[2023-07-19] Αυξήσεις δημοσίων υπαλλήλων
Αυξήσεις δημοσίων υπαλλήλων
ΜΑΣ ΔΙΝΟΥΝ ΤΑ ΨΙΧΟΥΛΑ, ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΡΒΕΛΙ
Αφού η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ κονταροχτυπήθηκαν για τις αυξήσεις που θα δώσουν στους Δημόσιους Υπαλλήλους πριν τις εκλογές, ήρθε η ώρα της αλήθειας . Η ΝΔ, ως κυβέρνηση πλέον, θα δώσει αυξήσεις κάτω από τον πληθωρισμό στους δημοσίους υπαλλήλους από το 2024!
Συγκεκριμένα, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πάρουν αύξηση κάτι λιγότερο από 70 ευρώ το μήνα, και επίσης αυξήσεις στα επιδόματα παιδιών (από 50 σε 70 ευρώ για ένα τέκνο, από 70 σε 120 ευρώ για δύο τέκνα, κτλ). Δεδομένου ότι με την αύξηση του εισοδήματος, αυξάνεται η φορολογία, τα καθαρά χρήματα που θα μπουν στην τσέπη ενός δημόσιου υπαλλήλου είναι γύρω στα 40 με 50 ευρώ από τις αυξήσεις μισθού και περίπου 15 ευρώ καθαρά για κάθε παιδί. Πρακτικά αυτό σημαίνει μεσοσταθμικές αυξήσεις για το 2024 που δεν ξεπερνούν το 4,5%, όταν μόνο το 2022, λόγω πληθωρισμού, ο πραγματικός μισθός του υπαλλήλου μειώθηκε κατά 7,4%.
Η κυβέρνηση σκοπεύει επίσης να αυξήσει κατά 30% τα επιδόματα θέσεων ευθύνης στους προϊσταμένους. Καθόλου περίεργη αυτή η προνομιακή μεταχείριση προς τους προϊσταμένους: η κυβέρνηση της ΝΔ θέλει να μετατρέψει το δημόσιο τομέα (δημόσια διοίκηση, δημόσια υγεία, δημόσια εκπαίδευση, κτλ) σε όργανο εφαρμογής αντιλαϊκών πολιτικών (κυρίως, της ιδιωτικοποίησης και της εφαρμογής της θέλησης των κεφαλαιοκρατών σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής). Για να το καταφέρει αυτό απαιτείται ένα πειθαρχημένο και υποταγμένο εργατικό δυναμικό. Οι προϊστάμενοι θα αναλάβουν το ρόλο των μάνατζερς που θα φέρουν σε πέρας αυτόν το στόχο και επομένως η κυβέρνηση θέλει να τους δώσει κίνητρο.
Για τους απλούς υπαλλήλους, αυτούς που βγάζουν όλη τη δουλειά και κρατάνε όρθια την κοινωνία –τους υπαλλήλους Υπουργείων, Δήμων, σχολείων, νοσοκομείων, κτλ – εκτός από τα ψίχουλα των αυξήσεων, η κυβέρνηση προωθεί την αξιολόγηση. Η αξιολόγηση είναι ο ψευδεπίγραφος τίτλος που δίνουν οι «άριστοι» της κυβέρνησης για την απαίτηση της πλήρους συμμόρφωσης των δημοσίων υπαλλήλων στην εφαρμογή της εγκληματικής πολιτική προς όφελος του κεφαλαίου. Ο/Η εκάστοτε «άριστος/η» Υπουργός Υγείας, που βαρύνεται με τα εγκλήματα των χιλιάδων νεκρών της πανδημίας και αυτών που πεθαίνουν στο δρόμο από έλλειψη ασθενοφόρων, θα έχει το δικαίωμα να αξιολογεί τους εργαζόμενους των νοσοκομείων στο κατά πόσο προωθούν τη εισβολή του ιδιωτικού κεφαλαίου στη δημόσια υγεία. Ο/Η εκάστοτε «άριστος/η» Υπουργός Παιδείας, που βαρύνεται με την κατακρεούργηση του μέλλοντος χιλιάδων παιδιών, θα αξιολογεί τους εκπαιδευτικούς για το κατά πόσο βρίσκουν χορηγούς για τα σχολεία και στέλνουν πελατεία στα ιδιωτικά κολέγια και (προσεχώς) πανεπιστήμια. Και ο/η εκάστοτε «άριστος/η» Υπουργός Εσωτερικών θα αξιολογεί τους υπαλλήλους της Δημόσιας Διοίκησης στο κατά πόσο ο δημόσιος τομέας γίνεται πιο φιλικός στην επιχειρηματικότητα και τους καπιταλιστές.
Δυστυχώς, οι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς δεν «βγαίνουν» με τους μισθούς τους, θα αποδεχτούν αυτές τις πενιχρές αυξήσεις περισσότερο με ανακούφιση παρά με οργή και αγωνιστική διάθεση να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο. Οι περισσότεροι έχουν αποδεχτεί την κατάργηση του 13ου-14ου μισθού, την απώλεια του μισθολογικού κλιμακίου για την περίοδο 2026-17, το γεγονός ότι οι υπάλληλοι κατηγορίας ΥΕ και ΔΕ έχουν μισθολογική εξέλιξη κάθε τρία χρόνια αντί για κάθε δύο, κτλ.
Η παραίτηση από αγώνες πατάει πάνω στην ήττα του κινήματος όλης της προηγούμενης δεκαετίας ενάντια στα μνημονιακά μέτρα. Οι συσχετισμοί που έχουν διαμορφωθεί εμποδίζουν την ανάπτυξη αγώνων. Αγώνας για ουσιαστική αύξηση των μισθών, επαναφορά 13ου-14ου μισθού, κατάργηση της «ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης», του ΕΝΦΙΑ, και όλα τα υπόλοιπα που έχουν κάθε λόγο να διεκδικούν οι δημόσιοι υπάλληλοι βρίσκουν μπροστά τους ένα ανυπέρβλητό εμπόδιο: η εφαρμογή τους απαιτεί την ανατροπή της κυβέρνησης της ΝΔ, την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής, και σε τελική ανάλυση την ανατροπή του μνημονιακού καθεστώτος στην Ελλάδα. Καμία όμως πολιτική ή συνδικαλιστική δύναμη δεν συνδέει τα δικαιολογημένα οικονομικά αιτήματα των δημοσίων υπαλλήλων με την πάλη για την εξουσία και την ανατροπή της σημερινής κατάστασης. Αυτό οδηγεί στην περαιτέρω παραίτηση, απογοήτευση και στις ατομικές πρακτικές.
Πάνω σε αυτήν την κατάσταση πατάει η κυβέρνηση για να εμφανίζει τις αυξήσεις-κοροϊδία στους δημόσιους υπαλλήλους ως σημαντική ενίσχυση τους εισοδήματος και φιλολαϊκή πολιτική, αλλά και για να εφαρμόσει την αντιδραστική αξιολόγηση και την ακόμα μεγαλύτερη διάλυση του ενιαίου μισθολογίου. Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση, που επιτρέπει στους επιχειρηματίες να έχουν κέρδη δισεκατομμυρίων (150 εταιρείες στο χρηματιστήριο είχαν αύξηση κερδών κατά 303% το 2022), αλλά η δημοσιονομική πειθαρχία δεν επιτρέπει αυξήσεις πάνω από ένα 50ευρω για τους δημόσιους υπάλληλους.
Μόνο η απειλή προς την αστική εξουσία μπορεί να δημιουργήσει πραγματικές νίκες για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα.
Προς μια τέτοια κατεύθυνση πρέπει να εργάζονται συστηματικά όλες οι συνδικαλιστικές και πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στα ταξικά συμφέροντα των εργαζομένων. Αυτό απαιτεί κάτι παραπάνω από έκδοση προκηρύξεων με τα δικαιολογημένα αιτήματα, όπως:
- Αυξήσεις 20% στου μισθούς – επαναφορά 13ου-14ου μισθού.
- Αποσύνδεση μισθού από την αξιολόγηση και την στοχοθεσία – ακώλυτη μισθολογική εξέλιξη – μισθολογική εξέλιξη για τους υπαλλήλους όλων των κατηγοριών στα 2 έτη.
- Κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και του ΕΝΦΙΑ – αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ με προσαύξηση 3.000 ευρώ για κάθε παιδί.
- Αγώνας για συλλογικές συμβάσεις και στο δημόσιο με μισθολογικά αιτήματα.
Απαιτεί την οργάνωση της πάλης για ενιαιοποίηση του αγώνα ανάμεσα σε όλα τα τμήματα των δημοσίων υπαλλήλων και τη σύνδεσή τους με τον αγώνα της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα.
Απαιτεί να υπάρχει ένα σωματείο σε κάθε χώρο εργασίας, ένα συνδικάτο για κάθε κλάδο της οικονομίας, μια ενιαία ΓΣΕΕ για όλους εργαζόμενους, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Απαιτεί συνδικάτα που δεν θα φοβούνται να βάλουν στόχους που ξεπερνάνε την απλή απαρίθμηση των οικονομικών αναγκών μας και θα στρέφονται κατευθείαν εναντίον της κυβέρνησης και του καπιταλισμού.
Απαιτεί πολιτικές δυνάμεις που παλεύουν σήμερα για την κατάκτηση της εξουσίας και διεκδικούν την ανατροπή του καπιταλισμού.
κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, www.anasyntaxi.gr
[2023-07-18] Πάρκο Δρακόπουλου
Την ώρα που καίγονται δάση στη μισή Αττική, ο Μπακογιάννης κόβει δέντρα στην καρδιά της Αθήνας.
Επίθεση των ΜΑΤ στους κατοίκους των Πατησίων που υπερασπίζονται το Πάρκο Δρακόπουλου
Επίθεση των ΜΑΤ σε κατοίκους των Πατησίων που υπερασπίζονται το Πάρκο Δρακόπουλου σημειώθηκε το βράδυ της Δευτέρας 17 Ιουλίου. Το γεγονός της αστυνομικής επίθεσης αποσιωπήθηκε από τα περισσότερα ΜΜΕ, ενώ όσα το ανέφεραν διαστρέβλωσαν τα γεγονότα παρουσιάζοντας τους συγκεντρωμένους σαν «άτομα» άγνωστης προέλευσης, ενώ πρόκειται για κατοίκους της περιοχής, και εμφανίζοντας ψευδώς τις αστυνομικές δυνάμεις να αμύνονται.
Η δημοτική αρχή Μπακογιάννη προσπαθεί να υλοποιήσει ένα έργο «αναμόρφωσης» του πάρκου, το οποίο προβλέπει την κοπή 90 δέντρων. Η αναμόρφωση του πάρκου εξυπηρετεί το σχέδιο ανέγερσης κτιρίου από τον Ερυθρό Σταυρό, στον οποίο θα παραχωρηθεί το πάρκο μετά από 8 χρόνια.
Η δημοτική αρχή Μπακογιάννη δεν φαίνεται να πείθει τους κατοίκους της περιοχής για τις καλές προθέσεις του και για τη χρησιμότητα του έργου. Κι αυτό παρά το λιβάνισμα του έργου από τα συστημικά ΜΜΕ, με πρώτο βιολί το site «e-nikos» του γνωστού αργυρώνητου δημοσιογράφου Χατζηνικολάου. Οι κινητοποιήσεις των κατοίκων συνεχίζονται με στόχο την ακύρωση της αναμόρφωσης.
Νέα συγκέντρωση πραγματοποιείται σήμερα στις 7:30.
[2023-07-09] Για τον σ. Στέργιο Παπαθεοδώρου
Για τον σ. Στέργιο Παπαθεοδώρου
Πριν λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή ο σ. Στέργιος Παπαθεοδώρου.
Ο σ. Στέργιος γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1967. Ο πατέρας του ήταν οικοδόμος, ενώ η μητέρα του πάσχιζε να αναστήσει στο σπίτι πέντε παιδιά, τους τρεις αδερφούς του και την αδερφή του.
Από μικρός μπήκε στη βιοπάλη. Τελείωσε Νυχτερινό Σχολείο, ενώ το πρωί δούλευε σε σούπερ-μάρκετ. Τελειώνοντας τη στρατιωτική θητεία, δούλεψε εργάτης-οικοδόμος, κατόπιν στο συνεταιρισμό ηλεκτρολόγων, στο συνεταιρισμό σιδηρουργών και πάλι στην οικοδομή.
Οργανώθηκε στην ΚΝΕ το 1988, και έκτοτε δεν υποχώρησε ποτέ από τον συνειδητό αγώνα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από την εκμετάλλευση και τη μισθωτή σκλαβιά. Αποχώρησε μαζί με άλλους συντρόφους από την ΚΝΕ το 1989 δηλώνοντας την αντίθεσή του στην συμμετοχή του κόμματος στις αστικές κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα.
Κατόπιν, οργανώθηκε στην Αριστερή Ανασύνταξη, και στην μετέξέλιξή της, την κομμουνιστική οργάνωση Ανασύνταξη.
Διατέλεσε για αρκετά χρόνια μέλος της Διοίκησης του Σωματείου Ιδιωτικών Υπαλλήλων και αντιπρόσωπος στο Εργατικό Κέντρο Τρικάλων και συμμετείχε με πρωταγωνιστικό ρόλο στην Αγωνιστική Πρωτοβουλία Εργαζομένων-Ανέργων. Το 2014 ήταν υποψήφιος για τη Δημοτική Κοινότητα Τρικάλων με το συνδυασμό Φυσάει Κόντρα για την Ανατροπή. Διακρίθηκε για τη συνέπειά του, την αγωνιστικότητά του, την ανιδιοτέλεια, την πίστη του στα ιδανικά της εργατικής τάξης και πάλεψε ακούραστα για την υλοποίηση της ιστορικής αποστολής της τάξης του, για μια κοινωνία χωρίς φτώχεια και εξαθλίωση, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, χωρίς ρατσισμό, χωρίς πολέμους.
Υπερασπίστηκε τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων, όπως για παράδειγμα, των καθαριστριών του Νοσοκομείου Τρικάλων ενάντια στην εκμετάλλευσή τους από τους εργολάβους. Ενάντια στην καταπάτηση των δικαιωμάτων τους, ενάντια στις απολύσεις και ενάντια στη βιομηχανία των δηλώσεων μετανοίας που έστησε ο εργολάβος.
Αντιπάλεψε το φασισμό και τους χρυσαυγίτες. Δεν δίστασε να τους καταγγείλει και ονομαστικά, όταν αυτοί ανέλαβαν μαζί με μπράβους να τρομοκρατήσουν εργαζόμενους που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους ενάντια σε ντόπιο καπιταλιστή.
Για τους αγώνες του, σύρθηκε αρκετές φορές στα Δικαστήρια από τους καπιταλιστές-εργολάβους και τα τσιράκια τους, χωρίς ούτε στιγμή να δειλιάσει, να μετανιώσει ή να λιγοψυχήσει.
Ο καπιταλισμός τού επιφύλαξε τη μοίρα που επιφυλάσσει στους προλετάριους. Έμεινε αρκετά χρόνια άνεργος μετά την έναρξη της κρίσης το 2010, προσπαθώντας να επιβιώσει με όποια ελάχιστα μεροκάματα, όπου τα έβρισκε. Αντιμετώπισε τα προβλήματα με το κεφάλι ψηλά, αλλά και το γνωστό, σε όσους τον ήξεραν, υπονομευτικό του χιούμορ. Παρά την πίεση της βιοπάλης, έβρισκε χρόνο να ασχολείται με τη φωτογράφιση τοπίων, το αγαπημένο του χόμπι.
Τα τελευταία χρόνια δούλευε σε γαλακτοβιομηχανία της περιοχής, φροντίζοντας ταυτόχρονα και τον μικρότερο αδερφό του, χωρίς ποτέ να αποκοπεί από τους αγώνες του κινήματος.
Ο σ. Στέργιος αποτελεί άξιο τέκνο της τάξης του, ένα από τα καλύτερα παραδείγματα εργάτη που συνειδητοποιεί την ιστορική αποστολή της τάξης του και την υπηρετεί με όλες του τις δυνάμεις.
Νέοι εργάτες και νέες εργάτριες, που θα βαδίζουν το δρόμο της ταξικής πάλης και του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, θα ανακαλύπτουν το παράδειγμά του, μαζί με κάθε άλλου επαναστάτη εργάτη και εργάτριας. Θα αποτελεί για αυτούς, όπως και για μας, τους συντρόφους του που τον γνωρίσαμε, φωτεινό παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς στον αγώνα, επιμονής και υπομονής απέναντι στις αντιξοότητες, ανυπόταχτης προλεταριακής συνείδησης, μέχρι την τελική νίκη της εργατικής τάξης, την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, την εγκαθίδρυση της προλεταριακής εξουσίας και μέχρι την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Σε ευχαριστούμε για όλα σύντροφε Στέργιο.
Καλό ταξίδι.
[2023-06-22] Το ναυάγιο και οι νεκροί μετανάστες στην Πύλο είναι έγκλημα του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κυβέρνησης
Το ναυάγιο και οι νεκροί μετανάστες στην Πύλο είναι έγκλημα του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κυβέρνησης
Για μια ακόμα φορά η Μεσόγειος έγινε υγρός τάφος για εκατοντάδες εργάτες, εργάτριες και τα παιδιά τους που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη. Άνθρωποι που τους κυνηγάει η φτώχεια και η εξαθλίωση του καπιταλισμού και οι πόλεμοι, δηλαδή, το άθλιο μέλλον που έχει προδιαγράψει για τις χώρες τους ο ιμπεριαλισμός. Αυτοί οι άνθρωποι ανήκουν στην παγκόσμια εργατική τάξη, στο πιο φτωχό, καταπιεσμένο κομμάτι της εργατικής τάξης.
Οι ιμπεριαλιστές, αφού έχουν ρημάξει τις χώρες τους, τους αντιμετωπίζουν ως φθηνό και υποταγμένο εργατικό δυναμικό για τις δικές τους ανάγκες. Γι’ αυτό μόνο ως σύγχρονους σκλάβους τους δέχονται στις χώρες τους. Και η ζωή των σκλάβων είναι φθηνή.
Στις ανεπτυγμένες χώρες, το σύνολο του πολιτικού προσωπικού γνωρίζει ότι η λύση του δημογραφικού προβλήματος (το οποίο αντιμετωπίζουν όλες αυτές οι χώρες) περνάει από την ενσωμάτωση μεταναστευτικών πληθυσμών.
Η μοναδική χώρα που δεν δέχεται μετανάστες και προσπαθεί να αυξήσει τον πληθυσμό της με «τις δικές της δυνάμεις», δηλαδή με αύξηση του δείκτη γεννητικότητας, είναι η Ουγγαρία, η οποία έχει πετύχει μια μικρή αύξηση του δείκτη από το 1,2 στο 1,6 τα τελευταία 10 χρόνια, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της να συνεχίζει να μειώνεται, έχοντας χάσει 1 εκατομμύριο τα τελευταία 40 χρόνια ή το 9% του πληθυσμού της (10,7 εκ. το 1981, 9,7 εκ. το 2020). Αυτό αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για το τι ΔΕΝ πρέπει να κάνεις για να αυξηθεί ο εγχώριος πληθυσμός.
Την απλή αυτή αλήθεια αποφεύγουν να την πουν δημόσια οι κρατικοί λειτουργοί και έτσι οι πολιτικές δυνάμεις συνεχίζουν να «πουλάνε φούμαρα» για «λύσεις του δημογραφικού» και σχετικά προγράμματα, που όμως δεν μπορούν να λύσουν τίποτα. Η πολιτική αυτή υποδαυλίζει την εχθρική στάση απέναντι στους μετανάστες. Οι καπιταλιστές χρειάζονται τη μετανάστευση, αλλά θέλουν οι μετανάστες να έρχονται «με σκυμμένο κεφάλι» κυνηγημένοι και φοβισμένοι, χωρίς δικαιώματα και χωρίς απαιτήσεις.
Οι Έλληνες καπιταλιστές, μικροί και μεγάλοι, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να προσλαμβάνουν μετανάστες ως φθηνό εργατικό δυναμικό για τις δουλειές που κανένας ντόπιος εργάτης με δικαιώματα δεν θα ανεχόταν να κάνει με τους όρους που έχουν επιβάλλει τα αφεντικά και έχουν καθαγιάσει σε επίσημη νομοθεσία οι ελληνικές κυβερνήσεις: άθλια μεροκάματα, μηδέν ασφάλιση, μηδέν μέτρα ασφάλειας και υγιεινής, και τη μόνιμη απειλή της φυλάκισης και της απέλασης.
Και το ελληνικό κράτος φροντίζει να επιβάλλει αυτήν την αντίληψη, την αντίληψη ότι ή θα σας πνίξουμε ή θα σας κρατήσουμε ως σκλάβους. Τους πνίγει στο Αιγαίο και τώρα και στο Ιόνιο. Πνίγει ακόμα και αυτούς που δεν θέλουν να περάσουν καν από την Ελλάδα, καθώς τα μέτρα από την πλευρά του Αιγαίου και του Έβρου τους σπρώχνουν να επιλέγουν πιο μακρινές και δύσκολες διαδρομές.
Το ναυάγιο στην Πύλο είναι έγκλημα του ελληνικού κράτους, του ελληνικού λιμενικού, που όχι μόνο άφησε αυτούς τους ανθρώπους να χαθούνε, αλλά είναι πιθανόν να προκάλεσε και το ίδιο το ναυάγιο, όπως φαίνεται από τα στοιχεία που βγαίνουν στην επιφάνεια, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης και του γνωστού Ντογιάκου να επιβάλλουν πλήρη σιωπή.
Άθλιοι διακινητές είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Αυτοί ρήμαξαν τις χώρες από όπου προέρχονται οι πρόσφυγες.
Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη και προσωπικά ο ίδιος και οι υπουργοί του, βαρύνονται με το αίμα των χιλιάδων νεκρών της πανδημίας, των νεκρών των εργατικών ατυχημάτων, των νεκρών των Τεμπών και των νεκρών μεταναστών στα νερά της Μεσογείου.
Και κάποτε απέναντι στην παγκόσμια εργατική τάξη αυτά τα τομάρια θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους.
Για να φτάσουμε σ’ αυτή την στιγμή, οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει να ξεκόψουν μια και καλή από τον μικροαστικό φιλανθρωπισμό και την υποταγή στην αστική τάξη.
Δεν μπορεί το δήθεν «κόμμα της εργατικής τάξης», το ΚΚΕ, και η ηγεσία του να καταγγέλλουν γενικά τον καπιταλισμό, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ αλλά να μην τολμούν να ψελλίσουν μια κουβέντα ενάντια στην κυβέρνηση του Μητσοτάκη.
Η Αριστερά έχει ξεκόψει από την ουσία της επαναστατικής πολιτικής: την πάλη για την εξουσία, για τη δημιουργία προλεταριακής εξουσίας στην Ελλάδα και στον κόσμο.
Γι’ αυτό μόνο αμήχανα και συναισθηματικά μπορεί να αντιμετωπίσει τις ήττες που δέχεται η παγκόσμια εργατική τάξη, και μια τέτοια ήττα είναι και το ναυάγιο της Πύλου και οι νεκροί του, όσο οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί του παραμένουν ατιμώρητοι.
-Άσυλο και ασφαλή διέλευση για τους μετανάστες.
-Πλήρη πολιτικά δικαιώματα για κάθε μετανάστη που συμπληρώνει 6 μήνες εργασίας στην Ελλάδα.
κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, www.anasyntaxi.gr
[2023-06-11] Εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 21ης Μάη
Εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 21ης Μάη
Α. Τα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μάη
1. Οι εκλογές της 21ης Μάη χαρακτηρίστηκαν από τον ανεπανάληπτο θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας. Ανεπανάληπτος, καθώς, για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση, κόμμα που ήδη κυβερνάει καταφέρνει μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων να αυξήσει τις ψήφους του (+150.000 ψήφοι) και τα ποσοστά του (+0,95%). Επίσης, γιατί αυτό το –πρωτοφανές στα χρόνια της μεταπολίτευσης αποτέλεσμα– συμπίπτει με το σπάνιο γεγονός της εκλογικής καθίζησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και βασικού διεκδικητή της κυβέρνησης.
Με βάση τα στοιχεία, η νίκη της ΝΔ δεν οφείλεται –όπως το 2019– στην αποσυσπείρωση της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και την αυξημένη αποχή στις εργατικές περιοχές. Στις 21 Μάη, η –παλιά πλέον– εκλογική «βάση» του ΣΥΡΙΖΑ πήγε στην κάλπη και ψήφισε άλλα κόμματα και κατά προτεραιότητα Νέα Δημοκρατία. Η πρωτιά της ΝΔ στην Β’ Πειραιά, με πρωτιά σε όλους τους δήμους της περιοχής και διαφορά 16% από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι χαρακτηριστική.
2. Στις κάλπες πήγαν 291.000 παραπάνω ψηφοφόροι σε σχέση με τον Ιούλιο του 2019, αν και οι εγγεγραμμένοι ήταν λιγότεροι κατά 39.432 στους απηρχαιωμένους εκλογικούς καταλόγους που περιλαμβάνουν εκατοντάδες χιλιάδες αποβιώσαντες. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, η αποχή κινήθηκε στο 39%. Με βάση, όμως, τα πραγματικά δημογραφικά στοιχεία της απογραφής του 2021, η αποχή υπολογίζεται κοντά στο 31% και η συμμετοχή περίπου στο 69%.
Παρά την αύξηση των ψηφισάντων κατά 291.000, είχαμε μόνο 253.000 παραπάνω έγκυρα ψηφοδέλτια, καθώς τα άκυρα αυξήθηκαν κατά 46.000, φτάνοντας τα 123.484 (2,04% των ψηφισάντων). Αντίθετα, είχαμε μείωση στα λευκά κατά περίπου 8.000. Το ποσοστό των άκυρων ψηφοδελτίων είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί από τότε που υπάρχουν στοιχεία που καταχωρούν χωριστά τα λευκά και τα άκυρα (από το 2004) και συνδέεται με την απαγόρευση ορισμένων κομμάτων της άκρας δεξιάς.
Η δεξιά μαζί με την άκρα δεξιά συγκεντρώνουν πάνω από 3 εκατομμύρια ψήφους και 51,29%, ποσοστό που είναι το μεγαλύτερο από το 1974. Αν σε αυτό αθροίσουμε δεξιόστροφα ψηφοδέλτια με πατριωτικές ως εθνικιστικές θέσεις και εμπλοκή με το αντιεμβολιαστικό κίνημα, όπως η Συμμαχία Ανατροπής και η Πλεύση Ελευθερίας, το ποσοστό ξεπερνάει το 55%. Το 2019, η δεξιά συνολικά (μαζί με την άκρα δεξιά) κατέγραφε σχεδόν 48% και το 2015 μόλις 34%.
Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ πάνε κατά προτεραιότητα στη ΝΔ, η οποία έχει απώλειες προς τα δεξιότερα κόμματα. Η ΝΔ πέφτει σχεδόν σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, όπου εμφανίζεται ενισχυμένη η Ελληνική Λύση και η ΝΙΚΗ.
Οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να συγκεντρώνονται κάπου, δηλαδή να υπάρχει ένας κύριος υποδοχέας των απωλειών του. Οι ψηφοφόροι του διασκορπίζονται από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μέχρι την Αριστερά.
Η Αριστερά στο σύνολό της παίρνει 632.000 ψήφους, από 547.000 το 2015, και 10,71%, από 9,68%. Στο συνολικό αποτέλεσμα αθροίζεται η σημαντική άνοδος του ΚΚΕ, με τη μικρή άνοδο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και την πτώση της συνεργασίας ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ κατά 55.000 ψήφους (σε σύγκριση με τις ψήφους που είχαν χωριστά το 2019).
Τα κόμματα που διεκδικούν την πολιτική εκπροσώπηση του 61% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015 μετά βίας ξεπερνάνε το 25% (αν θεωρήσουμε ότι το μονοπρόσωπο «κόμμα» της Κωσταντοπούλου διεκδικεί και αυτό την εκπροσώπηση του ΟΧΙ), από 37% το 2019 και 39% το 2015.
Από τα αριθμητικά δεδομένα, είναι σαφής η μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά κόμματα.
Β. Αποτίμηση
3. Από το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου, όπως και από το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών, της 25ης Ιουνίου, η εργατική τάξη, ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία, δεν είχαν και εξακολουθούν να μην έχουν, τίποτα το θετικό να περιμένουν σε σχέση με τη βελτίωση της ζωής τους και την ικανοποίηση των αιτημάτων και διεκδικήσεών τους. Αντίθετα, το μόνο που μπορούν να περιμένουν είναι η επισφράγιση της ήττας των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που είπαν ΟΧΙ στα μνημόνια και αντιστάθηκαν στις μνημονιακές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, διεκδικώντας την ανατροπή τους.
Είχαμε από πολύ νωρίς επισημάνει ότι η υποχώρηση και ο συμβιβασμός με τις μνημονιακές δυνάμεις και η υιοθέτηση των επιχειρημάτων τους για το τέλος του κόσμου, αν δεν ψηφιζόταν νέα συμφωνία με την Τρόικα και νέο μνημόνιο, με την ταυτόχρονη απουσία της επαναστατικής πρότασης –της μόνης βιώσιμης εναλλακτικής πρότασης– από την πλευρά των δυνάμεων εργατικής αναφοράς, οδήγησε στην ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του βασικού κόμματος της αστικής τάξης, της Ν.Δ. Αυτή η απλή αλήθεια επιβεβαιώθηκε στις εκλογές και θα επιβεβαιωθεί, όπως όλα δείχνουν, και στις επόμενες.
Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι μια ακόμα εκδήλωση της γενικότερης ήττας του εργατικού κινήματος από το μνημονιακό καθεστώς. Εκδήλωση της ίδιας ήττας ήταν και η ανέφελη πρώτη τετραετία Μητσοτάκη, χωρίς σημαντικές αντιστάσεις και κινητοποιήσεις, με την εξαίρεση των δύο πανεργατικών απεργιών το Μάρτη του 2023, μετά το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη.
Ο κύριος λόγος της νίκης της ΝΔ είναι η απουσία άλλης πολιτικής πρότασης. Τα κόμματα που έχουν δεσμευτεί στο μνημονιακό πλαίσιο δεν μπορούν να έχουν άλλο πρόγραμμα πέρα από αυτό της ΝΔ, με κάποιες πινελιές κοινωνικής ευαισθησίας. Αυτό έγινε φανερό μετά το γεγονός των Τεμπών, όταν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσαν να ψελλίσουν τίποτε διαφορετικό από αυτό που έλεγε η κυβέρνηση (διερεύνηση από τη δικαιοσύνη, τιμωρία των ενόχων, ολοκλήρωση της τηλεδιοίκησης).
Ο δεύτερος λόγος είναι η διαχείριση από την κυβέρνηση της δημοσιονομικής χαλάρωσης και των έκτακτων ενισχύσεων της ΕΕ, που της έδωσε τη δυνατότητα να «μοιράσει χρήμα» και να δημιουργήσει μια ζωηρή αντίθεση με την περιοριστική πολιτική του 2015-2019. Μπόρεσε, δηλαδή, να εφαρμόσει μια επιδοματική πολιτική, την οποία καταδίκαζε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Τμήμα της εργατικής τάξης επέλεξε τη ΝΔ, επιβραβεύοντας αυτήν την «κεϋνσιανή» πλευρά της πολιτικής της και όχι το συνολικό φιλελεύθερο αφήγημά της.
Και ο τρίτος βασικός λόγος είναι ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα δεν έχει πλέον άλλο κυβερνητικό κόμμα και στοιχίζεται κυρίως πίσω από τη ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ, μετά την κατάρρευση του 2012, δεν αποτελεί κυβερνητική λύση, αν και προσπαθεί να ξανακερδίσει την παλιά θέση του στο αστικό κομματικό σύστημα και στο τραπέζι των ολιγαρχών, ποντάροντας στην εμπειρία του και στην άνευ όρων υποταγή του στους κεφαλαιοκράτες. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που έδωσε «γη και ύδωρ» στην αστική τάξη, φέρει πάντα το στίγμα του 2015, δηλαδή του κόμματος που απείλησε να τινάξει στον αέρα βασικές κατακτήσεις των ελλήνων κεφαλαιοκρατών και έφερε τη χώρα ένα βήμα πριν τον εμφύλιο, αναγκάζοντας την αστική τάξη και τους μηχανισμούς της να προετοιμάζουν πραξικόπημα. Επίσης, είναι ένα κόμμα που δεν μπορεί να αντέξει τη διαχείριση μιας νέας κρίσης, καθώς δεν έχει το πολιτικό δυναμικό, δεν έχει οργανωτικό βάθος και δεν μπορεί να ελέγξει την εκλογική του βάση. Η στήριξη της αστικής τάξης στη ΝΔ μεταφράζεται σε στήριξη χωρίς όρια των ΜΜΕ προς την κυβέρνηση και σε σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα στο κυβερνητικό κόμμα, καθώς η –μικρή και μεγάλη– αστική τάξη, παρόλο που είναι κοινωνική μειοψηφία, έχει δυσανάλογα μεγάλη ισχύ και πολιτική επιρροή που περιλαμβάνει και τμήματα της εργατικής τάξης.
Το πολιτικό πλεονέκτημα της ΝΔ προέκυψε μέσα από την πολιτική σύγκρουση της μνημονιακής περιόδου. Στη σύγκρουση αυτή, η Δεξιά (με την ευρεία έννοια) υποστήριξε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση πέρα από τη βάρβαρη ταξική πολιτική που συμπυκνώθηκε στον όρο «μνημόνιο». Και η Αριστερά –στη συντριπτική της πλειοψηφία– υποστήριξε ότι υπήρχε δυνατότητα άλλης φιλολαϊκής πολιτικής παρά την κρίση και τη χρεοκοπία. Η σύγκρουση αυτή έληξε με θρίαμβο της Δεξιάς και συντριπτική ήττα της Αριστεράς, τόσο στην «κυβερνητική» εκδοχή που εκπροσώπησε ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στις κινηματίστικες εκφράσεις της ίδιας αντίληψης, όπως ότι «το κίνημα μπορεί να ανατρέψει τα μνημόνια», που είναι στην ουσία άλλες εκδοχές της ίδιας θέσης, ότι δηλαδή είναι δυνατόν να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική εν μέσω κρίσης και κρατικής χρεοκοπίας.
Η Νέα Δημοκρατία πάτησε στο μεγάλο πολιτικό της πλεονέκτημα και εκπροσώπησε την κανονικότητα και τη σταθερότητα. Στις 21 Μάη, ψηφίστηκε η σταθερότητα και τα κόμματα που την εκπροσωπούσαν και καταψηφίστηκαν τα κόμματα που ταυτίστηκαν με την αστάθεια και τις πολιτικές περιπέτειες. Φυσικά, σταθερότητα και κανονικότητα στον καπιταλισμό σημαίνει υποταγή της εργατικής τάξης στις ανάγκες του κεφαλαίου.
Αυτό ακριβώς εκφράζεται και στα οικονομικά στοιχεία που ευνοούν τη Νέα Δημοκρατία και τη διακυβέρνηση της χώρας από αυτήν. Πράγματι, η ελληνική οικονομία παρουσίασε μια σχετική (έμφαση στο σχετική) ανάκαμψη στα χρόνια διακυβέρνησης από τη ΝΔ. Ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ την περίοδο 2019-2023 (1,8%) ήταν τριπλάσιος από ό,τι την περίοδο 2014-2018 (0,5%), και είναι υψηλότερος και από τον μέσο όρο της ΕΕ (1,3%). Οι επενδύσεις ανέκαμψαν επίσης: από ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 0,7% την περίοδο 2014-2018 έφτασαν στο 7,7% την περίοδο 2019-2022, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός στην ΕΕ έπεσε στα αντίστοιχα διαστήματα από 3,6% στο 2,2%. Ακόμα κι αν ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων είναι σε μη παραγωγικούς τομείς που δεν παράγουν άμεσα νέα υπεραξία (τουρισμό, ακίνητα)· ακόμα κι αν οι επενδύσεις ξεκινάνε από ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ· ακόμα κι αν η ελληνική οικονομία παραμένει κατά 20% μικρότερη σε σχέση με τα προ της οικονομικής κρίσης του 2009-2010 επίπεδα· ακόμα κι αν τα ποσοστά ανεργίας και χρέους είναι τα υψηλότερα στην ΕΕ· ακόμα κι αν ισχύουν όλα τα παραπάνω, η ΝΔ στηρίζεται σ’ αυτήν την σχετική βελτίωση της οικονομίας για να κτίσει τις πολιτικές και κοινωνικές της συμμαχίες με στρώματα της μεγάλης και μικρής αστικής τάξης αλλά ακόμα και με στρώματα της εργατικής τάξης. Φυσικά, όπως είπαμε, καμιά τέτοια ανάκαμψη δεν θα ήταν δυνατή, αν δεν είχε πρώτα ηττηθεί η εργατική τάξη και το κίνημά της. Δηλαδή, αν δεν είχαν επιβληθεί τα μέτρα ελαστικοποίησης της εργασίας, απελευθέρωσης των απολύσεων, ιδιωτικοποιήσεων, ελέγχου και καταστολής της συνδικαλιστικής δράσης της περιόδου ψήφισης και εφαρμογής των μνημονίων. Αυτή είναι η ουσία του «Σταθερά, Τολμηρά, Μπροστά», του κεντρικού συνθήματος της ΝΔ.
4. Σημαντικός λόγος της συνολικής μετατόπισης προς τα δεξιά, είναι η ατζέντα της περασμένης τετραετίας και το πώς απαντήθηκαν τα ζητήματα που προέκυψαν από τις πολιτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα της Αριστεράς.
Στον πόλεμο της Ουκρανίας, ελάχιστες ήταν οι δυνάμεις της Αριστεράς που δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να καταγγείλουν τη Ρωσία, ακόμα κι όταν απέδιδαν τη βασική ευθύνη στο ΝΑΤΟ. Μια τέτοια στάση, όμως, οδηγεί σε εγκλωβισμό στον ευρύχωρο εθνικό φιλοΝΑΤΟικό μέτωπο. Μια δύναμη της Αριστεράς σε ΝΑΤΟική χώρα πρέπει να στρέψει τα πυρά της στο δικό της στρατόπεδο.
Ανάλογη –και χειρότερη– ήταν η στάση μεγάλου μέρους της Αριστεράς και στην περίοδο της έντασης στο Αιγαίο. Τα ψέματα της αστικής τάξης που βάφτιζε ελληνική ΑΟΖ μια τεράστια περιοχή για την οποία δεν υφίσταται καμία συμφωνία, δεν βρήκαν ισχυρή αντίσταση. Ακόμα και δυνάμεις της υποτιθέμενης «ριζοσπαστικής» ή «αντισυστημικής» αριστεράς, στοιχήθηκαν πίσω από το εθνικό αφήγημα, μιλώντας για ελληνικά «κυριαρχικά δικαιώματα» σε περιοχές που τέτοια δικαιώματα δεν υφίστανται.
Ακόμα πιο άθλια ήταν η στάση του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς στο μακεδονικό ζήτημα, που και αυτό αποτέλεσε θέμα της περασμένης τετραετίας. «Ανακαλύφθηκε» αλυτρωτισμός στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας και αμφισβητήθηκε ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός «Μακεδόνες». Το ΚΚΕ, μάλιστα, προσπάθησε να στηρίξει τη θέση για την ανυπαρξία «μακεδονικού έθνους» με μια κατάπτυστη σειρά άρθρων στο Ριζοσπάστη, φτύνοντας κατάμουτρα την ίδια την ιστορία του ΚΚΕ και ξερνώντας εθνικιστικό δηλητήριο στους τάφους των χιλιάδων αγωνιστών του ΔΣΕ που δήλωναν εθνικά Μακεδόνες.
Τέλος, την περίοδο της πανδημίας, κυριάρχησαν φιλελεύθερες και νεοσυντηρητικές αντιλήψεις και στους χώρους της Αριστεράς, δημιουργώντας χώρο για ανορθολογικές–ψευδοεπιστημονικές αντιλήψεις, που πλέον έχουν και εκλογική έκφραση, διεκδικώντας είσοδο στη Βουλή.
Με αυτήν τη στάση της Αριστεράς, δεν είναι περίεργο που βασικές θέσεις της άκρας δεξιάς συναντούν ευρύτερη αποδοχή, όπως φάνηκε και στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Γ. Το νέο πολιτικό σκηνικό
5. Το αποτέλεσμα της 21ης Μάη αποτυπώνει ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Από το σύστημα του δικομματισμού και τον ανταγωνισμό δύο κομμάτων για την κυβέρνηση, βρισκόμαστε πλέον στο μοντέλο του «κυρίαρχου κόμματος», με ένα βασικό κυβερνητικό κόμμα και πολλά μικρότερα αντιπολιτευόμενα που μπορεί και να συμμετέχουν στην κυβέρνηση κατά περίπτωση.
Κυρίαρχο κόμμα είναι φυσικά η Νέα Δημοκρατία, στην οποία είναι πλέον απόλυτα κυρίαρχη η φιλελεύθερη πτέρυγα, ενώ η πλευρά της «λαϊκής δεξιάς» και των λεγόμενων «καραμανλικών» έχει περιθωριοποιηθεί. Η σημερινή κυρίαρχη πτέρυγα της ΝΔ έχει αποδειχθεί ικανότερη και διορατικότερη και γι’ αυτό είναι και πιο επικίνδυνη για την εργατική τάξη και το κίνημά της. Στην προηγούμενη κρίση, πήρε θέση υπέρ της στήριξης του πρώτου μνημονίου από τη ΝΔ, θέση που η Ντόρα Μπακογιάννη έφτασε στα άκρα υπερψηφίζοντας το μνημόνιο και αποχωρώντας από τη ΝΔ. Η θέση αυτή αποδείχθηκε πιο διορατική από αυτήν του Σαμαρά, που έχοντας θέση το «να μην αφήσουμε το πεζοδρόμιο στην Αριστερά», έριξε τελικά λάδι στη φωτιά του κινήματος.
Το αποτέλεσμα είναι καταδικαστικό για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αντιμετωπίζει δομικό–στρατηγικό πρόβλημα, το οποίο δεν μπορεί να κατανοήσει, ούτε φυσικά να το λύσει. Είναι πλέον δεδομένο ότι δεν πρόκειται να ξανακερδίσει εκλογές. Η συζήτηση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, από μέλη και ψηφοφόρους κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δείχνει αδυναμία κατανόησης του αποτελέσματος και χαρακτηρίζεται από οργή για τη λαϊκή ψήφο και από προσβλητικούς χαρακτηρισμούς για τους ψηφοφόρους (κυρ Παντελήδες, «κοιτάνε την πάρτη τους», κ.λπ.).
Θα βοήθαγε ίσως τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να θυμηθούν ότι το 2015 ήταν πολλά τα –σημερινά προβεβλημένα– στελέχη τους που «κοίταξαν την πάρτη τους» και δεν δίστασαν καθόλου να προδώσουν τους συντρόφους τους μαζί με αρχές και αξίες, εξασφαλίζοντας τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και το επαγγελματικό τους μέλλον, αποκτώντας ένα «βαρύ» βιογραφικό με έναν βαρύγδουπο τίτλο, όπως «Υπουργός», «Γενικός Γραμματέας Υπουργείου» ή «Σύμβουλος». Ειδικότερα, ας προσέξουν τα νεότερα –και προβεβλημένα από τα ΜΜΕ– στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς δεν θα είναι περίεργο να επιδιώξουν να συνεχίσουν την καριέρα τους σε άλλους πολιτικούς χώρους, τώρα που τα πράγματα δυσκολεύουν για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΠΑΣΟΚ επιβίωσε χάρη σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Κυρίως λόγω της δικτύωσής του στο συνδικαλιστικό κίνημα και στους ΟΤΑ, αλλά και επειδή δεν χρειάστηκε να «βάλει πλάτη» στον σχηματισμό κυβέρνησης ούτε το 2015, ούτε το 2019, πράγμα που θα ήταν καταδικαστικό για το μέλλον του. Δύσκολα θα μπορέσει να ανταγωνιστεί τη ΝΔ και δεν μπορεί να προσδοκά τίποτε άλλο από το ρόλο του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου σε κάποια δύσκολη φάση, καθώς έχει το ίδιο προγραμματικό πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ κατάφερε να ξεκολλήσει από τα όρια της εκλογικής πανωλεθρίας του 2012, ανακτώντας τμήμα των ψηφοφόρων του. Η ικανοποίηση μελών και στελεχών του είναι κατανοητή, αλλά οι δημόσιοι πανηγυρισμοί τη νύχτα των εκλογών, την ώρα που η δεξιά κατέγραφε το καλύτερο αθροιστικά ποσοστό της μετά το 1974, είναι ακατανόητοι και δείχνουν απέραντη ανοησία. Είναι αξιοπρόσεχτη η διακριτική του μεταχείριση από τα ΜΜΕ, καθώς φάνηκε να έχει ασυλία στα δύσκολα ερωτήματα (π.χ., απλή αναλογική που ήταν κάποτε πάγια θέση του, εθνικά θέματα, πόλεμος), ενώ ακόμα και το αντικομμουνιστικό μένος ορισμένων στελεχών της ΝΔ δεν εκδηλωνόταν ποτέ απέναντι σε στελέχη του ΚΚΕ, αλλά μόνο σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές της 25ης Ιούνη έχει εξασφαλισμένη κοινοβουλευτική παρουσία και από αυτήν την άποψη είναι μια ασφαλής επιλογή ψήφου διαμαρτυρίας για όσους θέλουν να περιορίσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ, ψηφίζοντας Αριστερά.
Το ΜΕΡΑ25 παρόλο που ήταν το μοναδικό κόμμα που κατέθεσε πολιτική κυβερνητική πρόταση άμεσης εφαρμογής, κατέγραψε ένα πολύ κακό αποτέλεσμα. Ο μηχανισμός των ΜΜΕ το ταύτισε με την πολιτική αστάθεια που σε αυτήν την εκλογική μάχη ήταν συνταγή αποτυχίας. Δεν κατάφερε, επίσης, να πείσει τον κόσμο της Αριστεράς με αυτό που πρόβαλε σαν βασικό του όπλο, το πρόγραμμά του, που όμως δεν ήταν συνεκτικό, αλλά με αντιφάσεις και κενά. Στις 25 Ιούνη δίνει μια πολύ δύσκολη μάχη επιβίωσης. Η ενδεχόμενη είσοδός του στη Βουλή, θα στερήσει 4 με 5 έδρες από τη ΝΔ και πιθανώς και την αυτοδυναμία, στην περίπτωση που ταυτόχρονα με το ΜΕΡΑ25 μπουν στη Βουλή τόσο η Πλεύση Ελευθερίας, όσο και η θρησκόληπτη ΝΙΚΗ. Πέρα από την πίεση των ΜΜΕ, σε αυτές τις εκλογές θα έχει να αντιμετωπίσει και την πίεση των δημοσκοπήσεων, που μπορεί να λειτουργήσουν σαν «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», δημιουργώντας αμφιβολίες για την αξία μιας ψήφου που μπορεί να καταλήξει να αθροίζεται στις ψήφους εκτός Βουλής.
Η εντυπωσιακή επίδοση της Πλεύσης Ελευθερίας διαμόρφωσε δυναμική εισόδου στη Βουλή για αυτό το προσωποκεντρικό μόρφωμα, το οποίο δεν έχει ούτε όργανα, ούτε οργανώσεις, αλλά ούτε και διαδικασίες. Το αβαντάρισμα από τα ΜΜΕ –που κατηγορούν το ΜΕΡΑ25 σαν προσωποκέντρικό κόμμα, αλλά δεν φαίνεται να έχουν τέτοιες ευαισθησίες για το κόμμα της Κωσταντοπούλου– δείχνει ότι δεν ενοχλεί το «σύστημα Μητσοτάκη» μια τέτοια παρουσία στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Με υποψήφιους χωρίς πολιτική εμπειρία και χωρίς σχέση με το κίνημα, αναμένουμε μια κοινοβουλευτική ομάδα του τύπου «Η Ζωή και οι 7 νάνοι», που θα προσφέρεται για λεηλασία βουλευτών, αν η ΝΔ χρειαστεί, π.χ., μερικές κρίσιμες ψήφους για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κατέγραψε μια μικρή ενίσχυση σε εκλογές που προσφέρονταν για ψήφο διαμαρτυρίας. Η κάθοδος τους στις επόμενες εκλογές μπορεί να έχει ένα νόημα για την πολιτική τους επιβίωση (στο περιθώριο όμως της ταξικής πάλης), αλλά δεν έχει να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό, στο βαθμό που δεν υπάρχει καμιά κριτική αποτίμηση της μέχρι τώρα δράσης τους, στην ανασυγκρότηση της προλεταριακής πολιτικής, και πολύ περισσότερο στην ανάσχεση της δυναμικής της ΝΔ και τον περιορισμό της κοινοβουλευτικής της αυτοδυναμίας, στο βαθμό που αυτό είναι ένα ζητούμενο για τις επόμενες εκλογές.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξακολουθεί να προβάλει ένα ασαφές «αντικαπιταλιστικό» πρόγραμμα, το οποίο επιμένει ότι μπορεί να αρχίσει να κατακτιέται από σήμερα, καθώς «στο σύνολό [...] μπορεί να το υλοποιήσει η εξουσία και η κυβέρνηση των εργαζόμενων», χωρίς να διευκρινίζει τι μπορεί να κατακτηθεί σε περιβάλλον αστικής κυριαρχίας και τι από «την εξουσία και την κυβέρνηση των εργαζομένων» στο μέλλον. Στην προσπάθεια να απαντηθεί η πίεση που της ασκείται για το γεγονός ότι δεν έχει πολιτική πρόταση, στην Εργατική Αλληλεγγύη της 2/6, δημοσιεύτηκε άρθρο του Α. Χάγιου με τίτλο «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πρόταση εξουσίας που δεν είναι κυβερνητική». Στο άρθρο επαναλαμβάνεται ο τίτλος: «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πρόταση εξουσίας που δεν είναι κυβερνητική γιατί γνωρίζει πως ό,τι κατέκτησε ο λαός μας δεν έγινε από κυβερνήσεις [...]», επιμένοντας σε μια γραμμή αριστερού κινηματισμού και αποχής από τη διεκδίκηση της εξουσίας.
Φυσικά, δεν υπάρχει πρόταση εξουσίας που δεν είναι και κυβερνητική πρόταση. Η κατάκτηση της εξουσίας συνεπάγεται και την κατάκτηση της κυβέρνησης. Και σε σχέση με αυτά που «κατέκτησε ο λαός μας», πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν. Π.χ., ο αρθρογράφος εντάσσει και το 8ωρο σε αυτά που «κατέκτησε ο λαός μας»; Μήπως αυτή η κατάκτηση διευκολύνθηκε από το ότι μια επαναστατική κυβέρνηση στη Ρωσία το θεσμοθέτησε πρώτη;
Σε προγραμματική αφωνία και μάλιστα εκούσια κινείται και ο μαοϊκός χώρος, ο οποίος κατηγορεί όποια δύναμη καταθέτει πολιτικό πρόγραμμα ότι είναι ρεφορμιστική και δημιουργεί αυταπάτες, όμως σταθερά προβάλει (και καλά κάνει) τα συνθήματα «Έξω από την ΕΕ» και «Έξω από το ΝΑΤΟ», που είναι βασικά στοιχεία ενός πολιτικού προγράμματος. Κατά τα άλλα, επιμένει σταθερά στην επίκληση της αντίστασης με κείμενα και αφίσες που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί 10, 20 ή και 40 χρόνια πριν, απλά αλλάζοντας τα ονόματα και τις χρονολογίες.
Το ενδιαφέρον σύνθημα για μια κυβέρνηση των εργαζομένων επιλέγει σταθερά η ΟΚΔΕ στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις και αποτελεί τη μόνη δύναμη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που συμμετείχε στις εκλογές και μπορεί να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στο διάλογο της Αριστερας. Το ερώτημα που προκύπτει είναι, αν αυτό το σύνθημα είναι αντίστοιχο με ένα εκλογικό κατέβασμα που δεν ξεπερνάει τις 2.000 ψήφους. Ίσως, οι σύντροφοι της ΟΚΔΕ να θεωρούν ότι δεν υπάρχει κάποια άλλη τακτική να ακολουθήσουν, αν κρίνουμε από το ότι σε ένα πιο ευνοϊκό πεδίο, όπως αυτό των δημοτικών εκλογών, το σύνθημα που επιλέγουν τα ψηφοδέλτια της ΟΚΔΕ είναι απόλυτα σωστό («Να μετατρέψουμε τους Δήμους σε όργανα πάλης»), χωρίς όμως και πάλι να απευθύνονται στις δυνάμεις της Αριστεράς για ένα πλατύτερο ψηφοδέλτιο, που θα μπορούσε να κάνει το σύνθημα αυτό πράξη, καταλήγοντας και πάλι σε ένα πολύ μειοψηφικό αποτέλεσμα.
Η κατάσταση που επικρατεί στο στρατόπεδο των κομμουνιστικών δυνάμεων και των δυνάμεων εργατικής αναφοράς είναι ίσως το πιο κρίσιμο πολιτικό ζήτημα για το επόμενο διάστημα, από την σκοπιά της συγκρότησης μιας νικηφόρας αντεπίθεσης από την πλευρά της εργατικής τάξης. Το βασικό δυναμικό των πολιτικών δυνάμεων που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη, ακόμα και κομμουνιστικές δυνάμεις, έχουν «λησμονήσει» εντελώς την ουσία της προλεταριακής πολιτικής. Η ταξική πάλη είναι συνειδητή πάλη για την εξουσία. Χωρίς συνειδητοποίηση αυτού του στόχου, χωρίς καθημερινή προσπάθεια για την εξουσία, δεν έχουμε πάλη ταξική, έχουμε τα πρώτα αδύναμα έμβρυά της, δεν έχουμε προλεταριακή πολιτική, αλλά συρρίκνωσή της σε πολιτική στα πλαίσια του συστήματος, πολιτική για μεταρρυθμίσεις, δηλαδή, αστική εργατική πολιτική. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το πλαίσιο της αστικής εργατικής πολιτικής, συνεχίζει να βουλιάζει η πλειοψηφία των κομμουνιστικών δυνάμεων, παρά τις διαβεβαιώσεις τους για το αντίθετο.
6. Το αποτέλεσμα –όπως και κάθε εκλογικό αποτέλεσμα– αποτυπώνει αυτά που έχουν προηγηθεί, αλλά και καθορίζει σε κάποιο βαθμό αυτά που θα συμβούν. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα είναι αποτύπωση της ήττας της μνημονιακής δεκαετίας, αλλά συνιστά και μια ακόμα ήττα για την εργατική τάξη. Το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιούνη δεν μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό, ωστόσο είναι μια μάχη που πρέπει να δοθεί στο πλάι όσων θα παλέψουν για να αποτρέψουν τον σχηματισμό μιας παντοδύναμης μνημονιακής κυβέρνησης. Φυσικά, καμία ήττα δεν διαρκεί για πάντα και ούτε η εργατική τάξη μπορεί ποτέ να ενσωματωθεί ή να πάψει να αγωνίζεται. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι χιλιάδες εργαζόμενοι που ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015 και ψήφιζαν κόμματα που ήταν ή δήλωναν τοποθετημένα στην Αριστερά, μετατοπίστηκαν σε δεξιά ψήφο. Είναι οι ίδιοι που θα αναγκαστούν να βγουν στους δρόμους κάτω από την πίεση μιας νέας κρίσης και θα αναζητήσουν νέα πολιτική διέξοδο στα αδιέξοδα του καπιταλισμού.
Η όποια μικρή αύξηση των κομμάτων και οργανώσεων εργατικής αναφοράς που διεκδικούν μονίμως την αντιπολίτευση, δεν φτάνει επ’ ουδενί για να αλλάξει το τοπίο το οποίο επισκιάζει η βαριά ιδεολογική και πολιτική ήττα από τις αστικές και άλλες αντιδραστικές δυνάμεις, οι οποίες υπερβαίνουν σε εκλογικό ποσοστό το 50% των ψηφισάντων.
Και ακόμα-ακόμα, οι όποιοι πανηγυρισμοί, εκεί που υπήρξαν, από τις δυνάμεις εργατικής αναφοράς για την όποια αύξηση του ποσοστού τους, θυμίζουν τον τρελό του χωριού που περνούσε μπροστά του η κηδεία και αυτός έλεγε «πέντε-πέντε την ημέρα και εκατό την εβδομάδα». Η απάντηση των δυνάμεων εργατικής αναφοράς σε αυτήν την ήττα δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γενναία αυτοκριτική σε ότι αφορά τις ευθύνες τους/μας, την υιοθέτηση, τον ενστερνισμό και την προβολή του λεγόμενου μεταβατικού προγράμματος, το οποίο απαντάει στα εργατικά και λαϊκά προβλήματα από τη σκοπιά των συμφερόντων τους και η πολιτική ταχτική για την προπαγάνδιση και την εκλαΐκευση του, πράγμα που θα κατατείνει στην κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος.
Οι κομμουνιστές, όπου και αν βρίσκονται, πρέπει να κατανοήσουν το μέγεθος και το βάθος της ήττας, να διασπαστούν από τον ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, να περιθωριοποιήσουν τους «τρελούς του χωριού» και να κινηθούν στην κατεύθυνση της ενότητάς τους για την αποτελεσματική προώθηση των παραπάνω στόχων.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μάη, κλείνει οριστικά τον πολιτικό κύκλο που ξεκίνησε με την προηγούμενη κρίση. Η αστική τάξη έχει σήμερα στα χέρια της περισσότερα εργαλεία για να αντιμετωπίσει μια νέα οικονομική κρίση. Τα εργαλεία αυτά είναι τρόπαιο της νίκης της επί του εργατικού κινήματος και επιβλήθηκαν με την εφαρμογή των μνημονίων.
Στη νέα κρίση που έρχεται, το ζήτημα της επανάστασης θα μπει και πάλι στην ημερήσια διάταξη. Άλλωστε, η καπιταλιστική κρίση είναι μήτρα της επανάστασης. Η αστική τάξη απέναντι στη νέα κρίση είναι καλύτερα προετοιμασμένη και πιο έμπειρη. Η εργατική τάξη έχει κι αυτή πιο πλούσια εμπειρία, από τις μάχες που έδωσε την περασμένη δεκαετία, αντιμετωπίζει όμως την αυγή της επερχόμενης κρίσης με πιο αδύναμες οργανώσεις και λιγότερα όπλα στα χέρια της. Το χτίσιμο αυτών των εργαλείων απαιτεί επίπονη και συστηματική προσπάθεια, εξαντλητική προγραμματική και θεωρητική συζήτηση. Σε αυτό το καθήκον θα προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε.
κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
[2023-05-09] Εκλογική διακήρυξη της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
Εκλογική διακήρυξη της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
Η χώρα βαδίζει προς τις εκλογές μέσα σε ένα διεθνές κλίμα που επιβαρύνεται από την επερχόμενη οικονομική κρίση και τις συγκρούσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις.
Συνεχίζεται η περαιτέρω αποσάθρωση του συστήματος της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή, της κυριαρχίας των ΗΠΑ και των συμμάχων της στην παγκόσμια οικονομία και το παγκόσμιο εμπόριο. Αποσάθρωση που ξεκίνησε από την οικονομική κρίση του 2008 και συνεχίζεται, καθώς η οικονομική κρίση δεν έχει βρει μια μόνιμη λύση, δηλαδή, δεν έχει βρεθεί τρόπος για μια πιο σταθερή άνοδο του ποσοστού κέρδους των καπιταλιστών. Αντίθετα, τα αστικά επιτελεία προβλέπουν νέα ύφεση για το άμεσο μέλλον, πράγμα που θα επηρεάσει και τη βαρυφορτωμένη με χρέη ελληνική οικονομία (βλ. νέα λιτότητα και πιθανά μνημόνια).
Η άνοδος της Κίνας αλλά και άλλων χωρών διασπά το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, οδηγεί σε συγκρούσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, που εκφράζονται και με πολεμικές συγκρούσεις, όπως αυτή της Ουκρανίας (όπου στην ουσία πολεμούν οι Ρώσοι εναντίον των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ μέσω αντιπροσώπου, του Ουκρανικού λαού). Η ελληνική αστική τάξη έχει διαλέξει στρατόπεδο, το Νατοϊκό, και έχει μετατρέψει τη χώρα σε ορμητήριο του ΝΑΤΟ. Η επιθετική πολιτική της οδηγεί σε πιθανή πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία.
Ο παγκόσμιος καπιταλισμός σαπίζει. Παρά την αύξηση του πλούτου, παρά τις πρωτοφανείς δυνατότητες της τεχνολογίας και της επιστήμης να εξασφαλίσει ένα λαμπρό μέλλον για την ανθρωπότητα, χωρίς φτώχεια και χωρίς πολέμους, ο καπιταλισμός και η κινητήρια μηχανή του, το κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους, σέρνουν την ανθρωπότητα στο χείλος της εξαθλίωσης, της κλιματικής-περιβαλλοντικής καταστροφή, στον όλεθρο του πολέμου και στην εξαθλίωση της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Στη Ελλάδα, το τραγικό δυστύχημα–κρατικό έγκλημα στα Τέμπη αποτελεί ένα εμβληματικό γεγονός που αποτυπώνει την ταξική φύση του σημερινού αστικού μνημονιακού καθεστώτος. Ευθύνη για το έγκλημα έχουν οι εταιρείες που είχαν αναλάβει την ολοκλήρωση του συστήματος τηλεδιοίκησης (ΑΚΤΩΡ, ALSTOM) και οι πολιτικές ηγεσίες που τους επέτρεψαν να καθυστερούν και να εκβιάζουν για να αποσπάσουν περισσότερα κέρδη.
Η κατάσταση που βιώνει η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν του ριζικού ξεθεμελιώματος εργατικών κατακτήσεων και του στερεώματος των προνομίων της κυρίαρχης τάξης που υλοποιήθηκε με τις μνημονιακές πολιτικές.
Τα μνημόνια ήταν η απάντηση της αστικής τάξης στην κρίση. Η απάντηση που έδωσαν οι μνημονιακές πολιτικές στο ερώτημα «Ποιος θα πληρώσει την κρίση;» ήταν: «Η εργατική τάξη!».
Έτσι, ενώ οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης σαρώθηκαν (μείωση μισθών και συντάξεων, διευκόλυνση απολύσεων, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, ξεπούλημα δημόσιων επιχειρήσεων, ξεθεμέλιωμα δημόσιων υπηρεσιών, εμπορευματοποίηση υγείας και παιδείας), τα προνόμια των κεφαλαιοκρατών προστατεύθηκαν.
Με τα μνημόνια λοιπόν προστατεύθηκαν:
-Η ιδιωτική ιδιοκτησία στις τράπεζες, οι οποίες διασώθηκαν με κρατικά κεφάλαια που φορτώθηκαν στο δημόσιο χρέος. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος των ιδίων κεφαλαίων τους είναι ο αναβαλλόμενος φόρος, ο οποίος «αναβλήθηκε» εκ νέου το 2021 με μια ρύθμιση βάθους 20ετίας. Το τραπεζικό σύστημα είναι σήμερα υπόδειγμα κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας: οι τράπεζες επιβιώνουν χάρη στη στήριξη του κράτους, τα κέρδη μοιράζονται στους μετόχους και οι ζημιές φορτώνονται στο κράτος.
-Η διατήρηση του –συνταγματικά κατοχυρωμένου– αφορολόγητου του εφοπλιστικού κεφαλαίου και των «κεφαλαίων εξωτερικού».
-Το αφορολόγητο της εκκλησίας και η μισθοδοσία του κλήρου από το κράτος. Η ελλαδική εκκλησία παραμένει ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακινήτων και γης στη χώρα (40.000 ακίνητα, 1 εκατομμύριο στρέμματα) και παρόλα αυτά εξακολουθεί να απομυζά τουλάχιστον 200 εκ. ευρώ το χρόνο για τη μισθοδοσία των παπάδων, και να μη πληρώνει φόρους ακίνητης περιουσίας.
-Η συνεχιζόμενη εκμετάλλευση των εθνικών δρόμων από τις κατασκευαστικές εταιρείες με ληστρικές συμβάσεις που «αποζημιώνουν» τους εκμεταλλευτές, αν η κίνηση δεν είναι η προσδοκώμενη.
-Κυρίως προστατεύθηκε το «δικαίωμα» των κεφαλαιοκρατών να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους.
Για να υλοποιηθούν όλα τα παραπάνω, χρειάστηκε το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό που πειθήνια εφάρμοσε τις μνημονιακές πολιτικές. Το προσωπικό αυτό βρίσκεται στα κόμματα της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ και ζητάει εκ νέου την ψήφο μας. Απαραίτητος κολαούζος των κυβερνητικών κομμάτων, τα κόμματα της άκρας δεξιάς που χρηματοδοτήθηκαν από τους κεφαλαιοκράτες και παρόλο που δεν άσκησαν κυβερνητική εξουσία, στήριξαν τα συμφέροντα των αφεντικών τους με τη στάση τους μέσα κι έξω από τη Βουλή.
Χρειάστηκε επίσης, να ηττηθεί η αγωνιζόμενη εργατική τάξη παρά τις μεγάλες και διαρκείς κινητοποιήσεις της περιόδου 2010-12 που οδήγησαν τα πράγματα σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης στα τέλη του 2011.
Οι «κατακτήσεις» των κεφαλαιοκρατών απέναντι στις καταπιεζόμενες τάξεις τούς επέτρεψαν να φορτώσουν τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης στην εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα. Επίσης, τους παρέχουν τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τη νέα επερχόμενη κρίση και πάλι φορτώνοντάς την στην εργατική τάξη.
Απέναντι στην πραγματικότητα του αστικού μνημονιακού καθεστώτος
Επαναστατικό μεταβατικό πρόγραμμα
Το έγκλημα στα Τέμπη ανέδειξε τους κινδύνους των ιδιωτικοποιήσεων και την ανάγκη οι υποδομές να φύγουν από τα χέρια των κεφαλαιοκρατών. Η κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων, των ακτοπλοϊκών γραμμών, της ενέργειας, των επικοινωνιών και των διοδίων στους εθνικούς δρόμους, είναι οι θεμέλιοι λίθοι ενός προγράμματος σύμφωνου με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Κρίσιμος κρίκος του επαναστατικού μεταβατικού προγράμματος είναι η μονομερής διαγραφή του δημόσιου χρέους. Η μονομερής διαγραφή πραγματοποιείται με παύση πληρωμών και με δήλωση της κυβέρνησης ότι δεν αναγνωρίζει και δεν πρόκειται να αποπληρώσει το χρέος. Εξαιρούνται τα χρέη προς τα (ελληνικά και ξένα) ασφαλιστικά ταμεία.
Μια τέτοια κίνηση είναι στην ουσία πολεμική ενέργεια ενάντια στους θεσμούς του παγκόσμιου καπιταλισμού (ΔΝΤ, Παγκόσμια τράπεζα, ΠΟΕ), αλλά και ενάντια στους πιστωτές του ελληνικού κράτους, καθώς καταστρέφει κεφάλαια εκατοντάδων δισ. ευρώ. Οι κάτοχοι χρεογράφων του ελληνικού δημοσίου θα δουν την αξία των τοποθετήσεών τους να μηδενίζεται. Άμεση συνέπεια της μονομερούς διαγραφής του χρέους είναι ο εξοβελισμός της χώρας από τους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους συμμετέχει, όπως το ΔΝΤ (στο οποίο πληρώνει ετήσια συνδρομή) και η Ευρωπαϊκή Ένωση (προς την οποία κατευθύνεται τμήμα των κρατικών εσόδων).
Η διαγραφή του δημόσιου χρέους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με κάποιο μαγικό κόλπο. Μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από μια αποφασισμένη κυβέρνηση που στηρίζεται στην αποφασισμένη και κινητοποιημένη εργατική τάξη της χώρας.
Η διαγραφή του δημόσιου χρέους οδηγεί στη χρεοκοπία το τραπεζικό σύστημα.
Οι ελληνικές τράπεζες διασώθηκαν και επιβιώνουν χάρη στην γενναία στήριξή τους από το κράτος. Τα δισ. ευρώ που διατέθηκαν για τη διάσωση των τραπεζών φορτώθηκαν στο δημόσιο χρέος, όμως το κουμάντο στις τράπεζες γίνεται από τους ιδιώτες μετόχους. Στο κόστος που είχε η πολιτική στήριξης των τραπεζών πρέπει να υπολογιστεί και το χάρισμα δημόσιας περιουσίας, όπως π.χ. τα περιουσιακά στοιχεία της Αγροτικής Τράπεζας, η οποία χαρίστηκε σε ιδιωτική τράπεζα. Η χρεοκοπία των τραπεζών θα αντιμετωπιστεί με κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση του συνόλου του τραπεζικού συστήματος.
Η κρατικοποίηση των τραπεζών μεταφέρει στα χέρια του κράτους σχεδόν το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας. Οι τράπεζες κατέχουν μετοχικό κεφάλαιο σε επιχειρήσεις, ενώ έχουν απαιτήσεις (δάνεια) από άλλες. Σε πολλές περιπτώσεις, τα δάνεια αυτά ξεπερνάνε την αξία της επιχείρησης.
Ο χωρισμός κράτους-εκκλησίας είναι ένα επίσης αναγκαίο στοιχείο του επαναστατικού προγράμματος. Στόχος μας ένα κοσμικό κράτος στο οποίο η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων θα είναι ιδιωτική υπόθεση και καμία εκκλησία δεν θα έχει λόγο στις πολιτικές υποθέσεις. Η διακοπή της μισθοδοσίας του κλήρου από το κράτος και η δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι απολύτως αναγκαίες πολιτικές για να σταματήσει η εργατική τάξη να χρηματοδοτεί με το στανιό αυτούς που την αποβλακώνουν. Η κατάργηση του μεσαιωνικού άβατου του Αγίου Όρους είναι επίσης μια στοιχειώδης αστικοδημοκρατική μεταρρύθμιση για την οποία δεν μιλάει κανένας (από δεξιά και αριστερά) και φαίνεται ότι δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε συνθήκες αστικής εξουσίας.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι ασύμβατο με την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ε.Ε. είναι –μεταξύ άλλων– ένας μηχανισμός προστασίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος συνεπάγεται την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε. και κατά συνέπεια και από την Ευρωζώνη. Η εισαγωγή εθνικού νομίσματος είναι μια παράπλευρη συνέπεια της υλοποίησης του επαναστατικού μεταβατικού προγράμματος.
Η έξοδος από το ΝΑΤΟ και η απομάκρυνση των βάσεων είναι επίσης προϋπόθεση για την ολοκλήρωση ενός τέτοιου προγράμματος. Οι ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις παίζουν τον ρόλο του χωροφύλακα και στο εσωτερικό των κρατών–μελών του και είναι βέβαιο ότι θα επιδιώξουν να παρέμβουν στην περίπτωση που οι εξελίξεις κινηθούν σε επαναστατική κατεύθυνση. Απέναντι στις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις, όπλο μας είναι η οργάνωση της εργαζόμενης πλειοψηφίας και η διεθνιστική αλληλεγγύη της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Το πρόγραμμα αυτό είναι μεταβατικό με την έννοια ότι περιγράφει τη μετάβαση από τη σημερινή κατάσταση της αστικής εξουσίας (δικτατορίας της αστικής τάξης) στο κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Το μεταβατικό πρόγραμμα υλοποιείται στο σύνολό του από μια επαναστατική εργατική κυβέρνηση, μια κυβέρνηση που προκύπτει από την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας. Η έναρξη της εφαρμογής του μπορεί να επιχειρηθεί από μια εργατική κυβέρνηση, προκαλώντας την αντίδραση της αστικής τάξης, η οποία θα τσακιστεί από την επαναστατική διαδικασία και θα μετατρέψει την εργατική κυβέρνηση σε επαναστατική εργατική κυβέρνηση.
-Μονομερής διαγραφή του δημόσιου χρέους, εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία. -Κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση, συγχώνευση σε ένα τραπεζικό ίδρυμα και λειτουργία τους με εργατικό έλεγχο. -Κρατικοποίηση των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και των μεγάλων επιχειρήσεων. Λειτουργία τους με εργατικό έλεγχο. -Χωρισμός εκκλησίας–κράτους. Δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αποδημοσιοϋπαλληλοποίηση του κλήρου. Κατάργηση του άβατου του Αγίου Όρους. -Έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση. -Έξοδος από το ΝΑΤΟ. Κλείσιμο των βάσεων. |
Μαύρο στο μνημονιακό μπλοκ και την άκρα δεξιά
Οι στόχοι αυτοί αποτελούν τη βάση του επαναστατικού μεταβατικού προγράμματος. Στη βάση αυτή η Αριστερά οφείλει να διατυπώσει πρόταση διεκδίκησης της εξουσίας σήμερα και όχι σε κάποιο αόριστο μέλλον.
Η κατάκτηση της κυβέρνησης από ένα κόμμα εργατικής αναφοράς δεν είναι ίδια με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Φυσικά, η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη συνεπάγεται οπωσδήποτε την κατάκτηση και της κυβέρνησης. Και ενίοτε (αλλά όχι πάντα), η κατάκτηση της κυβέρνησης μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας.
Στις επερχόμενες εκλογές, η Αριστερά εμφανίζεται είτε αδιάφορη για την κατάκτηση της εξουσίας κι επομένως χωρίς πρόταση για την κατάκτηση της κυβέρνησης στις σημερινές συνθήκες (κομμουνιστική και κομμουνιστογενής Αριστερά), είτε χωρίς συνεκτικό πρόγραμμα (ΜΕΡΑ25).
Είναι επομένως αναμενόμενη η κυριαρχία των μνημονιακών δυνάμεων στην κάλπη, οι οποίες με κάποιο συνδυασμό μεταξύ ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ θα καταφέρουν να σχηματίσουν μια ακόμα μνημονιακή κυβέρνηση είτε σε αυτήν είτε σε κάποια επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Στεκόμαστε απέναντι στο μνημονιακό μπλοκ και την άκρα δεξιά–κολαούζο του συστήματος. Επιδιώκουμε να δυσκολέψουμε όσο μπορούμε τον σχηματισμό της επόμενης μνημονιακής κυβέρνησης. Χωρίς αυταπάτες για τα όρια και τον ρόλο που μπορεί να παίξει η σημερινή Αριστερά, καλούμε σε ψήφο καταδίκης του μνημονιακού μπλοκ, χρησιμοποιώντας τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς.
κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
[2023-04-24] Η πρόσφατη κρίση στον τραπεζικό τομέα
Η πρόσφατη κρίση στον τραπεζικό τομέα
H χρεοκοπία της Credit Suisse και της Silicon Valley Bank (SVB) είναι ο πιο πρόσφατος κρίκος σε μια αλυσίδα εξελίξεων, των οποίων η άμεση αιτία είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και το σπάσιμο των εφοδιαστικών αλυσίδων, αλλά το υπόστρωμα είναι η οικονομική κρίση του 2008-9, η γενικότερη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Εκ πρώτης όψεως, η SVB χρεοκόπησε όταν πολλοί από τους μεγαλοκαταθέτες της έκαναν μαζικά αναλήψεις και η τράπεζα δεν διέθετε τα απαιτούμενα ρευστά διαθέσιμα για να καλύψει αυτές τις αναλήψεις. Η συγκεκριμένη τράπεζα εξυπηρετούσε κυρίως επιχειρήσεις στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας. Οι τελευταίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα το τελευταίο διάστημα, κυρίως διότι τα περιθώρια κέρδους τους μειώνονται, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν τις καταθέσεις τους για να συνεχίσουν να παραμένουν σε λειτουργία. Επιπλέον, οι μεγάλοι καταθέτες διαπιστώνουν ότι οι καταθέσεις αποφέρουν ελάχιστα σε σχέση με άλλα στοιχεία χαρτοφυλακίου (π.χ., κρατικά ομόλογα), καθώς η άνοδος των επιτοκίων αυξάνει τα επιτόκια των ομολόγων, ενώ οι τράπεζες συνεχίζουν να διατηρούν σχετικά χαμηλά τα επιτόκια καταθέσεων. Για παράδειγμα, την εβδομάδα που κατάρρευσε η SVB η απόδοση των διετών κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ είχε φτάσει στο 4,16%, όταν οι καταθέσεις έχουν επιτόκιο 0,2%. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς τα επιτόκια αυξάνονταν, πολλοί έσπευσαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, ιδιαίτερα οι μεγαλο-επενδυτές (funds που επενδύουν σε εταιρείες υψηλής τεχνολογίας). Η τράπεζα δεν είχε ρευστό στα χρηματοκιβώτια της για να καλύψει όλες αυτές τις αναλήψεις. Για να αποκτήσει ρευστό, πούλησε στην αγορά κρατικά ομόλογα που είχε αγοράσει και τα οποία θα έληγαν κάποια χρόνια μετά, και θα απέδιδαν τότε τον καθορισμένο τόκο με τον οποίο αγοράστηκαν. Όμως, η άνοδος των επιτοκίων είχε μειώσει την αξία αυτών των ομολόγων στην αγορά, αφού είχαν εκδοθεί με χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό με το οποίο εκδίδονται τα πιο πρόσφατα ομόλογα, τα οποία εκδίδονται σε ένα περιβάλλον ανόδου των επιτοκίων. Το αποτέλεσμα είναι η SVB να πουλάει αυτά τα ομόλογα με απώλειες, δηλαδή, σε χαμηλότερες τιμές από αυτές που τα είχε αγοράσει. Όταν αυτό έγινε γνωστό, οι μεγαλοκαταθέτες άρχισαν να αποσύρουν ακόμα πιο μαζικά τις καταθέσεις τους από φόβο ότι η τράπεζα δεν θα έχει επαρκή ρευστότητα για να τους καλύψει. Και αυτό πράγματι έγινε.
Αυτή η περιγραφή, όμως, δεν εξηγεί τίποτα. Απλώς, περιγράφει την κατάσταση. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι: γιατί αυξάνεται ο πληθωρισμός; Γιατί η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (γνωστή ως Fed) αυξάνει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό; Γιατί γίνονται μαζικά αναλήψεις το τελευταίο διάστημα; Πού πάνε τα χρήματα που ρευστοποιούνται; Πώς αντιμετωπίζει το πρόβλημα της κατάρρευσης αυτών των τραπεζών η αστική τάξη και το κράτος της; Και κυρίως: έχουν τελειώσει τα προβλήματα για το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ (και του κόσμου);
[2023-04-10] Απόφαση Πολιτικής Επιτροπής (28.3.2023)
Απόφαση Πολιτικής Επιτροπής
Διεθνείς εξελίξεις: Οι αλυσιδωτές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία
H χρεοκοπία της Credit Suisse και της Silicon Valley Bank (SVB) είναι ο πιο πρόσφατος κρίκος σε μια αλυσίδα εξελίξεων, των οποίων η άμεση αιτία ξεκινάει από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά η βαθύτερη πάει πίσω στην κρίση του 2008-9 και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing ή QE, όπως τα ονομάζουν στα αγγλικά) για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Στο προσκήνιο λοιπόν, ο πληθωρισμός οφείλεται σε προβλήματα από την πλευρά της προσφοράς και όχι από την αυξημένη ζήτηση και πυροδοτήθηκε από τη διακοπή της ροής ενεργειακών πόρων από τη Ρωσία, επηρεάζοντας όλες τις οικονομίες (και των ΗΠΑ που καταγράφουν πληθωρισμό πάνω από 6%). Πίσω από αυτήν την άμεση αιτία, υπάρχει το υπόβαθρο της κρίσης του 2008 και του τρόπου αντιμετώπισής της. Η κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, και η επακόλουθη οικονομική ύφεση του παγκόσμιου καπιταλισμού – με την εξαίρεση της Κίνας – οδήγησε τους εκπροσώπους του καπιταλισμού σε μέτρα πάσης θυσίας αποφυγής της κατάρρευσης τραπεζών, ιδίως των μεγάλων. Αντί να επιτρέψουν στην κρίση να επιτελέσει το καταστροφικό της έργο σε βάρος του κεφαλαίου (και όχι μόνο), χρησιμοποίησαν το όπλο της παροχής ρευστότητας (ποσοτική χαλάρωση) από τις Κεντρικές Τράπεζες για να αυξήσουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων των καπιταλιστών (μετοχές, ομόλογα, αλλά και αύξηση των τιμών ακινήτων) ως αντιστάθμισμα για τις απώλειες που είχαν από τον δανεισμό με βάση τα παράγωγα υποθηκών υψηλού ρίσκου. Αυτή η πολιτική που στηριζόταν στην παροχή ρευστότητας με πολύ χαμηλά, συχνά μηδενικά, επιτόκια, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τη ρίζα του προβλήματος που είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Οι κεντρικοί τραπεζίτες καθυστέρησαν όσο μπορούσαν την αύξηση των επιτοκίων αλλά δεν μπορούσαν να την αποφύγουν από τη στιγμή που ο πληθωρισμός άρχισε να ανεβαίνει ως αποτέλεσμα της πανδημίας αρχικά, του πολέμου στην Ουκρανία κατόπιν, αλλά και της γενικότερης αποσύνδεσης των αλυσίδων παραγωγής και του κατακερματισμού των αγορών εξαιτίας της σύγκρουσης των ΗΠΑ με την Κίνα. Όλα τα παραπάνω αυξάνουν το κόστος παραγωγής, δημιουργούν προβλήματα στην πλευρά της προσφοράς και αύξηση των τιμών, ενώ η παροχή όλης αυτής της ρευστότητας διατήρησε πολλές επιχειρήσεις στην αγορά, ειδικά των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή, η ακρίβεια, ωθεί την εργατική τάξη σε αγώνα για αύξηση των μισθών. Η αύξηση των επιτοκίων στοχεύει στη μείωση της ρευστότητας, στη συγκράτηση της ζήτησης, στην αναδιανομή των μεριδίων υπεραξίας υπέρ του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά και στην αύξηση της πίεσης στην εργατική τάξη (μέσω του κλεισίματος επιχειρήσεων θα αυξηθεί η ανεργία και επομένως θα πέσουν και οι μισθοί), ώστε να ανακάμψει η κερδοφορία. Μ’ αυτό το όπλο, την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, οι Κεντρικές Τράπεζες προσπαθούν να τισαθεύσουν τον πληθωρισμό. Όμως, η τακτική αυτή έχει συνέπειες σε βάρος της οικονομικής ανάπτυξης, οδηγώντας τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε νέα ύφεση.
Η αύξηση των επιτοκίων που οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν σαν φάρμακο στον αυξανόμενο πληθωρισμό, αλλά και σαν όπλο ενάντια στις αυξήσεις μισθών για τους εργαζόμενους, οδηγεί σε ξαφνικό θάνατο τις επιχειρήσεις που λειτουργούσαν με οριακά κέρδη και βασίζονταν στο – σχεδόν – μηδενικό κόστος δανεισμού, ενώ προκαλεί κατάρρευση των προβληματικών τραπεζών.
H χρεοκοπία της SVB οφείλεται στην αύξηση των επιτοκίων από την FED, δηλαδή στην αύξηση του επιτοκίου δανεισμού των ΗΠΑ και στην επακόλουθη πτώση της αξίας των ομολόγων που διακρατούσε. Η προσπάθεια της τράπεζας να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας πουλώντας ομόλογα κατέληξε σε μη διαχειρίσιμες απώλειες. Τα προβλήματα ρευστότητας της τράπεζας παρουσιάστηκαν το τελευταίο διάστημα, όταν οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, που ήταν οι βασικοί πελάτες της συγκεκριμένης τράπεζας, αναγκάστηκαν να κάνουν αναλήψεις για να αντιμετωπίσουν τα δικά τους προβλήματα, ουσιαστικά, τη μείωση των κερδών τους. Επιπλέον, όταν τα επιτόκια αυξάνονται δεν έχει νόημα για τους καπιταλιστές να κρατάνε τα χρήματα τους στις τράπεζες, όπου θα εισπράττουν χαμηλότερο τόκο (τα επιτόκια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ είχαν φτάσει την εβδομάδα πριν την κατάρρευση στο 4,6% όταν οι καταθέσεις απέδιδαν μόλις 0,2%). Αυτό οδηγεί επίσης σε τάση ανάληψης των καταθέσεων, ιδιαίτερα από τους πιο πλούσιους καταθέτες. Όταν η SVB προσπάθησε να πουλήσει τα ομόλογα του δημοσίου που διακρατούσε στη δευτερογενή αγορά για να αντλήσει ρευστότητα, έπρεπε να το κάνει αυτό σε χαμηλότερες τιμές από αυτές με τις οποίες τα αγόρασε (πράγμα λογικό από την πλευρά των καπιταλιστών, αφού η άνοδος των επιτοκίων κάνει τα νέα εκδιδόμενα ομόλογα να αποφέρουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τα παλιότερα που είχε στα χέρια της η τράπεζα). Το πρόβλημα αυτό μπορεί να αφορά περισσότερες – και μεγαλύτερες από την SVB – τράπεζες. Σύμφωνα με υπολογισμούς ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, η αύξηση των επιτοκίων άφησε τις αμερικάνικες τράπεζες με απραγματοποίητες απώλειες 1,7 τρισ. δολαρίων, σχεδόν όσο τα ίδια κεφάλαιά τους (2,1 τρισ.).
Η αύξηση των επιτοκίων επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα του δημόσιου χρέους και ενισχύει την τάση για επιστροφή σε περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές. Η διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς από τους εργαζόμενους είναι μια ακόμα συνέπεια του αυξημένου πληθωρισμού. Η πρόσφατη απεργία στη Γερμανία είναι ένα δείγμα άμεσης σύνδεσης των αυξημένων τιμών με τις εργατικές διεκδικήσεις. Όμως και η μακράς διάρκειας αναταραχή στη Γαλλία με αφορμή την αύξηση των ορίων ηλικίας για σύνταξη, τροφοδοτείται από τη δυσαρέσκεια που προκαλεί το ροκάνισμα του εργατικού εισοδήματος από την αύξηση των τιμών.
Σε τελική ανάλυση, οι εξελίξεις είναι προϊόντα της καπιταλιστικής κρίσης και της όξυνσης της διαπάλης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που προκαλεί η κρίση. Η κρίση κλιμάκωσε την αντιπαράθεση στην Ουκρανία σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ (που πολεμάει με αντιπρόσωπο τη σημερινή ουκρανική κυβέρνηση) και σε αποκοπή της Ρωσίας από την ΕΕ. Τα – μέχρι στιγμής – κέρδη των ΗΠΑ από τις εξελίξεις, πέρα από τον έλεγχο των ενεργειακών ροών στην Ευρώπη, αποτυπώνονται – μεταξύ άλλων – και στο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αναταράξεις όμως, στον παγκόσμιο καπιταλισμό ενισχύουν το αναμενόμενο κύμα ύφεσης. Παρά τα προβλήματα που πυροδότησε ο πόλεμος και οι επακόλουθες ανακατατάξεις, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν πρόκειται να αφήσουν την Ουκρανία χωρίς στήριξη. Η στήριξη αυτή δεν είναι μόνο υλική, αλλά και πολιτική. Η προσπάθεια να φτιαχτεί ένα πιο ευνοϊκό για το ΝΑΤΟ περιβάλλον, που θα βοηθήσει την πολεμική προσπάθειά του στην Ουκρανία, θα ξεδιπλωθεί σε διάφορες χώρες της περιοχής, όπως στην Τουρκία, όπου μια ενδεχόμενη ήττα του Ερντογάν θα ευνοήσει την Ατλαντική συμμαχία.
Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία είναι δυσοίωνες για τα επόμενα 2 χρόνια. Οι βασικοί υπερεθνικοί μηχανισμοί, αλλά και ιδιωτικοί φορείς προβλέπουν ύφεση. Ακόμα και η Κίνα έθεσε στόχο ανάπτυξης το 5%, που θεωρείται μετριοπαθής μετά την άρση των περιορισμών λόγω Covid, που αντικειμενικά θα δώσει σημαντική ώθηση στην εσωτερική κινέζικη αγορά.
Ο ελληνικός καπιταλισμός και η πρόκληση της επερχόμενης ύφεσης
Μπροστά στη διαφαινόμενο υφεσιακό κύμα, η ελληνική αστική τάξη φαίνεται να είναι καλύτερα προετοιμασμένη σε σχέση με το 2007-08. Έχει στη διάθεσή της περισσότερα εργαλεία μετά τη μνημονιακή επέλαση, καθώς έχει κάμψει αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι ονομάζουν «δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας», κοινώς οι επιχειρήσεις μπορούν ευκολότερα να απολύουν, να μειώνουν μισθούς και να τροποποιούν ωράρια. Αυτό σημαίνει άλλωστε «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, το αστικό κομματικό σύστημα είναι πλέον – στο μεγαλύτερο μέρος του – προσαρμοσμένο στη «μνημονιακή» πραγματικότητα και υπάρχει ένα βασικό κυβερνητικό κόμμα που είναι πολιτικά και ιδεολογικά προσανατολισμένο στην εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων.
Ωστόσο, οι χρόνιες αδυναμίες του ελληνικού καπιταλισμού, αδυναμίες που οφείλονται στην ίδια την αστική τάξη, απειλούν ανά πάσα στιγμή να αναδυθούν στην επιφάνεια ανατρέποντας τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης.
Ακριβώς μια τέτοια περίπτωση είχαμε στο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Ο ελληνικός σιδηρόδρομος από την αρχή της δημιουργίας του αντιμετώπισε την υπονόμευση από την κυρίαρχη μερίδα των ελλήνων κεφαλαιοκρατών, τους εφοπλιστές. Ενώ το 60% των σιδηροδρομικών γραμμών παγκόσμια έχουν εύρος 1,5 μέτρο (1.435 χιλιοστά) , στην Ελλάδα επιλέχτηκε τελικά (μετά από ακύρωση της αρχικής σύμβασης που προέβλεπε εύρος 1,5 μέτρο) το μετρικό σύστημα (απόσταση 1 μέτρο ανάμεσα στις σιδηροτροχιές) με το οποίο κατασκευάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή και το οποίο παραμένει ακόμα στο δίκτυο της Πελοποννήσου. Σημαντικό μέρος του σιδηροδρομικού δικτύου το κληρονόμησε το ελληνικό κράτος από την Οθωμανική αυτοκρατορία (Θεσσαλονίκη – Αλεξανδρούπολη), ενώ μεγάλες περιοχές της χώρας δεν είχαν ποτέ σιδηρόδρομο. Ακόμα κι αυτές οι περιορισμένες, σε σχέση με τις ανάγκες, επενδύσεις στο σιδηρόδρομο τινάχτηκαν στον αέρα με τα μνημόνια που στο όνομα της καταπολέμησης των ελλειμμάτων ιδιωτικοποίησαν την εκμετάλλευση των γραμμών και αποψίλωσαν το προσωπικό.
Το δυστύχημα στα Τέμπη αποτέλεσε τη μεγαλύτερη δοκιμασία για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μια κυβέρνηση που στα τέσσερα σχεδόν χρόνια της θητείας της αντιμετώπισε πολύ αδύναμη αντίσταση από την πλευρά του εργατικού κινήματος, βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη απεργιακή συγκέντρωση από το 2012. Επίσης, περιορίστηκε σημαντικά το ισχυρό δημοσκοπικό προβάδισμα που απολάμβανε η Νέα Δημοκρατία από το 2016 και το οποίο επιβεβαιώθηκε στις κάλπες του 2019.
Το έγκλημα στα Τέμπη και η πολιτική διαχείρισή του
Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόθεση, το έγκλημα των Τεμπών υπονομεύει την κυρίαρχη ιδεολογία για την αποτελεσματικότητα, αναγκαιότητα και το αναπόφευκτο της εφαρμογής των αστικών, μνημονιακών πολιτικών, και επομένως, φθείρει και τον κατεξοχήν εκφραστή τους, τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη. Αυθόρμητα, μεγάλες εργατικές μάζες αντιλαμβάνονται ότι αυτό που ζούνε είναι μια άθλια ζωή που μπορεί να διακοπεί με τον πιο βίαιο, απάνθρωπο, και εντελώς αποφευκτέο τρόπο. Η εργατική τάξη συνειδητοποιεί ότι αυτή και τα παιδιά της ζουν από τύχη. Ότι το σύστημα που έχει φτιάξει η υποταγή στα κελεύσματα των καπιταλιστών για αύξηση της κερδοφορίας, η κυριαρχία της ιδεολογίας του ατομικισμού και του βολέματος στα πλαίσια της αστικής εξουσίας, όχι μόνο δεν της προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από συνεχή ανασφάλεια και μίζερη ζωή, αλλά τελικά τρέφεται από το ίδιο της το αίμα. Με αυτό το γεγονός, επανήλθε στην επιφάνεια το πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα, το πρόβλημα δηλαδή της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα και το πρόβλημα της ταξικής εξουσίας, που η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών έφερε στο προσκήνιο την περίοδο του 2011-12 (και σε μικρότερο βαθμό με το δημοψήφισμα του 2015).
Η απεργία της 8ης Μάρτη, που συνοδεύτηκε από τη πιο μαζική απεργιακή συγκέντρωση μετά το 2012, ήταν εκδήλωση της επαναφοράς αυτού του ζητήματος στο προσκήνιο. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε εκδήλωση και της αδυναμίας του εργατικού κινήματος να διεξάγει πολιτικό αγώνα.
Οι μαζικές διαδηλώσεις της 8ης, αλλά και της 16ης Μάρτη χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη πολιτικού στόχου και γι’ αυτό ήταν είτε βουβές είτε εξαντλήθηκαν σε συναισθηματικού τύπου συνθήματα. Οι εργατικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να δώσουν προσανατολισμό στο κίνημα.
Ακόμα και σε σχέση με τις ευθύνες για το έγκλημα, οι εμπλεκόμενες εταιρείες δεν μπήκαν ποτέ στο κάδρο των ευθυνών. Το όνομα των εταιρειών ΑΚΤΩΡ και ALSTOM (που είχαν αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης 717) δεν ακούστηκε πουθενά κι από κανέναν (εκτός από την αναφορά της ΑΚΤΩΡ στα τρικάκια της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ).
Τα μνημονιακά κόμματα της αντιπολίτευσης (ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ) ήταν λογικό να αναλωθούν σε γενικολογίες, καθώς έχουν μερίδιο ευθύνης κι επιπλέον δεν μπορούν να προτείνουν καμία πολιτική πέρα από τα μνημονιακά όρια. Όμως και το ΚΚΕ αναλώθηκε σε γενικολογίες και άνοιξε μάλιστα αντιπαράθεση με όσους υποστήριξαν τον στόχο της κρατικοποίησης των σιδηροδρόμων. Η ηγεσία του ΚΚΕ, άλλωστε, έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό τη διεκδίκηση για κρατικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας ή σημαντικών επιχειρήσεων, στη λογική ότι δεν έχει σημασία αν μια επιχείρηση ή ένας τομέας της οικονομίας είναι ιδιωτικός ή κρατικός, αφού και το κράτος είναι αστικό. Αυτή η θέση είναι υποχώρηση στην αστική ιδεολογία και εγκατάλειψη βασικών και ιστορικών θέσεων των προλεταριακών και κομμουνιστικών κομμάτων και δυνάμεων από την εποχή που αυτές υπάρχουν. Να θυμίσουμε μόνο ότι η διεκδίκηση για πέρασμα στον έλεγχο του κράτους βασικών τομέων της οικονομίας, όπως οι μεταφορές, υπάρχει από την εποχή του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αλλά το πιο κρίσιμο στην εγκατάλειψη αυτής της θέσης είναι ότι αφήνει το κίνημα χωρίς στόχο. Δεν υπάρχει τρόπος, για παράδειγμα, να μετατραπούν σε συγκεκριμένα αιτήματα οι διεκδικήσεις για «φθηνές και ασφαλείς μεταφορές» (ή για φθηνή ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, νερό, είδη διατροφής, παιδεία, υγεία, ασφάλιση). Είναι απλώς ευχολόγια. Μόνο το πέρασμα όλων αυτών των μέσων παραγωγής και υπηρεσιών στα χέρια του κράτους και υπό εργατικό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση στους ιδιώτες ιδιοκτήτες βάζει ένα πραγματικό στόχο στην εργατική τάξη στο σήμερα που είναι σύμφωνος με τα συμφέροντά της και την ιστορική της αποστολή και γι’ αυτό το λόγο παίζει και σοβαρό διαπαιδαγωγητικό ρόλο.
Οι εκλογές της 21ης Μάη
Το δυστύχημα στα Τέμπη οδήγησε σε αλλαγή πολιτικού σκηνικού και πλέον οι επερχόμενες εκλογές φαίνεται ότι δεν θα είναι περίπατος για τη ΝΔ. Παρά τη μείωση της εκλογικής επιρροής της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις, αυτή εξακολουθεί να διατηρεί το βασικό πολιτικό της πλεονέκτημα απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο συνίσταται στο ότι δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώσει κυβερνητική πρόταση εκτός του μνημονιακού πλαισίου. Αυτό φάνηκε και στην υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών. Καμία κινητοποίηση δεν έγινε από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς δεν μπορούσε να διατυπώσει κανένα αίτημα που να ξεφεύγει από τα εσκαμμένα.
Η κυβέρνηση πρακτικά εξαντλεί την πρώτη τετραετία της και αυτό είναι επιτυχία της, όντας η πρώτη κυβέρνηση στην ελληνική ιστορία που το καταφέρνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι πέτυχε το ίδιο κατόρθωμα, (αν αγνοήσουμε την αριστερή παρένθεση από τον Γενάρη μέχρι τον Ιούλη του 2015), αν δεν είχε αναγκαστεί να πάει εσπευσμένα σε εκλογές μετά την βαριά ήττα των ευρωεκλογών. Η ΝΔ μπορεί να το επικαλεστεί, καθώς επιλέγει η ίδια το χρόνο των εκλογών.
Η επιδίωξη της αστικής τάξης για σταθερό 4ετή εκλογικό κύκλο, σκόνταψε τελικά στα δομικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού και στο ευάλωτο – παρά τη σταθερότητα των τελευταίων χρόνων – κομματικό του σύστημα.
Το ζητούμενο για την αστική τάξη σε αυτόν τον εκλογικό κύκλο που μπορεί να διαρκέσει μέχρι το τέλος του καλοκαιριού (αν τελικά έχουμε 3 εκλογικές αναμετρήσεις), είναι η ανάδειξη μιας σταθερής – και με ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία – μνημονιακής κυβέρνησης, που θα έχει την απαιτούμενη αποφασιστικότητα και συνοχή για να αντιμετωπίσει την κρίση φορτώνοντάς την στην εργατική τάξη. Θα ήθελε, επίσης, αυτό να πραγματοποιηθεί χωρίς να «καούν» εφεδρείες. Από αυτήν την άποψη, η καλύτερη λύση για τους καπιταλιστές θα ήταν μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα σχηματιστεί τελικά κάποιου τύπου μνημονιακή κυβέρνηση είτε αυτοδύναμη είτε συνεργασίας με κάποιο συνδυασμό μεταξύ Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.
Παρόλο που οι πρώτες εκλογές προσφέρονται για ψήφο διαμαρτυρίας, είναι σε αυτές τις εκλογές που θα δουλέψουν με τους μέγιστους ρυθμούς οι ρουσφετολογικοί μηχανισμοί, καθώς τα μνημονιακά κόμματα βασίζονται κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) στους μηχανισμούς των βουλευτών λόγω της αποδιάρθρωσης των κομματικών μηχανισμών. Είναι οι πρώτες εκλογές αυτές στις οποίες η εκλογή βουλευτών γίνεται με σταυρό, ενώ στις επόμενες επιβάλλεται από τον εκλογικό νόμο λίστα. Επομένως, οι πρώτες εκλογές θα καθορίσουν τη σειρά εκλογής. Η τακτική των κομμάτων που διεκδικούν την κυβέρνηση θα βασιστεί κυρίως στα πολιτικά διλήμματα στις δεύτερες (ή και τις τρίτες εκλογές).
Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει μια ευκαιρία σε αυτές τις εκλογές και να αποφεύγει μια ακόμα σαρωτική ήττα που θα τον οδηγούσε σε κρίση και σε γρήγορη αποσυσπείρωση. Όμως, μετά τα τελευταία γεγονότα, μια ήττα – ακόμα και με μικρή διαφορά – που θα επιτρέψει στη ΝΔ να σχηματίσει και πάλι κυβέρνηση, θα είναι επίσης σοβαρό χτύπημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και μπορεί και πάλι να τον βυθίσει σε κρίση. Κρίσιμο για τις μετεκλογικές εξελίξεις θα είναι το αν θα ξεπεράσει το ποσοστό του 2019. Αν στο τέλος των 2 ή 3 εκλογικών αναμετρήσεων, το ποσοστό που θα έχει καταγράψει είναι κάτω από το 31,5% του 2019, είναι πιθανό να αρχίσει να αμφισβητείται από την εκλογική του βάση η δυνατότητά του να ξανακερδίσει εκλογές.
Το ΠΑΣΟΚ θα αντιμετωπίσει πίεση κυρίως από τη ΝΔ. Για να πιάσει ποσοστά νίκης, η ΝΔ πρέπει να λεηλατήσει το ΠΑΣΟΚ, κάτι που είναι πιθανό στις δεύτερες και τις τρίτες εκλογές.
Πίεση αντιμετωπίζει η ΝΔ από την άκρα δεξιά. Εκτός από τον απατεώνα Βελόπουλο, θέση στη Βουλή διεκδικούν και οι ναζί του Κασιδιάρη. Έχοντας χτίσει δεσμούς με το αντιδραστικό «αντιεμβολιαστικό κίνημα» διεκδικούν την παλιά επιρροή της Χρυσής Αυγής. Η πολιτική της απαγόρευσης του μορφώματος αυτού είναι επικίνδυνη και μπορεί να στραφεί μελλοντικά ενάντια στις επαναστατικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Το μόρφωμα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί στο δρόμο με συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς και της αναρχίας που θα στερήσει από τους ναζί τη δυνατότητα παρέμβασης.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ σε απόσταση βολής από τη ΝΔ και με διπλές ή τριπλές εκλογές, η πίεση στην Αριστερά θα είναι ασφυκτική. Σε δύσκολη θέση θα βρεθούν ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25, τα οποία ήδη λεηλατούν τους λιγοστούς ψήφους της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Το βασικό πρόβλημα της κομμουνιστικής Αριστεράς είναι η εγκατάλειψη του αγώνα για την εξουσία, δηλαδή αυτού που είναι η ουσία της πολιτικής. Η κατάκτηση της κυβέρνησης από ένα εργατικό κόμμα βέβαια, δεν ισοδυναμεί με κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Αντίθετα, η κατάκτηση της εξουσίας σημαίνει οπωσδήποτε την κατάκτηση και της κυβέρνησης. Και ενίοτε (αλλά όχι πάντοτε), η κατάκτηση της κυβέρνησης μπορεί να είναι αναγκαία στο δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας.
Η εγκατάλειψη του αγώνα για την εξουσία σχεδόν από το σύνολό της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς, την οδηγεί σε μια αξεδιάλυτη αντίφαση, η οποία είναι σχεδόν προφανής: υπόσχεται ότι μπορεί να καταφέρει «θαύματα» σαν ισχυρή αντιπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα διακηρύττει σε όλους τους τόνους ότι «καμμία αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική» (ΚΚΕ) ή «ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενδιάμεση κατάσταση» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Αν όμως καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική, τότε δεν μπορεί να κάνει και παραχωρήσεις, ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρή είναι η αντιπολίτευση ή πόσο ενεργό είναι το κίνημα, κάτι που το είδαμε στον παλλαϊκό ξεσηκωμό του 2011. Είναι ακριβώς εξαιτίας του ότι «καμία αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική» και του ότι «δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση» που καθίσταται αναγκαία η διατύπωση άμεσης πρότασης εξουσίας.
Η απόσυρση της κομμουνιστικής Αριστεράς από το στίβο της διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, καθιστά αριστερό άκρο του κομματικού συστήματος το ΜΕΡΑ25. Οι 7 τομές που παρουσιάζει σαν κυβερνητικό πρόγραμμα, είναι ένα άθροισμα επιμέρους στόχων, χωρίς να συνιστούν πρόγραμμα. Το πρόγραμμα δεν είναι ένα άθροισμα στόχων και αιτημάτων, αλλά εξηγεί τον τρόπο με τον οποίον μπορούν να επιτευχθούν οι διακηρυγμένοι στόχοι. Το ΜΕΡΑ25, όντας σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό μόρφωμα, αδυνατεί να συγκροτήσει «περιεκτικό, ολοκληρωμένο, συγκροτημένο, λογικά συνεπές πρόγραμμα ρήξης», όπως διακήρυξε σε σχετική πρόταση που απηύθυνε στις οργανώσεις της Αριστεράς, καθώς αδυνατεί να εκτιμήσει τις λογικές συνεπαγωγές της υλοποίησης των διακηρύξεών του, όπως συνήθως συμβαίνει με τις οργανώσεις της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας που έχουν καλές προθέσεις, αλλά ελλιπή ανάγνωση της πραγματικότητας. Η πρόταση διαλόγου τελικά κατέληξε – χωρίς διάλογο – σε ένα σχήμα του τύπου «ΜΕΡΑ25 and friends» που βαφτίστηκε «συμμαχία για τη ρήξη». Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή της ΛΑΕ, η οποία εγκατέλειψε εν μία νυκτί την «αριστερή πρωτοβουλία διαλόγου και δράσης» στην οποία συμμετείχε, σε μια πολιτικάντικη κίνηση χωρίς καμία προγραμματική βάση.
Μαύρο στο μνημονιακό μπλοκ και την άκρα δεξιά
Σε αυτό το σκηνικό που εξακολουθεί να καθορίζεται από την ήττα της μνημονιακής δεκαετίας, οι εκλογές της 21ης Μάη θα επιβεβαιώσουν την κυριαρχία του μνημονιακού μπλοκ και την αδυναμία των δυνάμεων εργατικής αναφοράς. Όποιος και να είναι ο εκλογικός και κοινοβουλευτικός συσχετισμός, είναι δεδομένο με βάση την εκλογική αριθμητική που προκύπτει από το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, ότι θα επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και θα ακολουθήσει δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.
Σαν κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ δεν θα συμμετέχουμε στις εκλογές και με δεδομένο τον χαρακτήρα της συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης, καλούμε σε ψήφο καταδίκης των μνημονιακών κομμάτων και της άκρας δεξιάς, χρησιμοποιώντας τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς, από το ΜΕΡΑ25 μέχρι το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, χωρίς αυταπάτες για τις δυνατότητές τους και το ρόλο που μπορούν να παίξουν.
Η Πολιτική Επιτροπή, 28.03.2023