[2020-06-25] Απόφαση ΠΕ (Μάιος 2020)

 

Απόφαση Π.Ε. της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗΣ

Η υποτροπή της καπιταλιστικής κρίσης και η πανδημία

 

Η πανδημία του κορωνοϊού αποτέλεσε τη θρυαλλίδα του ξεσπάσματος του νέου κύματος ύφεσης που αγκαλιάζει την παγκόσμια οικονομία.

Η νέα φάση της καπιταλιστικής κρίσης ξεσπάει με αφορμή την πανδημία, αλλά δεν οφείλεται στην πανδημία. Η αιτία της βρίσκεται στη βάση κάθε καπιταλιστικής κρίσης και είναι η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, τάση η οποία εκδηλώνεται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Επίσης, η υποτροπή της κρίσης δεν οφείλεται στον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας. Είτε με μακροχρόνια lockdown που παραλύουν την οικονομική δραστηριότητα είτε με «ανοσία αγέλης» που θα πλημμύριζε με θύματα του κορωνοϊού τα νοσοκομεία και θα εξόντωνε τμήματα του πληθυσμού σπέρνοντας τρόμο, το οικονομικό αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο.

Οι επιλογές των κυβερνήσεων σε σχέση με τη διαχείριση της πανδημίας είχανε πολιτικά κριτήρια και κύριο στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Η επιλογή του lockdown στόχευε στη διατήρηση των κρουσμάτων σε διαχειρίσιμα για το σύστημα υγείας επίπεδα, στον περιορισμό των θυμάτων σε χαμηλούς αριθμούς και στη διαταξική - εθνική συσπείρωση γύρω από την κυβέρνηση. Αυτού του τύπου η διαχείριση ήταν μονόδρομος για χώρες που το πολιτικό τους σύστημα είναι ευάλωτο στις ταξικές συγκρούσεις, όπως η Ελλάδα όπου οι κλυδωνισμοί του αστικού κομματικού συστήματος κάτω από την πίεση των εργατικών αγώνων είναι πρόσφατοι. Χώρες που το πολιτικό τους σύστημα είναι περισσότερο ανθεκτικό είχανε την πολυτέλεια να πειραματιστούν με τακτικές «ανοσίας αγέλης».

 

Η παγκόσμια ύφεση είναι δύσκολο να υπολογιστεί, αλλά θα είναι ιστορικών διαστάσεων. Η πανδημία αποτέλεσε τη θρυαλλίδα του νέου κύματος ύφεσης που ήταν αναμενόμενο από όλα τα οικονομικά επιτελεία. Παρόλο που οι περισσότερες χώρες είχαν ανακάμψει από την προηγούμενη κρίση, με την έννοια ότι το ΑΕΠ τους είχε ξεπεράσει τα επίπεδα που βρισκόταν πριν την έναρξη της κρίσης, δεν είχε υπάρξει η αναγκαία καταστροφή κεφαλαίου για να μπορούμε να μιλάμε για οριστικό ξεπέρασμα της κρίσης.

Η κρίση του 2007-2009 ήταν διεθνής, αλλά όχι παγκόσμια. Η σημερινή κρίση είναι παγκόσμια. Η Κίνα, που είχε μείνει εκτός της προηγούμενης κρίσης, σήμερα βυθίζεται στην ύφεση.

Η κινέζικη οικονομία συρρικνώθηκε κατά 6,8% το 1ο τρίμηνο του 2020. Είναι η χειρότερη επίδοση από το 1992, όταν η Κίνα άρχισε να δημοσιοποιεί στοιχεία τριμήνου. Είναι επίσης, η πρώτη φορά που η Κίνα ανακοινώνει οικονομική συρρίκνωση από το 1976, χρονιά του θανάτου του Μάο, όταν η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 1,6%. Η εκτίμηση του ΔΝΤ είναι ότι για το σύνολο του 2020 (εκτίμηση που πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη, όπως όλες τις εκτιμήσεις αυτής της περιόδου), η Κίνα θα καταγράψει ρυθμό ανάπτυξης 1,2%, εκτίμηση που αν επιβεβαιωθεί δείχνει ότι και η Κίνα κινείται σε υφεσιακούς ρυθμούς.

Η οικονομία που είναι η πιο κρίσιμη για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, αυτή των ΗΠΑ, αντιμετωπίζει επίσης ύφεση χειρότερη από αυτή του 2007-9. Μέσα σε έναν μήνα lockdown απώλεσε όλες τις νέες θέσεις εργασίας που δημιούργησε από το 2009 έως το 2020 (22 εκατομμύρια). Στην κρίση του 2008 η μείωση του ΑΕΠ ήταν 4%, ενώ για το 2020 υπολογίζεται να είναι υπερδιπλάσια (από 8 έως 10%).

Οι μεγάλες διαδηλώσεις που ξέσπασαν με αφορμή τη δολοφονία του Τζωρτζ Φλόϋντ από αστυνομικό, αποτελούν έκφραση της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας για την εκτόξευση της ανεργίας και τη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση Τραμπ.

Το βασικό όπλο που χρησιμοποιούν όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου απέναντι σε αυτήν τη φάση της κρίσης είναι η εκτεταμένη χρήση κρατικών πόρων. Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο οι κυβερνήσεις πήραν μέτρα αξίας 9 τρισ. δολ. για τη στήριξη των οικονομιών τους. Η μερίδα του λέοντος αυτών των έκτακτων μέτρων κατευθύνθηκαν προς το μεγάλο κεφάλαιο.

Οι εξελίξεις αυτές κάνουν τους κεϋνσιανούς όπου γης να τους τρέχουν τα σάλια και να ονειρεύονται κρατικοποιήσεις και επιστροφή στην «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατικού τύπου διαχείρισης. Τέτοιου τύπου κρατικοποιήσεις, αν γίνουν, δεν αντικαθιστούν βέβαια τον καπιταλισμό. Απλώς, μεταφέρουν στο (αστικό) κράτος, δηλαδή, τελικά στη φορολογούμενη εργατική τάξη, το βάρος της σωτηρίας των πιο αδύναμων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Τα χρέη κοινωνικοποιούνται, ενώ τα κέρδη παραμένουν ιδιωτικά. Δεν επιλύουν το πραγματικό πρόβλημα του καπιταλισμού, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Απλώς, αναστέλλουν την επίδρασή της. Σε τελική ανάλυση, μόνο δύο τρόποι υπάρχουν για το πραγματικό ξεπέρασμα της κρίσης: ή θα αφεθεί η κρίση να ακολουθήσει την πορεία της ανεξέλεγκτα, καταστρέφοντας το λιγότερο κερδοφόρο και ανταγωνιστικό κεφάλαιο, με ό,τι σημαίνει αυτό σε επίπεδο μαζικής καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, ή η παραγωγή, ξεκινώντας από την πιο συγκεντρωμένη και συγκεντροποιημένη παραγωγή, θα περάσει στα χέρια του εργατικού κράτους, δηλαδή, ανατροπή του καπιταλισμού, εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, έναρξη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην πρώτη της πράξη. Η δεύτερη εναλλακτική είναι και η μόνη που μπορεί να εξαλείψει τις επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις στις οποίες οδηγείται περιοδικά ο καπιταλισμός.

 

Η επίδραση της κρίσης στην ελληνική οικονομία

Σε αυτό το διεθνές σκηνικό, η θέση της ελληνικής οικονομίας είναι ακόμα πιο δύσκολη. Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν μπόρεσε να ανακάμψει από την προηγούμενη φάση της κρίσης και η ελληνική οικονομία θα είναι από αυτές που θα χτυπηθούν πιο σκληρά από την υποτροπή της.

Και για την ελληνική οικονομία, οι εκτιμήσεις έχουν μεγάλο εύρος και είναι δύσκολο να είναι αξιόπιστες σε αυτήν τη φάση ελλείψει στοιχείων. Όποια εκδοχή και αν επιλέξουμε πάντως, το πρόβλημα δείχνει να είναι μεγάλο και οι καθησυχαστικές εκτιμήσεις για εξίσου μεγάλη ανάπτυξη το 2021 που θα εξαλείψει τις συνέπειες της φετινής ύφεσης είναι αστήριχτες.

Η αστική τάξη και η κυβέρνησή της ακολουθεί το παγκόσμιο ρεύμα. Χρησιμοποιεί κρατικούς πόρους για την άμβλυνση των κοινωνικών συνεπειών του lockdown, την ενίσχυση επιχειρήσεων και την τόνωση της ζήτησης. Η ΕΕ επέτρεψε την παραβίαση των μνημονιακών συνθηκών, καθώς και του συμφώνου δημοσιονομικής σταθερότητας, η τήρηση των οποίων θα οδηγούσε σε ανθρωπιστική κρίση, η οποία θα μπορούσε να μετατραπεί σε κοινωνική και πολιτική αναταραχή.

Αυτός ο όψιμος κυβερνητικός «κεϋνσιανισμός», ωστόσο, ξεδιπλώνεται πάνω στο μνημονιακό έδαφος, δηλαδή πάνω στο κοινωνικό κι εργασιακό τοπίο που διαμόρφωσε η δεκαετής μνημονιακή πολιτική.

 

Η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο

Σε αυτό το σκηνικό παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ξεδιπλώνεται και η διαμάχη για τις ζώνες εκμετάλλευσης στην Ανατολική Μεσόγειο, ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η διαμάχη αυτή φούντωσε με την πρόσφατη ανακάλυψη ενεργειακών κοιτασμάτων. Οι διεκδικήσεις των δύο κρατών στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου και Ρόδου είναι εντελώς ασύμβατες και αυτός είναι ένας από τους λόγους που αυξάνουν την πιθανότητα της πολεμικής σύγκρουσης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση και οι συνέπειές της στο εσωτερικό των δύο κρατών, σε συνδυασμό με την καταστροφή της τουριστικής περιόδου που αποτελούσε παράγοντα κατευνασμού των εντάσεων στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, είναι επίσης παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα πολέμου.

Και οι δύο αστικές τάξεις προετοιμάζονται για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Βασικές προϋποθέσεις για την προσφυγή στην πολεμική βία αποτελούν: 1. η συμφωνία όλων των μερίδων της κυρίαρχης τάξης και 2. η συναίνεση των καταπιεζόμενων τάξεων. Αυτή η συναίνεση επιχειρείται να οικοδομηθεί με τη συστηματική προπαγάνδα που παρουσιάζει τις διεκδικήσεις της ελληνικής αστικής τάξης σαν «κυριαρχικά δικαιώματα» της χώρας. Όπως έχουμε εξηγήσει σε παλιότερες αποφάσεις και με σχετική αρθρογραφία, ο καθορισμός ΑΟΖ αποτελεί μια διαδικασία που απαιτεί διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών. Χωρίς τέτοιες συμφωνίες δεν υφίσταται ΑΟΖ, αντίθετα με τα ψέματα που διαδίδουν τα αστικά ΜΜΕ και το αστικό πολιτικό προσωπικό. Αυτό μάλιστα αποκαλύπτεται από δηλώσεις και αρθρογραφία σχετικά με τη συμφωνία καθορισμού ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.

Φυσικά, ο πόλεμος είναι πάντα μια πολιτική υψηλού ρίσκου, καθώς όσο επιμελής κι αν είναι η πολεμική προετοιμασία, πάντα ελλοχεύει το ενδεχόμενο της ήττας και η πολιτική κρίση που την ακολουθεί.

Καθήκον των πολιτικών δυνάμεων εργατικής αναφοράς είναι η υπονόμευση της συναίνεσης που προσπαθεί να οικοδομήσει η αστική τάξη γύρω από την πολεμική προσπάθεια, αποκαλύπτοντας την αλήθεια για τις διεκδικήσεις της αστικής τάξης. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να συμβάλουμε στην αποτροπή του πολέμου, αλλά και στην περίπτωση που ο πόλεμος ξεσπάσει στην πολεμική ήττα και την πολιτική κρίση.

 

Το αστικό κομματικό σύστημα

Η κυβέρνηση και η Νέα Δημοκρατία έχουν σήμερα ένα μεγάλο πολιτικό προβάδισμα. Το προβάδισμα αυτό προκύπτει από την ανάδειξη της πολιτικής τους (της μνημονιακής πολιτικής) σαν μοναδικής δυνατής πολιτικής στα πλαίσια του συστήματος. Καμία άλλη διακριτή πολιτική πρόταση δεν εμφανίζεται στον πολιτικό στίβο. Αυτή η πραγματικότητα προστατεύει την κυβέρνηση από το ενδεχόμενο να βρεθεί αντιμέτωπη με πολιτικούς αγώνες της εργατικής τάξης, δηλαδή αγώνες που να στρέφονται ενάντια στην κυβέρνηση και το κράτος και να παλεύουν για διεκδικήσεις και αιτήματα που αφορούν το σύνολο της τάξης, όπως π.χ. είδαμε το 2010-2012. Η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει επιμέρους αγώνες, κυρίως αγώνες οικονομικούς, που δύσκολα θα της δημιουργήσουν πολιτικό πρόβλημα. Πολιτικοί αγώνες είναι πολύ δύσκολο να ξεσπάσουν χωρίς μια άμεσα ορατή πολιτική λύση. Και τέτοια λύση δεν υπάρχει όχι γιατί δεν υπάρχει πολιτικός σχηματισμός που να μπορεί να απειλήσει εκλογικά τη Νέα Δημοκρατία, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αλλά γιατί δεν υπάρχει κανένας πολιτικός σχηματισμός που να έχει μια διαφορετική πολιτική πρόταση από αυτήν που ήδη υλοποιεί η Νέα Δημοκρατία.

Οι –αντιμνημονιακού τύπου– κραυγές του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν κωμικές, όταν προέρχονται από ένα κόμμα που εφάρμοσε την ίδια πολιτική και όπως είναι φυσικό δεν συσπειρώνουν ούτε την εκλογική του βάση, πράγμα που έχει αρχίσει να φαίνεται και στις δημοσκοπήσεις, παρόλο που είναι η μοναδική πολιτική δύναμη που με βάση τη θέση του μπορεί να διεκδικήσει την κυβέρνηση από τη ΝΔ.

Η αποσυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί μια ιδιόμορφη κατάσταση ηγεμονίας της Νέας Δημοκρατίας, που έχει να εμφανιστεί στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό από την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ (για εντελώς διαφορετικούς λόγους φυσικά), και δημιουργεί άλλου τύπου πρόβλημα στο αστικό κομματικό σύστημα, το οποίο χρειάζεται έναν σταθερό δεύτερο πόλο. Από εκεί πηγάζουν τα σενάρια για συνεργασία ΚΙΝΑΛ-ΣΥΡΙΖΑ, στα οποία εμπλέκονται επιχειρηματικοί κύκλοι που ελέγχουν σχεδόν απόλυτα το εναπομείναν θραύσμα του ΠΑΣΟΚ (Βαρδινογιάννης, Κόκκαλης).

Το μνημονιακό μπλοκ συμπληρώνει η Ελληνική Λύση που θεωρείται παράρτημα της Νέας Δημοκρατίας και η κοινοβουλευτική του ομάδα μπορεί να παίξει το ρόλο του μαξιλαριού ασφαλείας για την κυβέρνηση.

Ο πλέον ιδιόμορφος χώρος στο σημερινό αστικό κομματικό σύστημα είναι αυτός του ΜΕΡΑ25. Αυτό το σοσιαλδημοκρατικό φιλοΕΕ μόρφωμα κατάφερε να επιβιώσει χάρη στην πολιτική επιρροή του γραμματέα του που εξαργυρώνει το κύρος που του έδωσε η αταλάντευτη στάση του κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση της «αριστερής παρένθεσης». Η στάση του αυτή και η δηλωμένη πρόθεσή του να ρισκάρει τη συμμετοχή της χώρας στο ευρώ, τον καθιστά «κόκκινο πανί» για το αστικό κομματικό σύστημα. Η αστική τάξη δεν θέλει το ΜΕΡΑ25 να αποτελέσει έναν ΣΥΡΙΖΑ Νο 2 που θα διεκδικεί την κυβέρνηση κι έχει φροντίσει να στήσει μια πολιτική κι επικοινωνιακή «υγειονομική ζώνη» γύρω του, η οποία δείχνει αποτελεσματική. Η αδυναμία του ΜΕΡΑ25 να διεκδικήσει την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ το καθηλώνει σε χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις, ενώ δεν μπορεί να διευρύνει την επιρροή του ούτε προς τα Αριστερά, καθώς έχει πολύ συγκεκριμένο και συγκροτημένο πρόγραμμα που δεν έχει ιδιαίτερα σημεία επαφής με την Αριστερά και τον κόσμο της.

Στις δυνάμεις της Αριστεράς κυριαρχεί η περιχαράκωση και η συρρίκνωση. Οι δυνάμεις της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς δεν κερδίζουν από την αποσυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα η επιρροή τους και το κύρος τους έχει περιοριστεί δραματικά με πιο χαρακτηριστικό δείγμα το ΚΚΕ. Η ήττα του 2012, όταν αυτές οι δυνάμεις απέτυχαν να δώσουν διέξοδο διεκδικώντας την εξουσία, οδήγησε σε λεηλασία της επιρροής του χώρου αυτού από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η συνεχιζόμενη αδυναμία να διατυπώσουν άμεση πολιτική πρόταση –και τέτοια μπορεί να είναι μόνο η επαναστατική πρόταση– δεν τους επιτρέπει να ανακτήσουν την επιρροή τους. Οι συνέπειες της ήττας του 2012 φαίνονται στην πλήρη έκτασή τους σήμερα και θα συνεχίσουν να βαραίνουν στην πορεία αυτών των δυνάμεων.

Τμήμα αυτών των δυνάμεων είναι και η νεότευκτη πρωτοβουλία του κομμουνιστικού συντονισμού. Από τα κείμενα της φαίνεται ότι βρίσκεται σε προγραμματική σύγχυση, ενώ ορισμένες οργανώσεις που συμμετέχουν στοιχίζονται πλήρως πίσω από τις ελληνικές διεκδικήσεις στη διαμάχη στην Ανατολική Μεσόγειο. Συνολικά, αυτή η πρωτοβουλία δεν μπορεί να παίξει θετικό ρόλο.

Απέναντι στην κατάσταση που διαμορφώνεται η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ θα καταθέσει πολιτική πρόταση εξόδου από την παρούσα κρίση, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και θα αναλάβει πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση οικοδόμησης πολιτικού μετώπου στη βάση του πολιτικού προγράμματος. 

Η ΠΕ καταθέτει σχέδιο αυτής της πρότασης για άμεση συζήτηση στην οργάνωση.

Κινείται επίσης για την πραγματοποίηση συνδιάσκεψης στα τέλη Σεπτέμβρη με θέμα τη νέα φάση της καπιταλιστικής κρίσης.

Η Π.Ε. της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, 23.5.2020