[2021-10-24] Χαιρετισμός στη Συνδιάσκεψη της ΟΚΔΕ Σπάρτακος

Χαιρετισμός στη Συνδιάσκεψη της ΟΚΔΕ Σπάρτακος

 

Αγαπητοί σ., εκ μέρους της κομμουνιστικής οργάνωσης Ανασύνταξη χαιρετίζω τη Συνδιάσκεψή σας και εύχομαι να στεφθούν με επιτυχία οι εργασίες της και να συμβάλουν στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος. Για να μην καταχραστώ το χρόνο σας θα αρκεστώ σε μια περίληψη της τοποθέτησής μας την οποία θα καταθέσω ολόκληρη στο προεδρείο και θα την αναρτήσουμε στην ιστοσελίδα μας ολόκληρη.

Όπως επισημαίνετε και σεις στην Πρόταση πολιτικού κειμένου:

«…Η πολιτική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στους κόλπους του κινήματος είχε το τίμημα της μεταστροφής από την αυτενέργεια στην προσδοκία της εκλογικής λύσης, της σωτηρίας μέσω μιας κυβέρνησης της αριστεράς που θα λειτουργούσε για λογαριασμό της εργατικής τάξης. Οφείλουμε μια πολιτική εξήγηση της σταδιακής πτώσης του κινήματος μετά τον Φλεβάρη του 2012. Μπορεί να συνετέλεσαν σε αυτή παράγοντες όπως η απογοήτευση από την αποτυχία του κινήματος να αποτρέψει τα μνημόνια, ή η μικρή εμβέλεια και η πολιτική σύγχυση της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, για την οποία χρειάζεται ένας άλλου είδους απολογισμός…»

«…Η υποχώρηση της πολιτικής συνείδησης και η ουσιαστική απουσία πολιτικής εκπροσώπησης των εργατικών μαζών, όπως τουλάχιστον έχουν διαμορφωθεί εδώ και τριάντα χρόνια, μετά από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του «ανατολικού μπλοκ», δεν επέτρεψαν μέχρι σήμερα μια άμεση έκφραση της ταξικής πάλης σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Ακόμη χειρότερα αποτέλεσαν τροχοπέδη για την συγκρότηση ανώτερων συντονιστικών οργάνων πάλης, όπως συντονιστικών των γενικών συνελεύσεων, των απεργιακών επιτροπών κλπ. Η ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού αν και φαίνεται να έχει εξασθενήσει σημαντικά μετά από την κρίση του 2008, δεν έχει συναντήσει ακόμη έναν αντίπαλο ικανό για να της αντιπαρατεθεί με αξιώσεις και διατηρεί έτσι ανέπαφες τις προσχώσεις της στην ‘κοινή λογική’.»

 

Δεν μπορεί όμως κάτι που συνέβη πριν από 30 χρόνια, όπως η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, να αποτελεί άλλοθι για τη λεγόμενη επαναστατική Αριστερά και για την ανεπάρκειά της να απαντήσει στην καπιταλιστική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, να πάρει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για να δώσει διέξοδο στην εργατική τάξη στην κατεύθυνση της υλοποίησης της ιστορικής της αποστολής, όπως αυτή προκύπτει από τη θέση της στην παραγωγή: την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας, χωρίς φτώχεια, ανεργία, εξαθλίωση, χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Η ανεπάρκεια αυτή εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την επαναστατική Αριστερά και να καθορίζει τις εξελίξεις σε σχέση με την παρέμβασή της στην ταξική πάλη και την προοπτική της.

Κατά την ταπεινή μας γνώμη ο «απολογισμός» για τα σχετικά πρόσφατα γεγονότα της προηγούμενης δεκαετίας, πρέπει να ξεκινήσει από την έναρξη της κρίσης και τις αμέσως επόμενες πολιτικές ανακατατάξεις που η κρίση προκάλεσε. 

 

Η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός άρχισαν να στρέφονται προς την κομμουνιστική Αριστερά από τις αρχές του 2010. Αυτή η στροφή εκφράστηκε και στις περιφερειακές εκλογές με την σοβαρή ενίσχυση και την αύξηση των δυνάμεων του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (700.000 ψήφοι) και την ταυτόχρονη μείωση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ εφόσον πολλοί οπαδοί του ψήφισαν κυρίως τα ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η κ.ο ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ συμμετείχε στις περιφερειακές εκλογές με τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και έπαιξε ρόλο στην επεξεργασία, την αποτύπωση και προβολή του λεγόμενου μεταβατικού προγράμματος, τους βασικούς άξονες του οποίου αποδεχόμασταν σχεδόν όλοι (άρνηση πληρωμής του χρέους και μονομερή διαγραφή του, εθνικοποίηση τραπεζών και κεφαλαίου σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας, έξοδος από ευρώ και ΕΕ, έξοδος από ΝΑΤΟ, κτλ). Το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αντί να ανοίξουν τα μάτια τους να δουν, να κατανοήσουν και να αξιοποιήσουν παραπέρα αυτήν την τάση, δίνοντας προοπτική στο κίνημα, δέσμιοι στην ιδεολογική τους αγκύλωση σε ηττημένες και ηττοπαθείς απόψεις που αρνούνταν την κυβερνητική εξουσία στο όνομα της επανάστασης, για την οποία, όμως, ο λαός, υποτίθεται, ήταν ανώριμος, παρέμειναν στο στάδιο της αντίστασης του κινήματος απέναντι στην επίθεση των καπιταλιστών και των κυβερνήσεων τους! Και αυτή η αντίληψη δεν είναι τίποτα άλλο παρά κινηματισμός, μια μορφή ρεφορμισμού, όπου το κίνημα είναι το παν και ο τελικός σκοπός εξαφανίζεται ως άμεσο πολιτικό καθήκον. Ενώ λοιπόν η επαναστατική αριστερά παρασυρόταν από τις σειρήνες του κινηματισμού, από την άλλη έκλεινε τα αυτιά της στην προοπτική μιας επαναστατικής κοινοβουλευτικής τακτικής και της διεκδίκησης της εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος από θέση εξουσίας, που, με βάση της συνθήκες που επικρατούσαν, θα σήμαινε την εφαρμογή της τακτικής της εργατικής κυβέρνησης. Το μεταβατικό πρόγραμμα άλλωστε μόνο έτσι έχει νόημα, μόνο έτσι μπορεί να είναι μεταβατικό, δηλαδή, αν εφαρμοστεί από θέση εξουσίας και η εφαρμογή του οδηγεί στην εργατική εξουσία. Διαφορετικά εκφυλίζεται σε ένα πρόγραμμα διεκδικήσεων για τη βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό.

Η λεγόμενη επαναστατική αριστερά δεν έκανε συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης που διαμορφώθηκε από το μνημονιακό καθεστώς με τα μαρξιστικά-λενινιστικά κριτήρια και με σκοπό την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας, η οποία βρέθηκε σε κίνδυνο. Οι όροι της επαναστατικής κατάστασης είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται το 2011, ειδικά το φθινόπωρο, όταν η μια απεργία διαδεχόταν την άλλη, όταν τα συλλαλητήρια ήταν ογκώδη και ο κόσμος βρισκόταν στις πλατείες. Υπήρχε δηλαδή μεγάλη κινητικότητα από την πλευρά των από κάτω, και αύξηση της γενικής εξαθλίωσης που τους κινητοποιούσε. Ταυτόχρονα, και το στρατόπεδο της αστικής τάξης ήταν διασπασμένο, καθώς δεν αντιλαμβανόταν ότι η πολιτική των μνημονίων είναι μονόδρομος και στρατηγική επιλογή για τη σωτηρία του αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα (βλ. την πολιτική των Ζαππείων του Σαμαρά). Η επαναστατική αριστερά επέδειξε πλήρη ανικανότητα να αναλύσει αυτή την κατάσταση σωστά και να την αξιοποιήσει για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Απέδειξε έτσι ότι δεν αποτελεί την επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης.

Αυτό το πρόβλημα δεν απαντιέται με τον «κεντρισμό», παρά μόνο με την κατανόηση και την υιοθέτηση της μπολσεβίκικης πολιτικής, με την υπεράσπιση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου, όπως την επεξεργάστηκε η 3η Κομμουνιστική Διεθνή της Λενινιστικής περιόδου και η οποία έχει εξοστρακιστεί ακόμα και φραστικά από το σύνολο σχεδόν των ομάδων, των οργανώσεων και των κομμάτων της κομμουνιστικής Αριστεράς, και βέβαια με την κάθε φορά συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Η εγκατάλειψη της τακτικής του ενιαίου μετώπου, σε συνδυασμό βέβαια με την μπερνσταϊκή πολιτική της λεγόμενης επαναστατικής αριστεράς (το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα), αποτελούν τη βασική αιτία που η εργατική τάξη δεν κοίταξε κατόπιν προς το μέρος αυτής της αριστεράς, καθώς δεν προσμένει τίποτα από αυτή: με την επιμονή στον κινηματισμό δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν και πιο μικρές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης, ενώ η απεμπόληση της διεκδίκησης της εξουσίας από την επαναστατική αριστερά οδηγούσε στην ηττοπάθεια. Η κουτσουρεμένη εφαρμογή αυτής της τακτικής, δηλαδή, η μη εφαρμογή της σε όλο της το εύρος από αυτούς που εξακολουθούν να την επικαλούνται και να την προβάλουν, μεταξύ των άλλων και ημών, οδήγησε επίσης στην περιθωριοποίηση και στη θέση του απολογούμενου-κατηγορούμενου.

Μπορούσε όμως την επίμαχη περίοδο να υπάρξει μια εργατική κυβέρνηση σαν αυτή που εμείς προβάλαμε; Από την πλευρά των αντικειμενικών συνθηκών, ΝΑΙ ΜΠΟΡΟΥΣΕ! Από την πλευρά των υποκειμενικών συνθηκών δεν μπορούσε και αυτό αποδείχθηκε από το γεγονός ότι δεν έγινε. Και δεν έγινε διότι οι κομμουνιστές και οι μαζικοί πολιτικοί φορείς τους δεν κατανόησαν την κατάσταση και δεν πήραν την πρωτοβουλία των κινήσεων, δεν πήραν καμία πρωτοβουλία επειδή δεν ήταν, και δεν είναι ακόμα, ώριμοι να το κάνουν. Διότι δεν υπήρχε και δεν υπάρχει ακόμα επαναστατική πρωτοπορία να φωτίσει τα γεγονότα. Και το δικό μας λυχνάρι δεν επαρκεί.

***

Η σημερινή κυβέρνηση έχει αναλάβει το έργο της περαιτέρω ανασύνταξης των αστικών δυνάμεων και της παραπέρα διάλυσης του αντίπαλου στρατοπέδου, του στρατοπέδου της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη, βρίσκεται παραζαλισμένη από την ήττα της μνημονιακής δεκαετίας, με τις συνδικαλιστικές και πολιτικές της οργανώσεις αποδυναμωμένες, ωστόσο παραμένει κοινωνική πλειοψηφία που συνεχώς διευρύνεται από την καταστροφή μεσαίων στρωμάτων που κατρακυλάνε στις γραμμές του προλεταριάτου.

Η αστική τάξη για να διατηρήσει την κυριαρχία της –όντας κοινωνική μειοψηφία– πρέπει να πολυδιασπά την εργατική τάξη, να συνάπτει συμμαχίες με τμήματά της και να εξασφαλίζει διαρκώς ότι δεν θα υπάρξει ενότητά της εργατικής τάξης κάτω από τις σημαίες της επανάστασης. Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε η εξουσία της στις αρχές της δεκαετίας του 2010, κατάφερε να διατηρήσει την ταξική κυριαρχία της και να σταθεροποιήσει την πολιτική κατάσταση. Για να το καταφέρει αυτό χρειάστηκε εξωτερική βοήθεια (κυρίως από την ΕΕ) και να ξεπεράσει τις εσωτερικές της διαιρέσεις και τις αδυναμίες του πολιτικού της προσωπικού. Απέναντι στην επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε το 2011, συγκρότησε τις πολιτικές της δυνάμεις σε ενιαίο μέτωπο και κατάφερε να κυριαρχήσει στις πολιτικές εξελίξεις. Ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα έπαιξε και η χρόνια διάβρωση των εργατικών οργανώσεων από την αστική επιρροή: εξαγορασμένοι συνδικαλιστές, αργυρώνητες πολιτικές οργανώσεις, καλοπληρωμένοι «διανοούμενοι» που μεταμφιέζανε τις αστικές αντιλήψεις σε ριζοσπαστικές και σπέρνανε σύγχυση.

Σήμερα, η κυριαρχία της αστικής τάξης στα πολιτικά πράγματα είναι αδιαμφισβήτητη. Η κυριαρχία του βασικού αστικού κόμματος, της Νέας Δημοκρατίας, είναι αδιατάρακτη. Η σημερινή κυβέρνηση έχει σοβαρότατη ευθύνη για πάρα πολλούς θανάτους λόγω COVID-19 αφού δεν πήρε τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή τους (αποφασιστική ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας με εξοπλισμό και προσωπικό, με νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, πολλαπλασιασμό των δρομολογίων των ΜΜΜ, ελέγχους σε χώρους εργασίας και τεστ, υποχρέωση των καπιταλιστών για αποσυμφόρηση των εργασιακών χώρων χωρίς καμιά περικοπή μισθών και μίσθωση λεωφορείων για την ασφαλή μεταφορά των εργαζομένων στην εργασία και αποσυμφόρηση των ΜΜΜ, κ.ά.). Παρόλες τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης, όπως και των προηγούμενων κυβερνήσεων που αποδυνάμωσαν το δημόσιο σύστημα υγείας και έδωσαν προνόμια και χρήμα στους ιδιώτες-καπιταλιστές, η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να βαδίζει αλώβητη.

Το βασικό πολιτικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης είναι ότι δεν υπάρχει άλλη πολιτική πρόταση (πλην της ανεδαφικής σοσιαλδημοκρατικής πρότασης του ΜΕΡΑ25). Τα υπόλοιπα αστικά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, Ελλ. Λύση) αποδέχονται το ίδιο μνημονιακό πλαίσιο άσκησης πολιτικής, ενώ η Αριστερά έχει αυτοεξαιρεθεί από την ουσία της πολιτικής που είναι η διεκδίκηση της εξουσίας και βουλιάζει στην απαξίωση. Ωστόσο, αυτή η πολιτική κυριαρχία δεν οδηγεί σε κοινωνική ειρήνη και ηρεμία. Οι αγώνες που αναπτύσσονται στη βάση των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων αποτελούν την απόδειξη για αυτό.

Αυτή η κατάσταση θέτει και το άμεσο καθήκον των κομμουνιστών όπου και αν βρίσκονται, σε όποια οργάνωση ή ανένταχτοι: το άμεσο καθήκον δεν είναι απλά η διαρκής ζύμωση και προβολή της ανωτερότητας του σοσιαλισμού. Είναι η εκ νέου εισχώρηση μέσα στην εργατική τάξη και το μαζικό κίνημα, η ανάπτυξη δεσμών με αυτή, η οργάνωση της πάλης της εργατικής τάξης στη βάση των προβλημάτων της ενάντια στον καπιταλισμό, και η ενότητα των δυνάμεών τους σε προγραμματική βάση με την πολιτική του ενιαίου μετώπου, στην κατεύθυνση της επαναστατικής ανατροπής της αστικής εξουσίας και της κυβέρνησής της και η εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, που αποτελεί την μοναδική πόρτα για την είσοδο στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

 

Για μια ακόμα φορά εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες της Συνδιάσκεψης.