτζ κατά την περίοδο και μετά την προέλαση των Τούρκων. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι από πρώτη ματιά είναι σχεδόν αδύνατο να κατανοηθεί αυτός ο ρόλος. Ο κύριος Λόυδ Τζωρτζ, κράτησε απέναντι στους Τούρκους και απέναντι στο Ισλάμ μια στάση που φαινόταν να βρίσκεται σε αντίθεση με τα πραγματικά συμφέροντα του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Ένα μέρος του μεγάλου ιμπεριαλιστικού τύπου στην Αγγλία πρόβαλε μια απλοϊκή εξήγηση για την αναζωογόνηση της τουρκικής δύναμης, η οποία το Σεπτέμβριο αυτοπαρουσιάστηκε πανέτοιμη μπροστά σε όλο τον κόσμο. Η εξήγηση βασιζόταν σε ένα είδος μαγικά μέσα, και αποτελούσε ένα πραγματικό εύρημα από τα αραβικά παραμύθια, από τις χίλιες και μία νύχτες. Τις δόθηκε το όνομα «δάκτυλος της Μόσχας». Να τι έγραφαν οι «Τάιμς» στις 6 Οκτωβρίου:
«Ένα περίεργο μίγμα ιστορικών δυνάμεων συγκεντρώνεται γύρω από τη μοιραία πόλη της Κωνσταντινούπολης. Σε πρώτο πλάνο οι Τούρκοι, στο παρασκήνιο η εξουσία που κυβερνάει τη Ρωσία, μια ξένη και ολέθρια εξουσία με στόχους ασυμβίβαστους προς τις τουρκικές εθνικές επιδιώξεις, στόχους που βρίσκονται σε αβυσσαλέα αντίθεση με όλα εκείνα για τα οποία οι σύμμαχοι μπήκαν στον πόλεμο».
Και η εφημερίδα συνεχίζει:
«Οι κεμαλιστές έχουν συνδεθεί με τους μπολσεβίκους με μια σειρά από φανερές και μυστικές συμφωνίες και συνθήκες. Η μακρά περίοδος κατά την οποία, λόγω του πολέμου με την Ελλάδα βρέθηκαν απομονωμένοι από τη Δύση, δεν τους άφησε καμιά άλλη επιλογή από το να συνδεθούν με τους μπολσεβίκους, οι οποίοι έσπευσαν να τους βοηθήσουν με χρήματα και πολεμοφόδια εισδείοντας σε όλα τα μυστικά της πολιτικής τους. Η Τουρκία διεγέρθηκε στη νέα ζωή με τη βοήθεια των σοβιέτ της Μόσχας όχι για να μπορέσει να επιζήσει αλλά για να διευκολυνθεί εκ νέου η επίθεση ενάντια στον δυτικό πολιτισμό στο πιο αδύνατο σημείο του, στη Βαλκανική και δια μέσου νέων ταραχών να μεταλαμπαδευτεί ξανά η επαναστατική δράση στην εξαντλημένη Ευρώπη».
«Οι Μπολσεβίκοι», συνεχίζει, «επιδιώκουν να αξιοποιήσουν τις τουρκικές εθνικές επιδιώξεις για να αποκτήσουν πρόσβαση στις ταραγμένες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης».
Οι «Τάιμς» εφιστώντας την προσοχή και σημειώνοντας τις δυνατότητες που έχει τώρα ο μπολσεβικισμός να κυριαρχήσει στις Βαλκανικές χώρες, θεωρούν ότι αποτελεί καθήκον των συμμάχων να αποκρούουν την υλοποίηση των στόχων των μπολσεβίκων. Αυτή περίπου πρέπει να ήταν η αντίληψη που καθοδηγούσε και τον ίδιο το Λόυδ Τζωρτζ. Ένα άλλο μέρος του καπιταλιστικού τύπου που έβλεπε κάπως μακρύτερα, έδωσε στον κ. Λόυδ Τζωρτζ τον χαρακτηρισμό που του ταιριάζει δηλαδή πολεμοκάπηλο και πολεμοχαρή. Ο αρθρογράφος του κυρίου άρθρου του φιλελεύθερου εβδομαδιαίου φύλλου «Nation» απόδειξε ότι αν η ειρήνη του Οκτώβρη, οφείλεται αποκλειστικά στη στάση του μετριοπαθούς στρατηγού Χάριγκτον και χαρακτήρισε τους κυρίους Λουδ Λουδ Τσώρτσιλ και Ου Τσώρτσιλ καθώς και τον λόρδο Birkenhead πολεμοκάπηλους. Η "New Statesman" αποκάλυψε και κατάγγειλε μια πολεμοχαρή ομάδα στην κυβέρνηση, στην οποία ανήκουν οι κύριοι Λόυδ Τζωρτζ και Ου. Τσώρτσιλ, και η οποία αποφάσισε χωρίς να ρωτήσει κανέναν να απωθήσει με την ένοπλη επέμβαση τους Τούρκους από τη λεγόμενη ουδέτερη ζώνη.
Πολύ πιο αυστηρός και ίσως πιο χαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο τοποθετήθηκε πάνω στην ουσία της πολιτικής της κυβέρνησης του Λόυδ Τζωρτζ στην νεότατη κρίση της Εγγύς Ανατολής ο πρώην οπαδός και θαυμαστής του, ο Γκάρβιν. Έγραφε στον "Observer":
«Πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τη βάναυση πραγματικότητα, ότι η βρετανική κυβέρνηση μετά από 4 χρόνια έχασε οικτρά και αμετάκλητα τον μεγάλο πόλεμο της Ανατολής. Η διπλωματική πορσελάνη των Σεβρών θρυματίστηκε και τελικά η κυβέρνηση δεν κατανόησε ότι έπρεπε στην Ανατολή να στηριχτεί όπως ο Glastone στη Ρωσία ή όπως ο Beaconnfield στην Τουρκία. Οι υπουργοί αποδείχτηκαν ικανοί μόνο στο να συμπυκνώσουν τα λάθη όλων των προηγούμενων πολιτικών κατευθύνσεων. Τώρα είναι ανάγκη να πάψουμε μια για πάντα να πετάμε μαζί με τη σκάφη και το μωρό και να πέφτουμε από συμφορά σε συμφορά κάθε φορά μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Αντί να προβοκάρουμε την Τουρκία και μαζί της την Ρωσία, να απωθούμε τη Γαλλία και την Ιταλία και να κλονίζουμε προσέτι τα θεμέλια της αυτοκρατορίας μας με το να καθιστούμε εχθρό μας ολόκληρο το Ισλάμ, πρέπει να κλείσουμε τον τραγικό κατάλογο της τύφλωσης και των λαθών. Δεν αρκεί απλά να εγκαταλείψουμε το συνολικό πνεύμα και τη μέθοδο που συνόδευε αυτή την πολιτική, πρέπει να αλλάξουμε πορεία. Αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε στην ίδια κατεύθυνση τότε πολύ σύντομα η αυτοκρατορία θα αντιμετωπίσει τεράστιους και θανάσιμους κινδύνους χωρίς προηγούμενο».
Ορισμένοι συνετοί αστοί πολιτικοί κατέληξαν στη διαπίστωση ότι η πολιτική που ακολούθησε ο Λόυδ Τζωρτζ έναντι της Τουρκίας ήταν από την άποψη της βρετανικής κοσμοκρατορίας μια πολιτική παραφροσύνης, θα μπορούσε να πει κανείς μια εγκληματική πολιτική.
Αν εξετάσει κανείς αντικειμενικά τα πραγματικά γεγονότα δεν μπορεί παρά να φτάσει στην ίδια διαπίστωση.
Υπάρχουν πολύ απλές υλικές αιτίες για την αντιτουρκική και φιλελληνική στάση αυτού του άνδρα, όπως αυτές που σημείωσε σε ένα άρθρο του ο σύντροφος Ροζενμπεργκ. Ο κ. Λόυδ Τζωρτζ ανήκει εδώ και πολύ καιρό σε μια συγκεκριμένη κλίκα μεγάλων χρηματιστών που είναι στενά συνδεδεμένοι με Έλληνες επιχειρηματίες. Αυτοί οι Εβραιο-Έλληνες χρηματιστές άσκησαν ασφαλώς πάνω του μεγάλη επιρροή. Και από άλλες πλευρές επισημάνθηκε αυτή η επιρροή πλουτοκρατικής μορφής π.χ. από τον γνωστό καθολικό συγγραφέα Chesterton. Χωρίς αμφιβολία πρέπει στην περίπτωση του Λόυδ Τζωρτζ να προστεθούν και επιρροές ιδεολογικής φύσης, ο στενός και θρησκόληπτος χριστιανικός του ορίζοντας που τον ωθεί να βλέπει στον κάθε χριστιανό, είτε αυτός είναι ένας Έλληνας ή Βυζαντινός, ένα εκλεκτό ον απέναντι στους κολασμένους Τούρκους.
Όπως και να έχει, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η πολιτική του Λόυδ Τζωρτζ επέφερε στη βρετανική αυτοκρατορία μια φοβερή ήττα στην Εγγύς Ανατολή. Η ήττα έγινε ολοφάνερη από τη στιγμή που η διάσκεψη των Μουδανιών αποφάσισε την επιστροφή των Τούρκων στη Θράκη και συνεπώς την πλήρη κυριαρχία της Τουρκίας επί των στενών.
Μια μεγάλη ολλανδική καπιταλιστική εφημερίδα έγραφε στις 11 Οκτωβρίου τα εξής, όταν έγιναν γνωστά τα βασικά αποτελέσματα της διάσκεψης: «Το μόνο που απέμεινε πλέον στους Άγγλους είναι η ικανοποίηση της παραμονής τους προσωρινά στο Τσανάκ για τη διαφύλαξη της ελευθερίας των στενών. Το ερώτημα όμως, τι σημαίνει ελευθερία των στενών, παραμένει. Το τέταρτο άρθρο του εθνικού συμφώνου της Άγκυρας ορίζει: Διασφάλιση της πόλης της Κωνσταντινούπολης, της έδρας του Χαλίφη, καθώς και τη θάλασσας του Μαρμαρά, από κάθε επίθεση. Ανεξάρτητα απ’ αυτήν την αρχή, τα στενά και ο Βόσπορος πρέπει να είναι πλήρως ελεύθερα για το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα όλων των χωρών. Αυτό διαδηλώνει την τουρκική θέση σχετικά με την ελευθερία των στενών και φυσικά δεν σημαίνει καθόλου, ότι, όταν δοθούν πίσω στους Τούρκους και οι δύο ακτές των στενών, θα έχουν τα βρετανικά πολεμικά πλοία ελεύθερη διέλευση. Το πώς κατανοεί ο Λόυδ Τζωρτζ την ελευθερία των στενών μπορεί κανείς να το συμπεράνει από την πανηγυρική του δήλωση που έλεγε ότι σε περίπτωση πολέμου δεν επιτρέπεται πλέον να ξανασυμβεί αυτό που συνέβη το 1914, όταν η Ρωσία έμεινε απομονωμένη από τους συμμάχους της στη Μαύρη Θάλασσα και δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με τους συμμάχους στόλους και η Ρουμανία μπορούσε να καταληφθεί από τις εχθρικές δυνάμεις που έφθασαν ανενόχλητες ως τη Μαύρη Θάλασσα. Ο Λόυδ Τζωρτζ επιθυμεί λοιπόν να μην στραφούν ποτέ τα κανόνια ενάντια στα αγγλικά πολεμικά πλοία, να μην επιτραπεί ποτέ πια να πλέουν στα ορμητικά νερά των Δαρδανελίων τορπίλλες και νάρκες που θα απειλούν τα αγγλικά πολεμικά πλοία. Αυτή η επιθυμία δεν είναι ωστόσο πραγματοποιήσιμη. Η κοινωνία των Εθνών μπορεί βέβαια να αποκτήσει έναν κάποιο έλεγχο για την αποστρατικοποίηση της περιοχής των στενών, σε περίπτωση όμως πολέμου η Ρωσία και η Τουρκία θα έπαιρναν τα αναγκαία μέτρα ενάντια στον εισερχόμενο στα στενά εχθρό. Αμυντικά οχυρά μπορούν να κατασκευαστούν πολύ γρήγορα, και σε περίπτωση πολέμου τα στενά θα ξανακλείσουν πολύ σύντομα, μιας και οι ίδιοι οι σύμμαχοι επιτρέπουν στους Τούρκους την κατοχή και των δύο πλευρών των στενών. Και έτσι ολόκληρη η ελευθερία των στενών για την οποία η βρετανική αυτοκρατορία ήθελε να αγωνιστεί, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια τυπική λύση χωρίς καμιά πρακτικά σημασία».
Εδώ δίνεται από μια ουδέτερη καπιταλιστική πλευρά πως ο Λόυδ Τζωρτζ ήθελε να αγωνιστεί το Σεπτέμβριο για μια θέση την οποία είχε ήδη απεμπολίσει. Το πρόγραμμα της Νέας Τουρκάις το οποίο επαναδιατυπώθηκε π.χ. από τον Μουσταφά Κεμάλ στη Σμύρνη, πραγματοποιήθηκε τώρα σε σημαντικό βαθμό από τη διάσκεψη των Μουδανιών.
Στο πρόγραμμα αναφέρονταν: «Απαιτούμε τη Μικρά Ασία, τη Θράκη ως τον ποταμό Έβρο και την Κωνσταντινούπολη. Είμαστε έτοιμοι να παράσχουμε όλες τις δυνατές εγγυήσεις για την ελεύθερη διέλευση των Δαρδανελίων και δεσμευόμαστε να μην τα οχυρώσουμε. Είναι όμως δίκαιο να μας επιτρέψουν οι μεγάλες δυνάμεις να τοποθετήσουμε αμυντικές εγκαταστάσεις στην ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά, έτσι που η Κωνσταντινούπολη να μπορεί να προστατευτεί απέναντι σε κάποιον αιφνιδιασμό».
Αποδείχνεται, όπως γίνεται φανερό, αυτό ακριβώς που έγραφε η μεγάλη ολλανδική εφημερίδα: Η ελευθερία των στενών δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια τυπική λύση χωρίς καμιά πρακτική σημασία, αν η Τουρκία αποκτήσει ξανά την κατοχή και των δύο ακτών των στενών. Ακόμα και αν η λεγόμενη κοινωνία των Εθνών εγγυόταν αυτήν την ελευθερία και η Τουρκία γινόταν μέλος της, και τότε αυτή η φόρμουλα θα είχε κάποια σημασία μόνο εν καιρώ ειρήνης. Το αν υπάρξει ειρήνη στα Βαλκάνια ή όχι, αυτό εξαρτάται από τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και από το αν οι Βαλκανικοί λαοί αποφασίσουν να αποτινάξουν τον ζυγό του ιμπεριαλισμού και των υποτακτικών του στην κάθε Βαλκανική χώρα και να προχωρήσουν στην συνένωσή τους.
Ο Κεμάλ διατύπωσε στην συνέντευξή του στη Σμύρνη και τα παρακάτω ως περαιτέρω όρους για την σύνοψη ειρήνης:
1) Την κατάργηση των δρομολογήσεων, τις οποίες δικαίως ονόμασε επιβουλή της ανεξαρτησίας της Τουρκίας, 2) Την παράδοση του ελληνικού στόλου, που σε διαφορετική περίπτωση μπορούσε να απειλήσει τα παράλια της Ανατολίας, 3) Αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Έλληνες.
Για τη σημασία αυτών των αιτημάτων δεν αξίζει τώρα πλέον να μιλήσει κανείς αναλυτικότερα, πρέπει όμως να τονιστεί ότι απουσιάζει το αίτημα της κατάργησης της Dette Ottomane. Εάν ο τουρκικός λαός επιθυμεί πραγματικά την ελευθερία, τότε πρέπει να επιβάλει την υλοποίηση αυτού του αιτήματος.
Ο Κεμάλ, στη συνέντευξή του σημείωσε ότι τώρα η Τουρκία αποτελεί ένα περίπου εθνικό σύνολο και αυτό είναι ένα σημαντικός παράγοντας για το γεγονός ότι η Νέα Τουρκία είναι πολύ πιο δυνατή από την παλιά. Δεν συμπεριλαμβάνει πλέον τα αραβικά τμήματα της αυτοκρατορίας, η κατοχή των οποίων κόστιζε στον δεσποτισμό του Χαμίντ πολλές προσπάθειες και ανάγκαζε τον Τούρκο στρατιώτη να παίζει το ρόλο του χωροφύλακα. Η νέα Τουρκία βρίσκεται τώρα σε μια κατάσταση όπου δεν χρειάζεται πλέον, όπως παλιότερα, να θυσιάζει ένα μεγάλο τμήμα της δύναμής της στην εξαντλητική διαμάχη των εθνοτήτων. Αυτές οι επαρχίες χωρίστηκαν τώρα από το τουρκικό κρατικό σώμα και μετατράπηκαν σε λάφυρα του δυτικού ιμπεριαλισμού. Η Συρία βρίσκεται προσωρινά υπό γαλλική κυριαρχία, η Παλαιστίνη και η Μεσοποταμία, κατ’ όνομα χώρες-μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, βρίσκονται υπό την υψηλή αγγλική κυριαρχία…
Ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς την πολιτική κυριαρχία επί των λαών της Ανατολής, χωρίς την εκμετάλλευση των ισλαμικών λαών, των λαών της Ινδίας, της Κίνας και των άλλων λαών της άπω Ανατολής…
Επανάσταση και Βαλκανική Ομοσπονδία
Το κίνημα, η επανάσταση, που αγγίζει την Εγγύς και ολόκληρη την Ανατολή και που θα φέρει την πλήρη πολιτική ανεξαρτησία δεν μπορεί πλέον να αποτραπεί… Το επαναστατικό προλεταριάτο έχει χρέος να παράσχει κάθε δυνατή υποστήριξη στον αγώνα των λαών για πολιτική απελευθέρωση. Το παγκόσμιο προλεταριάτο έχει μόνο έναν εχθρό, τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός όμως δεν είναι ενιαίος και το προλεταριάτο δεν αποτελεί τον μοναδικό αδιάλακτο εχθρό του. Ο κραταιότερος εχθρός του προλεταριάτου και των λαών της Ανατολής και ιδιαίτερα των ισλαμικών λαών είναι η βρετανική αυτοκρατορία της οποίας ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός βασίζεται και στην κυριαρχία της επί του ινδικού κόσμου καθώς και στη θαλάσσια κυριαρχία πάνω στη Μεσόγειο θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό. Είναι στο χέρι των ισλαμικών λαών να σπάσουν αυτή τη γέφυρα που στηρίζει τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Εάν η γέφυρα σπάσει τότε θα καταρρεύσει αυτός ο ιμπεριαλισμός και η πτώση του θα έβρισκε τόσο μεγάλη απήχηση στον ισλαμικό και σ’ όλον τον κόσμο της Ανατολής, έτσι που να μην μπορεί να επιζήσει απ’ αυτή τη σύγκρουση ούτε ο γαλλικός ιμπεριαλισμός. Η απελευθέρωση του ισλαμικού κόσμου, ιδιαίτερα των χωρών της Εγγύς Ανατολής από κάθε ευρωπαϊκή πολιτική επικυριαρχία δεν είναι μόνο προς το συμφέρον των λαών της περιοχής, των αγροτών και εργατών στις περιοχές αυτές που δεν έφτασαν ακόμα στον καπιταλισμό, είναι προς το τεράστιο συμφέρον του δυτικοευρωπαϊκού, του παγκόσμιου προλεταριάτου. Η απελευθέρωση αυτή θα σήμαινε αναπότρεπτα το γκρέμισμα του δυτικού ιμπεριαλισμού, την εξάλειψη των εγκληματικών ιμπεριαλιστικών συμφώνων ειρήνης, την νίκη της επανάστασης στην Ευρώπη, τη συνένωση των δυτικών ευρωπαϊκών σοβιετικών δημοκρατιών με αυτές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, την απελευθέρωση των βαλκανικών εθνοτήτων και τη συνένωσή τους σε μια μεγάλη Βαλκανική Ομοσπονδία των Ελεύθερων Βαλκανικών Δημοκρατιών.