Πέτρος Πικρός, ένας μεγάλος ξεχασμένος

Πέτρος Πικρός, Χαμένα Κορμιά,

εκδόσεις Άγρα, εισαγωγή -επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά


Πέτρος Πικρός, ένας μεγάλος ξεχασμένος


«Τους ήρωές μου τους είδα να ζούνε μέσα στη βιοπάλη, στον βόρβορο και στην κοσμοχαλασιά» Πέτρος Πικρός


Εκδόθηκε από την «Άγρα» η αποσιωπημένη συλλογή διηγημάτων του Πέτρου Πικρού (1895 -1956) «Χαμένα Κορμιά», μέρος της τριλογίας του συγγραφέα (εντάσσονται επίσης η συλλογή «Σα θα γίνουμε άνθρωποι» και το μυθιστόρημα «Τουμπεκί»). Τα παραπάνω έργα, αν και αντιμετωπίστηκαν ιδιαίτερα θετικά από την κριτική του Μεσοπολέμου -το «Χαμένα Κορμιά» εκδόθηκε στα τέλη του 1922- τις τελευταίες δεκαετίες είχαν αποσιωπηθεί. Με την νέα έκδοσή τους αλλάζει αυτό που ονομάζεται «λογοτεχνικός κανόνας» (η αξιολογική ιεραρχία έργων και συγγραφέων από την κριτική). Το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου έργου έγκειται στο περιβάλλον μέσα από το οποίο αντλεί την θεματολογία του ο συγγραφέας -τον «κοινωνικό βυθό»- και στο πλήθος των εξαιρετικά καινοτόμων τεχνικών για την εποχή και την Ελλάδα, με τη βοήθεια των οποίων, ο συγγραφέας πλάθει με εξαιρετική επιδεξιότητα τις ιστορίες του.


Ο Πέτρος Πικρός, χωρίς τις ηθικές αναστολές των νοικοκυραίων -αριστερών και δεξιών- βυθίζει τη πένα του στο βούρκο της ζωής των ανθρώπων που παραδέρνουνε στη βιοπάλη, της γης των κολασμένων, που στην εποχή του -αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή- συνιστούν ένα τεράστιο πλήθος. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από σκληρό ρεαλισμό αλλά ταυτόχρονα και από λυρική ευαισθησία. Τους ήρωές του (όλοι σχεδόν πάμφτωχοι και απελπισμένοι, πόρνες, άστεγοι, πεινασμένοι, γεροντοκόρες, φυματικές κοπέλες,) τους αντιμετωπίζει με συμπόνια, κατανόηση και ανθρωπιά, χωρίς να απολέσει όμως την ψυχρή κοινωνιολογική ματιά (και ψυχαναλυτική έως ένα βαθμό) που του χρησιμεύουν στο να αναδείξει τις βαθύτερες αιτίες της οικτρής τους κατάστασης. Μολονότι όμως στρατευμένος πολιτικά, δεν μπαίνει στον πειρασμό ούτε να καθοδηγήσει πολιτικά τους παρίες του (το ύφος του είναι καθαρά αντιπατερναλιστικό και αντιηρωικό) ούτε να δώσει σωτηριολογική προοπτική σε κάποιον από αυτούς (κατά τα πρότυπα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού).


Οι τεχνικές αναφορές του εντοπίζονται στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική οικογένεια. Στηριγμένος στη νατουραλιστική οπτική για την πραγματικότητα (επίμονη αναφορά στην αρνητική διάσταση της πραγματικότητας και αποτύπωση των λεπτομερειών της), την ξεπερνά με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου του ήρωα (ό,τι πιο νεωτερικό για την εποχή), τον παραληρηματικό τόνο (ιδιαίτερα στο διήγημα «ξεμολογημένα»), και την τριτοπρόσωπη αφήγηση (στο «όταν οργά η φύση») που το υποκείμενο καταγράφεται ως κάτι αποσπασματικό (και μπορεί να συγκριθεί με τον μονόλογο της Μόλλυ στον Οδυσσέα του James Joyce που εκδόθηκε την ίδια χρονιά)[1]. Από το χώρο του κινηματογράφου, δηλαδή την κίνηση και το «ζουμάρισμα» της κάμερας, ο Πικρός δανείζεται ορισμένες περιγραφές (το βλέμμα του αφηγητή σαρώνει περιφερειακά τον χώρο στα «Κουρέλια»)


Η αποσπασματικότητα και οι ανακολουθίες των χαρακτήρων, η συναισθηματική και όχι πάντα λογική πολυπλοκότητά τους, η αντιφατική συνείδηση είναι ό,τι πιο σύγχρονο για την εποχή -και άγνωστο εν πολλοίς για τους καταξιωμένους Έλληνες συγγραφείς


Εντυπωσιακή είναι και η φυσικότητα της γλώσσας (χρησιμοποιεί τη γλώσσα της πόλης, ακόμα και την αργκό του υποκόσμου) με κύρια στοιχεία την διαταραχή του συντακτικού και την παραληρηματική έκφραση


Πέτρος Πικρός, ο Έλληνας «Γκόργκι»


Ο Πέτρος Πικρός (ψευδώνυμο του Ιωάννη Γουναρόπουλου[2] -το «πικρός» στα ρώσικα μεταφράζεται ως «γκόργκι» και παραπέμπει στον μεγάλο ρώσο συγγραφέα), γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, εγκαθίσταται στο Παρίσι στις αρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου για σπουδές, όπου και επηρεάζεται από τις σοσιαλιστικές ιδέες. Στην Ελλάδα φθάνει στις αρχές του 1921 όπου, χάρη στην κατάρτισή του στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τον μαρξισμό (σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ούτε καν επαρκείς μεταφράσεις των κλασικών στην Ελλάδα), αντιμετωπίζεται με μεγάλο σεβασμό από τους αριστερούς διανοούμενους και καλλιτέχνες της εποχής. Μεταφράζει Ντοστογιέφσκι, Γκόργκι, Ζολά και Ανατόλ Φρανς, γράφει άρθρα και διηγήματα σε παιδικά περιοδικά (ασχολήθηκε εκτενώς με την παιδική λογοτεχνία). Εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες -είναι ο πρώτος που κάνει κοινωνική έρευνα- και λίγο αργότερα γίνεται αρχισυντάκτης στον Ριζοσπάστη και αργότερα υπεύθυνος της λογοτεχνικής ύλης. Συλλαμβάνεται και κλείνεται στις φυλακές Αβέρωφ και Συγγρού, μεταφράζει Λένιν και Τρότσκι (το βιβλίο του «Ο Λένιν»). Στα τέλη της δεκαετίας του '20 αναμειγνύεται ενεργά στην κρίση στο εσωτερικό του ΚΚΕ και συγκρούεται με τους τροτσκιστές του Παντελή Πουλιόπουλου. Μόνιμος ομιλητής του ΚΚΕ στις εργατικές συγκεντρώσεις των Αθηνών, περίφημος ρήτορας, οργανώνει και διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Πρωτοπόροι». Στη συνέχεια, συγκρούεται με την ομάδα Ζαχαριάδη του αφαιρούν την διεύθυνση και διαγράφεται. Ο ίδιος δεν επιτρέπει στο κόμμα να χρησιμοποιήσει τον τίτλο του περιοδικού και εκδίδεται αργότερα από το κόμμα με τον τίτλο «Νέοι Πρωτοπόροι». Ζητάει κατόπιν την επανένταξή του στο ΚΚΕ από όπου ζητούν να δημοσιεύσει επίσημα μια επιστολή στον Ριζοσπάστη, με την οποία να απολογείται για την προηγούμενη «αντικομματική του πλάνη». Το κάνει (σχεδόν αυτοεξευτελίζεται με αυτή) αλλά κάνει το λάθος να κλείσει με την έκφραση «αυτά.», κάτι που θεωρείται ειρωνικό από τον Ζαχαριάδη με αποτέλεσμα να αρνηθεί την επιστροφή του. Ο Πέτρος Πικρός, μετά από αυτή την εξέλιξη σιωπά λογοτεχνικά για μεγάλο διάστημα. Δεν καταφέρθηκε ποτέ εναντίον του ΚΚΕ και εντάσσεται στη συνέχεια στο ΕΑΜ. Στα 1945 εκδίδει το περιοδικό «Νέα Ζωή», στο οποίο συγκεντρώνει συνεργασίες από όλους τους σπουδαίους αριστερούς διανοούμενους και συγγραφείς της εποχής. Είναι ένα βήμα πριν από την ένταξή του στο ΚΚΕ. Η επιστροφή όμως του Ζαχαριάδη από το Νταχάου και η έκδοση του βιβλίου του «Στάλιν» (ένα βιβλίο που απείχε από την υμνολογία, χωρίς όμως να αναφέρεται αρνητικά στην προσωπικότητα του Στάλιν) σταματά την πορεία επιστροφής του. Ο Ζαχαριάδης τον κατηγορεί περίπου ως «πράκτορα». Απομονώνεται ξανά, κλείνει το περιοδικό του και μέχρι το θάνατό του (1956) έχει ελάχιστη λογοτεχνική παραγωγή


Χαμένα Κορμιά, τα διηγήματα


Στο διήγημα «Ξεμολογημένα», η σεξουαλικότητα ενός νεαρού κοριτσιού συνθλίβεται από την ανάγκη για επιβίωση με αποτέλεσμα να καταλήξει πόρνη (ο μονόλογός της διακόπτεται από τον επίμονα επαναλαμβανόμενο βήχα της φυματίωσης). Στο «Όταν οργά η φύση» μια μεγαλοκοπέλα (χαρακτηρίζεται «αφίλητη») επιστρέφει από ένα γάμο και κοιτάζει σπαραχτικά το γερασμένο κορμί της στον καθρέφτη. Στο «Παριζιάνικα γλέντια», ο Πέτρος Πικρός καταδεικνύει το κενό της αστικής τάξης που αναζητά λίγη πρωτόγνωρη διασκέδαση στην αθλιότητα και τη δυστυχία των απόκληρων της κοινωνίας. Στο «πράμα» ανατέμνει την συνείδηση μερικών διαφορετικών εκδιδομένων γυναικών και τον τρόπο που αντιμετωπίζει -πάντα μέσα από το πρίσμα της ανάγκης- η καθεμιά την απόλυτη εξουσία του προαγωγού της. Στο «Ο Γολγοθάς», μια νεαρή κοπέλα καταλήγει στην αυτοκτονία -μέσα από μια εξαιρετικά τραγική διαδικασία- την ημέρα του γάμου της αδερφής της για λόγους τιμής


Χριστόφορος Βλάχος



[1] Χαμένα Κορμιά, εισαγωγή, Χριστίνα Ντουνιά, σελ. 14

[2] Λανθασμένα, οι περισσότερες βιβλιοκριτικές ανέφεραν πως ονομαζόταν «Γιανναρόπουλος»