Να πληρώσουν την κρίση οι κεφαλαιοκράτες - απαλλοτρίωση των κεφαλαίων και της ιδιοκτησίας τους

Να πληρώσουν την κρίση οι κεφαλαιοκράτες - Απαλλοτρίωση των κεφαλαίων τους με διαγραφή του χρέους και της ιδιοκτησίας τους με κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων

 

Η δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας είναι πλέον στα χέρια των διεθνών κεφαλαιοκρατών και των πολιτικών τους εκπροσώπων στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα, το άρμεγμα από το χρηματιστικό κεφάλαιο συνεχίζεται με την εκτόξευση των επιτοκίων δανεισμού, προσφέροντας ένα απτό παράδειγμα για το πώς η κρίση μετακυλίεται στους πιο αδύναμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και τελικά στους εργαζόμενους και τα μεσαία στρώματα των πιο αδύναμων χωρών. Οι Έλληνες κεφαλαιοκράτες επιδιώκουν και αυτοί να αξιοποιήσουν την κατάσταση που διαμορφώνεται με την ακύρωση εργατικών κατακτήσεων δεκαετιών και τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης σε πρωτοφανή επίπεδα.

Σε αυτήν τη φάση, με δεδομένες τις προθέσεις της αστικής τάξης και της κυβέρνησής της, το πιο σημαντικό στοιχείο στην εσωτερική πολιτική κατάσταση και αυτό που θα καθορίσει τις εξελίξεις, είναι η στάση της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Αυτό που εμφανίζουν οι δημοσκοπήσεις είναι η ανοχή στα μέτρα λιτότητας, η συναίνεση στην κυβερνητική πολιτική και η συστράτευση στην «εθνική προσπάθεια». Όσο κι αν τα στοιχεία είναι κατάλληλα επεξεργασμένα για τις ανάγκες της αστικής προπαγάνδας, αποτυπώνουν μια πλευρά της αλήθειας σε σχέση με τη στάση των εργατικών στρωμάτων απέναντι στην κατάσταση. Κι αυτό παρ’ όλο που υπάρχει δυσαρέσκεια, προβληματισμός και σε κάποιες περιπτώσεις οργή στους εργαζόμενους. Αυτά όμως τα χαρακτηριστικά συνοδεύονται ταυτόχρονα από αμηχανία, αίσθηση αδυναμίας και πολλές φορές απελπισία. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς τη στιγμή που το εργατικό κίνημα με την ευρεία έννοια είναι σε βαθιά κρίση, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα κυριαρχείται από δυνάμεις αστικής επιρροής και από καμία δύναμη της Αριστεράς δεν διατυπώνεται εναλλακτική πολιτική πρόταση; Το δίλημμα που τέθηκε καθαρά από εκπροσώπους του αστικού πολιτικού κόσμου: «ή ανατρέψτε μας ή υποταχθείτε» δεν απαντιέται.

Η έλλειψη πολιτικής πρότασης που να υπηρετεί τα εργατικά συμφέροντα καθηλώνει την εργατική τάξη και την οδηγεί στην υποταγή στην εθνική ενότητα, δηλαδή στα αστικά συμφέροντα που παρουσιάζονται σαν συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας. Το κάλεσμα σε αγώνα και αντίσταση που ακούγεται από όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς δεν αρκεί. Χρειάζεται και πολιτική πρόταση εξουσίας που να δίνει διέξοδο στην εργατική τάξη και κατεύθυνση στο κίνημα της. Στη σημερινή περίοδο δεν χωράνε ενδιάμεσες προτάσεις και δεν μπορούν να υπάρξουν συμβιβαστικές λύσεις. Η αδυναμία της Αριστεράς να διατυπώσει συγκροτημένη πολιτική πρόταση εξουσίας, είναι πολύ πιθανό να τη φθείρει, να συρρικνώσει την επιρροή της στους εργαζόμενους και να οδηγήσει σε δυσμενέστερους συσχετισμούς σε όλα τα επίπεδα.


Οι πολιτικές γραμμές στην Αριστερά

Ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί σε αγώνα ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης, ενώ η πολιτική του πρόταση είναι η κατάργηση του συμφώνου σταθερότητας. Η πρόταση αυτή δεν αμφισβητεί την απαίτηση των κεφαλαιοκρατών να πάρουν πίσω τα κεφάλαια που έχουν δανείσει, είναι συμβατή με την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. και δεν συνδέεται με κάποια ρήξη με το σύστημα. Αντίθετα, παραπέμπει σε μια λογική «ήπιας προσαρμογής» και κινείται στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας. Χαρακτηριστικό είναι και το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας «Δρόμος της Αριστεράς» της 20ης Φλεβάρη, στο οποίο ο Αλ. Αλαβάνος διατυπώνει τη σοσιαλδημοκρατική θέση ότι η κρίση οφείλεται στην κερδοσκοπία. «Δεν παίρνουν κανένα ουσιαστικό μέτρο για τις αιτίες της κρίσης: τις τυχοδιωκτικές κερδοσκοπικές πρακτικές» (Δρόμος, 20/2/2010) Η συνολική στάση του ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπει στην αναπόληση κάποιων παλιών καλών εποχών του καπιταλισμού, σπέρνει αυταπάτες ότι με τους αγώνες και με επιμέρους παρεμβάσεις μπορούμε να επανέλθουμε στην προ κρίσης κατάσταση και είναι τελικά καταστροφική αποπροσανατολίζοντας το κίνημα σε αδιέξοδες κατευθύνσεις.

Το ΚΚΕ σε επίπεδο μαζικού κινήματος προτάσσει την «αντεπίθεση» των εργαζομένων, την πάλη για απόσυρση των αντιλαϊκών μέτρων και θέτει σα στόχο τον «απεγκλωβισμό δυνάμεων από τον εργοδοτικό – κυβερνητικό συνδικαλισμό» και την αλλαγή συσχετισμών με την εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ. Αυτή η γραμμή θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε προηγούμενη φάση επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα. Η σημερινή φάση όμως, απαιτεί εργατική επαναστατική πρόταση διεξόδου. Οι αναλύσεις για «σύγκρουση, ρήξη και ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος» και η προβληματική πρόταση για «λαϊκή εξουσία» εμφανίζονται βέβαια στις αποφάσεις των κομματικών οργάνων και στα ντοκουμέντα του, καθώς και σε άρθρα του «Ριζοσπάστη», αλλά μένουν εκεί και δεν αποκρυσταλλώνονται ούτε στην προπαγάνδα, αλλά ούτε και στους στόχους που θέτουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ στο μαζικό κίνημα. Έτσι και από την πλευρά του ΚΚΕ στο ζήτημα της πολιτικής προοπτικής δεν δίνεται απάντηση, δεν τίθεται στην κρίση της εργατικής τάξης η όποια απάντηση έχει κατακτήσει.

Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά επίσης καλεί σε αγώνες και θέτει σαν στόχο την ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας. Αυτός ο στόχος είναι ριζικά διαφορετικός από την «ανατροπή του συμφώνου σταθερότητας» που προβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ και δίνει συγκεκριμένη κατεύθυνση πάλης στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Ωστόσο, το σύνθημα αυτό από μόνο του δεν λύνει το πρόβλημα της πολιτικής πρότασης.

Στην περίοδο που βρισκόμαστε, είναι αναγκαία η προβολή στοιχείων ενός μεταβατικού προγράμματος που να περιγράφει ένα πλαίσιο επαναστατικής απάντησης στην κρίση. Η απόκρουση της σχεδιαζόμενης ιστορικής ήττας του εργατικού κινήματος προϋποθέτει την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Ανατροπή του προγράμματος σταθερότητας, απόκρουση της αντεργατικής πολιτικής, σημαίνει σχεδόν αναγκαστικά ότι το εργατικό κίνημα επιβάλει μια ριζικά διαφορετική κατάσταση. Απόκρουση των αντεργατικών μέτρων σημαίνει ότι τα κεφάλαια που έχει δανειστεί η χώρα δεν μπορούν να ξεπληρωθούν και ότι οι δανειστές – κεφαλαιοκράτες χάνουν τα κεφάλαιά τους με τη διαγραφή του χρέους. Ο στόχος αυτός αναγκαστικά συμπληρώνεται με τους στόχους της κρατικοποίησης χωρίς αποζημίωση και με δεσμευτικό εργατικό έλεγχο, όλων των μεγάλων επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, την κρατικοποίηση όλων των τραπεζών με εργατικό έλεγχο και την κατάργηση κάθε εμπορικού μυστικού και τραπεζικού απορρήτου και φυσικά την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε.

Ουσιαστικά οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά στο εργατικό κίνημα είναι δύο: η υποταγή στην κεφαλαιοκρατική επίθεση και η βύθιση των εργαζομένων στη φτώχεια ή η ανατροπή της αστικής εξουσίας και η απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.