[2012-03-24] Απόφαση Πολιτικής Επιτροπής
Απόφαση Πολιτικής Επιτροπής 24/3/2012
Μετά από 2 χρόνια μνημονίου και την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, που συνοδεύτηκε από την υπογραφή νέας δανειακής σύμβασης, έχουν πλέον διαμορφωθεί οι οικονομικοί και κοινωνικοί όροι που θα χαρακτηρίζουν την κατάσταση στη χώρα τα επόμενα χρόνια:
-
Η Ελλάδα μετατρέπεται ολοταχώς σε χώρα προσφοράς φτηνής εργασίας μέσα από το νέο επίπεδο μισθών και την ουσιαστική εξάλειψη εργασιακών δικαιωμάτων. Η εργατική τάξη αφενός βιώνει μία βαριά ήττα ως προς την οικονομική της θέση και αφετέρου αντιμετωπίζει νέα εμπόδια στην οργανωτική συγκρότησή της (ανεργία, φτώχεια, υπερεκμετάλλευση, ατομικές συμβάσεις), που είναι πιθανό να επιδράσουν καταστροφικά στο επίπεδο συνδικαλιστικής της οργάνωσης και αγωνιστικής της συνείδησης.
-
Η τύχη της ελληνικής οικονομίας είναι αποκλειστικά πλέον στο έλεος των θεσμικών δανειστών της (ΕΕ, ΔΝΤ) και θα παραμείνει για όσα χρόνια απαιτηθεί, μιας και έχει αποκλειστεί από τις χρηματαγορές και με κάθε νέο πρόβλημα εξυπηρέτησης του χρέους οι δανειστές θα δύνανται να την αφήσουν σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία -γεγονός που δεν αποκλείεται να συμβεί.
-
Με πρόσχημα την εξυπηρέτηση του χρέους με τους νέους όρους η «αναδιάρθρωση» της οικονομίας (συρρίκνωση του δημοσίου, «εσωτερική υποτίμηση», απελευθέρωση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, ένταση φορολογίας κ.λπ.) έχει ήδη δρομολογηθεί. Από την άλλη πλευρά, είναι φανερό ότι μέσα από την ύφεση που επιφέρουν αυτά τα μέτρα για τα 2-3 επόμενα χρόνια τα δημόσια οικονομικά δεν θα βελτιωθούν και γι’ αυτό και η εξυπηρέτηση του χρέους είναι ακόμα στον αέρα. Είναι επίσης πιθανό να προκύψουν και αλλεπάλληλες εσωτερικές πτωχεύσεις του κράτους, όχι παροδικές και προσχηματικές όπως γινόταν μέχρι σήμερα, αλλά πραγματικές (όπως αδυναμία πληρωμής μισθών και συντάξεων, διακοπή πληρωμής προμηθευτών και μεγάλης έκτασης κατάργηση δημοσίων υπηρεσιών). Τέλος, είναι επίσης πιθανό να συνδυαστεί μία νέα διάσωση της χώρας από τη χρεοκοπία μέσω του σταθερού μηχανισμού στήριξης της ΕΕ με ακόμα χειρότερους τοκογλυφικούς -αποικιακού τύπου- όρους, όπως η επιβολή διπλού νομίσματος.
Οι εξελίξεις που αναμένονται το αμέσως επόμενο διάστημα επιβεβαιώνουν το παραπάνω πλαίσιο. Ήδη έχουν εξαγγελθεί η μείωση των συντάξεων, οι απολύσεις στο δημόσιο και η παραπέρα συμπίεση των μισθών, πιθανώς με την κατάργηση των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας, εξέλιξη που αναμένεται να συμβεί τον Ιούνιο. Η λήξη της ισχύος των κλαδικών συμβάσεων που αναμένεται να ολοκληρωθεί το Φλεβάρη του 2013 επίσης θα οδηγήσει σε συμπίεση των μισθών. Η κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων θα επιδεινώσει την ύφεση της οικονομίας, την οποία ο προϋπολογισμός του 2012 εκτίμησε στο 3,5 %, ποσοστό που ήδη αμφισβητείται από κυβερνητικές πηγές που μιλάνε πλέον για μείωση του ΑΕΠ κατά 4,5 %, ενώ διεθνείς αναλυτές τοποθετούν την ύφεση της ελληνικής οικονομίας για το 2012 κοντά στο 7 % (Economist). Με βάση αυτά τα δεδομένα, είναι εύκολα εξηγήσιμη η κατάρρευση των κρατικών εσόδων ήδη από τον Γενάρη. Είχαμε εκτιμήσει ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2012 είναι αδύνατη ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που επιβεβαιωνόταν το αισιόδοξο σενάριο για περιορισμό της ύφεσης στο 3,5 %. Πολύ περισσότερο σήμερα που τα δεδομένα για την οικονομία αλλάζουν προς το χειρότερο, καθιστώντας όλο και περισσότερο πιθανή τη στάση πληρωμών στο εσωτερικό ή ακόμα και την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.
Σε αυτές τις συνθήκες, οι επερχόμενες εκλογές αποτελούν ένα κρίσιμο γεγονός για την εξέλιξη της κρίσης -της οικονομικής αλλά κυρίως της πολιτικής- γιατί θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα διεξαχθεί η ταξική πάλη το επόμενο διάστημα. Η ιδιαίτερη σημασία τους γίνεται αντιληπτή μόνο αν λάβουμε υπόψη μας ποια είναι η συγκυρία στην ταξική πάλη και πώς μπορεί να επιδράσει σε αυτή το εκλογικό αποτέλεσμα. Σε αυτές τις εκλογές φτάνουμε μετά από την τεράστια πίεση που άσκησε η λαϊκή κινητοποίηση στο αστικό πολιτικό σύστημα όλη την προηγούμενη περίοδο αλλά και μετά από μεγάλη προσπάθεια του τελευταίου να μην πάει σε εκλογές ούτε πολύ νωρίς -πριν να «κλειδώσουν» η νέα δανειακή σύμβαση και το PSI- ούτε πολύ αργά, δηλαδή όταν η απελπισία από τα νέα μέτρα θα έχει οξύνει στο έπακρο την αμφισβήτηση προς την κυβέρνηση και τα κόμματα που τη στηρίζουν, με ανεξέλεγκτες συνέπειες. Οι εκλογές μπορούν να λειτουργήσουν για την αστική τάξη εν μέρει ως «εκτόνωση» της πίεσης από το λαϊκό παράγοντα -δίνουν τουλάχιστον το άλλοθι της λαϊκής ετυμηγορίας ενώ η παρούσα κυβέρνηση καταγγέλλεται ως χούντα ή έστω μη νομιμοποιημένη δημοκρατικά- αλλά θα πρέπει γι’ αυτό να επιφέρουν κάποιου είδους διέξοδο στο πολιτικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, σε αυτές τις εκλογές για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά θα εκφραστεί σοβαρή αμφισβήτηση όχι μόνο στις κυρίαρχες επιλογές της αστικής τάξης αλλά και στο κομματικό της σύστημα με αποτέλεσμα να είναι αμφίβολο αν οι διέξοδοι που αναζητά η αστική τάξη, μπορούν να προκύψουν.
Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο ότι έχουν διαμορφωθεί νέοι πολιτικοί συσχετισμοί και νέες συνθήκες διαμόρφωσης πολιτικής συνείδησης και στάσης μέσα σε ολόκληρη την κοινωνία, η αστική τάξη έχει σαφείς και κρίσιμες επιδιώξεις από αυτές τις εκλογές. Τόσο η κυβερνητική λύση όσο και οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί που θα προκύψουν από αυτές, μπορούν να συμβάλουν ή να της φέρουν εμπόδια στην επόμενη περίοδο στην κοινωνική μεταβολή που θέλει να επιφέρει και που μέσω αυτής πιστεύει ότι θα ξαναστεριώσει μακροπρόθεσμα την εξουσία της με τσακισμένα τα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων που αντιδρούν δυναμικά, και με ακόμα πιο αδύναμη να παλέψει την εργατική τάξη. Συνοπτικά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τις επιδιώξεις της αυτές ως εξής:
-
Να προκύψει κυβέρνηση των «μνημονιακών δυνάμεων» με τη μέγιστη δυνατή συνοχή και με τον πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα που μπορεί να επιτευχθεί (αν είναι δυνατόν ορίζοντα 4ετίας). Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να μπορεί να εφαρμόσει όλα τα μέτρα που απορρέουν από τις υπάρχουσες δεσμεύσεις και όσα επιπλέον απαιτήσουν οι δανειστές.
-
Οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί θα πρέπει να επιτρέπουν να χειριστεί η κυβέρνηση την πτώχευση, αν αυτή προκύψει, καθώς και νέους όρους που θα συνοδεύουν την οποιαδήποτε νέα «διάσωση» που θα επιβληθεί από την Ε.Ε. Σε τέτοιες περιπτώσεις -αλλαγή νομίσματος, επιβολή επιτροπείας κ.ά.- θα χρειαστεί κοινοβουλευτική συναίνεση που να νομιμοποιεί την κυβέρνηση (180 βουλευτές). Το ίδιο ισχύει και για το ενδεχόμενο επιβολής μέτρων «εκτάκτου ανάγκης» για τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών.
-
Στο ιδεολογικό επίπεδο, από το εκλογικό αποτέλεσμα θα πρέπει να μη δοθεί το μήνυμα ότι η αμφισβήτηση στην κυρίαρχη πολιτική και τα αστικά κόμματα μπορεί να έχει σοβαρή παρέμβαση μέσα στη βουλή και να φέρει σοβαρά εμπόδια στην αστική πολιτική. Να υπάρχει σαφής πλειοψηφία των «μνημονιακών» δυνάμεων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) και πλατιά πλειοψηφία με την προσθήκη «νομομιμόφρονων» προς τις δανειακές υποχρεώσεις δυνάμεων, που αποτελούν άμεση εφεδρεία (ΔΗΜΑΡ, ΛΑΟΣ και ίσως ΣΥΡΙΖΑ). Να περιοριστεί συνολικά η δύναμη του αντιμνημονιακού μπλοκ. Ιδιαίτερα να περιοριστεί η δύναμη των «αντιμνημονιακών» δυνάμεων της Αριστεράς (ΚΚΕ, το αντι-ΕΕ τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ), καθιστώντας πιο διαχειρίσιμες τις αστικές αντιμνημονιακές δυνάμεις (Καμμένος και όποιοι άλλοι μπορεί να προκύψουν).
Στον αντίποδα αυτών των αστικών στόχων πρέπει να είναι οι επιδιώξεις της εργατικής τάξης από αυτές τις εκλογές. Συγκεκριμένα:
-
Να προκύψει από το εκλογικό αποτέλεσμα το συμπέρασμα ότι η λαϊκή αντίσταση και κινητοποίηση μπορεί να αλλάξει τόσο το πολιτικό σκηνικό ώστε να συναντά εμπόδια η αστική τάξη στη συνέχιση της επίθεσή της.
-
Να βρεθούν μπροστά στην ευθύνη να δράσουν αποφασιστικά οι «αντιμνημονιακές» δυνάμεις εκτός και εντός της βουλής, κυρίως το ΚΚΕ, και να υπάρχουν δυνατότητες.
-
Να κινητοποιηθεί το μέγιστο των αστικών δυνάμεων προκειμένου να βρεθεί κυβερνητική λύση και αυτή να είναι ασταθής. Να υπάρχει κίνδυνος να ανακινηθεί θέμα εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και προσφυγής στις κάλπες σε οποιαδήποτε κρίσιμη στιγμή.
-
Να πρέπει να ανακινηθούν όλες οι αστικές εφεδρείες σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης και να κρίνεται σε ρευστούς κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς η δυνατότητα της κυβέρνησης να επιβάλει νέες συμβάσεις ή αντιδημοκρατικά μέτρα.
Σαν οργάνωση καλούμαστε να τοποθετηθούμε στις εκλογές με κριτήριο την προώθηση των ιδιαίτερων σκοπών μας. Καλούμαστε να πάρουμε θέση και να καθορίσουμε την τακτική μας σε συνέχεια με τη μέχρι τώρα γραμμή μας, αναγνωρίζοντας στην εκλογική αναμέτρηση την ιδιαίτερη σημασία της. Οφείλουμε επομένως να σταθούμε απέναντι σε αυτήν τη μάχη προσπαθώντας να απαντήσουμε από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων και στα ιδιαίτερα ζητήματα που κρίνονται σε αυτήν.
Η δράση μας την περίοδο των τελευταίων δύο χρόνων καθορίζεται από τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης και χαρακτηρίστηκε από την προσπάθειά μας να οικοδομήσουμε ένα πολιτικό μέτωπο διεκδίκησης της εξουσίας στη βάση του μεταβατικού προγράμματός μας. Στο ξεκίνημα της προσπάθειας αυτής είχαμε έναν πολιτικό περίγυρο ο οποίος δεν δεχόταν ούτε το πρόγραμμά μας αλλά ούτε και το στόχο της εργατικής κυβέρνησης και με τον οποίον δύσκολα μπορούσε να γίνει συζήτηση για πολιτικό μέτωπο.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε στο σκέλος της προγραμματικής τοποθέτησης, κάτω από την πίεση της πραγματικότητας αλλά και με τη συμβολή της οργάνωσής μας. Κρίσιμος κόμβος γι’ αυτό ήταν οι περιφερειακές εκλογές, τις οποίες αξιοποιήσαμε στο έπακρο για την ενίσχυση της εμβέλειας του προγράμματός μας. Ωστόσο, η κατάσταση παρέμεινε σχεδόν στάσιμη σε σχέση με τη διατύπωση τακτικής που να απαντάει σήμερα στο ζήτημα της εξουσίας κι επομένως και στο ζήτημα της οικοδόμησης ανάλογου μετώπου. Παρά τις προσπάθειές μας, καταγράψαμε μικρά βήματα στην κατεύθυνση αυτή. Αποτέλεσμα της δραστηριότητάς μας ήταν η καταγραφή συγκλίσεων με μια σειρά δυνάμεις. Οι συγκλίσεις αυτές πρέπει να αξιοποιηθούν και μπορούν να αποτελέσουν βάση για τη συνέχιση της προσπάθειας.
Η αδυναμία μας να μπορέσουμε να καταγράψουμε σήμερα σημαντικά βήματα στην οικοδόμηση μετώπου, καθορίζει και τις δυνατότητες που έχουμε για ενεργή παρέμβαση στις εκλογές. Το ότι δεν έχει σχηματιστεί ένα τέτοιο μπλοκ δυνάμεων -έστω και μικρό- μας στερεί τη δυνατότητα να πιέσουμε αποτελεσματικά και να βάλουμε στην ημερήσια διάταξη με πιο μαζικούς όρους το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης σαν απάντηση στο ζήτημα της διεκδίκησης της εξουσίας.
Επομένως, καλούμαστε τελικά να κάνουμε έναν πολιτικό συμβιβασμό στηρίζοντας κάποια δύναμη με την οποία έχουμε διαφωνίες στην τακτική και την στρατηγική, προκειμένου να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε την εκλογική μάχη και για να τοποθετηθούμε στα ζητήματα που αναδεικνύονται, αλλά και για να μπορέσουμε να διαδώσουμε την πρόταση και τη γραμμή μας.
Τα κριτήρια με τα οποία καθορίζουμε τη στάση μας είναι: η προώθηση της συγκρότησης ενιαίου πολιτικού μετώπου εξουσίας, το άπλωμα της επιρροής του μεταβατικού προγράμματος και η προώθηση των επιδιώξεων της εργατικής τάξης σε σχέση με τα αποτελέσματα των εκλογών. Επιδιώκουμε δηλαδή, η παρέμβασή μας και η στάση μας στις εκλογές να ενισχύσει τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση πολιτικού μετώπου και να συμβάλει στην ανάπτυξη της εμβέλειας του μεταβατικού προγράμματος. Επιπλέον κριτήριο με το οποίο επιλέγουμε που θα ρίξουμε το όποιο πολιτικό βάρος διαθέτουμε, το ποιον θα ενισχύσουν οι δυνάμεις μας, αποτελεί η απόκρουση των στόχων της αστικής τάξης σε σχέση με τις εκλογές. Με αυτά κρίνουμε τις δυνάμεις της Αριστεράς που συμμετέχουν στην εκλογική αναμέτρηση και καθορίζουμε τη στάση μας απέναντι στα ψηφοδέλτιά τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προωθεί ένα ρεφορμιστικό -και τελικά ανεδαφικό- πρόγραμμα, παρ’ όλο που στο εσωτερικό του δρουν δυνάμεις που δέχονται το μεταβατικό πρόγραμμα. Η ηγεσία του φαίνεται να μετακινείται πολιτικά, πλησιάζοντας σε θέσεις «υπευθυνότητας» σε σχέση με τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν υπογραφεί από τις τελευταίες κυβερνήσεις. Αυτό τον καθιστά εξαιρετικά ευάλωτο σε περίπτωση που απαιτηθεί η συνδρομή του από την αστική τάξη. Ήδη αποτελεί ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα και η διατήρηση της ενότητάς του αποτελεί ερωτηματικό. Πρέπει να κρατήσουμε στάση μετωπικής αντιπαράθεσης με τις προγραμματικές του θέσεις και να καλέσουμε τις δυνάμεις που δρουν στο εσωτερικό του και με τις οποίες συγκλίνουμε στο μεταβατικό πρόγραμμα, να τον εγκαταλείψουν.
Το ΚΚΕ κρατάει εντελώς σεχταριστική στάση στο μαζικό κίνημα αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Η γραμμή του αυτή είναι αναποτελεσματική και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Τα αρνητικά αποτελέσματα της γραμμής αυτής οδηγούν μοιραία σε φθορά των οργανωμένων του δυνάμεων. Ήταν η πολιτική δύναμη που τελευταία απ’ όλες υιοθέτησε το μεταβατικό πρόγραμμα, κάνοντας μια εντυπωσιακή στροφή από την πολεμική που εξαπέλυε ενάντια σε όσους θέταμε σαν κρίσιμο στόχο τη «μονομερή διαγραφή του χρέους». Ωστόσο, δεν διατυπώνει καμία τακτική πρόταση μετωπικής συσπείρωσης και δεν αξιοποιεί τις δυνατότητες που έχει σαν το πιο μαζικό κόμμα της Αριστεράς. Η επιβίωση του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη πολιτικής πίεσης από μεριάς του ΚΚΕ. Ωστόσο, η ενίσχυση της κοινοβουλευτικής του παρουσίας, περιορίζει τους ελιγμούς της αστικής τάξης και ταυτόχρονα αυξάνει την πίεση προς την ηγεσία του για άμεση πολιτική απάντηση και διατύπωση συγκεκριμένης πολιτικής πρότασης.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κυριαρχείται επίσης από σεχταριστικές απόψεις, τόσο σε σχέση με τη δράση στο συνδικαλιστικό κίνημα όσο και σε σχέση με τις πολιτικές συνεργασίες. Σε προγραμματικό επίπεδο είναι -όπως την έχουμε χαρακτηρίσει σε προηγούμενες αποφάσεις μας- ασταθής και ταλαντευόμενη δύναμη. Ενώ σε κεντρικό επίπεδο προβάλει το μεταβατικό πρόγραμμα, δεν το υπηρετεί με σταθερότητα δημιουργώντας αυταπάτες και σύγχυση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτό είναι η διφορούμενη στάση της απέναντι στην πρωτοβουλία για την ΕΛΕ. Παρ’ όλο που στις περιφερειακές εκλογές φάνηκε ότι θα μπορούσε να είναι ανερχόμενη δύναμη, δεν κατάφερε να δώσει συνέχεια στην επιτυχία αυτή, κυρίως γιατί δεν μπόρεσε να διατυπώσει άμεση πολιτική πρόταση που να απαντάει στο ζήτημα της εξουσίας. Επιπλέον, οι δυνάμεις της λειτούργησαν διαλυτικά απέναντι στα ψηφοδέλτια που σχηματίστηκαν στις περιφερειακές εκλογές είτε υπονομεύοντάς τα (Ιόνια, Κρήτη) είτε διαλύοντάς τα και τυπικά (Πελοπόννησος). Με τη στάση της σπατάλησε το πολιτικό κεφάλαιο των περιφερειακών εκλογών και δεν έχει καμία ελπίδα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
Μικρότερα ψηφοδέλτια που πιθανόν θα συμμετέχουν στις εκλογές (ΕΕΚ, ΟΚΔΕ) επίσης τοποθετούνται στη βάση του μεταβατικού προγράμματος. Δεν έχουν διατυπωμένη τακτική σε σχέση με τη διεκδίκηση της εξουσίας – πέρα από την διακήρυξη της αναγκαιότητας της επανάστασης και της εργατικής εξουσίας - και δεν παίρνουν θέση στο ζήτημα του πολιτικού μετώπου.
Συμπερασματικά, παρ’ όλο που δεν υπάρχει καμία δύναμη -ανεξάρτητα από επιμέρους τάσεις- που να δέχεται το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης και να κινείται στη γραμμή του ενιαίου μετώπου σε πολιτικό επίπεδο, εμφανίζεται ένα μπλοκ δυνάμεων που συγκλίνουν στο πρόγραμμα. Αυτό το μπλοκ δυνάμεων θα έπρεπε σήμερα να συμπορευτεί στις εκλογές και να δώσει τη μάχη με στόχο το σχηματισμό εργατικής κυβέρνησης. Αυτή είναι η απάντησή μας στην πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αυτή θα ήταν η απάντησή μας και σε οποιαδήποτε παρόμοια πρόταση. Αυτή η πρόταση είναι η συγκεκριμενοποίηση της πρότασής μας για πολιτικό μέτωπο σήμερα. Η πολυδιάσπαση αυτών των δυνάμεων διευρύνει το πεδίο ελιγμών της αστικής τάξης προεκλογικά και μετεκλογικά.
Θεωρούμε θετική σε κάθε περίπτωση την εκλογική ενίσχυση αυτού του μπλοκ, ανεξάρτητα από το σε ποιο ψηφοδέλτιο θα εκφραστεί.
Αποφασίζουμε συγκεκριμένα:
Να στείλουμε απάντηση στην πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις της και καλώντας την να αλλάξει τακτική, να πάρουμε μαζί πρωτοβουλία στην κατεύθυνση σύμπτυξης πολιτικού και εκλογικού μετώπου των οργανώσεων και κομμάτων που υιοθετούν και προβάλουν το μεταβατικό πρόγραμμα.
Η Πολιτική Επιτροπή της κομμουνιστικής οργάνωσης ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
24 Μαρτίου 2012