Διάσπαση φοιτητικών συλλόγων υπό τη σκέπη του κράτους;
Διάσπαση φοιτητικών συλλόγων υπό τη σκέπη του κράτους;
Πρόσφατα, το πρωτοδικείο Λαμίας απέρριψε αίτηση της προσωρινής διοικούσας επιτροπής του συλλόγου σπουδαστών ΤΕΙ Λαμίας, που αφορούσε στην έγκριση του καταστατικού του και τη συνεπακόλουθη αναγνώριση του συλλόγου ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.
Το αιτιολογικό της απόφασης συνιστά ένα μνημείο κρατικού αυταρχισμού και επέμβασης του κράτους στην εσωτερική ζωή των συνδικαλιστικών οργανώσεων καθώς στηρίζει την ακυρωτική απόφαση στο ότι στο καταστατικό του συλλόγου αναφέρεται η σαφής αντίθεση του με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη και το ελληνικό συνταγματικό πλαίσιο. Ακόμη και ένας αστός νομικός θα απορούσε με την εν λόγω απόφαση καθώς στο καταστατικό δεν αναφερόταν ότι το σωματείο[ο σύλλογος] επιδιώκει να επιτύχει τους σκοπούς του έξω από το ελληνικό συνταγματικό πλαίσιο ή με τρόπο βίαιο κτλ.
Πέρα όμως από όλα αυτά πρέπει να εξετάσουμε το πολιτικό σκέλος όχι μονάχα της δικαστικής απόφασης, αλλά της ίδιας της πρωτοβουλίας συγκρότησης ενός ξεχωριστού συλλόγου σε ένα ίδρυμα όπου υπάρχει ήδη σύλλογος.
Τη διαδικασία ίδρυσης του συλλόγου έβαλαν μπροστά μέλη της ΚΝΕ μέσω της επιτροπής αγώνα και του μετώπου αγώνα σπουδαστών, συνεπείς στην γραμμή που έχουν χαράξει τον τελευταίο καιρό για τη δημιουργία ξεχωριστών, κνίτικων συλλόγων. Η προσπάθειά τους αυτή είναι μεν συνεπής με τη γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, είναι όμως ασυνεπής με τις θέσεις των ίδιων των συνεδρίων της ΚΝΕ και την μέχρι τώρα πρακτική της, που, παρά τις όποιες παλινωδίες, υποστήριζε την ενότητα των φοιτητικών συλλόγων.
Είναι επίσης επιζήμια για το φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα εφόσον πάει να το διασπάσει.
Επιπλέον, εντύπωση προκαλεί η νομιμοφροσύνη που επέδειξαν οι δυνάμεις της ΚΝΕ οι οποίες προσέτρεξαν στην αστική νομοθεσία και στην κρατική παρέμβαση στα εσωτερικά του κινήματος, παίρνοντας πρωτοβουλία να νομιμοποιηθεί η ίδρυση ενός «ανατρεπτικού» συλλόγου με τη βούλα της αστικής δικαιοσύνης και του κράτους, ενάντια στην μέχρι τώρα πρακτική των συλλόγων οι οποίοι δεν καταθέτουν τα καταστατικά τους για έγκριση.
Παρά το νομικό πλαίσιο που επιβάλλει αναγνώριση των συλλόγων από τα δικαστήρια και απαιτεί περαιτέρω συμφωνία των καταστατικών τους με τους νόμους του αστικού κράτους, οι φοιτητικοί σύλλογοι έχουν καταφέρει de facto να μην υποβάλλουν τα καταστατικά τους για έγκριση, καταφέρνοντας έτσι πολλοί φοιτητικοί σύλλογοι, να κατοχυρώνουν στα καταστατικά τους την απαγόρευση συμμετοχής ένστολων στους συλλόγους καθώς και την πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς- μηχανισμούς.
Η κίνηση αυτή, της ΚΝΕ, να προσφύγει στον κρατικό παρεμβατισμό έγινε εκτός των άλλων, για να επικυρώσει νομικά τη διάσπαση και να έχει νομικό προνόμιο έναντι του υπάρχοντος συλλόγου ο οποίος δεν έχει δικαστική βούλα.
Οι αυτοαποκαλούμενες «ταξικές» δυνάμεις είναι πολύ περισσότερο απ όλους τους άλλους, στην προκειμένη περίπτωση, επιρρεπείς στην αστική νομιμότητα.
Αυτή την υποταγή στην αστική νομιμότητα έχει επιδείξει και το ΠΑΜΕ στο παρελθόν. Όταν το Φλεβάρη του 2002 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ διατύπωσε σε ένα νομοσχέδιο την πρόταση να καταργηθεί η σχετική διάταξη του ισχύοντος νόμου για την υποχρεωτική παρουσία δικαστικών αντιπροσώπων στις αρχαιρεσίες των εργατικών συνδικάτων, το ΠΑΜΕ στα σωματεία και στη ΓΣΕΕ και το ΚΚΕ στη βουλή, ήταν αυτοί που σήκωσαν το ζήτημα, απαιτώντας την παραμονή των δικαστικών αντιπροσώπων στις αρχαιρεσίες των σωματείων. Απαιτώντας ουσιαστικά τη διαιώνιση της κρατικής παρέμβασης στο κίνημα, πράγμα που τελικά έγινε. Αντί σύσσωμο το κίνημα να απαιτήσει την εξαγωγή του καρκινώματος της κρατικής παρέμβασης, ζητάνε την διαιώνισή του. Στην πραγματικότητα ζητάνε τη διαιώνιση της δικής τους παρουσίας, φυσικής, πολιτικής, συνδικαλιστικής, την αστική κάλυψη και νομιμοποίηση μέσω του δικαστικού αντιπροσώπου, τη διαιώνιση της χρηματοδότησής τους απ την εργατική εστία, την υψηλή προστασία του κράτους έστω και αν το κράτος είναι αστικό.
Η απόφαση του δικαστηρίου είναι άξια κατακραυγής και συνδέεται άμεσα με τον αντιδημοκρατικό κατήφορο της τελευταίας περιόδου [βλέπε εγκύκλιο που απαγορεύει τις πολιτικές συζητήσεις στα σχολεία, καταστολή στις διαδηλώσεις κτλ] ως απαραίτητο συμπλήρωμα της αντιλαϊκής πολιτικής.
Η προσπάθεια της ΚΝΕ να διασπάσει τους συλλόγους εκεί που κρίνει πως οι δυνάμεις της είναι ομογενοποιήμενες και μπορούν να το τραβήξουν και μάλιστα με τη βούλα του κράτους, πρέπει να απαντηθεί υπό το πρίσμα της ανάγκης ενότητας των αγωνιζόμενων κομματιών της εκπαίδευσης, ενότητας του φοιτητικού κινήματος και απαλλαγής του εργατικού και φοιτητικού συνδικαλιστικού κινήματος από κάθε κρατικό παρεμβατισμό στα εσωτερικά του.
Καραχοτζίτης Χρήστος, φοιτητής