Η ταξική τυπολογία των αριστερών προτάσεων για το δημόσιο χρέος
Η ταξική τυπολογία των αριστερών προτάσεων για το δημόσιο χρέος
Οι πολιτικοί και θεωρητικοί εκπρόσωποι μιας κοινωνικής τάξης, μας εξηγεί ο Καρλ Μαρξ στη 18η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, δεν είναι κατ’ ανάγκη μέλη ή θαυμαστές αυτής της τάξης. Οι πολιτικοί και θεωρητικοί εκπρόσωποι μιας κοινωνικής τάξης είναι άνθρωποι που το μυαλό τους, η σκέψη τους, δεν υπερβαίνει τα ίδια εκείνα όρια που αδυνατούν ξεπεράσουν στον πρακτικό τους βίο τα μέλη της τάξης την οποία αντιπροσωπεύουν οι πολιτικοί και οι θεωρητικοί μας. Αυτή η αδυναμία υπέρβασης συγκεκριμένων κάθε φορά κοινωνικών ορίων ωθεί τους πρώτους να καταπιάνονται στη θεωρία και στην πολιτική με την ίδια προβληματική και να υιοθετούν τις ίδιες λύσεις, προς τις οποίες ωθούν κατ’ ουσίαν τους δεύτερους τα υλικά τους συμφέροντα και η κοινωνική τους θέση. Συνεπώς, και η αριστερή προβληματική που αναπτύσσεται γύρω από το κρίσιμο θέμα του δημόσιου χρέους και οι προτάσεις που γίνονται για την επίλυσή του, εκφράζουν συμφέροντα συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων και αναδεικνύουν τον άλφα ή βήτα πολιτικό ή δημοσιολόγο σε πολιτικό και ιδεολογικό αντιπρόσωπο της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης, του ενός ή του άλλου κοινωνικού στρώματος.
Στην βάση πολλών αριστερών αναλύσεων για το δημόσιο χρέος υπάρχουν μεγάλα θεωρητικά σφάλματα όσον αφορά την κατανόηση του σύγχρονου καπιταλισμού-που είναι ανοιχτά ιντιβιντουαλιστική, αντιμαρξική και αντιλενινική. Ο σύγχρονος καπιταλισμός παρουσιάζεται ως μία παγκόσμια σούπα μέσα στην οποία κολυμπούν, θρέφονται εκμεταλλευόμενα την επίσης παγκόσμια εργατική τάξη, αλληλοτρώγονται και θεριεύουν ή καταστρέφονται τ’ ατομικά κεφάλαια! Μέσα στη σούπα της παγκοσμιοποίησης τ’ ατομικά κεφάλαια δε συγκροτούνται σε κοινωνικοκρατικά μορφώματα, σε συνολικά κεφάλαια (Gesamtkapitale) ανταγωνιστικών εθνικών κοινωνιών στη βάση του μέσου ποσοστού κέρδους- το οποίο δεν καταργείται από τα πρόσθετα κέρδη από τα υπερκέρδη των κατά Μαρξ φυσικών μονοπωλίων που συγκροτούν το σύγχρονο μονοπωλιακό καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό. Έτσι τα εθνικά κράτη δε διακρίνονται σε ιμπεριαλιστικά και εξαρτημένα, υποβαθμίζονται ή δε λαμβάνονται υπόψη οι μαζικές εξαγωγές κεφαλαίων από τα πρώτα προς τα δεύτερα και οι μαζικές εκροές της υπεραξίας με τη μορφή κερδών, μερισμάτων και τόκων από τα εξαρτημένα προς τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Η εργατική τάξη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων θεωρείται αδιαφοροποίητη, αλώβητη και αδιάφθορη από τους ποταμούς των υπερκερδών που πηγάζουν από την εκμετάλλευση των εξαρτημένων χωρών! Η κατηγορία της εργατικής αριστοκρατίας έχει διαγραφεί από το πολιτικό και θεωρητικό λεξιλόγιο πολλών αριστερών που αντιπροσωπεύουν συν τοις άλλοις και την ιδιόμορφη ελληνική εργατική αριστοκρατία (ιδιόμορφη γιατί, μαζί με τα ημιπαρασιτικά μεσαία στρώματα του ιδιωτικού τομέα, δημιουργήθηκε κυρίως στο δημόσιο τομέα πάνω στη βάση των πλουσιοπάροχων κοινοτικών επιδοτήσεων και του αφειδούς δανεισμού του κράτους ή πάνω στη βάση δημιουργίας εθνικών τεχνητών μονοπωλίων στον ιδιωτικό τομέα)! Στο ίδιο πολιτικό και θεωρητικό λεξιλόγιο αντιπαρατίθεται το καλό βιομηχανικό στο κακό τραπεζικό κεφάλαιο, παρά το γεγονός ότι την εποχή του ιμπεριαλισμού συντελείται η προσωπική ένωση, η ένωση του ρόλου του βιομήχανου, του εμπόρου, του τραπεζίτη στα ίδια πρόσωπα, όπως επιβεβαιώνουν τα εμπειρικά δεδομένα, και παρά το γεγονός ότι αυτή η συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου συγκροτεί το κυρίαρχο στον ιμπεριαλισμό χρηματιστικό κεφάλαιο. Τέλος, οι νέες μορφές εμφάνισης του χρηματιστικού κεφαλαίου (όπως τα Hendge Funds) ή οι νέοι τρόποι δραστηριοποίησης του χρηματιστικού κεφαλαίου (όπως τα παράγωγα) ή η αναζωογόνηση των χρηματιστηρίων στα πλαίσια του ληστρικού "λαϊκού καπιταλισμού"- που υψώνουν στη νιοστή δύναμη τον παρασιτικό του χαρακτήρα του χρηματιστικού κεφαλαίου- αντιμετωπίζονται ως νέα κατ’ ουσίαν φαινόμενα που δήθεν δεν μπορούν να υπαχθούν στην κλασική λενινική κατηγορία του χρηματιστικού κεφαλαίου και διαψεύδουν τάχα μου τόσο την ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό όσο και τη μαρξική, ενγκελσιανή, λενινική θέση για τη μη ταυτόχρονη προλεταριακή επανάσταση.
Έτσι αποσιωπάται το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος, ειδικά την περίοδο του ιμπεριαλισμού, αποτελεί μιαν από τις πιο κερδοφόρες επενδύσεις, με τις οποίες το ντόπιο και το ξένο χρηματιστικό τοκογλυφικό κεφάλαιο καταφέρνει όχι μόνο ν’ απομυζά ολόκληρους λαούς αλλά και να καθυστερεί το ξέσπασμα της κρίσης υπερπαραγωγής ή ν’ απαλύνει τις επιπτώσεις της ίδιας της κρίσης, όπως είχαν επισημάνει για τις χρηματιστικές δραστηριότητες ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα . Παραγνωρίζεται επίσης το γεγονός ότι σε αυτή τη χρηματιστική τοκογλυφία συμμετέχουν όχι μόνον οι μεγαλοαστοί και η μονοπωλιακή ολιγαρχία, αλλά και οι μικροί και οι μεσαίοι κεφαλαιοκράτες που τοποθετούν τα κέρδη τους στα πιο κερδοφόρα από τις επιχειρήσεις τους κρατικά ομόλογα, και οι εύποροι μικροαστοί που φιλοδοξούν μέσω κερδοφόρων επενδύσεων των εισοδημάτων τους να μετατραπούν σε κεφαλαιοκράτες, και η εργατική αριστοκρατία ατομικά και συλλογικά -το τελευταίο κυρίως μέσω των επενδυτικών ασφαλιστικών της ταμείων. (Τα ταμεία ασφάλισης των ελλήνων δημόσιων υπαλλήλων εξαιρούνται, διότι οι διορισμένες από το κράτος διοικήσεις τους στην πραγματικότητα υποχρέωναν και υποχρεώνουν τα ταμεία να τοποθετούν τα αποθεματικά τους σε κρατικά ομόλογα χαμηλής πρακτικά απόδοσης ή σε χρηματιστηριακά προϊόντα ημέτερων επιχειρηματιών και πιθανώς επιχειρήσεων του κάθε φορά κυβερνώντος κόμματος!)
Και πάνω σε αυτή τη βάση παραβλέπεται ότι 100 % κέρδος από τη μονομερή διαγραφή του χρέους έχουν μόνον η εργατική τάξη των εξαρτημένων χωρών και οι φτωχοί, υπό προλεταριοποίηση, εργαζόμενοι μικροαστοί, οι ίδιες δηλ. τάξεις που αποτελούν σήμερα το κοινωνικό υποκείμενο της προλεταριακής επανάστασης. Τα κακοπληρωμένα τμήματα της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών χωρών θα συγκλονιστούν βέβαια και θα συμπαρασταθούν σε μια σύγχρονη προλεταριακή επανάσταση που θα διαγράψει το τεράστιο χρέος της χώρας της, αλλά η κυριαρχία της πολυάριθμης εργατικής αριστοκρατίας στο συνδικαλιστικό και πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης αυτών των χωρών θ’ ακυρώσει τις τυχόν επαναστατικές πρωτοβουλίες των άλλων εργατών.
Η αστική αριστερή πρόταση για το ελληνικό δημόσιο χρέος επιδιώκει μιαν «αναδιαπραγμάτευση χρέους εντός ΟΝΕ». Την κλασική της διατύπωση την έδωσε ο οικονομολόγος Κ. Καλλωνιάτης σε ομότιτλο άρθρο του στην Αυγή της 2-10-2010. Ο αρθογράφος, αντί να εξηγήσει γιατί και πώς είναι δυνατή εντός ευρωζώνης μια αναδιαπραγμάτευση του χρέους που να συμφέρει την ελληνική εργατική τάξη και τους φτωχούς Έλληνες εργαζόμενους μικροαστούς, αναλώνεται σε μια σχετικά έγκυρη κριτική των αδιεξόδων που κρύβει η μικροαστική αντικαπιταλιστική πρόταση για αναδιαπραγμάτευση του χρέους εκτός ΟΝΕ, χωρίς προλεταριακή επανάσταση, και επιστέφει την επιχειρηματολογία του με το σύνθημα του αγώνα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.
Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους εντός της ΟΝΕ είναι πρόταση συμβατή με τους σχεδιασμούς του γαλλικού και του γερμανικού ιμπεριαλισμού για την Ευρώπη. Είναι επίσης συμβατή με την πρόταση του Josef Ackermann, του Προέδρου του Δ.Σ. της Deutsche Bank, για Umschuldung, δηλ. για μετατροπή, αναδιαπραγμάτευση του χρέους της Ελλάδας, με σκοπό την παράταση του χρόνου εξόφλησής του με νέα, μεγαλύτερα επιτόκια! Η λύση αυτή είναι άκρως συμφέρουσα για τους πιστωτές του ελληνικού δημοσίου, οι οποίοι μέσα σε συνθήκες κρίσης βρίσκονται σε αμηχανία ως προς την κερδοφόρα επανεπένδυση των ληξιπρόθεσμων δανείων τους προς το ελληνικό δημόσιο και άκρως επιζήμια για τους Έλληνες εργαζόμενους φορολογούμενους που θα αιμοδοτούν το ελληνικό και ξένο χρηματιστικό κεφάλαιο εις τους αιώνας των αιώνων. Από την άλλη ο καουτσκίζων οικονομολόγος μας δεν μπαίνει καθόλου στον κόπο να μας εξηγήσει πώς μπορεί να συμπέσει η επαναστατική κατάσταση στη Γερμανία, στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της ευρωζώνης, όταν είναι πασίγνωστο ότι πχ. οι ρυθμοί ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας είναι μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο με τους ρυθμούς ανάπτυξης του ευρωπαϊκού νότου, στον οποίο ανήκει και η Ελλάδα, αφού η ευημερία των Γερμανών στηρίζεται στην άλωση των αγορών του ευρωπαϊκού νότου, στη λεηλασία των επιχειρήσεών και την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων του από τις γερμανικές επιχειρήσεις και στην τοκογλυφική εκμετάλλευση του ελληνικού, πορτογαλικού και ισπανικού δημοσίου. (Και τα ίδια με τη Γερμανία ισχύουν και για τη Γαλλία και για την Ολλανδία, και για τη Βρετανία). Η ταυτόχρονη προλεταριακή επανάσταση ήταν από τη δεκαετία του 1910 σύνθημα της αντεπαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας, με το οποίο αναβαλλόταν ες αεί η επανάσταση στη μια και στην άλλη χώρα, αφού ήταν αδύνατη η ταυτόχρονη πραγμάτωσή της σε όλη την αναπτυγμένη Ευρώπη!
Την ώρα που το τεράστιο δημόσιο χρέος της χώρας και το φάσμα της χρεοκοπίας της μετατρέπονται στους βασικότερους μοχλούς για τη φορομπηχτική αφαίμαξη του λαού, για την ανατροπή των κατακτήσεων της εργατικής τάξης, για τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου (μετοχές, επιχειρήσεις, τράπεζες, ακίνητα, λιμάνια, αεροδρόμια, ακόμα και νησιά ) από τα μονοπώλια της ευρωζώνης και τους έλληνες μεγαλοαστούς, για την εκχώρηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στα όργανα της ΕΕ, η αντιμονοπωλιακή (ΚΚΕ) και η αντιμεγαλοαστική αριστερά (Μ-Λ ΚΚΕ, ΚΚΕ μ -λ) στρουθοκαμηλίζει μπροστά στο πρόβλημα του χρέους. Δέσμια της σιωπηρής πολιτικής της προσέγγισης προς τη μη μονοπωλιακή και τη μη μεγαλοαστική αστική τάξη, και προς τα εύπορα μεσαία στρώματα, η αντιμονοπωλιακή/αντιμεγαλοαστική αριστερά όχι μόνο αποφεύγει να πάρει σαφή, ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη θέση υπέρ ή κατά της μονομερούς διαγραφής του χρέους, αλλά και αποσυνδέει στην πράξη αυτό το άκρως επίκαιρο, το άμεσο και καυτό πρόβλημα της ελληνικής εργατικής τάξης από την στρατηγική της προοπτική, από την προλεταριακή επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, μολονότι το πρόβλημα του χρέους, οξύνοντας στο έπακρο τα προβλήματα που δημιουργεί η κρίση υπερπαραγωγής, είναι ο κρίκος που μας επιτρέπει σήμερα να ελέγξουμε όλη την αλυσίδα της ελληνικής πραγματικότητας. Αντίθετα, όπως και η αστική αριστερά, προσπαθεί και αυτή να παρακάμψει το ζήτημα, ασκώντας μιαν όχι εντελώς άστοχη κριτική στην αντικαπιταλιστική αριστερά που προβάλλει με τρόπο πολύσημο και ταξικά επαμφοτερίζον το ζήτημα της παύσης πληρωμών και της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους.
«Ν’ αντικαθιστάς το συγκεκριμένο με το αφηρημένο είναι ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα στην επανάσταση», τόνιζε ο Λένιν, που, στις 26 Μάρτη (8 Απρίλη) του 1917, στο 4ο από τα «Γράμματα από μακριά», καλούσε τα σοβιέτ, τους εργάτες και τους αγρότες της Ρωσίας, να μην αναγνωρίσουν τα δισεκατομμύρια του δημόσιου χρέους που συσσώρευσαν οι αστικές κυβερνήσεις. Ο ίδιος μάλιστα ο Λένιν, το Δεκέμβρη του 1917, συνέταξε το «Σχέδιο διατάγματος για την εθνικοποίηση των τραπεζών και των σχετικών απαραίτητων μέτρων»- με το οποίο θεσπίστηκε η διαγραφή (η διακήρυξή τους ως άκυρων) όλων των κρατικών δανείων, εξωτερικών και εσωτερικών!
Η πάγια τακτική των μπολσεβίκων ήταν πάντα να συνδέουν την επίλυση των καυτών άμεσων και συγκεκριμένων προβλημάτων της εργατικής τάξης με την επανάσταση. Η μεγάλη οχτωβριανή επανάσταση δεν έγινε με το καθαρό αίτημα της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου και της οικοδόμησης ενός σοσιαλιστικού παράδεισου σε μια μόνο χώρα! Η μεγάλη οχτωβριανή επανάσταση έγινε, γιατί η πλειοψηφία της ρωσικής εργατικής τάξης και των αγροτών πείστηκαν από την πείρα τους ότι μόνον η εξουσία των σοβιέτ, η εξουσία της εργατιάς και της αγροτιάς, μπορούσε να λύσει τα άμεσα καυτά προβλήματά του ρωσικού λαού, να σταματήσει τον πόλεμο κλείνοντας ειρήνη, να δώσει γη στους αγρότες δημεύοντας τη γη των μεγαλογαιοκτημόνων, του τσάρου και της εκκλησίας, να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού κόντρα στα δικαιώματα της αστικής τάξης και των βογιάρων. Και οι μπολσεβίκοι κέρδισαν την πλειοψηφία των σοβιέτ, σύναξαν γύρω τους το στρατό της επανάστασης και ηγήθηκαν αυτής της επανάστασης, ακριβώς επειδή ήταν οι πιο συνεπείς υπερασπιστές των άμεσων προβλημάτων και συμφερόντων της ρωσικής εργατικής τάξης και της αγροτιάς- χωρίς όμως να αποκρύπτουν από τους εργάτες και τους αγρότες ούτε στιγμή ότι η επίλυση αυτών των άμεσων προβλημάτων και η ικανοποίηση αυτών των άμεσων συμφερόντων (ειρήνη, γη κι ελευθερία) προϋποθέτουν την αντικατάσταση του αστικού κράτους από το εργατικό κράτος και την πραγματοποίηση βημάτων προς το σοσιαλισμό όπως: η εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων και μονοπωλίων, η διαγραφή των τσαρικών χρεών, η κατάργηση του επιχειρηματικού και του τραπεζικού απορρήτου, η συνένωση του πληθυσμού σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, η αντικατάσταση του μόνιμου στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας από τον ένοπλο λαό, η αντικατάσταση της αρχής της εδαφικότητας από την αρχή της εργασίας για τη συγκρότηση του πολιτικού σώματος, η κατάργηση της ελεύθερης εντολής των αιρετών αντιπροσώπων και η αντικατάστασή της από τη δεσμευτική εντολή των εκλογέων τους, η θέσπιση της ανακλητότητας των αιρετών αντιπροσώπων- οι οποίοι πρέπει να πληρώνονται ,όπως και όλοι οι αιρετοί και ανακλητοί κρατικοί λειτουργοί και διοικητικοί υπάλληλοι, με το μέσο εργατικό μισθό.
Αναλογικά λοιπόν σήμερα, στη μέση της οικονομικής κρίσης, με την απομύζηση των Ελλήνων μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και των εργαζόμενων μικροαστών να εντείνεται, για ν’ ανακάμψουν τα κέρδη του χρηματιστικού κεφαλαίου που επένδυσε και επενδύει στο δημόσιο χρέος της χώρας, οι Έλληνες αριστεροί που φιλοδοξούν να γίνουν προλετάριοι επαναστάτες, δεν μπορεί να μην κατανοούν πως το άμεσο και καυτό πρόβλημα του δημόσιου χρέους είναι ο κρίσιμος κρίκος που μας επιτρέπει να ελέγξουμε την αλυσίδα όλων των προβλημάτων, καθώς η επίλυσή του προς όφελος της εργατικής τάξης, η μονομερής διαγραφή του, απαιτεί, προϋποθέτει και συνεπάγεται την επίλυση όλων των άλλων προβλημάτων: την πολιτειακή ανασυγκρότηση της χώρας στη βάση των προμνημονευθεισών πολιτειακών αρχών της εργατικής τάξης, την αποχώρηση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, την εκδίωξη των βάσεων (οι εν ΕΕ και ΝΑΤΟ "σύμμαχοί" μας είναι οι μεγαλύτεροι ξένοι πιστωτές μας), τη χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο εθνικοποίηση των τραπεζών (που κατέχουν ομόλογα του δημόσιου χρέους ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων), τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας και το χωρισμό κράτους –εκκλησίας (η οποία είναι κάτοχος δεκάδων εκατομμυρίων τραπεζικών μετοχών), την κατάργηση του μισθοφορικού στρατού και την αναδιοργάνωση του εθνικού στρατού στην κατεύθυνση συγχώνευσής του με τον ένοπλο λαό, την κατάργηση των σωμάτων ασφαλείας που μαζικά ψεκάζουν και ξυλοκοπούν διαδηλωτές μαχόμενους για τα δικαιώματά τους, που ενσυνειδήτως ή "εξ αμελείας" σκόπιμης σκοτώνουν αθώους πολίτες κλπ.
Είναι απαράδεκτο γι’ αριστερούς που θέλουν να λέγονται μαρξιστές αντί να προπαγανδίζουν τη μονομερή διαγραφή του χρέους και τις συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτειακές συνεπαγωγές της ως αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίλυση των άμεσων οικονομικών προβλημάτων των εργατοϋπαλλήλων, να αρκούνται σε γενικόλογες εκκλήσεις προς το λαό "ν’ αντισταθεί στην κατεύθυνση ανατροπής των μέτρων" (ΚΚΕ μ-λ), στην αφηρημένη απαίτηση "την κρίση να πληρώσουν οι καπιταλιστές" (σε ποιο ταμείο άραγε;) , σε μεταφορικές προτροπές του στυλ "πάρε την κατάσταση στα χέρια σου λαέ!", σε παραπομπή της λήψης συγκεκριμένης θέσης για το χρέος στις ελληνικές καλένδες της "λαϊκής εξουσίας" (ΚΚΕ). Είναι φυγομαχία η άρνηση προπαγάνδισης από το βήμα της Βουλής της αναγκαιότητας να εφαρμοστούν οι πολιτειακές αρχές της εργατικής τάξης, την ώρα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στο όνομα της ελεύθερης εντολής, εξαπατάει ξεδιάντροπα τους ψηφοφόρους, την ώρα που οι χρυσοπληρωμένοι βουλευτές και τα επιδοτούμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό κόμματα πετσοκόβουν τους μισθούς και τις συντάξεις των εργατοϋπαλλήλων, ενώ ταυτόχρονα ρημάζουν το δημόσιο χρήμα με τις μίζες και τις χορηγίες (που συνυπολογίζονται από τις εταιρείες στο κόστος των δημόσιων έργων, παραγγελιών κλπ)!
Τέλος, είναι παραλογισμός οι επίδοξοι επαναστάτες μας ν’ αρνούνται, με γενικόλογες αναφορές στον στρατηγικό στόχο της εργατικής τάξης, την άμεση προπαγάνδιση της αναγκαιότητας της μονομερούς διαγραφής όλου του χρέους, με την αιτιολογία ότι αυτή μπορεί να γίνει μόνο μετά την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη! (Μ-Λ ΚΚΕ). Γιατί σύμφωνα με αυτή τη λογική, οι μπολσεβίκοι κακώς προπαγάνδιζαν τα συνθήματα της ειρήνης και της εθνικοποίησης της γης πριν την επανάσταση, αφού η υλοποίησή τους μπορούσε να γίνει μόνο μετά την επανάσταση. Και η ίδια η αντιμονοπωλιακή/αντιμεγαλοαστική αριστερά κακώς προπαγανδίζει τα συνθήματα της εξόδου από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, τα συνθήματα της εκδίωξης των βάσεων κλπ., αφού όλα αυτά έχουν ως προαπαιτούμενο τους την προλεταριακή επανάσταση.
Μια πιθανή (και ορθή) απάντηση σ’ αυτές τις ενστάσεις, είναι πως η προπαγάνδιση όλων αυτών των συνθημάτων από τώρα είναι προϋπόθεση απαραίτητη για να συναχτεί ο στρατός της επανάστασης. Αλλά τότε γιατί και η προπαγάνδιση της μονομερούς διαγραφής του χρέους (που μόνο μια εργατική κυβέρνηση- αφετηρία της πραγμάτωσης της δικτατορίας του προλεταριάτου μπορεί να την υλοποιήσει) δεν είναι σύνθημα πιο κατάλληλο για τη συγκρότηση του στρατού της επανάστασης;
Στη Σούδα και στο Άκτιο οι αμερικανικές βάσεις είναι ένας γαλαντόμος εργοδότης που δημιουργεί καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας για τους ντόπιους πληθυσμούς. Πώς αυτοί οι πληθυσμοί θα μπορέσουν ν’ αποδεχτούν το αίτημα της εκδίωξης των ξένων βάσεων, αν δεν ταυτίσουν τις βάσεις με τη στρατιωτική προστασία των κεφαλαίων, που απομυζούν και τους ίδιους μέσω της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους;
Τα πολυάριθμα μεσαία στρώματα της χώρας, και ιδιαίτερα οι αγρότες, έχουν γλυκαθεί από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις τόσο, ώστε δε θέλουν ν’ ακούσουν σχεδόν τίποτα για έξοδο από την ΕΕ. Πώς θ’ αποδεχτούν το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ ή πώς θα κρατήσουν ουδέτερη στάση απέναντί του, αν δε συνειδητοποιήσουν ότι η έξοδος από την ευρωπαϊκή ένωση είναι προϋπόθεση για τη μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους και ότι η μονομερής διαγραφή του δημόσιου χρέους είναι με τη σειρά της προϋπόθεση για ν’ απελευθερωθούν δημόσιοι πόροι για ρύθμιση των χρεών των εργαζόμενων μικροαστών, για δημόσια έργα, για κοινωνική πολιτική, για ενίσχυση των μικροαστών για τη δημιουργία παραγωγικών, εμπορικών κλπ. συνεταιρισμών;
Τέλος, η εμμονή της αντιμεγαλοαστικής αριστεράς στη μετεπαναστατική διαγραφή αποκλειστικά και μόνον του εξωτερικού δημόσιου χρέους, δεν είναι αδιάψευστη ένδειξη της πολιτικής και ιδεολογικής της προσέγγισης με τη μη μεγαλοαστική αστική τάξη;
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των αντικαπιταλιστικών , μικροαστικών προτάσεων για το χρέος είναι η αμφισημία τους και η προσπάθεια πολυσυλλεκτικότητας που της διακρίνει και που κάποτε φτάνει ως τη σουρεαλιστική ή την αντιφατική λεκτική έκφραση. Σουρεαλιστική π.χ. είναι η απαίτηση της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ για την «αναγκαστική απαλλοτρίωση του χρέους και των τόκων» (απαλλοτριώνεται κάτι που είναι ιδιωτικό, το οποίο με την απαλλοτρίωσή του γίνεται δημόσιο∙ το κρατικό χρέος όμως και τα τοκοχρεολύσιά του είναι εξ ορισμού δημόσια -και άρα δεν επιδέχονται απαλλοτρίωση αλλά διαγραφή!). Αντιφατική και πολύσημη είναι π.χ. η έκφραση «παύση πληρωμών- διαγραφή του χρέους», που χρησιμοποιούν αρθογράφοι του ΠΡΙΝ, όπως ο Γ. Ελαφρός στο φύλο της 9-5-2010, αφού το αίτημα της στάσης πληρωμών δε σημαίνει υποχρεωτικά διαγραφή του χρέους αλλά και έναρξη της διαδικασίας αναδιαπραγμάτευσής του. Η αναδιαπραγμάτευση/ μετατροπή του χρέους επίσης δε συνεπάγεται αναγκαστικά μερική διαγραφή (κούρεμα) του χρέους, όπως συνήθως προβάλλεται, αλλά μπορεί να συνεπάγεται και παράταση των προθεσμιών εξόφλησης του χρέους με πιθανή άνοδο των επιτοκίων του.
Ο μικροαστικός χαρακτήρας πολλών προτάσεων του αντικαπιταλιστικού χώρου αναδεικνύεται κυρίως από τη συσχέτιση της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους με τα αιτήματα της αποχώρησης μόνον από την ευρωζώνη (και όχι και από την ΕΕ) , της επανεισαγωγής και της μεγάλης υποτίμησης της δραχμής, ώστε ν’ ανακτήσει η ελληνική οικονομία τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα. Μερικοί μάλιστα θιασώτες αυτής της άποψης εκθειάζουν τη χρεοκοπία της χώρας το 1932 υπό το Βενιζέλο, αποκρύπτοντας από τους αναγνώστες τους ότι αυτή η χρεοκοπία συνοδεύτηκε με μιαν υποτίμηση της δραχμής κατά 60 %- πράγμα που ισοδυναμεί με κατά 60 % υποτίμηση του εμπορεύματος εργατική δύναμη, η οποία είναι το μόνο εμπόρευμα που δεν μπορεί να ανατιμηθεί με αυτόβουλη απόφαση του κατόχου του!
Η βελτίωση λοιπόν της ανταγωνιστικότητας μιας εθνικής οικονομίας, μέσω της υποτίμησης του νομίσματός της, σημαίνει μείωση των πραγματικών μισθών και των ημερομισθίων κατά ποσοστό ίσο με το ποσοστό της νομισματικής υποτίμησης. Σημαίνει δηλ. κάτι το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να το αποδεχτεί ως στόχο πάλης η εργατική τάξη. Σημαίνει επίσης αντίστοιχη αύξηση των περιθωρίων κέρδους των κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι μπορούν έτσι να υπερτερούν στον εμπορικό ανταγωνισμό, μειώνοντας τις τιμές των εξαγόμενων εμπορευμάτων τους, χωρίς να μειώνουν τα ποσοστά κέρδους τους κάτω από το ύψος του μέσου ποσοστού κέρδους. Γι’ αυτό την επανεισαγωγή και την υποτίμηση της δραχμής τη λαχταρούν τα μεσαία στρώματα και τα υπολειπόμενα σε παραγωγικότητα τμήματα των μικρών και μεσαίων καπιταλιστών.
Η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη, η επάνοδος σε μιαν υποτιμημένη δραχμή , σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη παραμονή της στην ΕΕ, είναι ένα σενάριο συμβατό με τα μέτρα στήριξης του ευρώ και με τη μελλοντική υποβάθμιση της επανενταγμένης στην ευρωζώνη Ελλάδας που εκπονεί ο γερμανικός ιμπεριαλισμός (σενάριο Σόϊμπλε). Χωρίς τη μελλοντική επανένταξη της υποβαθμισμένης και λεηλατημένης Ελλάδας στην ευρωζώνη, το σενάριο αυτό είναι απολύτως συμβατό με την πολιτική του βρετανικού ιμπεριαλισμού για την ΕΕ- ο οποίος αντιμάχεται τη νομισματική ένωση κι επιδιώκει να μείνει η ΕΕ μια ζώνη ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, κεφαλαίων κι εργατικής δύναμης.
Η τελευταία παραλλαγή αυτού του σεναρίου δεν πρόκειται να τονώσει την παραγωγή και να οδηγήσει σε ανάκαμψη την ελληνική βιομηχανία, όσο κι αν αυτό το ισχυρίζονται και το προβάλλουν "αριστεροί" οικονομολόγοι, καθηγητές αγγλοσαξωνικών πανεπιστημίων - όπως ο Κώστας Λαπαβίτσας, ο οποίος συνδυάζει την πρότασή του για την έξοδο μόνον από την ευρωζώνη με τη σιβυλλική παύση πληρωμών και την υποτίμηση της δραχμής. Η έξοδος από την ευρωζώνη χωρίς μονομερή διαγραφή του χρέους, και η υποτίμηση της δραχμής θα γιγαντώσουν το δημόσιο χρέος που έχει συναφθεί σε ευρώ και σε δολάρια. Η παραμονή, εξάλλου, στην ΕΕ δεν επιτρέπει τη λήψη μέτρων προστασίας της εγχώριας παραγωγής από τον ανταγωνισμό των εμπορευμάτων των άλλων χωρών της ΕΕ και των χωρών με τις οποίες η ΕΕ έχει υπογράψει προτιμησιακές συμφωνίες. Δεν επιτρέπει επίσης ούτε τη λήψη μέτρων κρατικής στήριξης των εξαγωγών (π.χ. μ’ επιδοτήσεις, όπως κάνουν οι ΕΠΑ για τ’ αγροτικά τους προϊόντα).
Όσο για το εφικτό της σοσιαλιστικής αλλαγής στην ενταγμένη στην ΕΕ Ελλάδα που ευαγγελίζεται ο καθηγητής μας, αυτό το εφικτό ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, αφού, εκτός από τον παραλογισμό ενός προλεταριακού κράτους που έχει απεμπολήσει το κρατικό μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, δεν τίθεται καν το ζήτημα της συντριβής της αστικής κρατικής μηχανής και της αντικατάστασή της από ένα "βαθιά ταξικό" κράτος της εργατικής τάξης, από ένα κράτος τύπου Κομμούνας ή συμβουλιακής δημοκρατίας. Αντίθετα, απαιτείται « η δραστική αλλαγή του κράτους», το οποίο σήμερα είναι «βαθιά ταξικό και διεφθαρμένο» και «θα πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων», απαιτείται « να υπάρξει διαφάνεια και λαϊκός έλεγχος "από τα κάτω"», «δημοκρατία στους κρατικούς μηχανισμούς» και «οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις στη χώρα να αποκτήσουν κυριότητα επί του κράτους με διαφάνεια και δημοκρατία». (Πριν, 30-5-2010). Ολόκληρη η γενικόλογη πολιτειακή λιτανεία της μκροαστικής υπερταξικής δημοκρατίας, διανθισμένη με ολίγην εργατοκαπηλία, παρελαύνει μπροστά στα μάτια μας, χωρίς να θιχτεί συγκεκριμένα καμιά από τις ουσιώδεις πλευρές της πολιτειακής ανασυγκρότησης που συνιστούν την προλεταριακή επανάσταση, χωρίς να θιχτεί ουσιαστικά το ζήτημα του κράτους, που αποτελεί το βασικό ζήτημα κάθε επανάστασης!
Κλείνοντας το σχολιασμό μας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι θρήνοι και οι επικήδειοι για την τύχη του ευρώ που δεσπόζουν σε πλευρές της αριστερής δημοσιογραφίας, στερούνται πραγματικής βάσης. Το ευρώ δεν κατέρρευσε σα νόμισμα ούτε όταν η ισοτιμία του είχε κατρακυλήσει στο 0,88 δολάρια ανά ευρώ. Γιατί να ψέλνουμε λοιπόν τη νεκρώσιμη ακολουθία του, όταν η ισοτιμία του βρίσκεται στο 1, 20 δολάρια ανά ευρώ, όταν η υποτίμησή του από τη μια ευνοεί την αύξηση των εξαγωγών της ευρωζώνης και από την άλλη δυσχεραίνει την αύξηση των εισαγωγών εμπορευμάτων ανταγωνιστικών με τα εμπορεύματα της ευρωζώνης μέσα σε ένα περιβάλλον διεθνούς νομισματικού πολέμου;
Γιατί να μην θέλουμε ν’ αντιληφτούμε αυτό που επισημαίνει η Ναυτεμπορική με τις συνεντεύξεις των Ρίτσαρντ Βέρνερ και Ζακ Αταλί στα φύλλα της 19-5 και 4-6- 2010,, ότι δηλ. η συνθήκη του Μάαστριχτ συντάχτηκε με την προοπτική το σχετικά ευάλωτο ευρώ να μετατραπεί επ’ ευκαιρία της πρώτης σοβαρής οικονομικής κρίσης σε μοχλό πολιτικής ενοποίησης της ευρωζώνης, με τη συμπλήρωση της οικονομικής εποπτείας και της κοινής νομισματικής πολιτικής των χωρών της από μια κοινή δημοσιονομική πολιτική; Η Ελλάδα και πιθανώς κάποιες άλλες χώρες της ευρωζώνης, υπό το βάρος του δυσεξυπηρέτητου δημόσιου χρέους τους, θα στοιχειώσουν το γεφύρι της πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα θυσιαστούν στα θεμέλια των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, εκχωρώντας για πάντα τη δημοσιονομική τους (και όχι μόνον) κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην ΕΚΤ και στη γραφειοκρατία των Βρυξελών!
Με αυτή τη ζοφερή προοπτική να γίνεται όλο και πιο χειροπιαστή, δε φτάνει να κατηγορούμε το ΠΑΣΟΚ, το Συνασπισμό, το ΛΑΟΣ και τη Νέα Δημοκρατία που μας έφεραν τη νέα Φραγκοκρατία και τη νέα κατοχή. Χρειάζεται η συγκρότηση ενός κοινωνικού και πολιτικού ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης το οποίο , συνεργαζόμενο με τους υπό προλεταριοποίηση εργαζόμενους μικροαστούς, θα ουδετεροποιήσει τα εύπορα μεσαία στρώματα και, με κεντρικό σύνθημα τη μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους, θα βγάλει τη χώρα από το λάκκο των λεόντων της ευρωζώνης, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, θα συντρίψει την κυριαρχία της ξένης και της εγχώριας αστικής τάξης (μονοπωλιακής και μη μονοπωλιακής, μεγαλοαστικής και μη μεγαλοαστικής) και την αμερικανοκρατία, κι εγκαθιδρύοντας τη δικτατορία του προλεταριάτου, θα πάρει όλα τ’ αναγκαία μέτρα για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, για την έναρξη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε εθνικό επίπεδο και για την ολοκλήρωσή αυτής της οικοδόμησης σε διεθνές επίπεδο- υποβοηθώντας με κάθε δυνατό τρόπο την τελική νίκη της προλεταριακής επανάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο!
Χρήστος Βλόσιος