[2022-01-16] Άρθρο Γνώμης: 2 χρόνια κυβέρνηση ΝΔ: η αρχή της εποχής Μητσοτάκη
Άρθρο γνώμης
2 χρόνια κυβέρνηση ΝΔ: η αρχή της εποχής Μητσοτάκη
Ο δυστυχής Μανώλης Κοττάκης (διευθυντής της εφημερίδας Εστία και συντάκτης της φασιστοφυλλάδας με τον παραπλανητικό τίτλο Δημοκρατία) αποκαλύπτει κάθε εξάμηνο το «μυστικό σχέδιο του Μαξίμου για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες» και παρά τη διάψευσή του από την πραγματικότητα συνεχίζει με αξιοθαύμαστη επιμονή.
Ο χρόνος των εκλογών
Ο Κοττάκης πιθανότατα θα παραμείνει δυστυχής και διαψευδόμενος, καθώς η κυβέρνηση θα έκανε σοβαρό λάθος προσφεύγοντας σε πρόωρες εκλογές, ενώ έχει πολύ καλούς λόγους για να εξαντλήσει την τετραετία.
Ένας πρώτος λόγος είναι ότι ο σταθερός εκλογικός κύκλος δείχνει πολιτική σταθερότητα και είναι πλέον μια ώριμη επιδίωξη της αστικής τάξης μετά τη συντριβή του αντιμνημονιακού κινήματος και τη σταθεροποίηση του καθεστώτος. Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ έχει την ευκαιρία να γίνει η πρώτη κυβέρνηση στην ελληνική ιστορία που εξαντλεί την πρώτη 4ετία της, κάτι που μέχρι σήμερα έχει συμβεί μόνο από κυβερνήσεις που είχαν επανεκλεγεί και οδεύανε σε εκλογική ήττα (ΝΔ 1977-81, ΠΑΣΟΚ 1985-89, ΠΑΣΟΚ 2000-2004).
Ο βασικός λόγος όμως, είναι το κολοσσιαίο πολιτικό πλεονέκτημα που απολαμβάνει η Νέα Δημοκρατία και η κυβέρνησή της. Πάνω σε αυτό το πλεονέκτημα χτίστηκε η εδραιωμένη –ήδη από το 2016– πολιτική ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας και αυτό πολύ δύσκολα μπορεί να διαταραχτεί. Θεωρείται από τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι μια υποτροπή της κρίσης ή το τέλος της πολιτικής της νομισματικής χαλάρωσης και ο τερματισμός της δημοσιονομικής χαλάρωσης στην ΕΕ θα οδηγήσει σε ένα νέο γύρο λιτότητας που θα φθείρει την κυβέρνηση. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη θα πλήξει ακόμα περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ που παρουσίασε ένα πρόγραμμα βασισμένο στη νομισματική και τη δημοσιονομική χαλάρωση. Η επιστροφή της λιτότητας θα τον αφήσει χωρίς προγραμματική πρόταση. Εκτός βέβαια από την επιλογή να «συγκρουστεί με τις πολιτικές λιτότητας της ΕΕ», φράση που μόνο σαν ανέκδοτο μπορεί να ειπωθεί πλέον από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ βρίσκεται δηλαδή, σε μια win–win κατάσταση: διαχειρίζεται σαν κυβέρνηση τις παροχές της δημοσιονομικής χαλάρωσης και σε περίπτωση που επανέλθει η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική ο κύριος πολιτικός της αντίπαλος μένει χωρίς πρόταση. Επομένως, παρά τη δυσαρέσκεια και τα προβλήματα, δεν έχει λόγο να βιάζεται να προσφύγει στις κάλπες.
Το βασικό πολιτικό πλεονέκτημα της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Δεν υπάρχει άλλη πολιτική πρόταση. Αυτή η απλή φράση συμπυκνώνει το πολιτικό πλεονέκτημα της Νέας Δημοκρατίας κι εξηγεί την πολιτική της ηγεμονία. Το ότι αυτή η πολιτική ηγεμονία χρονολογείται από το 2016, μπορεί να μας εξηγήσει και πώς προέκυψε: Μέσα από τη διάψευση της εναλλακτικής πρότασης που εκπροσωπήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του.
Η διάψευση αυτή έβαλε τέλος στην πολιτική σύγκρουση που πυροδοτήθηκε από τη χρεοκοπία της χώρας και τη μνημονιακή προσαρμογή. Στη σύγκρουση αυτή η Δεξιά (με την ευρεία έννοια) υποστήριξε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση πέρα από τη βάρβαρη ταξική πολιτική που συμπυκνώθηκε στον όρο «μνημόνιο». Και η Αριστερά –στη συντριπτική της πλειοψηφία– υποστήριξε ότι υπήρχε δυνατότητα άλλης φιλολαϊκής πολιτικής παρά την κρίση και την χρεοκοπία. Η σύγκρουση αυτή έληξε με θρίαμβο της Δεξιάς και συντριπτική ήττα της Αριστεράς τόσο στην «κυβερνητική» εκδοχή που εκπροσώπησε ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στις κινηματίστικες εκφράσεις της ίδιας αντίληψης, όπως ότι «το κίνημα μπορεί να ανατρέψει τα μνημόνια», που είναι στην ουσία άλλες εκδοχές της ίδιας θέσης, ότι δηλαδή είναι δυνατόν να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική εν μέσω κρίσης και κρατικής χρεοκοπίας.
Μια χώρα που βρίσκεται στη θέση της Ελλάδας, δηλαδή είναι μέλος της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, της ευρωζώνης, του ΔΝΤ και όλων των συναφών θεσμών έχει συγκεκριμένα όρια στην πολιτική της: δεν μπορεί να διαγράφει δημόσιο χρέος, αλλά πρέπει να το αποπληρώνει, το κράτος της έχει συγκεκριμένα πεδία που μπορεί να παρεμβαίνει και σε συνθήκες κρίσης και ύφεσης πρέπει να ακολουθεί τη γενική πολιτική κατεύθυνση της λιτότητας και της απελευθέρωσης των αγορών και θα πρέπει να ξεχάσει τις αναδιανεμητικές πολιτικές και άλλες σοσιαλδημοκρατικές φαντασιώσεις.
Για τις πολιτικές δυνάμεις και τις απόψεις που δεν αμφισβητούν την κυριαρχία της αστικής τάξης και τη θέση της χώρας στο διεθνές status quo υπάρχει ένα μόνο πρόγραμμα: Το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Αυτό έχει γίνει πλέον πλατιά κατανοητό, μεταξύ άλλων και από τον βασικό όγκο του εκλογικού σώματος που είναι η εργατική τάξη. Πού οδηγεί αυτή η κατανόηση; Ποια πολιτική στάση ευνοείται από αυτό το προχώρημα της συνείδησης της εργατικής τάξης; Θεωρητικά μιλώντας και βλέποντας τα πράγματα από μακριά, θα έλεγε κάποιος ότι η εμπέδωση μιας τέτοιας πεποίθησης μπορεί να ενισχύσει δύο τάσεις: την επαναστατική τάση και την τάση της μοιρολατρίας που πηγάζει από το δέος απέναντι στον όγκο των καθηκόντων που πρέπει να εκπληρωθούν για να αλλάξει η κατάσταση. Όμως, επειδή για να ζήσει και να ενισχυθεί η επαναστατική τάση χρειάζεται τους κατάλληλους μηχανισμούς που θα την οργανώσουν, θα την ενισχύσουν και θα της δώσουν διέξοδο και κατεύθυνση και τέτοιοι μηχανισμοί σε μαζική κλίμακα σήμερα δεν υπάρχουν, αυτό που κέρδισε κατά κράτος τελικά, ήταν η τάση του ατομισμού και της μοιρολατρίας. Αυτό είναι το λίπασμα που εξέθρεψε τη νίκη της ΝΔ και συντηρεί την πολιτική της κυριαρχία.
Όποιος θέλει να πρεσβεύσει μια διαφορετική πολιτική, πρέπει να διακηρύξει τη σύγκρουση με όλους τους παραπάνω μηχανισμούς και τελικά τη σύγκρουση με την ντόπια αστική τάξη και την επαναστατική ανατροπή της κυριαρχίας της. Το δίλημμα που τέθηκε το 2010 ήταν «μνημόνιο ή επανάσταση» και, εφόσον δεν υπήρξαν πολιτικές δυνάμεις που να σταθούν με τη μεριά της επανάστασης, κυριάρχησαν και κέρδισαν πολιτικά οι δυνάμεις της υπεράσπισης του αστικού καθεστώτος που στήριξαν το μνημόνιο.
Από εκεί πηγάζει το κολοσσιαίο πολιτικό πλεονέκτημα της ΝΔ και της κυβέρνησής της, πλεονέκτημα που δεν έχει απολαύσει καμία άλλη κυβέρνηση στην ελληνική ιστορία.
Η αλλαγή της «πολιτικής μηχανικής»
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο μηχανισμός εναλλαγής των κυβερνήσεων όπως τον γνωρίζαμε τελείωσε. Ποια ήταν αυτή η «πολιτική μηχανική»; 1. Η κυβέρνηση ασκεί αντιλαϊκή πολιτική ή προκαλεί κοινωνική δυσαρέσκεια για άλλους λόγους (π.χ. σκάνδαλα), 2. Σαν συνέπεια της κοινωνικής δυσαρέσκειας φθείρεται πολιτικά και πέφτει η εκλογική της επιρροή, και 3. Εντέλει χάνει τις εκλογές σαν συνέπεια της πολιτικής φθοράς.
Αυτή η «πολιτική μηχανική» είχε όμως μια βασική προϋπόθεση: την ύπαρξη ενός πολιτικού φορέα που θα υποδεχτεί την κυβερνητική φθορά. Η πολιτική φθορά δεν υπάρχει γενικώς και αορίστως. Υπάρχει όταν οι ψηφοφόροι του κυβερνητικού κόμματος το εγκαταλείπουν και επιλέγουν ένα άλλο κόμμα. Η πολιτική φθορά για να εκδηλωθεί χρειάζεται «υποδοχέα». Και ο «υποδοχέας» ήταν είτε ένα κόμμα που εμφανιζόταν σαν νέος «παίκτης» στο πολιτικό προσκήνιο (ΠΑΣΟΚ 1981, ΣΥΡΙΖΑ 2015) είτε ένα κόμμα που είχε μια κυβερνητική παρακαταθήκη, την οποία χρησιμοποιούσε σαν όπλο για να δείξει την ανωτερότητά του απέναντι στο κυβερνητικό κόμμα.
Αυτός ήταν ο μηχανισμός της «δημοκρατικής εναλλαγής» των κυβερνήσεων. Το 1981 είχαμε έναν νέο παίκτη (ΠΑΣΟΚ) που ερχόταν με ορμή. Το 1989-90 η ΝΔ έγινε υποδοχέας της δυσαρέσκειας από τα σκάνδαλα, προβάλλοντας τη δική της κυβερνητική θητεία, αλλά και καβαλώντας το ανερχόμενο ρεύμα του φιλελευθερισμού. Το 1993 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε με παρακαταθήκη την κυβερνητική του θητεία. Το 2004 η ΝΔ εκμεταλλεύθηκε τη δυσαρέσκεια από τη σημιτική διαπλοκή προβάλλοντας και πάλι σαν δύναμη με καθαρά χέρια. Και το 2009 και πάλι το ΠΑΣΟΚ πούλησε φιλολαϊκή πολιτική γιατί μπορούσε να το κάνει, δηλαδή είχε την αξιοπιστία που του έδιναν οι κυβερνητικές του θητείες. Το 2015 πάλι είχαμε έναν καινούργιο «παίκτη» που υποσχόταν φιλολαϊκή πολιτική. Αυτή η αλυσίδα σπάει το 2019. Τις εκλογές κερδίζει ένα κόμμα που υποστηρίζει τη μνημονιακή πολιτική λιτότητας και δεν υπόσχεται σχεδόν τίποτα στις εργαζόμενες τάξεις.
Στη σημερινή φάση δεν υπάρχει κανένας τέτοιος «υποδοχέας». Οι σχηματισμοί που διεκδικούν κυβερνητικό ρόλο (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ) είναι μνημονιακοί σχηματισμοί που δεν μπορούν να «πουλήσουν» την κυβερνητική τους θητεία και να συγκινήσουν την εργατική τάξη και δεν έχει εμφανιστεί προς το παρόν κανένας νέος παίκτης που να μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.
Έτσι, από το μοντέλο της δικομματικής εναλλαγής βρισκόμαστε σήμερα στο μοντέλο του «κυρίαρχου κόμματος». Υπάρχει ένα βασικό κόμμα εξουσίας με μεγάλο εκλογικό ποσοστό και γύρω του τα υπόλοιπα κόμματα με αρκετά μικρότερη εκλογική επιρροή.
Θα ξανακερδίσει εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ;
Τα αγωνιώδη άρθρα του Κούλογλου και του Τόσκα το περασμένο καλοκαίρι, που ψάχνανε σε δευτερεύοντα ζητήματα τις αιτίες για την καθήλωση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν εκδήλωση της ανησυχίας των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για την επερχόμενη εκλογική ήττα. Κυρίως όμως αποτελούν εκδήλωση του φόβου για το πολύ πιθανό ενδεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να μην κερδίσει εκλογές ποτέ ξανά.
Οι επόμενες εκλογές θα αποτελέσουν ένα βασανιστήριο για τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, κυρίως γιατί –λόγω απλής αναλογικής– θα τις ακολουθήσουν νέες εκλογές. Με μια βαριά ήττα στην πλάτη θα πρέπει να δώσει νέα εκλογική μάχη μέσα σε ένα μήνα. Τι μπορεί να πει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, όταν κουβαλάει μια νωπή ήττα με 6, 7, 8 ή 10 μονάδες διαφορά; Ποιος θα πιστέψει ότι μπορεί να ανατρέψει τη διαφορά σε ένα μήνα, όταν δεν το κατάφερε στα 4 προηγούμενα χρόνια;
Η ΝΔ άντεξε τρεις συνεχόμενες εκλογικές ήττες το 1993, 1996 και 2000. Άντεξε γιατί σε κάθε εκλογική μάχη μείωνε τη διαφορά από το ΠΑΣΟΚ και κυρίως γιατί ήταν (και παραμένει) ένα κόμμα με οργανωτικό βάθος και σημαντικές κοινωνικές προσβάσεις (ΟΤΑ, Συνδικάτα, ΑΕΙ). Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να δείξει την ίδια αντοχή. Είναι ένα κόμμα που εκτοξεύτηκε για συγκυριακούς λόγους και δεν απέκτησε ποτέ ούτε οργανωτικό βάθος, ούτε αξιόλογη επιρροή σε κοινωνικούς φορείς. Η επερχόμενη διπλή εκλογική ήττα θα είναι γι' αυτό καταστροφική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ όπως νομίζανε πολλοί την περίοδο που όδευε προς την κυβέρνηση. Η νίκη του τον Γενάρη του 2015 ήταν η αρχή του τέλους του, όπως εύστοχα έχει ξαναγραφτεί.
Το νέο πολιτικό σκηνικό έχει ήδη παλιώσει
Η μάχη για το κουφάρι του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη αρχίσει. Οι εκλογές στο ΚΙΝΑΛ είχανε κεντρικό θέμα ποιος μπορεί να επαναπατρίσει τη λεηλατημένη εκλογική βάση του κόμματος. Δύσκολα, ο άχρωμος, άγευστος και άοσμος Ανδρουλάκης μπορεί να έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα, καθώς το ΚΙΝΑΛ αντιμετωπίζει το ίδιο στρατηγικό πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ: το μόνο πρόγραμμα που μπορεί να έχει, είναι το πρόγραμμα της ΝΔ με κάποιες πινελιές κοινωνικής ευαισθησίας. Διασώζεται εκλογικά μόνο χάρη στη –δυσανάλογα υψηλή– επιρροή του σε κοινωνικούς φορείς.
Στην κούρσα αυτή με τρόπαιο την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ δεν συμμετέχει η κομμουνιστική και κομμουνιστογενής Αριστερά. Έχοντας αυτοεξαιρεθεί από την ουσία της πολιτικής που είναι η πάλη για την εξουσία, βρίσκεται ουσιαστικά εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Οι δυνάμεις αυτές δεν είδαν καμία επαναστατική ευκαιρία στον παλλαϊκό ξεσηκωμό του 2010-11. Αρέσκονται να επαναλαμβάνουν ότι «ο υποκειμενικός παράγοντας δεν ήταν ώριμος», αναφερόμενες σε μια περίοδο που η απεργιακή δραστηριότητα δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Η πλέον πιθανή εξέλιξή του χώρου αυτού είναι η περαιτέρω αποδυνάμωση.
Αστάθμητος παράγοντας σε αυτό το σκηνικό είναι το ΜΕΡΑ25. Είναι το μοναδικό κόμμα που σπάει την ομοφωνία της μοναδικής δυνατής πολιτικής πρότασης, επιμένοντας σε μια –ανεδαφική στην ουσία της– διαφορετική πολιτική γραμμή. Το ότι είναι η μοναδική πολιτική δύναμη που έχει πολιτική πρόταση άμεσης εφαρμογής διαφορετική από το μνημονιακό πρόγραμμα, αποτελεί το ισχυρό του χαρτί. Διασώθηκε εκλογικά επειδή πιστώθηκε την προσπάθεια του γραμματέα του να εφαρμόσει την πρότασή του από τη θέση του Υπουργού Οικονομικών. Αντιμετωπίζει ωστόσο μια διπλή απομόνωση, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα Αριστερά. Το ΜΕΡΑ25 βρίσκεται σε καραντίνα από τα ΜΜΕ, που αναφέρονται σε αυτό μόνο για να χλευάσουν τον Βαρουφάκη, ενώ δεν έχει περιθώρια συμμαχιών από τα Αριστερά, όντας ένα φιλοΕΕ κόμμα με δομημένες θέσεις και διαδικασίες. Αυτήν τη στιγμή πάντως, είναι το αριστερό άκρο του πολιτικού συστήματος –με δεδομένο τον αναχωρητισμό της κομμουνιστικής Αριστεράς– και αν αποφύγει τον κίνδυνο της βρεφικής θνησιμότητας στις διπλές εκλογές του 2023 θα βρεθεί σε πλεονεκτική θέση για τη διεκδίκηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε κάθε περίπτωση, όπως κι αν καταλήξει η εν εξελίξει αναδιαμόρφωση των συσχετισμών στο αντιπολιτευτικό στρατόπεδο, απέχουμε πολύ χρονικά από την εμφάνιση μιας πειστικής εναλλακτικής πρότασης στο μνημονιακό μονόδρομο και στο πρόγραμμα που εκπροσωπεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι αυτό το δεδομένο που προοιωνίζεται τη διαιώνιση της πολιτικής κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας και την μακροημέρευση της κυβέρνησής της.
Β. Θεοφανόπουλος
[2022-01-09] 31 χρόνια από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα
31 χρόνια από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα
Το αίμα των νεκρών αγωνιστών βάφει κόκκινο το μέλλον των λαών
Η αστική τάξη και τα κόμματά της θέλουν να ξεχάσουμε τη δολοφονία Τεμπονέρα.
- Θέλουν να ξεχάσουμε ότι σε μια στιγμή όπου η κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη φαινόταν παντοδύναμη αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να πάρει πίσω το πολυνομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου.
- Θέλουν να ξεχάσουμε ότι η δημοκρατία τους είναι συγκαλυμμένη δικτατορία των συμφερόντων της αστικής τάξης.
- Θέλουν να ξεχάσουμε ότι το παρακράτος δεν είναι παρά η εφεδρεία του «δημοκρατικού κράτους» και καθοδηγείται από αυτό.
Δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε!
Αγώνας για να δικαιωθεί η θυσία του Νίκου Τεμπονέρα.
Πάλη ενάντια στην εκπαιδευτική πολιτική της Κεραμέως, ενάντια στους αντεργατικούς νόμους Χατζηδάκη, ενάντια στην υγειονομική πολιτική της ατομικής ευθύνης και των θανάτων.
Αγώνας για αποκλειστικά δημόσια παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση.
Σωματεία στα χέρια των εργατών, όχι ελεγχόμενα από το κράτος.
Αγώνας για την επανάσταση και την εξουσία της εργατικής τάξης
Συγκέντρωση-διαδήλωση
Κυριακή, 9 Γενάρη 2022, ώρα 18:00
Σχολικό Συγκρότημα «Τεμπονέρα»
(Βουδ, Ψηλά Αλώνια, Πάτρα)
[2021-11-16] Τιμάμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου
Τιμάμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου:
Κρατάμε ζωντανή τη φλόγα της επανάστασης
Παλεύουμε για την ανατροπή του αστικού–μνημονιακού καθεστώτος και των κυβερνήσεών του
48 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το πολιτικό περιβάλλον καθορίζεται από τη νίκη της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων απέναντι στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Η νίκη αυτή αποκρυσταλλώθηκε στην εμπέδωση και εφαρμογή της αντεργατικής μνημονιακής πολιτικής και αποτέλεσε το πολιτικό υπόστρωμα για την πολιτική ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας και την εκλογή της σημερινής φιλελεύθερης κυβέρνησης.
Οι εργατικοί αγώνες της περιόδου 2010-12 ενάντια στη μνημονιακή πολιτική, κλόνισαν το αστικό καθεστώς, αλλά δεν μπόρεσαν να το ανατρέψουν. Η επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας ήταν ο μοναδικός δρόμος για τη νίκη της εργατικής τάξης σε εκείνη τη σύγκρουση που ήταν μάχη ζωής και θανάτου για τον ελληνικό καπιταλισμό. Ο μνημονιακός οδοστρωτήρας ήταν για τους Έλληνες κεφαλαιοκράτες και το πολιτικό τους προσωπικό η μοναδική πολιτική που επέτρεπε η διεθνής καπιταλιστική κρίση και η επακόλουθη κρατική χρεοκοπία. Απέναντι σε αυτήν την πολιτική της αστικής τάξης, οι επιλογές για την εργατική τάξη ήταν είτε η επανάσταση, είτε η επώδυνη ήττα. Παρά τον ξεσηκωμό του 2011-12, το κίνημα της εργατικής τάξης δεν μπόρεσε να βαδίσει το δρόμο της επαναστατικής ανατροπής και οδηγήθηκε σε μια βαριά και επώδυνη ήττα.
Σήμερα, η εργατική τάξη βρίσκεται αντιμέτωπη με την απρόσκοπτη εφαρμογή του μνημονιακού νομικού οπλοστασίου και με τη διεύρυνσή του από τη σημερινή κυβέρνηση προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση της ΝΔ νομοθέτησε νόμους για τη διάλυση του συνδικαλισμού και τον ακόμα πιο ασφυκτικό έλεγχο των σωματείων από το κράτος, την καθιέρωση απλήρωτων υπερωριών, την εξάλειψη των συλλογικών συμβάσεων, τη διευκόλυνση των απολύσεων, την απαγόρευση των διαδηλώσεων, την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση δραστηριοτήτων και λειτουργιών του κράτους, κτλ. Επιβάλλει όρους συμπίεσης της αξίας της εργατικής δύναμης και ταυτόχρονα διαμορφώνει το θεσμικό πλαίσιο, ώστε να γίνεται δύσκολη η αντίσταση της εργατικής τάξης απέναντι σ’ αυτά τα μέτρα.
Επιπλέον όλων αυτών, που ήταν διακηρυγμένη πολιτική της ΝΔ, η πανδημία αξιοποιήθηκε για να επιφέρει επιπλέον πλήγματα στους όρους ζωής και την ελευθερία της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Η κυβέρνηση φέρει εγκληματικές ευθύνες για τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους από κορωνοϊό που θα είχαν αποφευχθεί εάν δεν αντιμετώπιζε την πανδημία με τη φιλελεύθερη λογική της ατομικής ευθύνης και δεν άφηνε το δημόσιο σύστημα υγείας να καταρρεύσει. Τα μέτρα που πάρθηκαν είχαν κριτήριο τη απρόσκοπτη συνέχιση της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου. Γι’ αυτό τα λοκντάουν δεν εμπόδισαν τις βιομηχανίες και τα εργοτάξια να δουλεύουν και τους εργαζόμενους να σαρδελοποιούνται στα λεωφορεία. Ακόμα και η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στρέφεται κυρίως κατά των υγειονομικών με σκοπό τη μεγαλύτερη αποδυνάμωση του δημόσιου συστήματος υγείας και την ενίσχυση του ιδιωτικού. Οι καπιταλιστές μπουκώθηκαν στο χρήμα, οι εργάτες ζουν υπό το φόβο της ανεργίας, του χαμηλού μισθού και της νόσησης από κορωνοϊό.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση και η αστική τάξη εμπλέκουν τη χώρα πιο βαθιά στα αμερικανονατοϊκά σχέδια. Αξιοποιώντας τη στάση της Τουρκίας, ξοδεύουν αφειδώς την υπεραξία που παράγει η εργατική τάξη σε αγορές πολεμικού υλικού, ενώ η χώρα παραχωρείται ως βάση για τα αμερικανικά, γαλλικά και νατοϊκά πολεμικά σχέδια, μέσω των συμφωνιών με ΗΠΑ και Γαλλία.
Είναι ακριβώς αυτή η άθλια κατάσταση που φέρνει στο προσκήνιο την επικαιρότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Μόνο που τώρα η εργατική τάξη, η νεολαία, οι εργαζόμενοι μικροαστοί χρειάζονται κάτι παραπάνω: μια πραγματική επανάσταση που θα ανατρέψει συθέμελα το σάπιο καθεστώς του καπιταλισμού στην Ελλάδα, και όχι απλώς την πολιτική του έκφραση.
Αυτό ακριβώς φοβούνται η κυβέρνηση, τα αστικά κόμματα και οι κεφαλαιοκράτες. Γι’ αυτό επιθυμούν και προσπαθούν να υπονομεύσουν, να ξεδοντιάσουν, να θάψουν το Πολυτεχνείο.
Το βασικό πολιτικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης είναι ότι δεν υπάρχει άλλη πολιτική πρόταση (πλην της ανεδαφικής σοσιαλδημοκρατικής πρότασης του ΜΕΡΑ25). Τα υπόλοιπα αστικά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, Ελλ. Λύση) αποδέχονται το ίδιο μνημονιακό πλαίσιο άσκησης πολιτικής, ενώ η Αριστερά έχει αυτοεξαιρεθεί από την ουσία της πολιτικής που είναι η διεκδίκηση της εξουσίας και βουλιάζει στην απαξίωση. Ωστόσο, αυτή η πολιτική κυριαρχία δεν οδηγεί σε κοινωνική ειρήνη και ηρεμία. Οι αγώνες που αναπτύσσονται στη βάση των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων αποτελούν την απόδειξη για αυτό.
Αυτή η κατάσταση θέτει και το άμεσο καθήκον των κομμουνιστών, όπου και αν βρίσκονται, σε όποια οργάνωση ή ανένταχτοι: το άμεσο καθήκον δεν είναι απλά η διαρκής ζύμωση και προβολή της ανωτερότητας του σοσιαλισμού. Είναι η εκ νέου εισχώρηση μέσα στην εργατική τάξη και το μαζικό κίνημα, η ανάπτυξη δεσμών με αυτή, η οργάνωση της πάλης της εργατικής τάξης στη βάση των προβλημάτων της ενάντια στον καπιταλισμό, και η ενότητα των δυνάμεών τους σε προγραμματική βάση με την πολιτική του ενιαίου μετώπου, στην κατεύθυνση της επαναστατικής ανατροπής της αστικής εξουσίας και της κυβέρνησής της και η εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, που αποτελεί τη μοναδική πόρτα για την είσοδο στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Όλοι στις πορείες για την εξέγερση του Πολυτεχνείου
Προσυγκέντρωση κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ στην Αθήνα
Σταδίου και Βουκουρεστίου, 4:30 μμ
κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
[2021-10-24] Χαιρετισμός στη Συνδιάσκεψη της ΟΚΔΕ Σπάρτακος
Χαιρετισμός στη Συνδιάσκεψη της ΟΚΔΕ Σπάρτακος
Αγαπητοί σ., εκ μέρους της κομμουνιστικής οργάνωσης Ανασύνταξη χαιρετίζω τη Συνδιάσκεψή σας και εύχομαι να στεφθούν με επιτυχία οι εργασίες της και να συμβάλουν στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος. Για να μην καταχραστώ το χρόνο σας θα αρκεστώ σε μια περίληψη της τοποθέτησής μας την οποία θα καταθέσω ολόκληρη στο προεδρείο και θα την αναρτήσουμε στην ιστοσελίδα μας ολόκληρη.
Όπως επισημαίνετε και σεις στην Πρόταση πολιτικού κειμένου:
«…Η πολιτική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στους κόλπους του κινήματος είχε το τίμημα της μεταστροφής από την αυτενέργεια στην προσδοκία της εκλογικής λύσης, της σωτηρίας μέσω μιας κυβέρνησης της αριστεράς που θα λειτουργούσε για λογαριασμό της εργατικής τάξης. Οφείλουμε μια πολιτική εξήγηση της σταδιακής πτώσης του κινήματος μετά τον Φλεβάρη του 2012. Μπορεί να συνετέλεσαν σε αυτή παράγοντες όπως η απογοήτευση από την αποτυχία του κινήματος να αποτρέψει τα μνημόνια, ή η μικρή εμβέλεια και η πολιτική σύγχυση της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, για την οποία χρειάζεται ένας άλλου είδους απολογισμός…»
«…Η υποχώρηση της πολιτικής συνείδησης και η ουσιαστική απουσία πολιτικής εκπροσώπησης των εργατικών μαζών, όπως τουλάχιστον έχουν διαμορφωθεί εδώ και τριάντα χρόνια, μετά από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του «ανατολικού μπλοκ», δεν επέτρεψαν μέχρι σήμερα μια άμεση έκφραση της ταξικής πάλης σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Ακόμη χειρότερα αποτέλεσαν τροχοπέδη για την συγκρότηση ανώτερων συντονιστικών οργάνων πάλης, όπως συντονιστικών των γενικών συνελεύσεων, των απεργιακών επιτροπών κλπ. Η ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού αν και φαίνεται να έχει εξασθενήσει σημαντικά μετά από την κρίση του 2008, δεν έχει συναντήσει ακόμη έναν αντίπαλο ικανό για να της αντιπαρατεθεί με αξιώσεις και διατηρεί έτσι ανέπαφες τις προσχώσεις της στην ‘κοινή λογική’.»
Δεν μπορεί όμως κάτι που συνέβη πριν από 30 χρόνια, όπως η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, να αποτελεί άλλοθι για τη λεγόμενη επαναστατική Αριστερά και για την ανεπάρκειά της να απαντήσει στην καπιταλιστική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, να πάρει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για να δώσει διέξοδο στην εργατική τάξη στην κατεύθυνση της υλοποίησης της ιστορικής της αποστολής, όπως αυτή προκύπτει από τη θέση της στην παραγωγή: την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας, χωρίς φτώχεια, ανεργία, εξαθλίωση, χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η ανεπάρκεια αυτή εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την επαναστατική Αριστερά και να καθορίζει τις εξελίξεις σε σχέση με την παρέμβασή της στην ταξική πάλη και την προοπτική της.
Κατά την ταπεινή μας γνώμη ο «απολογισμός» για τα σχετικά πρόσφατα γεγονότα της προηγούμενης δεκαετίας, πρέπει να ξεκινήσει από την έναρξη της κρίσης και τις αμέσως επόμενες πολιτικές ανακατατάξεις που η κρίση προκάλεσε.
Ανακοίνωση της Π.Ε. της κ.ο Ανασύνταξη για το θάνατο του Γιάννη Νασόπουλου
Ανακοίνωση της Π.Ε. της κ.ο Ανασύνταξη για τον θάνατο του Γιάννη Νασόπουλου
Έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Νασόπουλος, συνταξιούχος οικοδόμος, κομμουνιστής και αγωνιστής στο μαζικό κίνημα των οικοδόμων.
Ο Γιάννης Νασόπουλος γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1954 στον Πειραιά και μεγάλωσε στην Παλιά Κοκκινιά. Το 1981 παντρεύτηκε την Μαρία Γιακουμάκη με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Παιδί φτωχής εργατικής οικογένειας, μπήκε από πολύ μικρός στο μεροκάματο δουλεύοντας στην οικοδομή ως σιδεράς.
Στη μεταπολίτευση, μετά την απόλυσή του από τον στρατό, οργανώθηκε στο ΚΚΕ το 1977. Ήταν ιδρυτικό μέλος και επί σειρά ετών στη διοίκηση του Συνδικάτου Οικοδόμων Πειραιά «Η Ενότητα». Την περίοδο 1989-90 διαφώνησε με το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ, τη γραμμή του ΚΚΕ για τη συγκρότηση του Συνασπισμού και τη συμμετοχή του στις αστικές κυβερνήσεις Τζαννετάκη-Ζολώτα. Αποχώρησε από το ΚΚΕ και συμμετείχε στην 1η Συνδιάσκεψη του ΝΑΡ και στην εκλογική μάχη της «Λαϊκής Αντιπολίτευσης».
Το 2007 οργανώθηκε στην κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ και συνέβαλε με την πείρα του και την πολιτική του δράση στη διαμόρφωση της πολιτικής της οργάνωσης.
Η πολιτική του κηδεία θα γίνει τη Δευτέρα 25 Οκτωβρίου στις 11 π.μ., στο Νεκροταφείο Ανάστασης Πειραιά.
Η κομμουνιστική οργάνωση Ανασύνταξη εκφράζει τα θερμά της συλλυπητήρια στην οικογένεια του Γιάννη Νασόπουλου.
[2021-10-20] Πανδημία και σήψη του καπιταλισμού
Το παρακάτω κείμενο είχε γραφτεί στην αρχή ως ανεξάρτητο άρθρο μεγαλύτερης έκτασης στα πλαίσια του πρώτου έτους από την έναρξη της πανδημίας κορωνοϊού. Ξαναγράφτηκε για να ενσωματωθεί στις Θέσεις της οργάνωσης για την 6η Συνδιάσκεψη. Καθώς η ημερομηνία διεξαγωγής της Συνδιάσκεψης απομακρύνεται λόγω και των εξελίξεων της πανδημίας (από άνοιξη του ’21, σε φθινόπωρο του ’21 και πλέον ακόμα αργότερα), νομίζουμε ότι είναι σημαντικό να το δημοσιεύσουμε με τα στοιχεία που περιέχει. Τα βασικά συμπεράσματά του σε σχέση με την πανδημία ισχύουν. Το καινούργιο στοιχείο που δεν καταγράφεται στο άρθρο αυτό είναι η παραγωγή εμβολίων κατά του ιού.
Α3. Πανδημία κορωνοϊού: προϊόν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
Τα αστικά επιτελεία ανά τον κόσμο προσπαθούν να πείσουν την παγκόσμια εργατική τάξη ότι η πανδημία είναι ένας εξωγενής παράγοντας που προσέβαλε ένα, κατά τα άλλα, υγιή οργανισμό (την καπιταλιστική οικονομία) και, επομένως, τώρα που υπάρχει το φάρμακο (τα εμβόλια) μας περιμένει όλους ένα λαμπρό μέλλον. Καθόλου περίεργο βέβαια: οι απολογητές του καπιταλισμού θεωρούν το σύστημα της μισθωτής δουλείας τον καλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους: ως ένα σύστημα σε πλήρη ισορροπία η οποία διαταράσσεται μόνο από εξωγενείς παράγοντες.
Η αλήθεια είναι ότι η πανδημία δεν είναι εξωγενής παράγοντας. Είναι ένα ακόμα σύμπτωμα ενός άρρωστου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, ενός συστήματος που η σήψη του είναι προχωρημένη και εκφράζεται με συνεχείς και οξύτερες κρίσεις κάθε φορά.
Οι κρίσεις στον καπιταλισμό, είτε ονομάζονται χρηματοπιστωτικές, είτε κρίσεις χρέους, είτε υγειονομικές, δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα, δεν είναι εξωγενή σοκ που πλήττουν ένα, κατά τα άλλα, αρμονικό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα. Οι κρίσεις είναι έκφραση της ουσίας του καπιταλισμού, απόδειξη ότι πρόκειται για ένα σύστημα που υπάρχει για να υπηρετεί την ανάγκη παραγωγής κέρδους για τους καπιταλιστές και όχι για την κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας. Η κρίση είναι αποτέλεσμα της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, που οδηγεί αναπόδραστα στη μείωση του ποσοστού κέρδους, και ταυτόχρονα ο απαραίτητος όρος για να εκκαθαρίζεται το σύστημα από ό,τι δεν είναι κερδοφόρο, ώστε να μπορεί να επανεκκινεί η παραγωγή από μια καλύτερη για την κερδοφορία βάση.
Αυτά το βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού επιβεβαιώνεται και με την υγειονομική κρίση που διατρέχουμε τον τελευταίο χρόνο.
[2021-10-07] Περί εμβολιασμού και υποχρεωτικότητας
Περί εμβολιασμού και υποχρεωτικότητας
Όταν μια αριστερή δύναμη θεωρεί ότι για την εξάλειψη του ιού και το σταμάτημα της πανδημίας χρειάζεται να επιβληθούν, ανάμεσα στα άλλα, σκληρά lockdown και υποχρεωτικοί εμβολιασμοί, μήπως γίνεται καθεστωτική, «αριστεροί δικηγορίσκοι της κυβέρνησης»;
Μήπως συνολικά η αριστερά, εκτός από δυνάμεις σαν την Avantgarde και αναρχικές και αναρχοσυνδικαλιστικές συλλογικότητες, έχουν χάσει από την οπτική τους ότι εγκαθιδρύεται ένα «κοινωνικό απαρτχάιντ» με υγειονομικό πρόσχημα;[1]
Κίνημα για την υπεράσπιση των μη εμβολιασμένων ή των αντιεμβολιαστών;
Ο σ. Μαραγκός και η αρθρογραφία που αναπτύσσεται στον ιστότοπο της Avantgarde, δεν υπερασπίζεται απλά όσους αρνούνται να εμβολιαστούν γιατί η σύγκρουση ανάμεσα σε εμβολιασμένους και μη εμβολιασμένους διασπά την εργατική τάξη και αφήνει στο απυρόβλητο την κυβέρνηση. Αυτό το κάνει και η υπόλοιπη αριστερά και το κάνει γιατί το αντιμετωπίζει ως «πλήγμα στα εργασιακά δικαιώματα», όπως γράφει ο σ. Μαραγκός, μάλλον με διάθεση να ψέξει αυτήν τη στάση ως υπεκφυγή ή ως μη αντίληψη του πραγματικού καθήκοντος.
Ο σ. Μαραγκός υπερασπίζεται αυτό καθαυτό το «δικαίωμα» μη εμβολιασμού. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί είναι τα εξής:
[2021-09-06] Μαζικός υποχρεωτικός εμβολιασμός
Μαζικός υποχρεωτικός εμβολιασμός.
Η εργατική τάξη θα σώσει τον εαυτό της, το λαό και συνολικά την κοινωνία, όχι ο Μητσοτάκης
Η πανδημία του κορωνοϊού είναι πραγματικό γεγονός και όχι πλαστή κατασκευή ή fakenews των κυρίαρχων τάξεων. Είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της φύσης που οδηγεί στην εισβολή στο άγριο φυσικό περιβάλλον απελευθερώνοντας πλήθος ιών που παρασιτούν στο ζωικό βασίλειο.
Μαζικός εμβολιασμός σημαίνει υποχρεωτικός και καθολικός εμβολιασμός του πληθυσμού και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα. Ο εμβολιασμός του πληθυσμού στις πλούσιες χώρες, την ώρα που ο εμβολιασμός στον τρίτο κόσμο κινείται σε μονοψήφια ποσοστά, δεν λύνει το πρόβλημα. Οι πλούσιες χώρες πρέπει να επωμιστούν το κόστος του εμβολιασμού για το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού.
Το καθήκον κάθε συνειδητού εργάτη και εργάτριας είναι να εμβολιαστεί. Αυτό είναι το μοναδικό όπλο που διαθέτει αυτή τη στιγμή για να προστατέψει ο καθένας και η καθεμιά όχι μόνο τον εαυτό του/της αλλά κυρίως τους συναδέλφους του/της και συνολικά την εργατική τάξη που δέχεται σοβαρά πλήγματα στην υγεία και στο εισόδημα από την πανδημία, που τα παιδιά της πετάγονται εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας, που το βιοτικό της επίπεδο χειροτερεύει. Υποχρεωτικός εμβολιασμός a la carte, όπως και γιαλαντζί lockdown, δεν πρόκειται να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα: την εξάλειψη του ιού.
Οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους είναι ανίκανοι να σταματήσουν τις πανδημίες γιατί αυτό που τις προκαλεί είναι η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού: η επιδίωξη της μεγιστοποίησης του καπιταλιστικού κέρδους. Οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους είναι ανίκανες να προστατέψουν τον γενικό πληθυσμό από τον κορωνοϊό γιατί πάνω απ’ όλα βάζουν το κέρδος. Δεν μπορούν και δεν θέλουν να επιβάλλουν περικοπές στα καπιταλιστικά κέρδη, ώστε να διατεθούν χρήματα για μαζικό, υποχρεωτικό και δωρεάν εμβολιασμό ολόκληρου του πλανήτη, για την ισχυροποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας, για μέτρα προστασίας του γενικού πληθυσμού (μαζικά διαγνωστικά τεστ, ενδελεχή ιχνηλασία, πλήρη διακοπή μετακινήσεων και επαφών, μαζική διάθεση μέσων ατομικής προστασίας, κτλ). Όλα αυτά είναι κόστος για τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους και τα κάνουν μόνο όταν τίθεται σε κίνδυνο η αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Ακόμα και μια τέτοιας έκτασης πανδημία, γίνεται αφορμή για να ενισχυθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου: οι πολυεθνικές του φαρμάκου αλλά και οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που πλήττονται από την πανδημία (αεροπορικές εταιρείες, τουριστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις εστίασης, κτλ) μπουκώνονται με χρήμα. Ενώ από την άλλη, η ανάγκη των εργαζομένων να εργάζονται χωρίς να κινδυνεύει η υγεία τους μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Η επιδίωξη των αστικών δυνάμεων δεν είναι η εξάλειψη του ιού αλλά το να μάθουμε να ζούμε με αυτόν, με μειωμένες απαιτήσεις: αποδοχή των θανάτων, των περικοπών στους μισθούς, της επιβολής κατασταλτικών μέτρων από κυβέρνηση και εργοδότες.
Οι δυνάμεις που αντιτίθενται στον εμβολιασμό και στην υποχρεωτικότητά του, έχουν υιοθετήσει την ιδεολογία του ατομικισμού και τον ανορθολογισμό. Δεν είναι αριστερές δυνάμεις και αρκεί μια ματιά στα συλλαλητήρια τους στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες για να το καταλάβει κανείς αυτό. Η Αριστερά, κάθε δύναμη εργατικής αναφοράς, δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με αυτές τις δυνάμεις ή να σιγοντάρει με δήθεν αριστερά και αντικαπιταλιστικά επιχειρήματα τα ρεύματα που αντιτίθεται στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού ή τον εμβολιασμό γενικά. Η αντίσταση στον εμβολιασμό δεν συνιστά αντίσταση στην κυβέρνηση. Αντιθέτως, εξωραΐζει την κυβέρνηση στα μάτια κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου και τροφοδοτεί την ακροδεξιά.
Για την Αριστερά το εμβόλιο πρέπει να είναι και υποχρεωτικό και δικαίωμα κάθε εργαζόμενου, κάθε πολίτη. Αυτό που θα έπρεπε να είχε απαιτηθεί είναι:
- να είχε γίνει υποχρεωτικό το εμβόλιο από την πρώτη στιγμή για κάθε ενήλικα ή κάθε πληθυσμιακή ομάδα για την οποία έχει εγκριθεί,
- να είχε εφοδιαστεί η χώρα με επαρκή αριθμό εμβολίων από κάθε δυνατή πηγή, αρκεί να έχει τεκμηριωθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλειά τους με επιστημονικές εργασίες και να έχουν πάρει έγκριση, ώστε να εμβολιαστεί όλος ο πληθυσμός με ταχύτατους ρυθμούς, αντί να αγοράζει η κυβέρνηση τα εμβόλια μόνο από τις εταιρείες παραγωγής που εγκρίνει η ΕΕ.
Ο αγώνας για ενίσχυση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας είναι ιδιαίτερα σημαντικός: αφορά όχι μόνο τη διαχείριση των νοσούντων από τον κορωνοϊο αλλά συνολικά την περίθαλψη όλων των ασθενών, το δικαίωμα όλων στην δημόσια υγεία. Όμως, δεν μπορούμε να αρκεστούμε σ’ αυτό: στόχος πρέπει να είναι η εξάλειψη της πανδημίας, αυτό δηλαδή που δεν μπορεί να κάνει ο καπιταλισμός, παρά μόνο μέσω της ανοσίας της αγέλης που προκαλεί και θα συνεχίσει να προκαλεί εκατόμβες θυμάτων.
Η κυβέρνηση της ΝΔ και ο ίδιος ο Μητσοτάκης φέρουν εγκληματικές ευθύνες για τους πάνω από 14.000 νεκρούς, πολλοί εκ των οποίων δεν θα είχαν χάσει τη ζωή τους, αν είχαν παρθεί τα κατάλληλα μέτρα: αν η πλειοψηφία των νοσούντων δεν έμεναν εκτός ΜΕΘ, αν τα lockdown δεν ήταν προσχηματικά και εξαρτώμενα από τις ανάγκες των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα του τουριστικού κεφαλαίου, αν η πρωτοβάθμια υγεία δεν ήταν ανύπαρκτη, αν τα δημόσια νοσοκομεία δεν είχαν αποψιλωθεί, αν οι χώροι μαζικής εργασίας και οι μαζικές μεταφορές δεν έμεναν εντελώς ανεξέλεγκτα, αν δεν μετατρέπονταν η επιτροπή ειδικών σε τσιράκι της κυβέρνησης. Η εργατική τάξη πρέπει να τα θυμάται αυτά και να αποδώσει τις ευθύνες που πρέπει.
Η κυβέρνηση της ΝΔ καταφεύγει σε μια ψευτο-υποχρεωτικότητα για τον εμβολιασμό, σε περιορισμένες ομάδες εργαζομένων, για να κρύψει τις δικές της εγκληματικές ευθύνες. Όπως όλο το προηγούμενο διάστημα απέδωσε την ευθύνη για τους νεκρούς και τους νοσούντες στους ίδιους, με το ιδεολόγημα της ατομικής ευθύνης, έτσι και τώρα μεταθέτει τη δική της ανικανότητα να αντιμετωπίσει την πανδημία στους ανεμβολίαστους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό.Στην πραγματικότητα, ενδιαφέρεται πιο πολύ να προωθήσει την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας παρά να υποχρεώσει τους εργαζόμενους στην υγεία να κάνουν το εμβόλιο. Ταυτόχρονα, δεν υποχρεώνει ούτε τους παπάδες, ούτε τις δυνάμεις καταστολής, ούτε τους στρατιωτικούς, ούτε τους δικαστές να εμβολιαστούν. Στον ιδιωτικό τομέα, η υποχρεωτικότητα εξαρτάται από τους εργοδότες που βρίσκουν ένα ακόμα πεδίο να αυθαιρετήσουν.
Οι μόνοι που δεν έχουν δικαίωμα να κόψουν μισθούς και να απολύσουν εργαζόμενους είναι ο Μητσοτάκης και η κουστωδία του. Γιατί είναι αυτοί που το έχουν κάνει ήδη κατά κόρον για όλους τους εργαζόμενους, που έχουν διαλύσει (όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις) το δημόσιο σύστημα υγείας, που η μόνη τους έννοια είναι να τα ιδιωτικοποιήσουν όλα, που στήριξαν κάθε ανορθολογική τάση (τις εθνικοπατριωτικές ανοησίες, την αντιμεταναστευτική υστερία, τους μακεδονομάχους), που δεν έβαλαν χέρι στους παπάδες και την εκκλησία, που ήταν οι εισηγητές και θιασώτες του ατομικισμού, και που ψηφίζουν στη Βουλή, εν τω μέσω της πανδημίας, σωρεία αντεργατικών-αντιλαϊκών νόμων (απαγόρευση των διαδηλώσεων, ασφυκτικός έλεγχος των σωματείων, κατάργηση του οκταώρου και νομιμοποίηση της απλήρωτης εργασίας, ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού, κ.ά.).
Η μόνη ασπίδα προστασίας απέναντι στην πανδημία είναι η ίδια η αγωνιζόμενη εργατική τάξη. Η εργατική τάξη πρέπει να απαιτήσει, εκτός από την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, μέτρα ώστε:
- Κανένας να μη χάσει τη δουλειά του ή το μισθό του Οι ανεμβολίαστοι να συνεχίσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες του με όλα τα μέτρα προστασίας.
- Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και τα σωματεία τους πρέπει να αναλάβουν μέτρα ενημέρωσης και πειθούς για να γίνουν μαζικοί εμβολιασμοί στους χώρους εργασίας με έξοδα των εργοδοτών.
- Να αναλάβει το κράτος τον προ-εμβολιαστικό έλεγχο για κάθε ανεμβολίαστο και να εγγυηθεί τη φροντίδα κάθε εμβολιασμένου στις σπάνιες περιπτώσεις που υπάρξουν παρενέργειες.
- Να υπάρξουν μαζικά, δωρεάν διαγνωστικά τεστ για κάθε πολίτη, εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων.
- Να παρθούν όλα τα αναγκαία μέτρα περιορισμού της μετάδοσης του ιού, με τον περιορισμό των μετακινήσεων και των επαφών στο απολύτως αναγκαίο, όταν απαιτείται, και την τήρηση όλων των μέτρων προστασίας σε κάθε κοινόχρηστο χώρο, ιδίως στους χώρους εργασίας, στις μεταφορές, στην εκπαίδευση.
Η νίκη της ανθρωπότητας με την εξάλειψη του ιού μπορεί να επιβληθεί μόνο από την εργατική τάξη με όπλα την κοινωνική αλληλεγγύη, την επιστήμη και τον καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό. Απέναντι σε αυτό, οι κυρίαρχες τάξεις αντιμετωπίζουν την πανδημία με τον καταναγκασμό, τη διολίσθηση σε φασιστικές πρακτικές, την ενίσχυση του ανορθολογισμού και τη λογική του «να μάθουμε να ζούμε με τον ιό».
κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ