Πρυτανικές Εκλογές 2010
Πρυτανικές Εκλογές 2010
Η διεξαγωγή των πρυτανικών εκλογών για την ανάδειξη των νέων πρυτανικών αρχών ξανάφερε στο προσκήνιο τις τελευταίες μέρες το ζήτημα της εφαρμογής του νόμου πλαισίου αλλά και της συμμετοχής των φοιτητών στα όργανα συνδιοίκησης των πανεπιστημίων. Συγκεκριμένα, μια από τις διατάξεις του νόμου πλαισίου που φέρνει σε αμηχανία τις πολιτικές δυνάμεις που μάχονται την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, είναι αυτή που αναφέρεται στη συλλογική έκφραση – εκπροσώπηση των φοιτητών (άρθρο 22) και κατοχυρώνει την καθολική εκλογή των πρυτανικών αρχών από το φοιτητικό σώμα. Ο σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της γενικότερης κατεύθυνσης του νόμου – πλαισίου που αποσκοπεί στη δημιουργία ενός επιχειρηματικού πανεπιστημίου και στην αυταρχικοποίηση του πλαισίου σπουδών και της γενικότερης λειτουργίας των πανεπιστημίων.
Συγκεκριμένα, όσο και αν διατείνονται οι υπερασπιστές της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης ότι η συγκεκριμένη διάταξη βελτιώνει τον τρόπο ανάδειξης των πρυτανικών αρχών περιορίζοντας τα παζάρια και τις μυστικές συναλλαγές μεταξύ των καθηγητών και των φοιτητικών παρατάξεων, είναι ξεκάθαρο πως στην ουσία ενισχύει τον αστικοκοινοβουλευτικό τρόπο οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος και τη διαδικασία ενσωμάτωσής του στο διοικητικό μηχανισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Το επιχείρημα της δημοκρατικοφανούς ανάδειξης των πρυτανικών αρχών που δήθεν σπάει τις πελατειακές σχέσεις, καταρρέει αν σκεφτεί κανείς ότι και πάλι οι φοιτητές ψηφίζουν με βάση τη «γραμμή» που έχουν δώσει οι φοιτητικές παρατάξεις.
Επιπλέον, είναι ξεκάθαρο ότι τα ψηφοδέλτια των πρυτανικών εκλογών εκφράζουν εν τοις πράγμασι τις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές του κεφαλαίου γύρω από τα πανεπιστήμια και συγκεκριμένα την εφαρμογή του νόμου – πλαισίου που συνδέεται άρρηκτα με την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων και την εμπορευματοποίηση των σπουδών. Οι υποψήφιοι πρυτάνεις, στην πλειονότητά τους, στελεχώνουν τα ιδεολογικά επιτελεία της κυβέρνησης εκπροσωπώντας την αστική ιδεολογία. Πρόκειται, επομένως, για επίφαση δημοκρατικότητας μιας και οι φοιτητές καλούνται να εκλέξουν αυτούς που θα μετατρέψουν τα πανεπιστήμια σε παραμάγαζα των επιχειρηματιών.
Με αυτό το σκεπτικό και με το δοσμένο συσχετισμό δύναμης που υπάρχει αυτή τη στιγμή στα πανεπιστήμια, η ενδεικνυόμενη τακτική παρέμβασης στις πρυτανικές εκλογές είναι αυτή της πολιτικής αποχής που αρνείται να νομιμοποιήσει εκλογικά αυτούς που θα υλοποιήσουν την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και πολύ περισσότερο αρνείται να ενσωματωθεί σε μια διαδικασία συνδιαλλαγής και συνδιαχείρισης με το αστικό κράτος και την εκπαιδευτική του πολιτική. Συγχρόνως, όμως, πρέπει να καταδικασθεί και η πρακτική του «σπασίματος των πρυτανικών εκλογών» δεδομένου ότι επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ίσως επιθυμεί. Είναι καταδικαστέα όχι γιατί οφείλουμε να προβούμε σε οποιαδήποτε δήλωση νομιμοφροσύνης, αλλά γιατί με δεδομένη την «κοινωνική γαλήνη» που επικρατεί αυτή τη στιγμή στα πανεπιστήμια αυτού του είδους οι πρακτικές στερούνται οποιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης από τις φοιτητικές μάζες και είναι εντέλει τυχοδιωκτικές και αποσπασμένες από τους αγώνες του φοιτητικού κινήματος. Η υλική νίκη, άλλωστε, που πέτυχε η συγκεκριμένη πρακτική ήταν να μεταθέσει κατά μία μέρα την εκλογή των πρυτανικών αρχών.
Οι πρυτανικές εκλογές, όμως, συνδέονται ακόμη με το γενικότερο ζήτημα της συμμετοχής των φοιτητών στα όργανα συνδιοίκησης. Είναι σαφές, πως η διεύρυνση της συμμετοχής στα όργανα συνδιοίκησης δεν αλλάζει την ταξική φύση αυτών των θεσμών που αποτελούν άλλωστε και τους βασικούς πυλώνες της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Το επιχείρημα πως συνδέονται με την αυτοτέλεια του πανεπιστημίου από το αστικό πολιτικό σύστημα και την παραγωγική διαδικασία κι επομένως συνιστούν κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος δεν στέκει, αφού αποκρύπτει το αυταπόδεικτο γεγονός πως το πανεπιστήμιο αποτελεί έναν από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της αστικής τάξης και της κοινωνικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Ζητούμενο, συνεπώς, για το φοιτητικό κίνημα και το φυσικό του σύμμαχο, την εργατική τάξη, δεν μπορεί να είναι η διεύρυνση της συμμετοχής στα όργανα συνδιοίκηση αλλά η ανατροπή τους και η αντικατάστασή τους από δομές πλατιού φοιτητικού – εργατικού ελέγχου με κύριο χαρακτηριστικό την αιρετότητα, την ανακλητότητα και την αναλογικότητα όλων των εκπροσώπων της φοιτητικής κοινότητας.
Όσοι υπερασπίζονται αυτές τις δομές και προτάσσουν μάλιστα τη διεύρυνση της συμμετοχής σαν στόχο πάλης του φοιτητικού κινήματος, παραγνωρίζουν ίσως ότι ένας θεσμός όπως αυτός του πανεπιστημίου που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να εκφράζει την ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης και την κοινωνική της αναπαραγωγή, μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο ταξικής απελευθέρωσης μόνο στο βαθμό που θα συνδεθεί με το τσάκισμα του αστικού κράτους και την οικοδόμηση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όλοι αυτοί που ιεραρχούν στην πάλη τους την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στα όργανα συνδιοίκησης είτε απατούν είτε απατώνται. Το πιο πιθανό είναι πως στην πραγματικότητα υπερασπίζονται την αστική νομιμότητα, τη στιγμή μάλιστα που αυτή έχει γίνει ανυπόφορη ακόμη και για την αστική τάξη.