Βιβλιοκριτική: Αναμνήσεις από ένα ζοφερό μέλλον…
Αναμνήσεις από ένα ζοφερό μέλλον…
Γιώργος Λαμπράκος, «Αναμνήσεις από το Ρετιρέ» (εκδόσεις Γαβριηλίδης)
Κάθε φορά που κανείς προτείνει ένα βιβλίο, οφείλει να απαντήσει, χωρίς περιστροφές, σε ένα ερώτημα: «γιατί το συγκεκριμένο και όχι κάποιο άλλο;». Η απάντησή, λοιπόν, στο ερώτημα –για το συγκεκριμένο βιβλίο- είναι ένα άλλο ερώτημα: «Πόσα βιβλία υπάρχουν σήμερα που, όταν ολοκληρώσει την ανάγνωσή τους, έχεις σωματοποιήσει την ανάγνωση με ένα σφίξιμο στο στομάχι;». Αυτό, λοιπόν, είναι το αποτέλεσμα από το βιβλίο του Γιώργου Λαμπράκου «Αναμνήσεις από το Ρετιρέ», ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Νέος συγγραφέας ο Γιώργος Λαμπράκος -οι «Αναμνήσεις» είναι το πρώτο του βιβλίο-, είναι ταυτόχρονα και μεταφραστής απαιτητικών κειμένων1, ποιητής2 και αρθρογράφος του «Κοντέινερ» της Ελευθεροτυπίας.
Ως προς το είδος του συγκεκριμένου βιβλίου, εκτός ότι ο τίτλος παραπέμπει ευθέως στο «Υπόγειο» και στο «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» (αμφότερα του Ντοστογιέφσκι), κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα. Διήγημα; Εκτεταμένο ποίημα; Φιλοσοφικό δοκίμιο; Αναμνήσεις; Βιογραφία; Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα3.
Έχοντας ως αφετηρία μια μακρά παράδοση, πόζας, ειρωνείας και ωμότητας στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία (ο Τζόναθαν Σουίφτ, ειρωνευόμενος την έχθρα του μέσου μικροαστού για το Κράτος Πρόνοιας, κήρυττε με πειστικότητα πως οι φτωχοί πρέπει να τρώνε τα παιδιά τους για να επιβιώσουν, άλλωστε είναι πολλά) , αναφέρεται δήθεν ουδέτερα –ή και φαινομενικά με συμπάθεια ακόμα- στις εκφράσεις του ανάπηρου ψυχισμού και της συμπεριφοράς του σύγχρονου ανθρώπου (ατομικισμός, αναχωρητισμός, μισανθρωπία, εξάρτηση από την τεχνολογία). Σε πολλά σημεία, από την άλλη πλευρά το παρόν έργο θα μπορούσε να ενταχθεί στην παράδοση της «λογοτεχνικής προφητείας» τύπου «1984» και «Φάρμα των ζώων» του Όργουελ ή «θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Άλντους Χάξλεϊ.
Ο ήρωας του, που εκφράζει στο ακέραιο τα παραπάνω, είναι ένα κτήνος: μισεί από πολύ μικρός τους γονείς του, δεν σχετίστηκε ποτέ με κανέναν –φυσικά, ούτε λόγος για φίλους- και γρήγορα καταλήγει να ζει μόνος σε ένα ρετιρέ γράφοντας αδιάκοπα. Φυσικά, αδιαφορεί για τη χώρα του και τα κοινά, θεωρεί τη φύση «πληκτική», αντιμετωπίζει τη λίμπιντο ως «ασθένεια», δεν επικοινωνεί με τον έξω κόσμο (παραγγέλνει ό,τι χρειάζεται και πληρώνει ρίχνοντας τα χρήματα κάτω από την εξώπορτα), κερδίζει χρήματα κλέβοντας ποσά από πιστωτικές κάρτες μέσω Διαδικτύου, στο οποίο –σχεδόν νυχθημερόν- σερφάρει. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, λέει: «η αποτελεσματικότητα, η μοναδικότητα και η σαγήνη του υπολογιστή είναι ότι επιτρέπει στους ανθρώπους να μένουν μόνοι τους χωρίς να τους κατηγορεί κάποιος για μισανθρώπους». Ο ήρωας, φυσιολογικά, στο τέλος αυτοκτονεί, αφού στο μεταξύ έχει καταγράψει, ως μανιφέστο, τη συνολική του άποψη για τη ζωή.
Το έργο είναι στην ουσία του ένα (τραβηγμένο) μανιφέστο για τον άνθρωπο που επιχειρεί να κατασκευάσει η σύγχρονη πραγματικότητα, έναν άνθρωπο χωρίς μνήμη, συναισθήματα, αναφορές, δεσμούς, έρμαιο της τεχνολογίας, της εγωμανίας και της κενής νοήματος απόλαυσης. Πολλά στοιχεία αυτού του ανθρώπου αναγνωρίζουμε πια γύρω μας. Η κεντρική διάσταση που θίγεται είναι η πλευρά της σχέσης του σύγχρονου ανθρώπου με την τεχνολογία: επικοινωνεί με ανθρώπους που ποτέ δεν έχει αγγίξει- βλ. facebook-, διασκεδάζει πατώντας πλήκτρα, πληροφορείται και μορφώνεται μπροστά σε μια οθόνη. Ο ήρωας, μάλιστα, σε ένα σημείο λέει πως η φιλοσοφία του είναι ο «καλωδιωμένος μεταϋλισμός», και στόχος του η πλήρης ενσωμάτωση του ανθρώπου στην εικονική πραγματικότητα του Διαδικτύου, την μετατροπή του σε λογισμικό ήρωα και ψηφιακό είδωλο. Παράλληλα, το βιβλίο είναι πιθανότατα ένα σχόλιο για τη βαθύτερη ανομολόγητη φύση του κάθε συγγραφέα. «Συγγραφέας» είναι και ο ήρωας, καθώς δεν κάνει τίποτα παρά να γράφει, αποκομμένος από την πραγματική ζωή, αγνοώντας την υπαρκτή πραγματικότητα. Θα μπορούσε, επίσης, κάποιος να το αντιληφθεί ως μια ακραία καταγραφή του τρόπου ζωής και αντίληψης ενός μεγάλου τμήματος της σύγχρονης νεολαίας, του κατακερματισμού της συνείδησής της, της συναισθηματικής και ψυχικής της ατροφίας, της απουσίας αναφορών της σε συλλογικά οράματα και στόχους.
Η οικειότητα και η αμεσότητα του ύφους, η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και ο αδιάκοπος εσωτερικός μονόλογος είναι τόσο πειστικοί, ώστε ο αναγνώστης πλανάται πως ήρωας και συγγραφέας ταυτίζονται (ο «Ριζοσπάστης» μάλιστα παρουσίασε το έργο ως «αυτοβιογραφική νουβέλα»). Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «βιογραφία», ακόμα και «θεατρικός μονόλογος», καθώς η ζωντάνια και η παραστατικότητα δεν του λείπει. Από την άλλη πλευρά, η μουσικότητα, ο ρυθμός του κειμένου –διαβάζεται σχεδόν με μια ανάσα, πράγμα εντυπωσιακό για το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα, και μάλιστα με τόσο έντονη φιλοσοφική διάσταση-, ο κατατεμαχισμένος λόγος, οι μικρές, δηλαδή, κοφτές προτάσεις του- θυμίζουν καταφανώς σύγχρονο ποιητικό λόγο. Οι «αφορισμοί» που παρατίθενται, σε όλη σχεδόν την έκταση του βιβλίου, καλυμμένα στην αρχή, εμφανέστερα στο τέλος, παραπέμπουν σε φιλοσοφικό δοκίμιο -σε κάποια σημεία θυμίζει τον «Ζαρατούστρα» του Νίτσε. Πολλοί συγγραφείς επιχειρούν να ενοποιήσουν διαφορετικά κειμενικά είδη σε ένα, λίγοι όμως το καταφέρουν όπως ο Γιώργος Λαμπράκος.
Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου, που εμπεριέχει το παραλήρημα –μανιφέστο του ήρωα, είναι ένα πρωτότυπο συμπίλημα από τίτλους σπουδαίων λογοτεχνικών και κριτικών έργων του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα (Σελίν, Σιoράν, Νίτσε, Φρόιντ, Γκρέι, Πεσόα κ.α.), πράγμα που καταδεικνύει και την ευφυΐα του συγγραφέα στον χειρισμό της γλώσσας.
Πίσω από την επιτήδευση του βιβλίου –ολόκληρο είναι κάτι τέτοιο-, ο αναγνώστης που δεν θα προσπαθήσει να διαβάσει πίσω από τις λέξεις θα χαρακτηρίσει μισάνθρωπο τον ήρωα αλλά και τον συγγραφέα, αφού μπόρεσε να γράψει κάτι τέτοιο τόσο πειστικά. Στην πραγματικότητα, όμως, πίσω από τον ήρωα κρύβεται μια έκκληση, για πραγματικότητα, επαφή, αλήθεια, νόημα. Το βιβλίο αυτό είναι μια προκλητική και βίαιη απαίτηση για μια συνολική απάντηση στην κενότητα και την παρακμή του σύγχρονου αστικού πολιτισμού. Και οι ποιητές και οι πεζογράφοι είναι σπουδαίοι, όταν έχουν την δύναμη να θέτουν τα ερωτήματα σε όλο τους το εύρος και το βάθος, με ενάργεια και απαιτητικότητα. Και το έχουν πετύχει όταν, ακόμα και θυμώνοντας μαζί τους, αναζητούμε συνολικές απαντήσεις…
Χριστόφορος Βλάχος
1 «Ο θάνατος του Σίγκμουντ Φρόυντ»- Mark Edmudson, εκδ. Πατάκη, «Αχυρένια σκυλιά», John Gray, εκδ. Οκτώ
2 «αν η ζωή είναι ένα τρύπιο παλτό δίχως τσέπες/ που δεν αγκυλώνει όταν έχει για φόδρα όνειρα/ τότε αρκεί τη νύχτα να ονειροβατείς/ για μερικά δευτερόλεπτα/ ώστε την ημέρα να υπνοβατείς/ για μερικές χιλιάδες ώρες»- βλ. περιοδικό Ποιητική, τεύχος 3