Οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και η πολιτική πρόταση κ.ο ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ

Εισήγηση στην ανοιχτή εκδήλωση της κ.ο ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ στις 22/9/2010

Οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις χαρακτηρίζονται από την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης των μεγαλύτερων εθνικών οικονομιών του κόσμου. Η οικονομία των ΕΠΑ το δεύτερο τρίμηνο του 2010 αναπτύχθηκε κατά 2,4 % έναντι ανάπτυξης 3,7 % του πρώτου τριμήνου επιπλέον τον Ιούνιο του 2010 χάθηκαν άλλες 131.000 θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα η ανεργία να παραμείνει στο 9,5 % έναντι λιγότερο του 5 % πριν από την κρίση. Σήμερα στις ΕΠΑ υπάρχουν 14,8 εκατ. άνεργοι (συν 181.000 που διαγράφτηκαν από τις λίστες, γιατί έπαψαν πάνω στην απελπισία τους να ψάχνουν για δουλειά), ενώ από την έναρξη της κρίσης τέλη του 2007 έχουν χαθεί περισσότερες από 8 εκατ. θέσεις εργασίας. (ΝΖΖ, 9-8-2010) Η ομοσπονδιακή τράπεζα αντέδρασε στην υψηλή ανεργία με τη διατήρηση του βασικού επιτοκίου δανεισμού σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα, συνεχίζοντας έτσι την πολιτική των πολύ χαμηλών επιτοκίων που χρονολογείται από το 2001 και συνέβαλλε στο ξέσπασμα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. (ΝΖΖ, 21-8-2010)

Οι ρυθμοί ανάπτυξης της ιαπωνικής οικονομίας έπεσαν από 4,4 % το πρώτο τρίμηνο του 2010 σε 0,4 % το δεύτερο τρίμηνο (έναντι 2,4 % που προέβλεπαν οι ειδικοί!), πάντα σε σχέση με τ’ αντίστοιχα διαστήματα του προηγούμενου έτους (ΝΖΖ, 16-8-2010) . Ταυτόχρονα και παρά το υψηλό δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 200 % του ιαπωνικού ΑΕΠ (95 % αυτού του χρέους βρίσκονται στα χέρια γιαπωνέζων επενδυτών) οι ξένοι επενδυτές συρρέουν στις αγορές ιαπωνικών χρεογράφων, με αποτέλεσμα την ανατίμηση του γιεν έναντι του δολαρίου –πράγμα που δυσκολεύει τις ιαπωνικές εξαγωγές και διαγράφει την προοπτική ενός νομισματικού πολέμου. (ΝΖΖ, 7-8-2010)

Η κινεζική οικονομία με τη σειρά της εκτόπισε την ιαπωνική οικονομία από τη δεύτερη θέση στην παγκόσμια κατάταξη ως προς το ύψος του ΑΕΠ, αλλά παραμένει ακόμα στην κατηγορία των αναπτυσσόμενων χωρών ως προς το κατά κεφαλή εισόδημα. Δυσοίωνες θεωρούνται οι προοπτικές της κινεζικής οικονομίας, λόγω του ότι η ανάπτυξή της τροφοδοτήθηκε από το μεγάλο κρατικό πακέτο στήριξης – πράγμα που ενισχύει τις πληθωριστικές τάσεις (ΝΖΖ, 12-8-2010) και συνέβαλε στη δημιουργία μια πιθανής φούσκας ακινήτων. Εξάλλου είναι αδύνατον η γενικότερη οικονομική κρίση να μην επηρεάσει δυσμενώς τις εξαγωγικές δυνατότητες της κινεζικής οικονομίας.

Εξαίρεση φαίνεται ν’ αποτελεί η γερμανική οικονομία, η οποία εξακολουθεί να δρέπει τους καρπούς από τη δημιουργία της ευρωζώνης και τη διεύρυνση της ΕΕ, ενώ επωφελείται τα μέγιστα από τις εξαγωγές της αυτοκινητοβιομηχανίας της προς την Κίνα. Όμως οι Γερμανοί επιχειρηματίες ομολογούν ότι η βελτίωση των εξαγωγών τους είναι ένα προσωρινό και συγκυριακό φαινόμενο που δεν πρόκειται να συνεχιστεί για πολύ με βάση τις εισερχόμενες παραγγελίες.

Στους αντίποδες των εξελίξεων της γερμανικής οικονομίας βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της φιλοσυστημικής και της κυβερνητικής προπαγάνδας για μικρό ποσοστό αρνητικής ανάπτυξης, επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις που βλέπουν για φέτος μια μείωση του ΑΕΠ κατά 5 % και μιαν εκτίναξη της ανεργίας που θα προσεγγίζει το 20 %, δηλ. Πάνω από 1.000.000 άνεργοι. Επαληθεύονται επίσης και οι απόψεις που βλέπουν μιαν υπεραύξηση του χρέους της Κεντρικής κυβέρνησης, καθώς το ύψος του χρέους, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που δόθηκαν στη δημοσιότητα, εκτινάχτηκε στις 30 Ιουνίου του τρέχοντος έτους στα 316.954 δις. έναντι 310. 387 δις στα τέλη Μαΐου . Συνολικά, για το πρώτο εξάμηνο του 2010 η αύξηση του χρέους της Κεντρικής Κυβέρνησης ανέρχεται σε 18,43 δις ευρώ. Επίσης το δημόσιο χρέος καταγράφει αύξηση 7,7% ή 24,6 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τις 30 Ιουνίου 2009 που ανερχόταν σε 292,3 δισ. ευρώ! (Ν, 20-8-2010)

Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη μείωση των δημοσίων δαπανών που οφείλεται στο πετσόκομμα των μισθών και των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, στη μείωση των κοινωνικών δαπανών στους τομείς της δημόσιας υγείας και παιδείας, καθώς και στην καθυστέρηση πληρωμών και στην επιβράδυνση ή την αναβολή εκτέλεσης πολλών δημόσιων έργων, εξασφάλισε τους επαίνους της επικυρίαρχης τρόικας και των διεθνών οίκων αξιολόγησης για την κυβέρνηση, η οποία, παρά τις κινήσεις εντυπωσιασμού, ως προς τη συγκέντρωση των εργοδοτικών εισφορών και του ΦΠΑ, που τον παραχωρεί ως κεφάλαιο κίνησης στους επιχειρηματίες, επιδεικνύει έναντι των καπιταλιστών ηπιότητα μεγαλύτερη από την αυστηρότητα που μετέρχεται έναντι των μισθωτών.

Η συγκρότηση του στρατιωτικού-διπλωματικού άξονα Αθήνας – Λευκωσίας - Τελ Αβίβ συμβάλλει στον αποκλεισμό των Συρίων, των Λιβανέζων και των Παλαιστινίων από τη συνεκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Α. καταλήστευση του πετρελαϊκού του πλούτου, όπως συνέβη και με το Ιράκ και όπως συμβαίνει και με το Αφγανιστάν, όπου πρόσφατα, εκτός από τη διαπιστωμένη ύπαρξη τεράστιων ανεκμετάλλευτων κοιτασμάτων στρατηγικών μετάλλων όπως το λίθιο, ανακοινώθηκε και η ανακάλυψη τεράστιων πετρελαιοφόρων πεδίων με πιθανή απόδοση πάνω από 1,8 δις βαρέλια.

Επιπλέον σχετικά με το ζήτημα του Ιράν, θα παρακολουθήσατε σχετικά με την επίσκεψη του Παπανδρέου στη Νέα Υόρκη όπου συναντήθηκε με τον Αχμαντινετζάντ, μετά βέβαια από την άδεια που πήρε απ’ το εβραϊκό λόμπυ, τον Νετανιάχου και τους Αμερικάνους, φιλοδοξώντας να παίξει το ρόλο του ταχυδρόμου τους προς το Ιράν.

Επιστρέφοντας στο εσωτερικό της χώρας πρέπει να πούμε ότι, κατά τη γνώμη μας η κατάσταση θα χειροτερέψει όσο αφορά την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Μετά ίσως από ένα μικρό διάλειμμα λήψης νέων μέτρων εν όψη δημοτικών εκλογών για λόγους αυτοσυντήρησης του ΠΑΣΟΚ, διότι με μια σοβαρή πτώση του στις εκλογές θα αμφισβητηθεί η ίδια η κυβέρνηση, θα έχουμε νέο γύρο αντιλαϊκών-αντεργατικών μέτρων, αύξηση της φορολογίας άμεσης και άμεσης, επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα, στα βαρέα-ανθυγιεινά, στις Συλλογικές Συμβάσεις κ.λπ.

Μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο πρέπει να δούμε τις απαντήσεις που δίνονται ως εναλλακτικές στη σημερινή κατάσταση και στην κυβερνητική πολιτική.

Κατατίθενται λοιπόν μια σειρά αστικές και μικροαστικές εναλλακτικές προτάσεις που ξεκινάνε από κυβέρνηση οικουμενικής αντίληψης του Καρατζαφέρη, το ξεπέρασμα του Μνημονίου απ’ τη Ν.Δ, την αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΝ και του Αλαβάνου, του αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο {ΕΑΜ}.

Η πρόταση επίσης του ΚΚΕ για την λαϊκή εξουσία-λαϊκή οικονομία, πρόταση η οποία δεν φαίνεται να είναι ούτε για το σήμερα άλλα ούτε για το αύριο και η οποία θα στηριχτεί σ’ ένα ευρύ λαϊκό μέτωπο το επιτελείο του οποίου προκύπτει απ’ τη συνεύρεση του ΠΑΜΕ-ΠΑΣΥ-ΠΑΣΕΒΕ-ΟΓΕ-ΜΑΣ, δηλαδή ένα μέτωπο του ΚΚΕ με τον εαυτό του.

Ίσως μας δοθεί η ευκαιρία με τις ερωτήσεις να πούμε περισσότερα πράγματα, να αναπτύξουμε αυτές τις προτάσεις.

Η δική μας πρόταση θεωρούμε ότι είναι και θέλουμε να είναι, πρόταση απ’ τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων που βρίσκονται υπό προλεταριοποίηση, της φτωχής αγροτιάς, των αυτοαπασχολουμένων. Φυσικά η εργατική τάξη κάνει πολιτική, όχι μόνο για τον εαυτό της, αλλά για ολόκληρη την κοινωνία, υπό το πρίσμα των συμφερόντων και της προοπτικής της.

Η πολιτική μας πρόταση εδράζεται στη σημερινή πραγματικότητα και στις προοπτικές που διαφαίνονται. Θεωρούμαι ότι επειδή η κρίση στην Ελλάδα είναι βαθιά και θα διαρκέσει αρκετά, θα τεθεί, πιθανόν, θέμα εξουσίας και οι κομμουνιστές πρέπει να είναι έτοιμοι να καταθέσουν , να προτάξουν πρόταση εξουσίας εδώ και τώρα!

Εδώ πρέπει να πάρουμε υπόψη μας το πώς διαμορφώνεται η κατάσταση στην αριστερά για την οποία διαπιστώνουμε ότι:

σχεδόν το σύνολο των οργανώσεων και των κομμάτων της έθεσαν στο κέντρο της προσοχής τους το ζήτημα του δημόσιου χρέους και διατύπωσαν θέσεις σε σχέση με αυτό. Έτσι, πολιτικές οργανώσεις που παρά την διακηρυκτική επαναστατική τους αναφορά δεν ξέφευγαν από τα όρια του ρεφορμισμού, του κινηματισμού και του μικροαστικού αντικαπιταλισμού, δυνάμεις με επαναστατική διακηρυκτική αναφορά που είχαν επιλέξει την οργανωτική μετωπική συμμαχία και τον πολιτικό επικαθορισμό από το ρεφορμισμό, ακόμα και δυνάμεις συγκροτημένες καθαρά σε ρεφορμιστική βάση αναγκάζονται κάτω από την πίεση της κατάστασης να μετακινηθούν πολιτικά και να υιοθετήσουν στόχους που αμφισβητούν την καπιταλιστική ιδιοκτησία και δεν μπορούν να υλοποιηθούν ολοκληρωμένα παρά μόνο από τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εξελίξεις αυτές διατυπώνουμε την πολιτική μας πρόταση. Απευθυνόμαστε σε όλες τις δυνάμεις που κινούνται στην κατεύθυνση αμφισβήτησης του δικαιώματος των καπιταλιστών – δανειστών να πάρουν πίσω τα κεφάλαια τους και προτείνουμε τη διαμόρφωση μετώπου στη βάση συγκεκριμένων στόχων με κεντρικό την αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους. Διακηρύττουμε ανοιχτά ότι η λύση του ζητήματος αυτού, η εκπλήρωση του στόχου που υπηρετεί τα εργατικά συμφέροντα – η διαγραφή και ότι αυτό συνεπάγεται - δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνο με επανάσταση. Συνεργαζόμαστε ωστόσο, με δυνάμεις που έχουν κοινοβουλευτικές αυταπάτες ή ρεφορμιστικές καταβολές πάνω σε αυτό το μίνιμουμ πρόγραμμα, εκτιμώντας ότι το πρόγραμμα αυτό μπορεί να απαντήσει στις ανάγκες της εργατικής τάξης και να κερδίσει πλατιές μάζες. Ταυτόχρονα διεκδικούμε τον προσανατολισμό του πολιτικού μετώπου σε επαναστατική κατεύθυνση.

Η δυνατότητα για συγκρότηση ενός τέτοιου πολιτικού μετώπου και για την προώθηση της πολιτικής μας πρότασης υπάρχει σήμερα με βάση τις σημερινές συνθήκες. Γνωρίζουμε όμως ότι ειδικά σε περιόδους κρίσης, οι εξελίξεις επιταχύνονται και η κατάσταση αλλάζει απότομα. Οι δυνατότητες συμμαχιών και μετωπικής συνεργασίας θα τροποποιηθούν σημαντικά στην – πιθανή - περίπτωση κοινωνικής αναταραχής (π.χ. με ένα τυφλό ξέσπασμα τύπου Δεκέμβρη 2008 ή με έναν δυναμικό παρατεταμένο εργατικό αγώνα που μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς. Στις σημερινές συνθήκες ωστόσο, η τακτική μας αναπτύσσεται με βάση το μεταβατικό πρόγραμμα που προτείνουμε:

  • Ανατροπή του αντεργατικού προγράμματος Σταθερότητας και του Μνημονίου

  • Μονομερής διαγραφή του χρέους

  • Έξοδος από την ΟΝΕ την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ

  • Κρατικοποίηση τραπεζών, μεγάλων επιχειρήσεων, οργανισμών κοινής ωφέλειας

  • χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο

  • Κρατικοποίηση των επιχειρήσεων που κλείνουν ή πτωχεύουν με δήμευση των περιουσιών των ιδιοκτητών τους

  • Διαγραφή των χρεών των εργατικών οικογενειών και των φτωχών αγροτών, ρύθμιση των χρεών των εργαζόμενων μικροαστών

  • Χωρισμός κράτους – εκκλησίας. Δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, από-υπαλληλοποίηση των παπάδων και ολόκληρης της εκκλησιαστικής ιεραρχίας

  • Απαγόρευση των απολύσεων - Αυξήσεις στους μισθούς - Μείωση του χρόνου εργασίας - Δουλειά για όλους

Βασική μας κατεύθυνση και ουσιαστικός όρος για τη διαμόρφωση και την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής δραστηριότητας με βάση αυτό το πρόγραμμα είναι η πλατιά προπαγάνδιση του στην εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα, η προσπάθεια να γίνει αποδεκτό (έστω πλευρές του) από τις πλατιές οργανώσεις της τάξης και αντικείμενο ανάπτυξης αγώνων.

Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας θα πρέπει να εξηγούμε στις μάζες ότι η πλήρης και συμφέρουσα στους εργαζόμενους υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος πηγαίνει χέρι- χέρι με την πολιτειακή αναδιάρθρωση της χώρας, με την αλλαγή του συντάγματος και την ανασυγκρότηση του πολιτικού σώματος και των πολιτειακών θεσμών με βάση τις πολιτειακές αρχές της εργατικής δημοκρατίας. Ακόμα και οι αστικού τύπου αλλαγές, όπως ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, απαιτούν αναθεώρηση του ισχύοντος συντάγματος.

Η κυβέρνηση που θα προσπαθήσει να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα μπορεί να είναι μόνο κυβέρνηση της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μικροαστών που υπό το φάσμα της επικείμενης προλεταριοποίησής τους «δεν υπερασπίζουν τα σημερινά, αλλά τα μελλοντικά τους συμφέροντα, εγκαταλείπουν τη δική τους άποψη για να πάνε με την άποψη του προλεταριάτου.» (Κομμουνιστικό Μανιφέστο).

Για την ανάδειξη μιας τέτοιας κυβέρνησης απαιτείται η συνεργασία όλων των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη και η διεκδίκηση της διακυβέρνησης της χώρας μ’ ένα κοινό πρόγραμμα.

Η προπαγάνδιση αυτού του κοινού προγράμματος στην εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους και η προσπάθεια στήριξής του από το συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης πρέπει να συνοδεύεται από την τεκμηριωμένη ανοιχτή κριτική των ανεπαρκειών του και από την προβολή της αναγκαιότητας ολοκλήρωσής του από ένα συνολικό επαναστατικό μεταβατικό πρόγραμμα. Από την άποψη αυτή, τόσο η προσπάθεια συγκρότησης ενός ενιαίου πολιτικού μετώπου της εργατικής τάξης όσο και η προβολή του προγράμματος αυτού του μετώπου θα είναι διαδικασίες ανοιχτής και σφοδρής ιδεολογικής διαπάλης στα πλαίσια της συνεργασίας- με απώτερο στόχο την αφαίρεση της ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας από τους ρεφορμιστές και την επαναστατικοποίηση του εργατικού μετώπου. Σύμφωνα με τις σχετικές θέσεις της οργάνωσης: «Ανάμεσα στην αστική εξουσία και στην εργατική δεν υπάρχουν ενδιάμεσες μεταβατικές βαθμίδες, δεν υπάρχουν ενδιάμεσες εξουσίες και μακροχρόνιες περίοδοι μετάβασης από τη μία εξουσία στην άλλη, όπου μπορούν να εφαρμοστούν κάποια ενδιάμεσα προγράμματα. Η κατάσταση δυαδικής εξουσίας που μπορεί να προκύψει κατά τη διάρκεια της επανάστασης θα είναι βραχύβια. Το ίδιο βραχύβια θα είναι και οποιαδήποτε ενδιάμεση κυβέρνηση που, χωρίς να είναι αναγκαίο, είναι πιθανό να προκύψει κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η ενδιάμεση αυτή κυβέρνηση, αν υπάρξει, είτε θα μετατραπεί γρήγορα σε κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου ή θα ανατραπεί και η αστική κυριαρχία θα επανεγκατασταθεί.

Ανάμεσα στο κράτος, όργανο της τάξης των καπιταλιστών, και στο κράτος, όργανο της κυριαρχίας του προλεταριάτου, βρίσκεται η πρώτη πράξη της επανάστασης, που συνίσταται στην ανατροπή της αστικής τάξης και στο τσάκισμα της κρατικής μηχανής της. Η επανάσταση ή θα νικήσει ως δικτατορία του προλεταριάτου ή δεν θα πρόκειται για επανάσταση αλλά για μεταρρύθμιση στο πλαίσιο του συστήματος. Ανατροπή της αστικής τάξης, τσάκισμα του αστικού κράτους, εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όλα αυτά είναι η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην πρώτη της πράξη».

Η επιδιωκόμενη εργατική κυβέρνηση μέσα στις τρέχουσες συνθήκες μιας σχετικής κοινοβουλευτικής ομαλότητας, δε θα είναι ένα βήμα προς την επανάσταση αλλά το πρώτο βήμα της επανάστασης.

Τα συνθήματα όμως του ενιαίου πολιτικού εργατικού μετώπου και της εργατικής κυβέρνησης, στο βαθμό που συσπειρώνουν την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους μικροαστούς και στο βαθμό που με τη δουλειά των επαναστατικών εργατικών δυνάμεων διασκορπίζουν τις ρεφορμιστικές αυταπάτες της εργατικής τάξης, μπορούν να εκμαιεύσουν το σχηματισμό μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης η οποία θ’ αποτελέσει αφετηρία της προλεταριακής επανάστασης, «μια σημαντική αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου», όπως επισημαίνει και η σχετική απόφαση του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς. Για να τελεσφορήσουν όλα αυτά, σύμφωνα με την απόφαση του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς, απαιτείται η δημιουργία κομμουνιστικών πυρήνων στις οικονομικές μονάδες, οι οποίοι εκτός από τη συγκρότηση του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης σε κοινωνικό/συνδικαλιστικό επίπεδο θα πρέπει να προωθήσουν τη δημιουργία εργατικών συμβουλίων και την ανάδειξη των πρωτοβάθμιων συνελεύσεων όλων των εργατοϋπαλλήλων κάθε οικονομικής μονάδας σε πηγή κάθε εξουσίας.

Η συγκρότηση αυτών των πολιτικών οργάνων, συμβουλίων αυτοοργάνωσης της τάξης, που θα υιοθετήσουν και θα παλέψουν αυτό το πρόγραμμα, η μετατροπή τους τελικά σε επαναστατική εργατική σοβιετική κυβέρνηση που θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα είναι η μοναδική προοπτική που εξασφαλίζει πραγματικά την εφαρμογή του.

Γι’ αυτό και προβάλουμε το σύνθημα της ανάδειξης μιας τέτοιας εργατικής κυβέρνησης και γι’ αυτό επιμένουμε στην προπαγάνδιση της ιδέας ότι η εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος αυτής της κυβέρνησης στην πράξη δε διαχωρίζεται από την αναγκαιότητα της πολιτειακής αναδιάρθρωσης της χώρας με βάση τις πολιτειακές αρχές της εργατικής τάξης (με την κλασική ορολογία, η εφαρμογή του συγκεκριμένου μεταβατικού προγράμματος της εργατικής κυβέρνησης στην πράξη δε διαχωρίζεται από την αναγκαιότητα συντριβής της αστικής κρατικής μηχανής και αντικατάστασής της από την κρατική μηχανή της εργατικής τάξης, δε διαχωρίζεται δηλ. από την αναγκαιότητα πραγματοποίησης της πολιτικής προλεταριακής/σοσιαλιστικής επανάστασης). Και γι’ αυτό επίσης επιμένουμε ότι οι κομμουνιστές πρέπει να πασχίσουν να έχουν το πάνω χέρι σε αυτή την εργατική κυβέρνηση!

Παράλληλα ωστόσο, με δεδομένο το έλλειμμα επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, η πολιτική της Ενότητας των Κομμουνιστών είναι η άλλη πλευρά της προετοιμασίας της εργατικής τάξης για την επανάσταση και γι’ αυτό απολύτως απαραίτητο συστατικό της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου στις παρούσες συνθήκες. Γνωρίζουμε ότι μόνο ένα κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να υλοποιήσει αποτελεσματικά και μέχρι τέλους αυτήν την τακτική και να καθοδηγήσει την προλεταριακή επανάσταση και γι’ αυτό, παράλληλα με τη δράση μας στο υπάρχον κίνημα, πρέπει να αναπτύσσουμε δράση που στοχεύει στη διαμόρφωση προϋποθέσεων για την συγκρότηση κομμουνιστικού κόμματος.

Οι κομμουνιστές, γνωρίζοντας ότι δεν ζυμώνουν πλέον απλώς μέσα στην πάλη μεταβατικά αιτήματα, όπως θα έκαναν σε προ της κρίσης εποχές, αλλά προτείνουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα πάλης στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της, πρέπει όχι μόνο συνδικαλιστικά αλλά και πολιτικά να εκφράσουν και να επιδιώξουν τη διέξοδο που προτείνουν. Πρέπει γι’ αυτό και στις πολιτικές τους συνεργασίες να προβάλουν τα βασικά αυτά αιτήματα και τα άμεσα οικονομικά αιτήματα των εργατών και άλλων εργαζόμενων ως το μίνιμουμ πρόγραμμα, πάνω στο οποίο θα κάνουν πολιτική συμμαχία με όποιες πολιτικές δυνάμεις τα υιοθετούν. Το πρόγραμμα αυτό δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα επιδιώξεων για το απώτερο μέλλον, όπως έχει συνηθίσει η Αριστερά να καταγράφει σε προγραμματικά κείμενα, έχοντας κατά νου ότι δεν θα κληθεί άμεσα να τα υλοποιήσει, αλλά το χαρακτήρα προγράμματος εξουσίας. Που πάει να πει ότι το πολιτικό μέτωπο ή συμμαχία που υιοθετεί ένα τέτοιο πρόγραμμα, προτίθεται είτε να το υλοποιήσει ως κυβέρνηση – και αυτό το νόημα έχει ο στόχος της «εργατικής κυβέρνησης» - είτε να το θέσει ως σύνολο όρων προκειμένου να στηρίξει μια αστική κυβέρνηση, σε περίπτωση, για παράδειγμα, που προκύψει τέτοιο ζήτημα λόγω έλλειψης κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, ώστε με αυτόν τον πολιτικό ελιγμό να αποκαλύψει τον ταξικό χαρακτήρα της όποιας κυβέρνησης προκύψει στα μάτια των εργαζομένων.

Πρέπει συνεπώς να προτείνουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης στην αγωνιζόμενη εργατική τάξη και να επιχειρήσουμε την πλατύτερη δυνατή συμμαχία πολιτικών δυνάμεων που θα παλέψει για την υλοποίησή του. Γνωρίζουμε ότι σε αυτό το μέτωπο θα συνεβρεθούμε με εργάτες όλων των πολιτικών αποχρώσεων και ότι η επιδιωκόμενη πολιτική συμμαχία σ’ αυτή τη βάση μπορεί να γίνει μεταξύ κομμουνιστών, άλλων αριστερών ακόμη και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, αποκλείοντας όλα τα πολιτικά στελέχη που συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις ή κατείχαν θέσεις κυβερνητικής ευθύνης. Γιατί στο πρόγραμμα αυτό, στο οποίο εμείς αναγνωρίζουμε τη μεταβατικότητά του, την ανάγκη να υπάρξει συνολική ανατροπή του καπιταλισμού για να υλοποιηθεί καθ’ ολοκληρίαν, άλλοι θα αναζητήσουν μόνο την άμεση υπεράσπιση συμφερόντων μικροαστικών στρωμάτων και άλλοι τη σωτηρία τελικά της αστικής δημοκρατίας. Ακόμα και αν δεν υπάρξει φανερή σοσιαλδημοκρατική τάση στην πολιτική συμμαχία που θα υποστηρίξει μία τέτοια εργατική κυβέρνηση, θα υπάρξουν σίγουρα μικροαστικές τάσεις που θα αντιμάχονται την εργατική δημοκρατία μέσα στο ίδιο το κίνημα.

Για τους κομμουνιστές είναι ξεκάθαρο ότι μια εργατική κυβέρνηση με αυτό το πρόγραμμα μπορεί να νοηθεί μόνο ως η αφετηρία της επανάστασης και ότι όλα κρίνονται από τη δυνατότητα του κινήματος που την επέβαλε να τη χρησιμοποιήσει ως μοχλό και να συνεχίσει τον αγώνα μέχρι την οριστική εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ωστόσο, δεν μπορούμε να προαπαιτήσουμε ούτε από το σύνολο των αγωνιζόμενων εργατών ούτε από τις πολιτικές δυνάμεις που θα συμμαχήσουν με τους κομμουνιστές, να αποδεχθούν τις αρχές και τους σκοπούς της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή το στόχο της πλήρους κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και το τσάκισμα του αστικού κράτους. Τότε, το μόνο που θα καταφέρναμε να καταργήσουμε, θα ήταν η δυνατότητά μας να οικοδομήσουμε το Ενιαίο Μέτωπο. Το μόνο που θα οικοδομούσαμε, θα ήταν μία σέχτα, αποκομμένη από το σύνολο των αγωνιζόμενων που αναζητούν προοπτική στον αγώνα τους, χωρίς να έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της επανάστασης.

Ο ρόλος των κομμουνιστών δεν εξαντλείται μόνο στο να οικοδομήσουν ένα ενωμένο και μαζικό, εργατικό κίνημα που θα αντιμάχεται την αστική πολιτική. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό μπορεί να γίνει και χωρίς τους κομμουνιστές. Γι’ αυτό και η τακτική του Ενιαίου Μετώπου σήμερα, δεν εξαντλείται στην επιδίωξη και εγκαθίδρυση μιας εργατικής κυβέρνησης με το πρόγραμμα και τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε. Στην πάλη γι’ αυτούς τους στόχους οι κομμουνιστές οφείλουν να εκπροσωπούν το μέλλον του κινήματος, διατηρώντας την ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλειά τους και ζυμώνοντας μέσα στο κίνημα τον στόχο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εφόσον μάλιστα μιλάμε για το κίνημα που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό, δεν αρκεί καν η ζύμωση. Οι κομμουνιστές οφείλουν από την πρώτη στιγμή, από σήμερα κιόλας, να κάνουν κάθε προσπάθεια για να προετοιμάζεται η εργατική τάξη μέσα από τον αγώνα της, πολιτικά και οργανωτικά, για να διεκδικήσει την εξουσία, γνωρίζοντας ότι από το βαθμό οργάνωσης και πολιτικής συνειδητότητας της εργατικής τάξης θα κριθεί τελικά αν η εργατική κυβέρνηση θα είναι επαναστατική κυβέρνηση και αν θα επιβληθεί η εργατική εξουσία. Γι’ αυτό οι κομμουνιστές πρέπει να δουλεύουν από τώρα συστηματικά για την επαναστατικοποίηση των συνδικάτων και για τη δημιουργία μέσα από το κίνημα εργοστασιακών επιτροπών και εργατικών συμβουλίων, οργάνων ικανών να επιβάλλουν τον εργατικό έλεγχο και την εργατική δημοκρατία.

Η πρότασή μας αυτή δεν μας ήρθε ως επιφοίτηση του αγίου πνεύματος. Είναι η συνέχεια της πολιτικής μας εδώ και χρόνια και εδώ θα θυμίσω την τοποθέτησή μας στις 22/3/2009 στη Αθηναΐδα, όταν συγκροτήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Λέγαμε λοιπόν τότε:

«Στη χώρα μας η οικονομική κρίση θα είναι πιο βαθιά, πιο μακρόχρονη και πιο καταστροφική, γιατί συνδυάζεται με ένα δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, που συνεχώς διογκώνεται και δύσκολα πια εξυπηρετείται. Το γεγονός αυτό, που επιβάλλει τη σύναψη νέων δανείων με συνεχώς υψηλότερα επιτόκια, την αύξηση της φορολογίας και την περιστολή των δαπανών, στερεί από την ελληνική αστική τάξη τη δυνατότητα να απαλύνει τις συνέπειες της κρίσης με την πραγματοποίηση μεγάλων δημόσιων επενδύσεων και με άλλες κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία. Γι’ αυτό θα πρέπει να αναμένουμε στη χώρα μας μια λυσσασμένη επίθεση στα δικαιώματα και στο βιοτικό των εργαζομένων στο όνομα της μείωσης του δημόσιου χρέους, και μιαν ιδιαίτερα έντονη έξαρση των ταξικών αγώνων.

Οι εξελίξεις αυτές επιβάλλουν στην αριστερά που θέλει να λέγεται επαναστατική, να επιχειρήσει μιαν ολόπλευρη πολιτική επίθεση στην αστική δημοκρατία και στους θεσμούς του αστικού κράτους και διευκολύνουν αυτή την αριστερά να εντυπώσει με το πρόγραμμά της στη λαϊκή κοινωνική συνείδηση την αναγκαιότητα δημιουργίας των νέων πολιτειακών θεσμών της εργατικής τάξης».

Λέγαμε επίσης ότι:

«..η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων δεν μπορεί να εξασφαλιστεί χωρίς την άρνηση εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Όποιος υιοθετεί το σύνθημα «την κρίση να πληρώσουν οι καπιταλιστές», δεν μπορεί να λησμονεί ότι καπιταλιστές είναι και τα εγχώρια και αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δανειοδότησαν και δανειοδοτούν με τοκογλυφικά πολλές φορές επιτόκια το ελληνικό δημόσιο».

Εκεί θέσαμε τους στόχους που περιγράφουμε και τώρα{ τα αιτήματα στόχοι της αφίσας}. Τότε δεν άκουγε κανείς και γι΄ αυτό δεν συμμετείχαμε στο εγχείρημα. Τα ίδια περίπου ζητήματα θέσαμε στη σύσκεψη των 12 οργανώσεων τον Ιούλη του 2007 όπου προτείναμε κοινή κάθοδο όλων των δυνάμεων { ΜΕΡΑ-ΕΝΑΝΤΙΑ κ.λπ.} στις βουλευτικές εκλογές με ένα αντίστοιχο πρόγραμμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε μαξιμαλισμός.

Για κοιτάξτε όμως σήμερα. Οι περισσότερες δυνάμεις υιοθετούν μερικά ή ολικά τα αιτήματα και τους στόχους που θέσαμε από τότε και τα χαρακτήριζαν μαξιμαλιστικά. Βεβαίως εμείς χαιρόμαστε για αυτή την εξέλιξη.

Παίρνοντας λοιπόν υπόψη όλες αυτές τις εξελίξεις καθώς και τις μετατοπίσεις, θεωρούμε ότι υπάρχει η δυνατότητα να προκύψει ένα πλατύ πολιτικό μέτωπο όλων των δυνάμεων που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη, που έχουν στα προγράμματά τους ανάλογους με εμάς στόχους, καθώς και δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας.

Το πολιτικό αυτό μέτωπο θα αναλάβει να αναδείξει όλα αυτά τα αιτήματα- στόχους, στις πολιτικές μάχες της περιόδου, να τα κάνει υπόθεση του κινήματος στους αγώνες που πρέπει να αναπτυχθούν-και θα αναπτυχθούν, να υιοθετηθούν απ’ αυτό, για να μπορεί το ίδιο το κίνημα να απαντήσει όταν τεθεί το ερώτημα: τι κυβέρνηση θέλουμε;

Θέλουμε μια κυβέρνηση που θα δώσει λύση-που θα υλοποιήσει αυτούς τους στόχους κι’ αυτά τα αιτήματα!

Το πολιτικό μέτωπο για το οποίο μιλάμε θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη να υλοποιήσει αυτούς τους στόχους ως εργατική κυβέρνηση, στην προοπτική βέβαια ανάπτυξης και ανάδειξης των εργατικών και λαϊκών οργάνων που θα αναλάβουν την πλήρη υλοποίησή τους και την διεύρυνσή τους.

Για την ανάδειξη και ζύμωση αυτής της πρότασης αξιοποιούμε τις επικείμενες εκλογές, εκτιμώντας ότι πλευρές της πρότασής μας, των στόχων και των θέσεών μας περνάνε μέσα απ’ τα διακηρυκτικά κείμενα των διάφορων συνδυασμών στους οποίους συμμετέχουμε και στηρίζουμε.