Η αναγκαιότητα, η δυναμική και η προοπτική του συντονισμού σωματείων–εργατικών κέντρων–ομοσπονδιών

Η αναγκαιότητα, η δυναμική και η προοπτική του συντονισμού σωματείων – εργατικών κέντρων – ομοσπονδιών


Ιδιαίτερα σήμερα, εν μέσω κρίσης, η οποία θα είναι παρατεταμένη, αναδεικνύεται καθημερινά η αναγκαιότητα του συντονισμού, στο πλαίσιο του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος, σωματείων – εργατικών κέντρων – ομοσπονδιών, ως το απαραίτητο εργαλείο για την οργάνωση της πάλης της εργατικής τάξης, για την απόκρουση της επίθεσης της κυβέρνησης, της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του ΔΝΤ, των καπιταλιστών και του κεφαλαίου γενικότερα.


Είναι ηλίου φαεινότερα ότι θα έχουμε μέτρα επί μέτρων για τη συμπίεση της αξίας της εργατικής δύναμης, μέσω του ασφαλιστικού και των εργασιακών σχέσεων, της μείωσης των μισθών, της περικοπής κοινωνικών παροχών. Η επίθεση αυτή θα ενταθεί και θα οξυνθεί ακόμα περισσότερο απ’ τους επιτηρητές της ελληνικής οικονομίας σε απόλυτη συνέργεια με την αστική τάξη της χώρας.


Η γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ, οι εκπρόσωποι των πιο καλοπληρωμένων στρωμάτων της εργατικής τάξης, της εργατικής αριστοκρατίας, παρότι η επίθεση αφορά και αυτό το κομμάτι, βάζει πλάτη για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης σε βάρος της εργατικής τάξης. Η εργατική αριστοκρατία εξακολουθεί να βλέπει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της σε συνεργασία με τους κεφαλαιοκράτες. Η γραφειοκρατία της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ φροντίζει να παραλύσει η αγωνιστική δυναμική της εργατικής τάξης, σαμποτάρει αγωνιστικές κινητοποιήσεις, παζαρεύει για κάποια ψίχουλα που δεν είναι σε θέση να αποσπάσει.


Το ΠΑΜΕ εξακολουθεί να διασπά την ενότητα της εργατικής τάξης, δυσκολεύει την αγωνιστική ενότητα δράσης της, ξεκόβεται από μεγάλα της τμήματα, παραλύει με την πρακτική του της συλλογικότητες της, τα σωματεία. Αντί να προχωρήσει σε ένα πλατύ αγωνιστικό συντονισμό όλων όσων θέλουν να παλέψουν ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης και στην επιθετικότητα του κεφαλαίου, περιορίζει τη δράση στα όρια του ΠΑΜΕ, θέτοντας ως προαπαιτούμενο την υιοθέτηση του πλαισίου του ΠΑΜΕ.


Η υποταγή της ηγεσίας της ΓΣΕΕ δημιουργεί διαφοροποιήσεις και στο εσωτερικό των παρατάξεων που τη στηρίζουν, ενώ και η συνεχής ενασχόληση του Ριζοσπάστη με τις διαδικασίες του συντονισμού δείχνει ότι υπάρχουν πιέσεις από τα μέσα τις οποίες η ηγεσία προσπαθεί να απαντήσει απαξιώνοντας το συντονισμό, χρεώνοντας τον στο ρεφορμισμό, τον οπορτουνισμό κλπ. Οι διεργασίες αυτές δείχνουν ότι υπάρχει έδαφος για μια τακτική με στόχο μια σοβαρή αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης και τον προσανατολισμό των οργάνων του συνδικαλιστικού κινήματος.


Με βάση λοιπόν την κατάσταση που επικρατεί στο συνδικαλιστικό κίνημα προκύπτει η αναγκαιότητα του συντονισμού σωματείων – εργατικών κέντρων – ομοσπονδιών. Ο συντονισμός βέβαια δεν μπορεί να λύσει, ευθύς εξαρχής, το πρόβλημα της κατεύθυνσης, που πρέπει να είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και η εργατική εξουσία. Αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να τίθεται ως προαπαιτούμενο του συντονισμού. Ο συντονισμός μπορεί να γίνει στη βάση των προβλημάτων. Η δύσκολη πραγματικότητα, η ένταση της επίθεσης, η διάρρηξη των συμμαχιών της αστικής τάξης μα τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας, η δραματική διεύρυνση των πληττόμενων στρωμάτων της εργατικής τάξης, δημιουργούν ήδη ένα ρεύμα σε πανελλαδικό επίπεδο υπέρ του συντονισμού.


Το προλεταριακό ρεύμα στο κίνημα πρέπει να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι ο συντονισμός αποκτά μια θετική απήχηση, μια διευρυνόμενη δυναμική και αποτελεί, σήμερα, το μοναδικό σωστό δρόμο. Πρέπει ακόμα να λάβει υπόψη του την αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων που συμμετέχουν και υποστηρίζουν το συντονισμό, να στηρίξουν το εγχείρημα αποφασιστικά και με ταξική συνέπεια, πρέπει να λάβει μέτρα, να πάρει στις πλάτες του την υπόθεση αυτή.


Ο συντονισμός πρέπει να απευθυνθεί άμεσα σ’ όλα τα σωματεία, ανεξάρτητα απ’ το ποιες δυνάμεις τα επηρεάζουν, είτε αυτή είναι η ΔΑΚΕ, η ΠΑΣΚΕ, το ΠΑΜΕ, η Αυτόνομη Παρέμβαση, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά ή ο αντιεξουσιαστικός χώρος. Με ένα μίνιμουμ πλαίσιο στη βάση των προβλημάτων, ενάντια στη επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη, για τη διεκδίκηση των δίκαιων και ώριμων αιτημάτων της, επισημαίνοντας την υποταγή της ηγεσίας της ΓΣΕΕ – διότι αλλιώς προς τι η αναγκαιότητα του συντονισμού – να δίνεται διαρκώς κατεύθυνση για ενεργοποίηση των σωματείων, για γενικές συνελεύσεις, εξορμήσεις στους εργασιακούς χώρους, λήψη αγωνιστικών αποφάσεων, επιχειρηματολογία ικανή να αποκρούσει τις αιτιάσεις των κυβερνόντων και των καπιταλιστών στη βάση των εργατικών αναγκών και δικαιωμάτων.


Την ίδια στιγμή πρέπει να παλέψουμε –χωρίς αυτό να τίθεται ως προαπαιτούμενο που ακυρώνει τη δυνατότητα του συντονισμού– για τη διεύρυνση των στόχων του κινήματος. Ο αγώνας ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης είναι αγώνας πολιτικός. Αυτό προκύπτει από το χαρακτήρα της επίθεσης, τη συνεχή νομοθέτηση των απαιτήσεων της κεφαλαιοκρατίας. Ιδιαίτερα σήμερα, χρειάζονται πολιτικοί στόχοι πάλης τους οποίους, με τον κατάλληλο τρόπο, πρέπει το ίδιο το κίνημα, άρα και ο συντονισμός, να υιοθετήσει, να προβάλει και να παλέψει. Ενδεικτικά, σήμερα, μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας κατανοούν τον αρνητικό ρόλο της ΕΕ και της ΟΝΕ και στρέφονται ενάντια της. Αυτό επιδρά και στα πολιτικά κόμματα και τροποποιεί τους συσχετισμούς.


Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, με εκλαϊκευμένο τρόπο, πρέπει να προβάλλεται ένα πρόγραμμα της εργατικής εξουσίας, στοιχεία του οποίου είναι: η έξοδος απ’ την ΕΕ, η κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, η δήμευση της περιουσίας των καπιταλιστών γι τις επιχειρήσεις που κλείνουν ή πτωχεύουν και η λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο, η απαγόρευση των απολύσεων, ο πλήρης διαχωρισμός της εκκλησίας απ’ το κράτος και η δήμευση της περιουσίας της κ.α. Ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να εκλαϊκεύουν και να προτάσσουν οι κομμουνιστές σήμερα, επαναφέροντας την επικαιρότητα της προλεταριακής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας.