Η Τσετσενία και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών στην εποχή του ιμπεριαλισμού

του Κώστα Μπατίκα
 
 

Στις αρχές του Σεπτέμβρη, ένοπλοι Τσετσένοι αντάρτες επιτέθηκαν σε σχολείο της πόλης Μπεσλάν της ρωσικής δημοκρατίας της Βόρειας Οσετίας και συνέλαβαν ως ομήρους μαθητές, δασκάλους και γονείς. Η σύγκρουση που επακολούθησε με τις ρωσικές δυνάμεις είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων αθώων ομήρων, ανάμεσά τους και πολλών μικρών παιδιών.

Τα τραγικά αυτά γεγονότα, το αποτρόπαιο έγκλημα του Μπεσλάν, έφερε για μια ακόμη φορά στην επικαιρότητα το πρόβλημα της Τσετσενίας. Αναζωπυρώθηκε η συζήτηση γύρω απ’ αυτό. Στη συζήτηση αυτή ξεχώρισε μια διαμάχη ανάμεσα στο Γιώργο Δελαστίκ και το «Ριζοσπάστη», που έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς αναδεικνύει ένα ζήτημα που όφειλε να είναι λυμένο για όλους εκείνους που επικαλούνται το μαρξισμό και τον λενινισμό και δηλώνουν μαρξιστές και λενινιστές. Το ζήτημα δηλαδή της στάσης που πρέπει να κρατούν και της θέσης που πρέπει να παίρνουν οι κομμουνιστές και τα κομμουνιστικά κόμματα στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών στην εποχή του ιμπεριαλισμού.

Η Τσετσενία μετά τον Οχτώβρη του 1917

Η Τσετσενία έγινε ευρύτερα γνωστή στον έξω κόσμο τα τελευταία 15 χρόνια, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Πριν την επανάσταση του 1917 ανήκε στη τσαρική ρωσική επικράτεια και απέκτησε την αυτονομία της επί σοβιετικής εξουσίας. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και συγκεκριμένα το 1922 δημιουργήθηκε η αυτόνομη περιοχή των Τσετσένων. Το 1934 συνενώθηκε με την περιοχή της Ινγκουσετίας και σχηματίστηκε η αυτόνομη περιοχή των Τσετσένων-Ινγκούς. Το 1936 ανακηρύχτηκε σε αυτόνομη δημοκρατία στη σύνθεση της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Ρωσικής Ομοσπονδίας και ονομάστηκε Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία των Τσετσένων-Ινγκούς. Είχε το δικό της σύνταγμα, ανώτατο όργανο κρατικής εξουσίας, το ανώτατο σοβιέτ της δημοκρατίας, υπουργικό συμβούλιο, ανώτατο δικαστήριο και γενικό εισαγγελέα.

Η έκταση της επικράτειας της αυτόνομης δημοκρατίας ήταν 19.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ανέρχονταν περίπου στους 1.200.000 κατοίκους. Σύμφωνα με την απογραφή του 1980 ο πληθυσμός της ήταν 1.157.000 κάτοικοι και απ’ αυτούς: το 44% ήταν Τσετσένοι, το 10% Ινγκούσοι, το 32% Ρώσοι και το υπόλοιπο ήταν Αρμένιοι, Ουκρανοί, Τάταροι και άλλες εθνότητες και λαότητες.

Στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, εθνικιστικές συγκρούσεις και διαμάχες δεν σημειώθηκαν στην Τσετσενία, όπως και σε ολόκληρη τη σοβιετική πολυεθνική χώρα. Ασφαλώς και επιζούσαν και διατηρούνταν σε πολλούς σοβιετικούς λαούς εθνικές προκαταλήψεις σε λανθάνουσα μορφή, οι οποίες υποχωρούσαν ή αναζωπυρώνονταν ανάλογα με την αλλαγή των συσχετισμών στη διαπάλη επανάστασης-αντεπανάστασης καθόλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από το 1917 ως τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτές οι προκαταλήψεις, όσο προχωρούσε η γραφειοκρατικοποίηση και αστικοποίηση των διοικητικών οργάνων του κράτους και του κόμματος και των διευθυντικών οργάνων της παραγωγής και της οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες, ενισχύονταν και ήταν και με γυμνό μάτι ορατές στον προσεκτικό φιλικό επισκέπτη της μεγάλης χώρας. Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης διαβίωναν ειρηνικά καθ’ όλη τη διάρκεια ύπαρξής της. Αυτό αποτέλεσε μια πανηγυρική επιβράβευση και επιβεβαίωση στην πράξη της πολιτικής του Λένιν και των Μπολσεβίκων. Και ήταν ακριβώς η πολιτική του Λένιν και των Μπολσεβίκων που με την επιμονή τους στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών μέχρις αποχωρισμού και μετά τη νίκη του Οκτώβρη και την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, κατόρθωσαν να υπερνικήσουν τους εθνικισμούς και τις εθνικές στενότητες και να κρατήσουν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, ενωμένους τους λαούς της πρώην τσαρικής Ρωσίας στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης. Στη βάση αυτής της ενότητας των λαών της Σ.Ε. και της ειρηνικής συμβίωσής τους βρίσκονταν η καταργημένη ιδιωτική ιδιοκτησία και η διακήρυξη της οικοδόμησης της αταξικής και ακρατικής κοινωνίας, δηλαδή του σοσιαλισμού, πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Όταν αυτή η βάση κατέρρευσε, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Οι εθνικές έριδες και εθνικιστικές διαμάχες και συγκρούσεις επανήλθαν στο προσκήνιο, και ήταν αποτέλεσμα της νίκης της αντεπανάστασης και της αποτυχίας της πρώτης προσπάθειας οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ήταν αποτέλεσμα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. (Όλα όσα λέγονται από τους αστούς προπαγανδιστές για ευθύνες της Σοβιετικής Ένωσης στη σημερινή κατάσταση της Τσετσενίας αποτελούν φτηνή και ανόητη αντικομμουνιστική προπαγάνδα που αποσκοπεί στη δικαιολόγηση των ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων και επεμβάσεων της Δύσης. Όλα όσα λέχθηκαν, προσφάτως από τον βασικό εκπρόσωπο και διαχειριστή του ρώσικου ιμπεριαλισμού, τον κ. Πούτιν, για ευθύνες της Σοβιετικής Ένωσης και του Στάλιν προσωπικά στο τσετσενικό ζήτημα αποτελούν διαστροφή και βιασμό της πραγματικότητας, γελοίες προφάσεις για να δικαιολογηθούν τα εγκλήματα κατά των Τσετσένων που διαπράττει η ρώσικη αστική τάξη, ο ρώσικος ιμπεριαλισμός και προσωπικά ο κ. Πούτιν. Αν είναι δυνατό να ευθύνεται ο Στάλιν, μισό αιώνα μετά το θάνατό του, για τα σημερινά εγκλήματα της ρωσικής αστικής τάξης σε βάρος του λαού της Τσετσενίας. Οι ευθύνες του Στάλιν είναι άλλους είδους και δεν χωρούν στην αντικομμουνιστική αστική αντισταλινική κριτική και πολεμική στην αντισταλινική προπαγάνδα, που τελικός της στόχος είναι η επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης και ο σοσιαλισμός. Οι πραγματικές ευθύνες του στην υπόθεση οικοδόμησης του σοσιαλισμού μπορούν να εντοπιστούν μόνο από μια αριστερή επαναστατική, από μια πραγματικά κομμουνιστική κριτική).

Με τη νίκη λοιπόν της αστικής αντεπανάστασης άνοιξαν οι ασκοί του αιόλου και στο εθνικό ζήτημα.

Τώρα, εκείνο που προήχε για τη νέα τάξη πραγμάτων ήταν η συγκρότηση της νέας αστικής τάξης, η μετατροπή της γραφειοκρατίας, των μαυραγοριτών και των κλεφτών του δημοσίου χρήματος σε κεφαλαιούχους.

Η διαμόρφωση της αστικής τάξης δεν μπορούσε να γίνει κεντρικά και προγραμματισμένα. Ο καπιταλισμός δεν οικοδομείται σχεδιασμένα και κεντρικά αλλά αυθόρμητα και αποκεντρωμένα, τοπικά. Έπρεπε λοιπόν οι διάφορες τοπικές μαφίες και γραφειοκρατίες να βάλουν στο χέρι τους τα μέσα παραγωγής και να μετατραπούν σε αστική τάξη.

Διάφορες συμμορίες μπήκαν στη μάχη για να μοιράσουν ανάμεσά τους τον πλούτο που είχαν δημιουργήσει από κοινού οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης. Αναγκαίο συμπλήρωμα αυτής της διαδικασίας ήταν η απαίτηση για εθνοκρατική συγκρότηση. Είχαν φυσικά δίκαιο. Η αστική τάξη δεν συγκροτείται και ο καπιταλισμός δεν οικοδομείται παρά μόνο σε εθνική βάση. Γι’ αυτό υπήρξε εκείνο το κύμα εθνικής απόσχισης και εθνοκρατικής συγκρότησης στο όνομα της «εθνικής ανεξαρτησίας». Με το σύνθημα της «εθνικής ανεξαρτησίας» οι τοπικές μαφίες, καταχραστές του δημοσίου χρήματος και γραφειοκράτες επιδίωκαν να κερδίσουν και να συσπειρώσουν τις λαϊκές μάζες γύρω από ένα νέο όραμα που θα τους βοηθούσε να ιδιοποιηθούν τα κατακερματισμένα πλέον μέσα παραγωγής και να καταλάβουν την εξουσία στις επιμέρους πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες.

Όλα αυτά έγιναν υπό τις ευλογίες της μεγαλορώσικης μαφίας του Κρεμλίνου, που είχε συνείδηση των καθηκόντων της στην υπόθεση καπιταλιστική παλινόρθωση και καθοδηγούνταν άμεσα γι’ αυτό από τα διάφορα ιμπεριαλιστικά επιτελεία.

Έτσι λοιπόν, πριν καλά-καλά διατυπωθούν τα αιτήματα εθνοκρατικής απόσχισης, η κλίκα του Κρεμλίνου προχώρησε στην πραξικοπηματική διάλυση της Σ.Ε. και την αντικατάστασή της με την «Κοινοπολιτεία».

Εξέχοντα στελέχη της ανώτατης σοβιετικής γραφειοκρατίας, μέλη του Πολιτικού Γραφείου και της ΚΕ του ΚΚΣΕ μοίρασαν τα ιμάτια της ατιμασμένης πια σοβιετικής χώρας και έγιναν Πρόεδροι και κορυφαίοι κρατικοί και πολιτικοί παράγοντες σε πολλές από τις 14 πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, που ανακήρυξαν την εθνοκρατική τους συγκρότηση και κατέκτησαν την «εθνική τους ανεξαρτησία».

Αυτή όμως η διαδικασία και η τάση απόσχισης και εθνοκρατικής συγκρότησης δεν ήταν δυνατό να σταματήσει μόνο στις 14 μεγάλες Δημοκρατίες που συνιστούσαν την πρώην Σοβιετική Ένωση. Αναπόφευκτα θα μεταδίδονταν και στις αυτόνομες δημοκρατίες και περιοχές που αποτελούσαν συστατικά μέρη των μεγάλων Δημοκρατιών (της Ρωσίας, της Γεωργίας κ.ά.). Όλες οι τοπικές μαφίες το ίδιο έπρεπε να κάνουν και το ίδιο έκαναν.

Οι αστικές τάξεις των μεγάλων πρώην σοβιετικών εθνών, ενώ θεωρούσαν αυτονόητο για τον εαυτό τους το δικαίωμα απόσχισης και δημιουργίας ξεχωριστού κράτους, το αρνούνταν κατηγορηματικά για μικρότερους λαούς και εθνότητες που βρίσκονταν στη σύνθεση της κρατικής τους επικράτειας. Όπου θίγονταν τα δικά τους συμφέροντα (π.χ. της αστικής τάξης της Γεωργίας έναντι της Νότιας Οσετίας, Απχαζίας κλπ.), οι αστικές τάξεις όχι μόνο αρνήθηκαν κατηγορηματικά το δικαίωμα απόσχισης στους μικρότερους λαούς και εθνότητες αλλά και το στιγμάτισαν ως έγκλημα μη διστάζοντας να καταστείλουν με τη στρατιωτική βία οποιαδήποτε κίνηση για την υλοποίησή του.

Στην περιοχή του Καυκάσου τα πράγματα περιπλέχτηκαν περισσότερο και έγιναν εκρηκτικά λόγω των πετρελαίων και της αυτονόητης παρέμβασης του δυτικού ιμπεριαλισμού. Το ίδιο έγινε και με την Τσετσενία.

Οι Τσετσένοι μαφιόζοι, καταχραστές του δημοσίου χρήματος, μαυραγορίτες και μέλη των ανώτατων κλιμακίων της πρώην σοβιετικής γραφειοκρατίας υπό την ανοχή και την ευλογία της ηγεσίας του Κρεμλίνου έβαλαν στο χέρι τα τοπικά μέσα παραγωγής και αναρριχήθηκαν στην τοπική εξουσία. Ως εδώ καλά…

Το Νοέμβρη όμως του 1990 προχώρησαν ένα βήμα μπροστά. Προχώρησαν στην απόσχιση ανακηρύσσοντας την ανεξαρτησία της τσετσένικης δημοκρατίας. Επρόκειτο στις δοσμένες συνθήκες για μια εντελώς φυσιολογική εξέλιξη.

Τώρα, όμως, συνάντησαν την κατηγορηματική άρνηση της υπό συγκρότηση ρωσικής αστικής τάξης, των πολιτικών της εκπροσώπων και της κρατικής της εξουσίας. Η ρωσική αστική τάξη αισθάνθηκε να απειλείται και δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει ρωσικό έδαφος. Πολύ περισσότερο που η περιοχή είναι πλούσια σε πετρέλαια και απ’ αυτή περνούν οι δρόμοι του πετρελαίου. Αρνείται, λοιπόν, κατηγορηματικά στον τσετσένικο λαό τη χρήση του αναφαίρετου δικαιώματός του στην εθνική αυτοδιάθεση μέχρις αποχωρισμού. Ο Γιέλτσιν το 1994, προχωρεί στη στρατιωτική επέμβαση με σύνθημα «την αποκατάσταση των εθνικών δικαιωμάτων της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Τσετσενία». Αποτέλεσμα: Χιλιάδες νεκροί.

Ύστερα από λίγα χρόνια το 1999 νέα επέμβαση και νέος πόλεμος. Πάλι χιλιάδες νεκροί. (Δημοσιογραφικές εκτιμήσεις ανεβάζουν τους νεκρούς στη ρωσο-τσετσένικη σύγκρουση σε 150.000 μόνο από την πλευρά των Τσετσένων).

Η στάση του δυτικού ιμπεριαλισμού ήταν αρκετά προσεκτική καθώς έπρεπε και τις διαδικασίες επανασυγκρότησης και σταθεροποίησης της ρώσικης αστικής τάξης να μη διαταράξει και τους αποσχιστές να συνδράμει. Τα έκανε και τα δύο με μεγάλη επιτυχία. Έτσι οι δυτικοί περιορίστηκαν σε φραστική καταδίκη της ρωσικής πολιτικής και σε διπλωματικές και φιλικές παραινέσεις από τη μία και σε απλόχερη βοήθεια (πολιτική – διπλωματική – στρατιωτική) προς τους Τσετσένους από την άλλη.

Φυσικά οι καταστροφικοί πόλεμοι δεν γίνονται ούτε για τα εθνικά συμφέροντα των Ρώσων ούτε των Τσετσένων. Πρόκειται για σύγκρουση των αστικών τους τάξεων, μια σύγκρουση που είναι σε βάρος τόσο του ρώσικου όσο και του τσετσένικου λαού.

Στα πρώτα χρόνια η υποστήριξη του λαού της Τσετσενίας προς την ηγεσία της αποσχιστικής προσπάθειας δεν ήταν δεδομένη. Η συσπείρωση των τσετσένικων λαϊκών μαζών γύρω από την ηγεσία του αποσχιστικού κινήματος είναι αποτέλεσμα της εγκληματικής πολιτικής του ρωσικού ιμπεριαλισμού.

Δυστυχώς δεν υπήρξε στη Ρωσία μια επαναστατική δύναμη, ικανή να αποτρέψει αυτά τα εγκλήματα της ρωσικής αστικής τάξης. Και φυσικά δεν θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι θα υπήρχε στην Τσετσενία μια τέτοια δύναμη που θα συσπείρωνε τις εργαζόμενες μάζες ενάντια στην αστική τάξη. Τα σημερινά ΚΚ της Ρωσίας σε τίποτα δεν μοιάζουν με το μπολσεβίκικο κόμμα του Λένιν. Ενδιαφέρονται περισσότερο για την κρατική υπόσταση της Ρωσίας, για τη διαφύλαξη των συνόρων της, παρά για την κοινωνική απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των λαών της Ρωσίας. Το μόνο που μας μένει είναι να ελπίζουμε ότι μια τέτοια δύναμη θα υπάρξει, ένα διεθνιστικό δηλαδή ΚΚ που θα επαναδιακηρύξει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, θα οργανώσει την κοινή πάλη της εργατικής τάξης και των λαών της Ρωσίας ενάντια στην αστική τάξη, για την ανατροπή της και την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπου οι λαοί της Ρωσίας θα αποφασίσουν ελεύθερα αν θέλουν να ζήσουν μαζί ή χωριστά. Για το άνοιγμα του δρόμου των επαναστατικών μετασχηματισμών για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αυτός είναι και ο μόνος δρόμος που πρέπει να βαδίσουν οι λαοί στη σημερινή εποχή, αν θέλουν να κατακτήσουν πραγματικά και όχι ψευδεπίγραφα την εθνική τους ανεξαρτησία.

Στην Τσετσενία, και στην περίπτωση που τελικά ηττηθεί ο ρώσικος ιμπεριαλισμός και η απόσχιση γίνει πράξη με τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους, δεν θα πρόκειται για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας του τσετσένικου λαού. Θα πρόκειται για τη δημιουργία ενός τυπικά ανεξάρτητου, αλλά ουσιαστικά εξαρτημένου, ενός προτεκτοράτου στην υπηρεσία των ανταγωνιστών του ρωσικού ιμπεριαλισμού και κυρίως του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αυτή είναι η κατεύθυνση του αποσχιστικού κινήματος των Τσετσένων. Προοδευτικό κίνημα αυτοδιάθεσης δεν υπήρξε και δεν μπορούσε να υπάρξει στις συγκεκριμένες συνθήκες της μετασοβιετικής Ρωσίας.

Σημαίνει μήπως αυτό, ότι οι κομμουνιστές πρέπει να αρνηθούν στο τσετσένικο λαό το δικαίωμα αυτοδιάθεσης μέχρις αποχωρισμού, επειδή η Τσετσενία αποτελούσε τμήμα της ρωσικής επικράτειας και η απόσχισή της οδηγεί ντε φάκτο στην αλλαγή διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων; Ή μήπως η άρνηση αυτού του δικαιώματος είναι δικαιολογημένη επειδή η κατεύθυνση του αποσχιστικού κινήματος είναι αστική, αντιδραστική και φιλοϊμπεριαλιστική;

Ή μήπως, αν δεχτούμε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μέχρις αποχωρισμού, σημαίνει τάχα ότι πρέπει οπωσδήποτε να υποστηρίξουμε το αστικό, αντιδραστικό ή φιλοϊμπεριαλιστικό κίνημα απόσχισης στο όνομα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα;

Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν από τους κομμουνιστές, αν θέλουν να είναι αυτό που δηλώνουν, δηλαδή μαρξιστές και λενινιστές.

Η διαμάχη Δελαστίκ – «Ριζοσπάστη»

Ο Γ. Δελαστίκ δεν ασχολείται για πρώτη φορά με το ζήτημα της Τσετσενίας. Τώρα, με αφορμή τα τραγικά γεγονότα στο Μπεσλάν, έκανε εντονότερη την παρέμβασή του και προσπάθησε να αναλύσει την κατάσταση και να δείξει τις αιτίες της με πολλαπλές εμφανίσεις στα ΜΜΕ και με άρθρα του στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» και στο «ΠΡΙΝ».

Τάσσεται υπέρ του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των Τσετσένων, σημειώνει την τεράστια σημασία της περιοχής λόγω του φυσικού της πλούτου, και των δρόμων του πετρελαίου που περνούν απ’ αυτή και επαναλαμβάνει πολλές φορές ότι «το ζήτημα της Τσετσενίας δεν είναι πρόβλημα "τρομοκρατίας". Είναι ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας».

Ο «Ριζοσπάστης» παρενέβηκε άμεσα με άρθρα και σχόλια. Στις 4-9-2004 π.χ., σε άρθρο του, κατηγορεί το Γ.Δ. ότι «υιοθετεί στην πράξη όλα τα επιχειρήματα, τις αιτιάσεις και την πολιτική των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ – Δυτ. Ευρώπης) στο "τσετσένικο" ζήτημα ότι πρόκειται δηλαδή για δήθεν "απελευθερωτικό κίνημα", το οποίο μάλιστα φτάνει να συγκρίνει με την Παλαιστίνη και το ΙΡΑΚ». Στο ίδιο άρθρο υπενθυμίζεται ότι η Τσετσενία χρησιμοποιείται από το αμερικανικό και δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο, ότι «οι ένοπλοι που εισέβαλαν το 1999 στο Νταγκεστάν ξεκινώντας το λεγόμενο δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας είναι πρακτόρικος στρατός κατά τα πρότυπα του"UCK" που εξορμούσε από βάσεις στη Γεωργία όπου (ω τις σύμπτωσις!) υπάρχει έντονη αμερικάνικη παρουσία». Στη συνέχεια το άρθρο θέτει ερωτήματα όπως: «ποιοι χρηματοδοτούν και εκπαιδεύουν αυτό το στρατό; Που βρίσκουν τα υπερσύγχρονα όπλα; Μήπως η απάντηση βρίσκεται στον "πόνο" για την Τσετσενία που έπιασε εδώ και χρόνια τους δυτικούς "ανθρωπιστές", οι οποίοι ματοκυλούν λαούς στον πλανήτη;». Για να καταλήξει ότι «για το λαό της Τσετσενίας, για τους λαούς του Καυκάσου, για τους λαούς όλου του κόσμου, η πραγματική λύση βρίσκεται στη Σοβιέτ, όπως και αν τα ονομάσουν. Τα υπόλοιπα αποτελούν αντιδραστικό, προπαγανδιστικό τσουβάλιασμα».

Ο Γ. Δελαστίκ σε άρθρα του στο «ΠΡΙΝ» στις 5/09 και στις 12/9/2004 επιχειρεί μια έντυπη ανακεφαλαίωση των θέσεών του για το τσετσενικό ζήτημα που είχε αναπτύξει στα ΜΜΕ.

Στις 5/9 μιλάει για τα «κτηνώδη ρωσικά στρατεύματα κατοχής» που «διαπράττουν επί δέκα χρόνια γενοκτονία στην Τσετσενία». Σημειώνει ότι «ο θάνατος και η σφαγή ήταν άλλωστε και ο στόχος της άλλης πλευράς, των τσετσένων ανταρτών. Δεν είχαν καμιά αναστολή να διαπράξουν ότι χειρότερο μπορούσαν, ότι πιο αποτρόπαιο, τη σύλληψη εκατοντάδων ομήρων και κυρίως παιδιών, με σαφή πρόθεση να οδηγήσουν στο θάνατο όσο το δυνατό πιο πολλά από αυτά…πήγαν να προκαλέσουν φρικιαστικό αιματοκύλισμα που θα τραβούσε την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης και το πέτυχαν».

Διατυπώνει στη συνέχεια την άποψη ότι δεν πρέπει «να υποκρινόμαστε ότι απορούμε, όταν οι Τσετσένοι φτάνουν στα πιο φρικιστικά εγκλήματα, ανταποδίδοντας την κτηνωδία των Ρώσων κατακτητών» και ότι δεν πρέπει «να φρίττουμε με την ιδέα ότι δεν αποδέχονται τη δική μας κλιμακα αξιών, βάσει της οποίας επιτρέπεται οι Ρώσοι να εξοντώνουν 150.000 Τσετσένους και ανάμεσά τους δεκάδες χιλιάδες παιδιά και αυτό να θεωρείται φυσιολογικό, αλλά απαγορεύεται οι Τσετσένοι να πιάνουν ομήρους παιδιά των Ρώσων και να τα σκοτώνουν από κοινού με τους Ρώσους κομάντο, οι οποίοι δολοφονούν τα Ρωσάκια για να δείξουν ότι ο Πούτιν είναι ισχυρός πρόεδρος και δεν συνομιλεί με τρομοκράτες».

Και καταλήγει ότι «στο ανατριχιαστικό έγκλημα στη Β. Οσετία, φονιάδες είναι τόσο οι τσετσένοι δράστες όσο και ο Πούτιν…Συνένοχοι από ηθική και πολιτική σκοπιά στο έγκλημα είναι τόσο ο Μπους όσο και όλοι οι ηγέτες της Ευρώπης, οι οποίοι έσπευσαν να συμπαρασταθούν στον Πούτιν μετά το έγκλημα, με την υστερόβουλη σκέψη ότι έτσι εξασφαλίζουν εκ των προτέρων τη συνένοχη συμπαράσταση των υπολοίπων ηγετών, αν χρειαστεί να βάψουν και αυτοί τα χέρια τους στο αίμα αθώων ομήρων, κάποια στιγμή στο μέλλον», επαναλαμβάνοντας τη θέση του ότι, το ζήτημα της Τσετσενίας δεν είναι πρόβλημα τρομοκρατίας αλλά εθνικής ανεξαρτησίας.

Μια βδομάδα αργότερα, στις 12/9/2004, σε άρθρο του και πάλι στο «ΠΡΙΝ», απαντώντας προφανώς στην κριτική και πολεμική του «Ριζοσπάστη» γράφει: «Στους κόλπους της Ελληνικής Αριστεράς υπήρχε παλιότερα μια έντονη τάση δικαιολόγησης της κρατικής σοβιετικής πολιτικής στο όνομα της ιδεολογικής συμπάθειας προς το ΚΚΣΕ, ακόμη και όταν το Κρεμλίνο, στην πορεία του εκφυλισμού και της καπιταλιστικής μετάλλαξής του, έφτανε στο αξιοθρήνητο σημείο να υποστηρίζει αιμοσταγείς δικτατορίες όπως εκείνη της Αργεντινής, χαρακτηρίζοντας το ανθρωπόμορφο τέρας που ήταν επικεφαλής της χούντας, το Βιδέλα, ως "κεντρώο"!». Και συνεχίζει:

«Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή η συναισθηματική τάση υποστήριξης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής οδηγεί στον πολιτικό παραλογισμό να επιχειρείται π.χ. από το ΚΚΕ η συγκάλυψη και η δικαιολόγηση των εγκλημάτων του Κρεμλίνου στην Τσετσενία και σήμερα, που δεν υφίσταται κανένα πολιτικό υπόβαθρο συνενοχής, ούτε καν ιδεολογικό. Σίγουρα είναι πολύ δύσκολο για όλους τους αριστερούς να χωνέψουμε ότι η χώρα που έβγαλε τον Λένιν, τους μπολσεβίκους και τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση έχει εκφυλιστεί σε μια αποκρουστική χώρα που δολοφονεί εκατοντάδες χιλιάδες αμάχους το ίδιο αδίστακτα με τις ΗΠΑ, αλλά η ιδεολογικοπολιτική ήττα της Αριστεράς στην ΕΣΣΔ δεν αναιρείται με την υποστήριξη των εγκλημάτων του Γέλτσιν και του Πούτιν στην Τσετσενία, όπως κάνει ο Ριζοσπάστης. Είναι κρίμα η ηγεσία του Περισσού να καθιστά το ΚΚΕ απολογητή των εγκλημάτων της αστικής Ρωσίας, με τρόπο που δεν τολμά να το κάνει απευθείας ούτε η ίδια η ρωσική πρεσβεία. Καλό θα ήταν δε ο Ριζοσπάστης να μην αποκρύπτει από τα μέλη και τους οπαδούς του ΚΚΕ ότι ο Πούτιν στην συνέντευξη της Δευτέρας, επέρριψε όλα τα λάθη και τις αδικίες που έχουν γίνει σε βάρος των Τσετσένων από τη Μόσχα…στη Σοβιετική Ένωση και στον Στάλιν ειδικότερα! Στη σοβιετική πολιτική δηλαδή και όχι στους κτηνώδεις πολέμους που εξαπέλυσαν ο Γέλτσιν το 1994 και ο ίδιος το 1999, εξοντώνοντας πάνω από 150.000 Τσετσένους. Η προσπάθεια έντεχνης εμφάνισης του Πούτιν ως… "κτυπροκομμουνιστής" και "ανορθωτής της Ρωσίας" έχει ύποπτα κίνητρα, καθόλου ανιδιοτελή» (η υπογράμμιση δική μας).

«Λένε πως το τέρμα του κατήφορου είναι ο πάτος, αλλά φαίνεται πως ο Γ. Δελαστίκ βάλθηκε να σκάβει τον πάτο…», ήταν η άμεση και φαρμακερή απάντηση του "Ριζοσπάστη" σε άρθρο του στις 14-9-2004 με το χαρακτηριστικό τίτλο «Ψεύτης…».

Και το άρθρο συνέχιζε: «Άγνωστο κάτω από ποια πίεση βάλθηκε να σκαρφιστεί τέτοια παραμύθια για το ΚΚΕ και το «Ριζοσπάστη». Αυτά τα τόσο μεγάλα ψέματα δεν γίνονται από κανένα λάθος ή δημοσιογραφική αμέλεια. Γίνονται στημένα και ο ίδιος μόνον ξέρει, γιατί…στήθηκε τόσο χοντροκομμένα (οι υπογραμμίσεις δικές μας). Εμείς από τα γεγονότα και τη συμπεριφορά του, μόνο να υποθέσουμε μπορούμε…

Είναι αυτός, που αμέσως με τα γεγονότα στο Μπεσλάν πήρε τα κανάλια βόλτα (τυχαίο, άραγε;) και εφόσον είχε διαλέξει ιμπεριαλιστή, προέτρεπε και τους τηλεθεατές να κάνουν την επιλογή του. Σ’ αυτήν τη γύρα, ούτε λίγο ούτε πολύ, μίλησε για «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα» των Τσετσένων, την ώρα που ξέρει καλύτερα ίσως από τον καθένα πως τέτοιο ζήτημα στην ενδοϊμπεριαλιστική φαγωμάρα μπαίνει μόνο στα σενάρια, που απορρέουν από τις υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Είναι ακριβώς αυτοί, που ενθαρρύνουν και εξοπλίζουν τους αποσχιστές και που προσφέρουν άσυλο και προστασία στους ηγέτες τους. Είχαν κάθε συμφέρον με την αλλαγή των συνόρων στην περιοχή, τόσο για τα πετρέλαια του Καυκάσου, όσο και για τη γεωστρατηγική θέση της Τσετσενίας. Αναμενόμενο είναι, γιατί έτσι λειτουργεί το σύστημα της εκμετάλλευσης. Ο Γ. Δελαστίκ είναι άγνωστο (;) πως λειτουργεί» (υπογραμμίσεις δικές μας).

Στη συνέχεια, το άρθρο για να αντικρούσει τις κατηγορίες περί «συγκάλυψης και δικαιολόγησης των εγκλημάτων του Κρεμλίνου στην Τσετσενία» και περί «υποστήριξης των εγκλημάτων του Γέλτσιν και του Πούτιν», «έτσι για να πονέσουν τα νύχια του» (του Γ.Δ.) «στο σκάψιμο του πάτου», όπως χαρακτηριστικά λέει, θυμίζει μια σειρά δημοσιεύματα του «Ριζοσπάστη», όπου γίνεται λόγος για τον «εγκληματικό ρόλο του Γέλτσιν και του Πούτιν», ότι «ο Πούτιν θεμελίωσε την εξουσία του πάνω στα πτώματα των τρομοκρατικών χτυπημάτων», ότι η «σημερινή Ρωσία είναι σημαίνον μέλος του ιμπεριαλιστικού συστήματος και σαν τέτοιο συμπεριφέρεται στο λαό του, είτε πρόκειται για Ρώσους είτε για Τσετσένους», ότι «οι ΗΠΑ, η ΕΕ και τώρα η Ρωσία ανήκουν στο εγκληματικό σύστημα του ιμπεριαλισμού και λειτουργούν σχεδόν ταυτόσημα. Ανταγωνίζονται και συμμαχούν, τρομοκρατώντας τους λαούς και σπέρνοντας την καταστροφή και το θάνατο», για να καταλήξει ότι «ο Γ.Δ. δεν έχει πάθει καμιά "σύγχυση"… τους αναγνώστες του θέλει να συγχύσει με ψέματα… για να δικαιολογήσει το γεγονός πως από τους ιμπεριαλιστές αυτός έκανε την επιλογή του…» (υπογραμμίσεις δικές μας).

Στο μεταξύ στις 12/9/2004 ο Στέφανος Κρητικός με άρθρο του στο «Ριζοσπάστη» ανέλαβε να καλύψει θεωρητικά το θέμα. Ανέλαβε να απαντήσει σε «ορισμένους υποτιθέμενους μαρξιστές», οι οποίοι «χαρακτηρίζουν τη δράση των Τσετσένων εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα».

«Χρησιμοποιώντας προφανώς τη θέση που επεξεργάστηκε ο Λένιν, «για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», γράφει ο Σ.Κ., «έσπευσαν να ερμηνεύσουν ως εθνικοαπελευθερωτικό ένα ζήτημα το οποίο ανέκυψε αμέσως μετά την αντεπανάσταση και την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ. Νομίζουν ότι τους βολεύει ο Λένιν για να διατυπώσουν αυτή τη θέση. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Και αν πράγματι οι Τσετσένοι κάνουν εθνικό-απελευθερωτικό αγώνα ποιές δυνάμεις τους βοηθούν, τους εξοπλίζουν, έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν αυτόν τον αγώνα, όντας μέρος της κρατικής οντότητας της Ρωσίας, ενάντια στην κρατική ηγεσία της οποίας στρέφονται; Βεβαίως οι ίδιοι δημοσιολόγοι εκτιμούσαν ότι και ο ΟΥΤΣΕΚΑ έκανε εθνικό-απελευθερωτικό αγώνα στο Κοσσυφοπαίδιο κατά των Σέρβων, ενώ αυτή η εγκληματική συμμορία (έτσι χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους τους ιμπεριαλιστές, οι οποίοι τον οργάνωσαν και τον εξόπλισαν) ήταν μέρος ιμπεριαλιστικού σχεδίου και χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δημιουργηθεί η αφορμή για τους μετέπειτα βομβαρδισμούς στο Κοσσυφοπέδιο».

Στη συνέχεια, γράφει, ότι το εθνικό ζήτημα πρέπει να εξετάζεται στις ιστορικές συνθήκες εμφάνισής του και ότι «είναι διαφορετικό στην εποχή περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και διαφορετικό στην εποχή περάσματος του καπιταλισμού στο ανώτατό του στάδιο, τον ιμπεριαλισμό», και παραθέτοντας απόσπασμα κειμένου του Λένιν από το έργο του «κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα» συμπεραίνει: «Επομένως, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ο εθνικό-απελευθερωτικός αγώνας μπορεί να έχει αντιδραστικό περιεχόμενο και όταν ηγείται η αστική τάξη κρύβει το ταξικό περιεχόμενό του, προβάλλοντας ως κυρίαρχο σύνθημα τον αστικό εθνικισμό. Και στην Τσετσενία αυτό γίνεται. Υπάρχει αστική τάξη. Και μάλιστα είναι αδύνατο να κάνει νικηφόρο αγώνα ενάντια στους Ρώσους χωρίς συμμαχίες με άλλα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη».

Και απαντώντας στους «δημοσιολόγους που κάνουν τους μαρξιστές» με ένα απόσπασμα κειμένου του Λένιν, από το ίδιο όπως και παραπάνω έργο του (όπου γίνεται λόγος για την πάλη του προλεταριάτου ενάντια στον εθνικισμό) κλείνει, συμπεραίνοντας: «Με λίγα λόγια, πάλη των εργατών όλων των εθνών ενάντια στο κράτος που τους εκμεταλλεύεται για το σοσιαλισμό».

Εμείς δεν έχουμε καμιά δυσκολία να συμφωνήσουμε στο ότι δεν πρόκειται για πραγματικά απελευθερωτικό αλλά για αποσχιστικό κίνημα των Τσετσένων ή των Κοσσοβάρων, στο ότι το υποστηρίζουν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές ότι ο «εθνικό-απελευθερωτικός αγώνας» μπορεί υπό την ηγεσία της αστικής τάξης να παίρνει αντιδραστικό χαρακτήρα και ούτε στο ότι είναι καθήκον των κομμουνιστών να οργανώνουν και να καθοδηγούν τους εργάτες όλων των εθνών ενάντια στις αστικές τους τάξεις για τη δικτατορία του προλεταριάτου και το σισιαλισμό-κομμουνισμό.

Θα περιμέναμε όμως μια απάντηση στο ζήτημα, αν ισχύει στην εποχή του ιμπεριαλισμού το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών και ιδιαίτερα αν αυτό ισχύει στην περίπτωση της Τσετσενίας ή του Κοσσόβου.

Την απάντηση δεν την πήραμε καθαρά και ξάστερα. Την πήραμε όμως έμμεσα και από το συγκεκριμένο άρθρο και από όλη τη στάση και αρθρογραφία του «Ριζοσπάστη». Και η απάντηση είναι ΟΧΙ, διότι το κίνημα των Τσετσένων είναι κίνημα της αστικής τάξης, υποστηρίζεται από τον ιμπεριαλισμό και καταλύει την κρατική οντότητα της Ρωσίας!!

Αλλά αυτό δεν είναι λενινισμός, είναι Λυοξεμπουργκισμός όπως θα αποδείξουμε αμέσως παρακάτω.

Πριν, όμως, θα θέλαμε να πούμε ότι μ’ αυτή του τη θέση ο «Ριζοσπάστης» γίνεται αντικειμενικά απολογητής του ρώσικου ιμπεριαλισμού, ενισχύει τον ρώσικο εθνικισμό στο όνομα της πάλης κατά του εθνικισμού των Τσετσένων. Κατακεραυνώνει την αστική τάξη των Τσετσένων και τους δυτικούς ιμπεριαλιστές που την υποστηρίζουν στα αποσχιστικά της σχέδια και τάσσεται με το μέρος του ρωσικού ιμπεριαλισμού που αρνείται στους Τσετσένους το δικαίωμα αυτοδιάθεσης δηλαδή το δικαίωμα απόσχισης.

Αυτό δεν το κάνει διότι έχει «μια συναισθηματική τάση υποστήριξης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής» που «οδηγεί στη συγκάλυψη και δικαιολόγηση των εγκλημάτων του Κρεμλίνου» και «των εγκλημάτων του Γέλτσιν και του Πούτιν» ούτε βέβαια γιατί «έχει ύποπτα κίνητρα, καθόλου ανιδιοτελή», όπως με ακατανόητη εμπάθεια του καταλογίζει ο Γ. Δελαστίκ. Το κάνει γιατί λαθεύει, γιατί σ’ αυτό τουλάχιστον το σημείο δεν κατανόησε το λενινισμό, και μόνο επιλεκτικά χρησιμοποιεί τη σχετική λενινιστική θέση.

Και βέβαια, όποιος δέχεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Τσετσένων μέχρις αποχωρισμού, δεν είναι υποχρεωμένους να υποστηρίζει το εθνικιστικό φιλοϊμπεριαλιστικό κίνημα απόσχισης, ούτε τους εγκληματίες Τσετσένους αποσχιστές, ούτε τους εγκληματίες του UCK.

Με το να χαρακτηρίζεις «εθνικό-απελευθερωτικό αγώνα» την αποσχιστική πρακτική της τσετσένικης αστικής τάξης, τάσσεται αντικειμενικά και στην πράξη με τον τσετσένικο εθνικισμό, τον στηρίζεις, και το θέλεις είτε όχι, δικαιολογείς και τη στήριξη που του παρέχει ο δυτικός και ιδιαίτερα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Αυτό κάνει ο Γ. Δελαστίκ. Και δεν το κάνει φυσικά επειδή «είχε διαλέξει ιμπεριαλιστή» ούτε και «για να δικαιολογήσει το γεγονός πως από τους ιμπεριαλιστές αυτός έκανε την επιλογή του», όπως επίσης με περισσή εμπάθεια του καταλογίζει ο «Ριζοσπάστης». Το κάνει γιατί λαθεύει όπως λαθεύει και ο "Ριζοσπάστης".

Λενινισμός και Λουξεμπουργκισμός

Ισχύει λοιπόν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών μέχρις αποχωρισμού, όπως το ανέλυσε και το υπερασπίστηκε ο Λένιν, στην εποχή του ιμπεριαλισμού ή ΟΧΙ; Μήπως με τη διατύπωση «διαφορετικό είναι στην εποχή περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και διαφορετικό στην εποχή του ιμπεριαλισμού», ξεμπερδέψαμε με το πρόβλημα και δεν χρειάζεται καμιά παραπέρα διερεύνηση;

Είναι βέβαια απολύτως σωστό ότι ο «εθνικό-απελευθερωτικός αγώνας» υπό την ηγεσία της αστικής τάξης μπορεί να παίρνει στην εποχή του ιμπεριαλισμού αντιδραστικό χαρακτήρα και να ενισχύει τον αστικό εθνικισμό. Αυτό όμως δεν είναι λόγος να αρνηθούν η εργατική τάξη και οι κομμουνιστές το δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν και δεν πρέπει να το αρνηθούν στον τσετσένικο λαό, λόγω του αυτονόητου και αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι «η αστική τάξη της Τσετσενίας είναι αδύνατο να κάνει νικηφόρο αγώνα ενάντια στους Ρώσους χωρίς συμμαχίες με άλλα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη». Και φυσικά δεν έπρεπε και δεν πρέπει να το αρνηθούν ούτε από τον κοσσοβάρικο λαό επειδή ο ΟΥΤΣΕΚΑ ήταν και είναι μια εγκληματική αστική οργάνωση στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού.

Με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα η Ρόζα Λούξεμπουργκ καλούσε το Λένιν και τους μπολσεβίκους να διαγράψουν από το πρόγραμμά τους την παράγραφο που αναφερόταν στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών.

Θυμίζουμε ότι η συζήτηση και αντιπαράθεση του Λένιν με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν έγινε σε κάποια εποχή περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αλλά ακριβώς στην εποχή του ιμπεριαλισμού και αφορούσε κυρίως την τσαρική Ρωσία, μια ιμπεριαλιστική χώρα, έστω και αν στην επικράτειά της υπήρχαν ισχυρά φεουδαρχικά υπολείμματα, έστω και αν αυτή ήταν σχετικά καθυστερημένη. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι ήταν οι πιο φλογεροί υπερασπιστές του δικαιώματος αυτοδιάθεσης όλων των λαών που θα το ζητούσαν, και βέβαια των λαών της τσαρικής Ρωσίας. Τίμησαν και εφάρμοσαν την προγραμματική τους θέση ως το τέλος, μια προγραμματική θέση που δεν την εγκατέλειψαν από τη στιγμή της συγκρότησής τους σε ξεχωριστό κόμμα, οπότε και την συμπεριέλαβαν στο πρόγραμμά τους το 1903. Δέχτηκαν γι’ αυτή πολλά πυρά από την αστική τάξη και από όλες τις πλευρές του οπορτουνισμού, καθώς και την κριτική και πολεμική επαναστατών που λάθευαν, όπως αυτό συνέβαινε με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ποιος να φαντασθεί ότι 90 χρόνια μετά θα βρίσκονταν άνθρωποι που θα επαναλάβαιναν τα λάθη της Λούξεμπουργκ στο όνομα μάλιστα του λενινισμού, όπως κάνει ο «Ριζόσπαστης»;

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, λοιπόν, ξεκινούσε από την αρχή ότι κάθε εθνικό ζήτημα στην εποχή του ιμπεριαλισμού αξιοποιείται αναπόφευκτα από τα ιμπεριαλιστικά κράτη για τα δικά τους συμφέροντα και γι’ αυτό ήταν της γνώμης ότι τα προλεταριακά κόμματα έπρεπε να διαγράψουν από το πρόγραμμά τους όλα τα σημεία περί αυτοδιάθεσης των εθνών.

Ακόμα, έλεγε, πως δεν μπορούμε να μιλάμε στο σοβαρά για αυτοδιάθεση των μικρών κρατών διότι η πραγματική εθνική τους ανεξαρτησία είναι ανέφικτη και απραγματοποίητη στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Η αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης ισοδυναμούσε κατά τη γνώμη της με υποστήριξη του αστικού εθνικισμού του καταπιεζόμενου έθνους, διέφθειρε την ταξική συνείδηση του προλεταριάτου και το απομάκρυνε από τη διεθνιστική συνένωσή του στην πάλη του για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Με αυτά τα επιχειρήματα καλούσε το Λένιν και τους μπολσεβίκους να διαγράψουν από το πρόγραμμά τους την παράγραφο 9 που αναφερόταν στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών.

Ο Λένιν υπέβαλε σε αυστηρή κριτική τις απόψεις της Ρ.Λ. για το εθνικό ζήτημα και σε πολλές εργασίες του και άρθρα αποκάλυψε τα λάθη της. Ιδιαίτερη σημασία στην αντιπαράθεση Λένιν-Λούξεμπουργκ επί του εθνικού ζητήματος έχει το έργο του «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», που γράφτηκε το 1914, και στο οποίο βρίσκουμε μια συστηματική παράθεση των επιχειρημάτων του υπέρ του δικαιώματος αυτοδιάθεσης.

Ο Λένιν ξεκαθαρίζει στην αρχή του έργου του, ότι «με την έννοια αυτοδιάθεση των εθνών εννοούμε τον κρατικό χωρισμό τους από ξένα εθνικά σύνολα, εννοούμε το σχηματισμό αυτοτελούς εθνικού κράτους… εννοούμε το δικαίωμα ξεχωριστής κρατικής ύπαρξης»1, εννοούμε δηλαδή «το ζήτημα της πολιτικής αυτοδιάθεσης των εθνών στην αστική κοινωνία, την κρατική τους αυτοτέλεια» που δεν πρέπει να το συγχέουμε, όπως έκανε η Ρ.Λ. «με το ζήτημα της οικονομικής τους αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας». Απορρίπτει τους συλλογισμούς της «ότι η ανάπτυξη των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών και ο ιμπεριαλισμός κάνουν χιμαιρικό το "δικαίωμα αυτοδιάθεσης" των μικρών λαών. Στα παραδείγματα που φέρνει για να αποδείξει αυτή τη "χίμαιρα" και το απραγματοποίητο της αυτοδιάθεσης στην εποχή του ιμπεριαλισμού διερωτώμενη «μήπως μπορεί να μιλάει κανείς στα σοβαρά για αυτοδιάθεση των τυπικά ανεξάρτητων μαυροβούνιων, βουλγάρων, ρουμάνων, σέρβων, ελλήνων;», ο Λένιν απαντάει: «Το να διδάσκεις με σοβαρό ύφος…ότι τα μικρά κράτη εξαρτιώνται οικονομικά από τα μεγάλα, ότι ανάμεσα στα αστικά κράτη γίνεται αγώνας για τη ληστρική κατάπνιξη των άλλων εθνών, ότι υπάρχουν ο ιμπεριαλισμός και οι αποικίες, είναι γελοίες, παιδιάστικες εξυπνάδες, γιατί όλα αυτά δεν έχουν την παραμικρότερη σχέση με το θέμα. Όχι μονάχα τα μικρά κράτη, μα και η Ρωσία για παράδειγμα, οικονομικά εξαρτιέται ολοκληρωτικά από τη δύναμη του ιμπεριαλιστικού χρηματιστικού κεφαλαίου των "πλούσιων" αστικών χωρών.2

Και πράγματι είχε δίκαιο. Η πολιτική ανεξαρτησία, η κρατική αυτοτέλεια είναι κάτι που μπορεί να γίνεται και έγινε στον καπιταλισμό από την αστική τάξη. Η οικονομική ανεξαρτησία, η πραγματική εθνική ανεξαρτησία δεν μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης, απαιτεί ηγεμονία της εργατικής και ανατροπή του καπιταλισμού.

Ο Λένιν αντικρούει και τα άλλα επιχειρήματα της Ρ.Λ. Δεν συμφωνεί καθόλου μαζί της ότι η αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης εμποδίζει την ταξική συνένωση του προλεταριάτου και «ισοδυναμεί με υποστήριξη του αστικού εθνικισμού των καταπιεζόμενων εθνών». Την κατηγορεί για αντιστροφή της πραγματικότητας, ότι «φορτώνει τον εθνικισμό από τον ένοχο στον αθώο» γιατί «ενώ φοβάται τον εθνικισμό της αστικής τάξης των καταπιεζομένων εθνών, καταλήγει στην πράξη να παίζει το παιχνίδι του εθνικισμού των μεγαλορώσων»3.

Ένα χρόνο πριν χαρακτήριζε την ίδια άποψη της Ρ.Λ. περί ενίσχυσης του αστικού εθνικισμού «γελοίο λάθος της, για το οποίο την ειρωνεύτηκε προ πολλού και η γερμανική και η ρωσική σοσιαλδημοκρατία ότι από φόβο οι άνθρωποι μήπως γίνουν όργανο του αστικού εθνικισμού των καταπιεσμένων εθνών, γίνονται όργανο όχι μόνο του αστικού, αλλά και του μαυροεκατονταρχίτικου εθνικισμού των καπιεζόντων εθνών»4.

Τάσσεται ανεπιφύλαχτα υπέρ της ισοτιμίας των εθνών, η οποία περιλαμβάνει απαραιτήτως και την αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης και την οποία θεωρεί σημαντικό όπλο ενάντια σε κάθε εθνικισμό. «Για τον αγώνα ενάντια στην πληγή του εθνικισμού σε όλες τους τις μορφές πολύ μεγάλη σημασία έχει η προπαγάνδιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης»5, έγραφε στα 1913. Και βέβαια είναι υπέρ της ανεξαρτησίας του προλεταριάτου από οποιονδήποτε εθνικισμό, υπέρ της ένωσης και της ταξικής τους αλληλεγγύης. Και όχι μόνο δεν διαφθείρει την ταξική τους συνείδηση, αλλά αντιθέτως, «το συμφέρον της ένωσης των προλετάριων, το συμφέρον της ταξικής τους αλληλεγγύης απαιτεί αναγνώριση του δικαιώματος αποχωρισμού των εθνών»6.

Την εργατική τάξη δεν τη διαφθείρει η αναγνώριση αλλά η άρνηση αυτού του δικαιώματος, γιατί «η άρνηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης ή του αποχωρισμού, σημαίνει αναπόφευκτα στην πράξη υποστήριξη των προνομίων του κυρίαρχου έθνους». Γιατί και «η παραμικρότερη υποστήριξη από το προλεταριάτο οποιουδήποτε έθνους των προνομίων της "δικής" του εθνικής αστικής τάξης θα προκαλέσει αναπόφευκτα δυσπιστία στο προλεταριάτο του άλλου έθνους, θα αδυνατίσει τη διεθνή ταξική αλληλεγγύη των εργατών, θα τους διασπάσει, προς αγαλλίαση της αστικής τάξης», πράγμα που θα ήταν ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της πάλης της ενάντια στον καπιταλισμό. Γιατί, «τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της πάλης της ενάντια στον καπιταλισμό απαιτούν την πλήρη αλληλεγγύη και την πιο στενή ενότητα των εργατών όλων των εθνών, απαιτούν να αποκρουστεί η εθνικιστική πολιτική της αστικής τάξης οποιασδήποτε εθνότητας. Γιατί θα ήταν παρέκκλιση από τα καθήκοντα της προλεταριακής πολιτικής και υποταγή των εργατών στην αστική πολιτική, αν οι σοσιαλδημοκράτες άρχιζαν να αρνούνται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, δηλαδή το δικαίωμα αποχωρισμού των καταπιεζόμενων εθνών, καθώς και αν αναλάβαιναν οι σοσιαλδημοκράτες να υποστηρίξουν όλες τις εθνικές διεκδικήσεις της αστικής τάξης των καταπιεζόμενων εθνών. Για το μισθωτό εργάτη είναι το ίδιο, αν κύριος εκμεταλλευτής του θα είναι κατά προτίμηση η μεγαλορωσική αστική τάξη παρά η αλλογενής, είτε κατά προτίμηση η πολωνική παρά ή εβραϊκή κτλ. Ο μισθωτός εργάτης που έχει συνείδηση των συμφερόντων της τάξης του είναι αδιάφορος και προς τα κρατικά προνόμια των μεγαλορώσων καπιταλιστών και προς τις υποσχέσεις των πολωνών ή των ουκρανών καπιταλιστών ότι θα εγκαθιδρύσουν τον παράδεισο πάνω στη γη, όταν θα αποκτήσουν κρατικά προνόμια… Σε όλες τις περιπτώσεις ο μισθωτός εργάτης θα εξακολουθεί να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και για να πετύχει ο αγώνας εναντίον της απαιτείται η ανεξαρτησία του προλεταριάτου από τον εθνικισμό, η πλήρης, ας πούμε, ουδετερότητα των προλετάριων απέναντι στον αγώνα της αστικής τάξης των διάφορων εθνών για τα πρωτεία»7.

Κατηγορηματική αναγνώριση του απόλυτου δικαιώματος αυτοδιάθεσης όλων των εθνών από τη μια και απερίφραστη έκκληση προς τους εργάτες να πραγματοποιήσουν τη διεθνή τους ενότητα για την ανατροπή του καπιταλισμού: Αυτή είναι η θέση του Λένιν.

Παραθέτει μάλιστα μια απόφαση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Συνεδρίου του Λονδίνου του 1896 που έλεγε: «Το συνέδριο τάσσεται υπέρ του ολοκληρωτικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης όλων των εθνών και εκφράζει τη συμπάθειά του προς τους εργάτες κάθε χώρας, που υποφέρει σήμερα κάτω από το στρατιωτικό, εθνικό ή άλλο ζυγό της απολυταρχίας. Το συνέδριο καλεί τους εργάτες όλων αυτών των χωρών να μπουν στις γραμμές των εργατών όλου του κόσμου που έχει συνείδηση των συμφερόντων της τάξης τους, για να αγωνιστούν μαζί με αυτούς για την κατανίκηση του διεθνούς καπιταλισμού και την πραγματοποίηση των σκοπών της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας»8.

Κατηγορεί τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ότι αγνοεί το πρώτο σκέλος της απόφασης και προβάλλει μόνο το δεύτερο και γράφει: «Νομίζουμε, ότι η απόφαση αυτή είναι απόλυτα σωστή και ότι για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας στις αρχές του 20ου αιώνα ακριβώς αυτή η απόφαση και μάλιστα σαν αδιάσπαστη ενότητα των δύο μερών της, δίνει τη μοναδικά σωστή οδηγία για μια προλεταριακή ταξική πολιτική στο εθνικό ζήτημα»9.

Η ρητή αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης μέχρις αποχωρισμού είναι, κατά το Λένιν, η μόνη πολιτική που τελικά μπορεί να αποτρέψει τον πολυκατακερματισμό μιας πολυεθνικής χώρας σε περισσότερα μικρά κράτη και κρατίδια. Οι μαρξιστές, λέει κάπου, δεν είναι υπέρ του κρατικού κατακερματισμού, γνωρίζουν τα πλεονεκτήματα που έχουν οι μεγάλες κρατικές οντότητες. Αλλά το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν μπορεί να εξετάζεται από την άποψη αν είναι σκόπιμη ή όχι η απόσχιση. Και βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι σκόπιμη, καλύτερα θα ήταν να ζουν οι λαοί από κοινού σε ένα μεγάλο κράτος που έχει περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης. «Εννοείται», έγραφε, «άλλο πράγμα είναι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και άλλο η σκοπιμότητα της αυτοδιάθεσης, του αποχωρισμού του ενός ή του άλλου έθνος στη μια ή την άλλη περίπτωση»10.

Και βέβαια η ρητή αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης μέχρις αποχωρισμού δεν πρέπει οπωσδήποτε να οδηγήσει και στον αποχωρισμό. Στο γάμο, υπάρχει το δικαίωμα στο διαζύγιο, όπως έλεγε, αλλά αυτό το δικαίωμα δεν οδηγεί οπωσδήποτε στο διαζύγιο όλων των γάμων.

Η ρητή αναγνώριση αυτού του δικαιώματος είναι, πάντως, όπως αποδείχτηκε ιστορικά και στην πράξη, η πιο αποτελεσματική πολιτική για να αποφευχθεί τελικά ο αποχωρισμός και η απόσχιση. Δεν πρόκειται για ένα κόλπο, για έναν ελιγμό των κομμουνιστών αλλά για τη μοναδικά ορθή ταξική πολιτική του επαναστατικού εργατικού κόμματος.

Οι μπολσεβίκοι, πιστοί στις προγραμματικές τους διακηρύξεις, αγνόησαν και μετά τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης τους επικριτές τους και όλες τις απόψεις τους ενάντια στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης, που ήταν παρόμοιες με αυτές που προβάλλει σήμερα ο "Ριζοσπάστης", για να αιτιολογήσει την άρνηση αυτού του δικαιώματος στους Τσετσένους με το επιχείρημα ότι με την απόσχιση της Τσετσενίας ωφελούνται οι δυτικοί ιμπεριαλιστές, αφού κατασκευάζουν ένα προτεκτοράτο στην υπηρεσία τους.

Οι μπολσεβίκοι, λοιπόν, δεν ταλαντεύτηκαν, όταν μετά τη νίκη τους κλήθηκαν να αποφασίσουν αν έπρεπε να παραχωρήσουν αυτό το δικαίωμα στη Φινλανδία, η οποία πάλευε γι’ αυτό επί τσαρικής Ρωσίας και το απαιτούσε και μετά την επανάσταση. Η απόσχιση της Φινλανδίας τώρα, μετά την επανάσταση, σήμαινε απόσχιση από την εργατο-αγροτική Ρωσία και πέρασμα ενός τμήματος της επικράτειας με πολυπληθή προλεταριακό πληθυσμό από το καθεστώς της δικτατορίας του προλεταριάτου στο στρατόπεδο των αστικών κρατών και του ιμπεριαλισμού.

Και όχι μόνο παραχώρησαν αυτό το δικαίωμα στους Φινλανδούς αλλά και το κατοχύρωσαν πανηγυρικά στο πρώτο σύνταγμα της Σοβιετικής Ένωσης για όλους τους λαούς της. Κατοχύρωσαν δηλαδή συνταγματικά στις συνθήκες της σοβιετικής δημοκρατίας την χωρίς προϋποθέσεις αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος αποχωρισμού!! Αναγνώρισαν το δικαίωμα στον κάθε λαό και κάθε λαότητα της Σοβιετικής Ένωσης να εξέλθει οποιαδήποτε στιγμή από την Ένωση. Και το συνταγματικό αυτό δικαίωμα δεν επιδέχονταν κανενός είδους τοπικούς περιορισμούς, απαιτούνταν απλά μια μονομερής πράξη που να εκφράζει τη συγκεκριμένη θέληση του κάθε ξεχωριστού μέλους της Ένωσης που επιθυμεί να κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος.

Αυτή ακριβώς η πολιτική μαζί με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και τα άλλα επαναστατικά μέτρα μετάβασης αποτέλεσαν, όπως ειπώθηκε ήδη παραπάνω, τη βάση για να μείνουν τελικά ενωμένοι οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης και να ζουν ειρηνικά σε όλη τη διάρκεια ύπαρξής της.

Ας έρθουμε τώρα στη στάση των κομμουνιστών απέναντι στα κινήματα – φορείς του δικαιώματος αυτοδιάθεσης.

Ο Λένιν προειδοποιούσε τους κομμουνιστές και είχε τη γνώμη ότι δεν μπορούν να υποστηρίζουν όλα τα κινήματα εθνικής αυτοδιάθεσης, ούτε καν τα εθνικό-απελευθερωτικά κινήματα εκείνων των λαών που βρίσκονται στο πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό ή των αποικιακών λαών που παλεύουν ενάντια στην αποικιοκρατία. Στην εισηγητική του ομιλία στο 2ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα έκανε διάκριση ανάμεσα στα διάφορα εθνικό-απελευθερωτικά κινήματα των αποικιακών λαών και συνιστούσε την υποστήριξη μόνο των εθνικο-επαναστατικών. Και αυτό υπό όρους και «μόνο στις περιπτώσεις που αυτά τα κινήματα θα είναι πραγματικά επαναστατικά και οι εκπρόσωποί τους δεν θα μας εμποδίζουν να διαπαιδαγωγούμε και να οργανώνουμε την αγροτιά και τις πλατιές μάζες των εκμεταλλευομένων με επαναστατικό πνεύμα»11.

Και στις θέσεις για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα που ψηφίστηκαν στο ίδιο συνέδριο και τις έγραψε ο ίδιος, τονίζονταν «η ανάγκη να εξηγείται και να ξεσκεπάζεται ακατάπαυστα μέσα στις πλατιές μάζες των εργαζομένων όλων των χωρών, ιδιαίτερα όμως των καθυστερημένων χωρών και εθνών, η απάτη που χρησιμοποιούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με την βοήθεια των προνομιούχων τάξεων στις καθυστερημένες χώρες, οι οποίες με το πρόσχημα της ίδρυσης ανεξάρτητων από πολιτική άποψη κρατών ιδρύουν κρατικά μορφώματα ολοκληρωτικά εξαρτημένα από αυτές από οικονομική, δημοσιονομική και στρατιωτική άποψη»12.

Έτσι μιλούσε ο Λένιν. Και καμιά σχέση με το λενινισμό δεν μπορεί να έχει ο "Ριζοσπάστης" όταν αρνείται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στο λαό της Τσετσενίας, επειδή το αποσχιστικό κίνημα έχει φιλοϊμπεριαλιστική κατεύθυνση ούτε και ο Γιώργος Δελαστίκ όταν αναγορεύει το φιλοϊμπεριαλιστικό αποσχιστικό κίνημα των Τσετσένων σε κίνημα εθνικής απελευθέρωσης. Και βέβαια το ζήτημα της Τσετσενίας δεν είναι πρόβλημα τρομοκρατίας, αλλά δεν είναι ούτε ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας. Είναι ζήτημα πάλης της αστικής τάξης της Τσετσενίας για τα "εθνικά" της προνόμια και ζήτημα άρνησης αυτών των προνομίων από την αστική τάξη της Ρωσίας για να διαφυλάξει τα δικά της. Όπως, δεν ήταν φυσικά λενινισμός η θέση του Γαλλικού ΚΚ που στον πόλεμο των ιμπεριαλιστών κατά της Γιουγκουσλαβίας δικαιολόγησε τους βάρβαρους βομβαρδισμούς των Αμερικανών και τάχθηκαν με το μέρος του ιμπεριαλισμού, στο όνομα του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των Κοσσοβάρων, επικαλούμενο μάλιστα το Λένιν!

Αν θέλουμε να μείνουμε στο έδαφος του λενινισμού, αν οι κομμουνιστές ενδιαφέρονται πραγματικά για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των λαών, αν θέλουν να νικήσουν τον ιμπεριαλισμό, άλλος δρόμος δεν υπάρχει από το να εφαρμόσουν και στις σημερινές συνθήκες τη λενινιστική πολιτική στο εθνικό ζήτημα.

Να αναγνωρίσουν, δηλαδή, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης μέχρις αποχωρισμού, όχι μόνο στους Τσετσένους ή τους Κοσσοβάρους αλλά σε όλα τα εδαφικά συμπαγή έθνη και εθνότητες που θα το ζητήσουν, καλώντας παράλληλα και ταυτόχρονα τους εργαζόμενους και τους λαούς να παλέψουν από κοινού ενάντια στις αστικές τάξεις και να ενωθούν στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εργατική εξουσία.

Είναι τελικά ο μόνος δρόμος για να αποσπάσουν τις εργαζόμενες μάζες και τους λαούς από τα νύχια των ιμπεριαλιστών που αξιοποιούν τις εθνικές προκαταλήψεις και έριδες και εφαρμόζουν το διαίρει και βασίλευε στην προσπάθειά τους να τους υποτάξουν να επιβεβαιώσουν, να στερεώσουν και να επεκτείνουν την παγκόσμια κυριαρχία τους.

Αλλά μήπως οι λενινιστικές θέσεις, που βέβαια ήταν καλές και σωστές για την εποχή τους, πάλιωσαν σήμερα και δεν ανταποκρίνονται πλέον στις σύγχρονες συνθήκες του 21ου αιώνα; Το ερώτημα αυτό θα θέσουν σίγουρα ορισμένοι τρίτοι και συνοδεύοντάς το με ένα ειρωνικό χαμόγελο αυταρέσκειας και παντογνωσίας θα το συμπληρώσουν: Μα για ποιο εθνικό ζήτημα μιλάτε σήμερα στην εποχή όπου κυριαρχεί η τάση συνένωσης κρατών, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου ο ρόλος του εθνικού κράτους υποσκάπτεται και τείνει να εκλείψει;

Αυταπατώνται. Εξέλαβαν την νεοφιλελεύθερη ιμπεριαλιστική προπαγάνδα ως ιστορική πραγματικότητα και απόλυτη αλήθεια. Παρ’ όλες τις τάσεις συνένωσης κρατών, παρά τις περιφερειακές "ολοκληρώσεις" του καπιταλισμού, παρά την "παγκοσμιοποίηση", δεν είναι αλήθεια ότι το εθνικό κράτος βρίσκεται υπό εξαφάνιση. Παραμένει ισχυρό. Το εθνικό κράτος είναι γέννημα του καπιταλισμού και δεν πρόκειται να χάσει τη σημασία του, ούτε να εξαφανιστεί πριν την εξαφάνιση του ίδιου του καπιταλισμού. Ως τότε θα υπάρχουν και τα "εθνικά οράματα", οι εθνικές έριδες και οι εθνικές προκαταλήψεις. Ορισμένες εθνικές προκαταλήψεις μπορεί και να επιβιώσουν και μετά την ανατροπή της αστικής τάξης και σε ολόκληρη την περίοδο μετάβασης ως τη νίκη της παγκόσμιας δικτατορίας του προλεταριάτου ή τουλάχιστον ως τη νίκη της στις βασικότερες χώρες του κεφαλαίου. Θα εξαφανιστούν μόνον τότε, όταν η κοινωνική εξέλιξη φτάσει στο σοσιαλισμό, στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Τότε η έννοια του έθνους θα απονεκρωθεί μαζί με το κράτος, την πολιτική κλπ. και η ευγενής σήμερα έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας θα αντικατασταθεί από τη συγχώνευση των εθνών και τη συναδέλφωση και ενότητα όλων των λαών της γης.

1. Λένιν: «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών» Άπαντα, τ. 25, σ. 261, Σύγχρονη Εποχή

2. Λένιν: ό.π. σ. 262-263

3. Λένιν: ό.π. σ. 279

4. Λένιν: «Για το εθνικό πρόγραμμα του ΣΔΕΚΡ» Άπαντα, τ. 24, σ. 224, Σύγχρονη Εποχή

5. Λένιν: «Οι Καντέτοι και το "δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών"». Άπαντα, τ. 24, σ. 206, Σύγχρονη Εποχή

6. Λένιν: «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», ό.π. σ. 309

7. Λένιν: ό.π. σ. 289

8. Λένιν: ό.π. σ. 295-296

9. Λένιν: ό.π. σ. 297-298

10. Λένιν: «Οι Καντέτοι….», ό.π. σ. 205

11. Λένιν: «Εισήγηση της επιτροπής για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα στο ΙΙ συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Άπαντα, τ. 41, σ. 243.

12. Λένιν: «Πρωταρχικό σχέδιο θέσεων για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα», Άπαντα τ. 41, σ. 167.