[2025-03-30] Για το δυστύχημα των Τεμπών και την απεργία στις 28 Φλεβάρη
Για το δυστύχημα των Τεμπών και την απεργία στις 28 Φλεβάρη
Πριν τις 28 Φλεβάρη
Ο πιο σκληρός αντίπαλος για μια κυβέρνηση είναι τα γεγονότα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η κυβέρνηση που ξεκίνησε τη διαδρομή της με το μεγαλύτερο πολιτικό πλεονέκτημα που γνώρισε ποτέ κυβέρνηση, τουλάχιστον στα μεταπολεμικά χρόνια, βρίσκεται πλέον σε πολύ δύσκολη θέση, με αφορμή το δυστύχημα των Τεμπών.
Το κολοσσιαίο πολιτικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη γεννήθηκε από τη στρατηγική νίκη τής αστικής τάξης στην κρίση. Η ήττα της εργατικής τάξης και των πολιτικών και συνδικαλιστικών της οργανώσεων προήλθε από την αδυναμία τους να απαντήσουν στην κρίση με ένα συνεκτικό πρόγραμμα εξουσίας. Το πολιτικό αποτέλεσμα ήταν: η εμπέδωση της αντίληψης ότι η μνημονιακή πολιτική είναι μονόδρομος και η θριαμβευτική εκλογή του βασικού εκφραστή αυτής της αντίληψης που ήταν η Νέα Δημοκρατία.
Το δυστύχημα στα Τέμπη με τους 57 νεκρούς συνέβη μόλις 3 μήνες πριν τις εκλογές του 2023 και φάνηκε ότι θα δημιουργούσε πρόβλημα στην κυβέρνηση και θα δυσκόλευε την επανεκλογή της. Όμως, η ΝΔ κέρδισε με άνεση τις εκλογές του 2023, ενώ ο – μέχρι τότε – βασικός της αντίπαλος (ο ΣΥΡΙΖΑ) οδηγήθηκε στη διάλυση.
Οι κινητοποιήσεις αμέσως μετά το δυστύχημα ήταν μαζικές και συνοδεύτηκαν από δύο απεργίες. Τα συνθήματα που κυριάρχησαν ήταν συναισθηματικά και απολίτικα. Η αβλαβής εκτόνωση εκείνου του πρώτου γύρου κινητοποιήσεων ήταν έργο του ΚΚΕ, το οποίο αμείφθηκε με την αμέριστη στήριξη των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ στις εκλογές, στήριξη που το βοήθησε να ξεκολλήσει από τις εκλογικές επιδόσεις που κινούνταν στην περιοχή των 300 χιλ. ψήφων, τις οποίες κατέγραφε σταθερά μετά την κατακρήμνιση του 2012.
Η μαζικότητα των κινητοποιήσεων του 2023 οδήγησε ορισμένους να συγκρίνουν τις κινητοποιήσεις με εκείνες του 2011, ενώ υπήρξε και ένα ακραίο – ανεκδοτολογικής αξίας πλέον – άρθρο κάποιου Ιωακείμογλου, που με βάση τη μαζικότητα των κινητοποιήσεων συμπέραινε ότι, παρά το 40% της ΝΔ το Μάιο, δεν υπάρχει δεξιά στροφή. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, η ΝΔ ξαναπήρε 40% και η άκρα δεξιά έφτασε το 13% αθροίζοντας ένα ποσοστό κοντά στο 54%, ποσοστό που είχε να δει η δεξιά από το 1974.
Ενώ η ΝΔ δεν εμφάνισε πολιτική φθορά από τα Τέμπη, εμφανίστηκε να έχει πολιτική φθορά από την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Η φθορά εκδηλώθηκε στις ευρωεκλογές, στις οποίες η ΝΔ ήταν και πάλι πρώτο κόμμα, αλλά με σημαντική υποχώρηση του ποσοστού της. Η φθορά αυτή προέρχεται καταρχήν από τη δυσαρέσκεια της κοινωνικής βάσης της ΝΔ. Τα μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής (ηλεκτρονικά τιμολόγια, POS παντού) περιορίζουν τα περιθώρια κέρδους των μικροαστικών στρωμάτων. Η κυβέρνηση της ΝΔ με τα φορολογικά μέτρα χτύπησε κυρίως την εκλογική της βάση. Η δυσαρέσκεια αυτή δεν εκφράστηκε με κινητοποιήσεις (εκτός από τους ταξιτζήδες), αλλά εκδηλώθηκε με αφορμή το νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια με ψήφο προς κόμματα της άκρας δεξιάς.
Παρά τη φθορά, η κυβέρνηση φαινόταν να ελέγχει την κατάσταση. Το αστικό κομματικό σύστημα εξακολουθούσε να λειτουργεί στο μοντέλο του κυρίαρχου κόμματος και η ΝΔ παρέμενε η μοναδική κυβερνητική πρόταση.
Μετά τις 28 Φλεβάρη
Η απεργία και οι κινητοποιήσεις στις 28 Φλεβάρη δημιούργησαν πρόβλημα στην κυβέρνηση, αποδεικνύοντας ότι οι μάζες φτιάχνουν την ιστορία και όχι τα άτομα. Η μαζικότητα των κινητοποιήσεων δύο χρόνια από τα Τέμπη ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή των συγκεντρώσεων του 2023. Στις 28 Φλεβάρη ζήσαμε τις μαζικότερες συγκεντρώσεις της μεταπολίτευσης.
Τι μεσολάβησε και πυροδότησε αυτήν την αντίδραση; Κυρίως, η αίσθηση ότι όχι μόνο δεν γινόταν σοβαρή διερεύνηση στο δυστύχημα, αλλά επιπλέον υπήρχε προσπάθεια συγκάλυψης. Κι αυτό πάνω σε ένα γεγονός το οποίο αυτό καθαυτό ήταν φριχτό και δημιουργούσε συγκινησιακή φόρτιση.
Υπάρχουν τρία ζητήματα που αναδεικνύονται από τα γεγονότα:
Το πρώτο είναι οι αιτίες της σύγκρουσης των τρένων:
-Η διαχρονική ανικανότητα/απροθυμία της αστικής τάξης να αναπτύξει τον σιδηρόδρομο.
-Η μνημονιακή διαχείριση που οδήγησε στην υποστελέχωση, την απομάκρυνση έμπειρου προσωπικού και τη στελέχωση του σιδηρόδρομου με εργαζόμενους χωρίς γνώση κι εμπειρία. Οι μνημονιακές δεσμεύσεις οδήγησαν και στην ιδιωτικοποίηση του εμπορικού τμήματος των σιδηροδρόμων αφήνοντας περισσότερο ανεξέλεγκτο το ιδιωτικό κεφάλαιο και οδηγώντας, όπως γίνεται παντού στον καπιταλιστικό κόσμο, στην κατάρρευση των υποδομών αλλά και στη χειροτέρευση των όρων εργασίας των εργαζομένων.
-Η καθυστέρηση της κατασκευής της τηλεδιοίκησης με ευθύνη συγκεκριμένων εταιρειών (ΑΚΤΩΡ, Alstom) και των κυβερνήσεων που ανέχτηκαν τα τερτίπια τους.
Το δεύτερο ζήτημα είναι η διερεύνηση του γεγονότος και η απόδοση ποινικών και πολιτικών ευθυνών. Η διαχείριση από την κυβέρνηση προσπάθησε αρχικά να περιορίσει την ευθύνη στον σταθμάρχη. Αλλά και η συνολική διαχείριση του δυστυχήματος προδίδει είτε πλήρη ανικανότητα είτε συνειδητή προσπάθεια να κλείσει η υπόθεση γρήγορα:
-ο χώρος εκχερσώθηκε και καλύφθηκε με πίσσα τέσσερεις μέρες μετά το δυστύχημα,
-οι ιατροδικαστικές εξετάσεις ήταν το λιγότερο ημιτελείς, ενώ το αιματολογικό υλικό τους καταστράφηκε,
-οπτικό υλικό δεν υπήρχε για να εμφανιστεί δύο χρόνια μετά,
-το ηχητικό υλικό του συστήματος καταγραφών του ΟΣΕ εμφανίστηκε αλλοιωμένο,
-κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε και τι φορτώθηκε στην εμπορική αμαξοστοιχία, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων που τη φόρτωσαν,
-σαν αποτέλεσμα, παραμένει ανεξήγητη η έκρηξη που ακολούθησε τη σύγκρουση των τρένων, παρόλο που είναι φανερό ότι υπήρχε κάποια εύφλεκτη ουσία που δεν είχε δηλωθεί.
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτά τα συμβάντα έλαβαν χώρα μέσω αποφάσεων απλών υπαλλήλων που δρούσαν στο πεδίο χωρίς να υπάρχει κάλυψη (ή εντολές) άνωθεν.
Οι ενέργειες αυτές έχουν οδηγήσει σε μια έλλειψη εμπιστοσύνης, απολύτως δικαιολογημένη, των μαζών και προς την κυβέρνηση και προς τους μηχανισμούς του κράτους, ειδικά προς τη Δικαιοσύνη. Αυτή η σχετική απονομιμοποίηση κράτους και κυβέρνησης εκφράστηκε με μαζικό τρόπο στην απεργία και τα συλλαλητήρια. Το ζήτημα, βέβαια, είναι ότι αυτή η απονομιμοποίηση στη συνείδηση των μαζών, ακόμα και μαζών που ψηφίζουν αυτή την κυβέρνηση, δεν οδηγεί και σε δράση ενάντια στο κράτος και την κυβέρνηση, ειδικά στο βαθμό που δεν υπάρχει ορατή εφαρμόσιμη πολιτική και κοινωνική εναλλακτική.
Πέρα από τις όποιες ποινικές ή πολιτικές ευθύνες αναδειχθούν για τις πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν στο έγκλημα των Τεμπών ή στην προσπάθεια συγκάλυψής του, πραγματική πολιτική τιμωρίας των ενόχων είναι:
-η τιμωρία των εταιρειών που έχουν την ευθύνη για το δυστύχημα (ΑΚΤΩΡ, Alstom, Hellenic Train) με δήμευση–κρατικοποίηση της ιδιοκτησίας τους,
-η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και η εξαφάνιση από το πολιτικό προσκήνιο όλων των αστών πολιτικών που εμπλέκονται στο δυστύχημα.
Το τρίτο ζήτημα είναι η παραφιλολογία και η συνωμοσιολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από το γεγονός: το φορτίο που προκάλεσε την πυρόσφαιρα (παράνομα καύσιμα ή εκρηκτικά). Σενάρια για λαθρεμπόριο καυσίμων στο οποίο εμπλέκονται μεγάλοι επιχειρηματίες ή/και κυβερνητικοί παράγοντες, ίσως και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Σενάρια για εκρηκτικά/πυρομαχικά που μεταφέρονταν στο Ισραήλ ή στην Ουκρανία. Σενάρια σχετικά με τους δύο σταθμάρχες που σκοτώθηκαν σε τροχαία και τον γιο της ανακρίτριας που βρέθηκε νεκρός.
Πολλά από αυτά τα γεγονότα είναι προφανώς άσχετα με το δυστύχημα, ίσως κάποια να αποδειχθούν σχετικά και ίσως ορισμένες από αυτές τις φήμες να έχουν τελικά σχέση με το δυστύχημα και πράγματι να σχετίζονται με πλευρές της συγκάλυψης. Προς το παρόν, όμως, οι συνωμοσιολογικές θεωρίες απλώς διαμορφώνουν μία εύπεπτη εξήγηση του εγκλήματος, κυρίως, γιατί απαλλάσσουν τον καπιταλισμό ως σύστημα που προκαλεί τέτοια εγκλήματα και τα φορτώνουν όλα σε κάποια μικρή κλίκα κακών ανθρώπων που συνωμοτούν πίσω από τις πλάτες μας. Απαλλάσσουν επίσης, τις εταιρείες και τις κυβερνήσεις που έχουν συγκεκριμένες ευθύνες που μπορούν να τεκμηριωθούν και μεταθέτουν τη συζήτηση σε αναπόδεικτα σενάρια.
Τέτοιες εξηγήσεις χρειάζονται προσοχή, καθώς η συνωμοσιολογία συνήθως πάει αντάμα με τη ροπή προς τον ανορθολογισμό. Η Αριστερά έχει πληρώσει ακριβά την εύκολη υιοθέτηση εντυπωσιακών καταγγελιών ή εύκολων «μαγικών» λύσεων που όμως ήταν αστήρικτες και τελικά ενίσχυσαν ανορθολογικές αντιλήψεις και τα κόμματα που ενστερνίζονται και προωθούν τον ανορθολογισμό (κυρίως της άκρας δεξιάς).
Ποια πολιτικά καθήκοντα;
Σύσσωμο το αστικό κομματικό σύστημα έχει επικεντρωθεί στη συζήτηση για το πόσο καλά έκαναν τη δουλειά τους η δικαιοσύνη και οι κρατικοί μηχανισμοί και για το αν υπάρχει απόπειρα συγκάλυψης ή όχι από τη μεριά της κυβέρνησης.
Η επικέντρωση της συζήτησης στο «μετά» του δυστυχήματος και ιδιαίτερα στη φωτιά που σκότωσε επιβάτες που είχαν επιβιώσει της σύγκρουσης, πάτησε στην – πολύ λογική – αναζήτηση των συγγενών των θυμάτων που ήθελαν να μάθουν τις αιτίες του θανάτου των παιδιών τους. Η αναζήτηση των συγγενών αξιοποιήθηκε από ΜΜΕ και πολιτικές δυνάμεις για να στρέψουν τους προβολείς της δημοσιότητας μακριά από τις αιτίες του δυστυχήματος.
Η μετάθεση της συζήτησης στο ζήτημα της συγκάλυψης συμβαίνει για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να προτείνει κάποια πολιτική διαφορετική από αυτήν που οδήγησε τα τρένα στο σημερινό χάλι. Ειδικά τα κόμματα της αντιπολίτευσης που έχουν κατά καιρούς αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες ή στελέχη της αντιπολίτευσης που έχουν στηρίξει προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις (όπως π.χ. ο Βελόπουλος) σκόπιμα αποφεύγουν αυτή τη συζήτηση για να μην αναδειχθούν οι δικές τους ευθύνες.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τις εμπλεκόμενες εταιρείες και ειδικά με την εταιρεία ΑΚΤΩΡ, η οποία φαίνεται ότι χρηματοδοτεί το σύνολο των κομμάτων. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι κανένα κόμμα δεν έχει τολμήσει να αναφέρει τη συγκεκριμένη εταιρεία, παρόλο που έχει την κύρια ευθύνη για την καθυστέρηση στην εγκατάσταση τηλεδιοίκησης στο σιδηρόδρομο. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εταιρεία και η εμπλοκή της στο δυστύχημα δεν έχει απασχολήσει τη δημοσιότητα αποτελεί μεγάλη επιτυχία της εταιρείας και δείκτη του μεγέθους της διαφθοράς στο πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ.
Η αντιπολίτευση, επομένως, μια και δεν μπορεί να μιλήσει επί της ουσίας: ποιες ήταν οι αιτίες της σύγκρουσης, ποιες πολιτικές ευθύνονται γι’ αυτό, με ποιον τρόπο θα έχουμε ασφαλή τρένα, ποιες εταιρείες ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση και με ποιο τρόπο πρέπει να τιμωρηθούν κ.λπ., επιλέγει το εύκολο μονοπάτι, της καταγγελίας για συγκάλυψη.
Η επιλογή να είναι κέντρο της συζήτησης οι αιτίες της σύγκρουσης οδηγεί σε συγκεκριμένα καθήκοντα. Οι πολιτικές δυνάμεις που εμπλέκονται στη συζήτηση πρέπει να μας πούνε ποιες είναι οι ευθύνες τους και ποιο το πρόγραμμά τους. Και με δεδομένο ότι η σημερινή κατάσταση στο σιδηρόδρομο διαμορφώθηκε από το μνημονιακό πλαίσιο, η θέση όσων το υπηρέτησαν γίνεται πολύ δύσκολη και είναι κατανοητό γιατί προτιμούν να σφυρίζουν αδιάφορα.
Το ίδιο ισχύει και για τις ευθύνες των εταιρειών. Ποιος έχει όρεξη τώρα να ανοίγει μέτωπο με τον ΑΚΤΩΡα;
Η ατζέντα της συγκάλυψης, όμως, οδηγεί σε διαφορετικά πολιτικά καθήκοντα. Αν το μόνο πρόβλημα είναι η συγκάλυψη και η συνειδητή προσπάθεια της κυβέρνησης να αποκρύψει στοιχεία, προσπαθώντας να καλύψει κάτι άλλο από τις αιτίες του δυστυχήματος, τότε απλά πρέπει να έρθουν στοιχεία στο φως, να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι και να εκλέξουμε μια τίμια κυβέρνηση που δεν θα κάνει ζαβολιές. Σε αυτό το πεδίο, όλες οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις αισθάνονται άνετα. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο από το να διατρανώσουν την τιμιότητά τους και ότι, αν οι ίδιες ήταν στην κυβέρνηση, θα διαχειρίζονταν την αναζήτηση των ευθυνών με διαφάνεια, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.
Όσο δύσκολη είναι η ενασχόληση με το «πριν» του δυστυχήματος, τόσο εύκολη είναι η επικέντρωση στο «μετά». Οι ολιγωρίες της δικαιοσύνης, η διαχείριση των στοιχείων και εντέλει η κατηγορία για συγκάλυψη. Κάθε στοιχείο ή «στοιχείο» που μπορεί να βρεθεί πέφτει στη συζήτηση. Αυτός είναι και ο λόγος που η δημόσια συζήτηση έχει μπατάρει προς τα εκεί. Η άκρα δεξιά και οι ακροδεξιοί δημοσιογράφοι σαν τον Στέφανο Χίο κάνουν πάρτι. Κάθε απίθανο στοιχείο διογκώνεται και παρουσιάζεται σαν αποκάλυψη.
Το κλίμα που έχει διαμορφωθεί πιέζει την κυβέρνηση, αλλά δεν απειλεί το σύστημα. Άλλωστε γι’ αυτό υπάρχουν οι κυβερνήσεις. Για να τρώνε αυτές την μπόρα και να την γλυτώνουν τα αφεντικά τους.
Τι συγκαλύπτεται τελικά;
Η συγκάλυψη αφορά κυρίως – αν όχι αποκλειστικά – το «πριν» του δυστυχήματος, δηλαδή τις αιτίες της σύγκρουσης και τις ευθύνες εταιρειών και πολιτικών. Και σε αυτήν τη συγκάλυψη εμπλέκονται και δυνάμεις της αντιπολίτευσης.
Η μνημονιακή λαίλαπα, όπως αποδυνάμωσε τη θέση των εργαζομένων, ισχυροποίησε τη θέση των εταιρειών σε όλους τους κλάδους. Όπως φαίνεται από το υπόμνημα Κατσιούλη, οι ανάδοχοι της σύμβασης 717, αισθάνονταν αρκετά ασφαλείς και ισχυροί, ώστε να φτάνουν στο σημείο να αλλάζουν μόνοι τους τις προδιαγραφές της σύμβασης. Οι ανάδοχοι της σύμβασης 717 δεν έκαναν τίποτα παραπάνω από το να εφαρμόζουν τα κόλπα που είχαν μάθει από τις συμβάσεις των εθνικών οδών. Ο ΑΚΤΩΡ (που συμμετέχει σχεδόν σε όλες τις κοινοπραξίες που ανέλαβαν εθνικές οδούς κι εκμεταλλεύονται τα διόδια) επί μια δεκαετία, αντί να φτιάχνει δρόμους, έστηνε πινακίδες και λαστιχένιους κώνους σε δρόμους-καρμανιόλες, ενώ διαπραγματευόταν και επαναδιαπραγματευόταν τις συμβάσεις. Τα κέρδη του ήταν βουτηγμένα στο αίμα των νεκρών των εθνικών δρόμων. Πλέον και στο αίμα των 57 νεκρών στα Τέμπη.
Για να μπορεί, όμως, μια εταιρεία να κινείται τόσο ανεξέλεγκτα, χρειάζεται πολιτική κάλυψη. Εκεί βρίσκονται οι ευθύνες της κυβέρνησης και των πολιτικών δυνάμεων που έχουν σχέσεις με τους αναδόχους της 717.
Το πολιτικό σκηνικό μετά τις 28 Φλεβάρη
Η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει να φθείρεται δημοσκοπικά, χωρίς όμως να απειλείται η θέση της ως ισχυρότερης δύναμης. Κανείς άλλος δεν κερδίζει στις δημοσκοπήσεις, εκτός από την Πλεύση Ελευθερίας.
Η στρατηγική της κυβέρνησης είναι να πνίξει το θέμα, στρέφοντας αλλού τους προβολείς της δημοσιότητας. Η επικαιρότητα άλλωστε είναι πλούσια, ειδικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Η κίνηση Τριαντόπουλου στη Βουλή αυτήν τη στρατηγική υπηρετεί. Η απευθείας παραπομπή του στο δικαστικό συμβούλιο παρακάμπτει τη διαδικασία στη Βουλή, η οποία αναγκαστικά θα προσέλκυε τα φώτα της δημοσιότητας και θα καταλάμβανε χρόνο στα δελτία ειδήσεων. Η στρατηγική αυτή βολεύει και τα κόμματα της αντιπολίτευσης (πλην Πλεύσης), τα οποία δεν βλέπουν πολιτικά κέρδη από την υπόθεση και επίσης θα προτιμούσαν να πνιγεί το θέμα σιωπηλά (παρόλο που ωρύονται για το αντίθετο).
Η εκτόξευση της Πλεύσης δεν απειλεί τη ΝΔ ούτε άμεσα, ούτε μακροπρόθεσμα. Η Πλεύση είναι ένα πολιτικό μόρφωμα χωρίς μέλη, χωρίς στελέχη και χωρίς πρόγραμμα. Δεν μπορεί να συγκροτήσει πρόταση εξουσίας με τη σημερινή της μορφή. Κίνηση που θα την καθιστούσε διεκδικητή της εξουσίας θα ήταν η συγκρότηση μιας συνεργασίας με άλλες δυνάμεις. Αυτό, όμως, θα απαιτούσε ένα άνοιγμα-πρόταση προς άλλες δυνάμεις, κάτι που είναι ξένο στην αντίληψη που έχει η Κωσταντοπούλου για την πολιτική. Παρόλο που δεν μπορεί να αποτελέσει διεκδικητή της κυβέρνησης και δεν μπορεί να συγκροτήσει πρόταση εξουσίας, αποτελεί απειλή για ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση κ.λπ., καθώς ούτε αυτοί οι σχηματισμοί μπορούν να συγκροτήσουν σοβαρή πρόταση εξουσίας.
Η εντυπωσιακή δημοσκοπική ενίσχυση της Πλεύσης Ελευθερίας δείχνει την απαξίωση των κομμάτων της αντιπολίτευσης και αποτελεί δείκτη της πιθανότητας που έχει η ΝΔ για τρίτη τετραετία.
Η Πλεύση (και η Καρυστιανού στην περίπτωση που αποφασίσει να πολιτευτεί), στην καλύτερη περίπτωση, μπορούνε να προτείνουν μια κυβέρνηση «κάθαρσης», που θα αντικαταστήσει τη σημερινή κυβέρνηση.
Ποια πολιτική πρόταση;
Και σε αυτό το ζήτημα αναδεικνύεται το πολιτικό κενό. Το πολιτικό πλεονέκτημα που απολάμβανε η κυβέρνηση κινδυνεύει να γίνει θρύψαλα από το δυστύχημα στα Τέμπη, όμως, αν τελικά διασωθεί, αυτό θα συμβεί επειδή δεν υπάρχει άλλη πολιτική πρόταση εξουσίας.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς κινούνται σε αδιέξοδες και ακίνδυνες κατευθύνσεις:
Το ΚΚΕ σηκώνει το ζήτημα πετώντας τη μπάλα στην εξέδρα. Γενικού τύπου τοποθετήσεις, χωρίς καμία συγκεκριμένη πρόταση. Παραμένει σταθερά εκτός πολιτικού παιχνιδιού.
Ορισμένες δυνάμεις του εξωκοινοβουλίου (και το ΜΕΡΑ25 σε αυτές) βάζουν μπροστά μια σειρά αιτήματα με πρώτο την κρατικοποίηση του σιδηρόδρομου, χωρίς κάποια σύνδεση με συνολικό πολιτικό πρόγραμμα και πρόταση.
Κάποιες άλλες δυνάμεις του εξωκοινοβουλίου βάζουν το στόχο της πτώσης της κυβέρνησης, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από πολιτική πρόταση. Ορισμένοι επαναλαμβάνουν μια γνωστή – από τα παλιά – μπαρούφα: Θα ρίχνουμε κάθε κυβέρνηση, σε ένα κρεσέντο κινηματισμού, επίσης παραμένοντας χωρίς πρόταση εξουσίας κι επομένως, επίσης, εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Ενώ, ορισμένες δυνάμεις αυτού του κλίματος, θεωρούν ότι δεν χρειάζεται να λέμε τίποτα προγραμματικό πέρα από το να πέσει η κυβέρνηση.
Η πτώση της κυβέρνησης είναι σίγουρα ο βασικός στόχος. Πτώση της κυβέρνησης για να αντικατασταθεί από μια εργατική κυβέρνηση που μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη εφαρμόζοντας το πρόγραμμά της:
-κρατικοποιώντας το σιδηρόδρομο με εργατικό έλεγχο,
-απαλλοτριώνοντας με όρους δήμευσης την περιουσία των εταιρειών που φέρουν την ευθύνη για το έγκλημα στα Τέμπη,
-τιμωρώντας τους πολιτικούς που είχαν οικονομικές συναλλαγές με τις εταιρείες-αναδόχους της σύμβασης 717.
κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ