Σχετικά με δημοσίευμα στο ΠΡΙΝ (15-11-2009): Ο Λένιν και η Κομμουνιστική Διεθνής

Ο Λένιν και η Κομμουνιστική Διεθνής για τα συνδικάτα


Σε άρθρο του στο Πριν της 15-11-2009, ο Αντώνης Δραγανίγος προσπαθεί, με εκτεταμένες ταχυδακτυλουργικές αναφορές στις αποφάσεις του ΙΙ συνεδρίου της Γ΄ Διεθνούς για το συνδικαλιστικό κίνημα να δικαιώσει από τη θεωρητική τάχα μου σκοπιά του μαρξισμού -λενινισμού τα ιδεολογήματα και τις πρακτικές διάσπασης των συνδικάτων που υιοθετούν σημαντικά τμήματα της κοινοβουλευτικής και της εξωκοινοβουλευτικής ελληνικής αριστεράς. Πρώτο το ΝΑΡ και δεύτερο το ΚΚΕ έχουν εδώ και χρόνια καθιερώσει κατά τη διάρκεια των εργατικών κινητοποιήσεων τη μόδα των δικών τους ξεχωριστών συλλαλητηρίων και πορειών - στη βάση όχι των αντικειμενικά κοινών οικονομικών και ταξικών συμφερόντων αλλά στη βάση της κοινής κομματικής τοποθέτησης των εργατοϋπάλληλων διαδηλωτών! Και αν θελήσουμε να προεκτείνουμε στο άμεσο μέλλον τα σοφιστικά "συμπεράσματα" του άρθρου, θα πρέπει το άρθρο αυτό να θεωρηθεί προσπάθεια θεωρητικής τεκμηρίωσης και ανοιχτή διακήρυξη της πρόθεσης της πολιτικής οργάνωσης του συγγραφέα του να αναλάβει και άλλες διασπαστικές πρωτοβουλίες, όπως τη δημιουργία νέων "επαναστατικών" συνδικάτων δίπλα στα ήδη υπάρχοντα "αντιδραστικά" συνδικάτα ή τη διάσπαση των ήδη υπαρχόντων "αντιδραστικών" συνδικάτων. Και όλα αυτά μέσα σε συνθήκες απομαζικοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος και με γνωστή, εκφρασμένη μάλιστα με νόμο πρόθεση της αστικής τάξης να διασπάσει και αυτά τα ήδη υπάρχοντα απομαζικοποιημένα συνδικάτα. (Βλέπε π.χ. τη νομοθεσία περί συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων, όπου ο αστός νομοθέτης θεσπίζει διατάξεις που ρυθμίζουν ποιο από τα πολλά συνδικάτα του ίδιου συνδικαλιστικού χώρου πρέπει να θεωρείται ο επίσημος εκφραστής του χώρου, ώστε να του εκχωρείται το δικαίωμα να διαπραγματεύεται με την εργοδοσία και να υπογράφει τις συλλογικές συμβάσεις!)


Ο θεωρητικός μας αρχίζει τη "διασπαστιάδα" του με το σόφισμα της συναγωγής της ύπαρξης της αιτίας από τη διαπίστωση της ύπαρξης του αποτελέσματος. Αρχίζει το άρθρο του με μιαν επίθεση στη ρεφορμιστική αριστερά που του επιτρέπει να υποβάλλει εκ του αντιθέτου το συμπέρασμα ότι αυτός ανήκει στην επαναστατική αριστερά. Από τη γενική θέση όμως ότι οι επαναστάτες υποβάλλουν σε αυστηρή κριτική κάθε μορφή ρεφορμισμού, δε συνάγεται με αναγκαιότητα το συμπέρασμα ότι όποιος κριτικάρει μια μορφή ρεφορμισμού είναι και επαναστάτης- αφού πάντα μένει ανοιχτή η πιθανότητα να είναι και ο ίδιος αντιπρόσωπος μιας άλλης μορφής ρεφορμισμού.


Ο συγγραφέας μας, λοιπόν, δεν κατηγορεί την παραδοσιακή ρεφορμιστική αριστερά επειδή δεν ανέπτυξε συγκεκριμένους αγώνες για την απαλλαγή του συνδικαλιστικού μας κινήματος από την κηδεμόνευσή του από το αστικό κράτος και την εργοδοσία, ( π.χ. με την υποχρεωτική έγκριση των καταστατικών και από τα πρωτοδικεία, με την υποχρεωτική παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου στις εκλογικές διαδικασίες, με τη μη απαγόρευση εγγραφής στα συνδικάτα των δημοσίων υπαλλήλων των διοικητικών στελεχών- εκπροσώπων της κρατικής εργοδοσίας κλπ.)∙ δεν την κατηγορεί επίσης επειδή δεν πήρε πρωτοβουλίες για την καθιέρωση καταστατικών που να αποτρέπουν τον εκκοινοβουλευτισμό και τον εκγραφειοκρατισμό των οργάνων των συνδικάτων (επιβάλλοντας π.χ. τον καθοριστικό, αποφασιστικό ρόλο των πρωτοβάθμιων συνελεύσεων για όλα τα ζητήματα του συνδικάτου, την ανακλητότητα των εργατικών αντιπροσώπων σε όλα τα επίπεδα της συνδικαλιστικής οργάνωσης κλπ. )∙ τη μέμφεται γιατί δεν προώθησε της διάσπαση των συνδικάτων και γιατί, με την εμμονή της στο σύνθημα «ένα σωματείο, μια ομοσπονδία, μια συνομοσπονδία», και με τη διαρκή υπόμνηση των απόψεων του Λένιν για το καθήκον των κομμουνιστών να δουλεύουν ακόμα και στα πιο αντιδραστικά συνδικάτα, μετέτρεψε το έργο του Λένιν για τον αριστερισμό, την παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, σε θεωρητική νομιμοποίηση, σε άλλοθι της υποταγής της στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία! Ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο ίδιος εισηγείται την ορθή ερμηνεία του προαναφερθέντος έργου του Λένιν, εντάσσοντάς το μέσα στις συνθήκες που το γέννησαν. Και όμως ακριβώς πολλές από αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες γέννησης του "Αριστερισμού …" αποσιωπούνται στο άρθρο του.


«Ο Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» δε γράφτηκε απλώς μέσα σε συνθήκες μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης που δημιουργούσε ένα μεγάλο ρεύμα μαζικοποίησης των συνδικάτων και άνοιγε τεράστιες δυνατότητες νίκης της επανάστασης. Γράφτηκεν επίσης μέσα σε συνθήκες που, από αντίδραση στον ταξικό εκφυλισμό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς -με τη διάσπαση των οποίων ιδρύθηκαν τα κόμματα της Γ΄ Διεθνούς- πολλά και ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα (Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Ιταλίας κλπ.) και πολλά ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα των συνδικαλισμένων εργατών ενστερνίζονταν ουτοπικές και καταστροφικές για το κίνημα αριστερίστικες αντιλήψεις: απέρριπταν κάθε συμβιβασμό με μη κομμουνιστές, αποποιούνταν την επαναστατική χρήση του κοινοβουλίου για την πολιτική διαπαιδαγώγηση των μαζών, κήρυτταν την αποχή από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες ερήμην των διαθέσεων των εργατικών μαζών, αρνιόντουσαν να αναπτύξουν οποαδήποτε σοβαρή, ενωτική, κομμουνιστική επαναστατική δράση μέσα στα συνδικάτα, πρότειναν και εφάρμοζαν την οργανωτική σύνδεση και υποταγή των συνδικάτων στο κομμουνιστικό κόμμα, καλούσαν την εργατική τάξη να αποχωρήσει από τα συνδικάτα της και να ενταχτεί σε τεχνητές, επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης, στις εργατικές ενώσεις. ( Οι εργατικές αυτές ενώσεις διαφέρουν από το νέο εργατικό κίνημα του ΝΑΡ μόνο στο ότι το τελευταίο δε ζητάει από τα μέλη του να αναγνωρίσουν το σοβιετικό σύστημα και τη δικτατορία του προλεταριάτου -γιατί απλούστατα το ΝΑΡ δεν αποδέχεται αυτές τις αρχές). Για να μην κυριαρχήσουν πλήρως οι αριστερίστικες απόψεις και στο δεύτερο συνέδριο της ΚΔ, ο Λένιν έγραψε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα (Απρίλιος του 1920) τον "Αριστερισμό…" , επέβλεψε προσωπικά την κατεπείγουσα στοιχειοθέτησή και την εκτύπωση του (για την οποία δούλεψαν υπερωρίες οι εργάτες του 1ου κρατικού τυπογραφείου) και τέλος μοίρασε μεταφρασμένο το βιβλίο σε όλους τους συνέδρους του ΙΙ συνεδρίου της Κομιντέρν (Ιούνιος- Αύγουστος του 1920)!


Αποσιωπάται επίσης το γεγονός ότι η αριστερίστικη άποψη της οργανωτικής υποταγής των συνδικάτων στο κομμουνιστικό κόμμα είχε ήδη επικρατήσει στην εκλεγμένη από το Ι συνέδριο της ΚΔ Εκτελεστική Επιτροπή , η οποία το Μάρτιο του 1920 με γράμμα της προς τα τμήματά της απαιτεί τα κόκκινα συνδικάτα να γίνουν τμήματα της ΚΔ. .(Κ. Μπατίκας, Συνδικάτα και πολιτική, σ.107) Με την ευκαιρία ας επισημάνουμε ότι ο Δραγανίγος στο άρθρο του λαθεμένα αποδίδει στο Λένιν τη συγγραφική πατρότητα των Θέσεων του ΙΙ συνεδρίου για τα βασικά καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς , μολονότι το προσχέδιο των θέσεων έγινε από τον Τρότσκι, όπως διαβάζουμε στη σελ. 115 του " Η Τρίτη Διεθνής, τα τέσσερα πρώτα συνέδρια… Εκδόσεις Εργατική Πάλη".


Οι αποφάσεις λοιπόν του ΙΙ συνεδρίου της ΚΔ σφραγίζονται από τη διαπάλη ανάμεσα σε ένα ισχυρό, πολυεθνικό, αριστερίστικο ρεύμα και στους ρώσους συνέδρους, που είναι οι θεματοφύλακες της επαναστατικής πείρας και θεωρίας του μπολσεβικισμού, όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται στον "Αριστερισμό" του Λένιν. Αυτός ο συντονισμένος και σφοδρός αγώνας όλης της σοβιετικής αντιπροσωπείας κατά των αριστεριστών τεκμαίρεται π.χ. από το γεγονός ότι η αρχή του προαναφερθέντος προσχεδίου του Τρότσκι ενσωματώνει αποσπάσματα από το Χ κεφάλαιο του βιβλίου του Λένιν για το δεξιό και τον αριστερό οπορτουνισμό (καιροσκοπισμό), και από το γεγονός της διαρκούς αντιπαράθεσης του Λένιν με τις αριστερίστικες απόψεις στις πέντε από τις έξι ομιλίες που εκφώνησε στο συνέδριο! Κατά συνέπεια η υπό αυστηρότατες προϋποθέσεις αποδοχή της αριστερίστικης άποψης περί εκούσιας αποχής από το συνδικαλιστικό κίνημα από την μπολσεβίκικη αντιπροσωπεία και η συγκατάβαση της σε κάποιες τεχνητές απόπειρες δημιουργίας ξεχωριστών και διάσπασης των ήδη υπαρχόντων συνδικάτων δεν αποτελούν αποκήρυξη των θέσεων του "Αριστερισμού", όπως υποστηρίζει ο Δραγανίγος, αλλά εντάσσονται μέσα στα πλαίσια της γνωστής ευέλικτης και ευλύγιστης τακτικής των ρώσων κομμουνιστών να κάνουν συμβιβασμούς προωθητικούς για το κίνημα, να αρνούνται τις αντιδιαλεκτικές απολυτότητες και να βάζουν μια σειρά από τέτοιες προϋποθέσεις που καθιστούν σχεδόν απαγορευτική στην πράξη κάθε πρωτοβουλία διάσπασης των συνδικάτων η οποία προέρχεται από τους κομμουνιστές και όχι από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την εργατική αριστοκρατία, και η οποία δεν έχει εξασφαλίσει την κατανόηση και την επίνευση των εργατικών μαζών.


«Κάθε εκούσια αποχή από το συνδικαλιστικό κίνημα και κάθε τεχνητή απόπειρα δημιουργίας νέων συνδικάτων» που αποφασίζει το συνέδριο δεν είναι καθόλου εκούσια και καθόλου τεχνητή, αφού δικαιολογούνται μόνον όταν «…κάτι τέτοιο καθίσταται απαραίτητο λόγω εξαιρετικά βίαιων ενεργειών της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (όπως η διάλυση των επαναστατικών τοπικών παραρτημάτων των συνδικάτων από τις οπορτουνιστικές διοικήσεις)». Για ευνόητους λόγους ο Δραγανίγος παραλείπει να παραθέσει το εντός της παρένθεσης κείμενο της θέσης 4 που υπονομεύει την εγκυρότητα των ισχυρισμών του. Η διάσπαση των συνδικάτων από τους κομμουνιστές είναι άκρως επικίνδυνη για τους κομμουνιστές ενέργεια, λύση έσχατης ανάγκης. Και αυτή η λύση δεν επιτρέπεται να προωθείται απλά και μόνον όταν η άρνηση διάσπασης «θα ισοδυναμούσε με άρνηση να εμπλακούν στην επαναστατική δράση μέσα στα συνδικάτα στην προσπάθειά τους να τα μετατρέψουν σε όπλα του επαναστατικού αγώνα», όπως παραπειστικά συμπεραίνει ο Δραγανίγος, καταφεύγοντας στο σόφισμα της παράθεσης μιας μεγάλης περίπλοκης σειράς φράσεων –αποσπασμάτων της απόφασης του συνεδρίου και της εξαγωγής από αυτές ενός αυθαίρετου συμπεράσματος. Σύμφωνα με την απόφαση της ΚΔ η άρνηση διάσπασης των συνδικάτων είναι απαράδεκτη για κομμουνιστές όχι μόνο με τη γενικόλογη (που ο καθένας την καταλαβαίνει όπως θέλει) προϋπόθεση ότι αυτή η άρνηση «θα ισοδυναμούσε με άρνηση να εμπλακούν στην επαναστατική δράση μέσα στα συνδικάτα στην προσπάθειά τους να τα μετατρέψουν σε όπλα του επαναστατικού αγώνα». Για να προχωρήσουν οι κομμουνιστές στη διάσπαση ενός συνδικάτου μπαίνουν πολύ πιο συγκεκριμένες και μη επιδεχόμενες πολύσημη ερμηνεία προϋποθέσεις: α) η άρνηση της διάσπασης να ισοδυναμεί με την άρνηση «να οργανώσουν τα τμήματα του προλεταριάτου που υφίστανται τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση», β) η διάσπαση να επιχειρείται «… όχι για χάρη κάποιων μακρινών επαναστατικών σκοπών που οι μάζες δεν καταλαβαίνουν ακόμα, αλλά για χάρη των πιο άμεσων και συγκεκριμένων συμφερόντων της εργατικής τάξης και της ανάπτυξης του οικονομικού της αγώνα» και γ) η διάσπαση να γίνεται εφόσον διασφαλιστεί «ότι η διάσπαση δε θα οδηγήσει σε απομόνωση των κομμουνιστών από τις εργατικές μάζες.» Τέλος η ταυτόχρονη συμμετοχή των κομμουνιστών στα επαναστατικά και στα οπορτουνιστικά συνδικάτα, με μεγαλύτερη υποστήριξη των πρώτων και με ενθάρρυνση της ανάπτυξης των μαζικών συνδικάτων που βρίσκονται στο δρόμο του επαναστατικού αγώνα, σκοπεύει στην ιδεολογική και οργανωτική ενότητα των συνδικαλισμένων εργαζομένων στον κοινό αγώνα κατά του καπιταλισμού- και όχι στη διαιώνιση της διάσπασης, όπως εξυπονοεί ο Δραγανίγος με την παράλειψη της κατακλείδας της θέσης 6. (Η Τρίτη Διεθνής…, σ. 144-145)


Με την επίμονη παρέμβαση των μπολσεβίκων οι αποφάσεις του ΙΙ συνεδρίου της ΚΔ υπερασπίζονται την ανάγκη ενότητας του συνδικαλιστικού κινήματος ακόμα και όταν φραστικά φαίνονται να επικροτούν τη διάσπασή του! Και η πράξη τελικά δικαίωσε τον "Αριστερισμό…" και τους μπολσεβίκους. Η αριστερίστικη επιμονή στην οργανωτική σύνδεση της ΚΔ με τα συνδικάτα της Κόκκινης Διεθνούς των Εργατικών Συνδικάτων (ΚΔΕΣ) και η προσπάθεια υποταγής τους στα Κομμουνιστικά Κόμματα, παρά την αντίθετη γνώμη της σοβιετικής αντιπροσωπείας, οδήγησε στην απομαζικοποίηση της ΚΔΕΣ με την αποχώρηση των αναρχοσυνδικαλιστών. Έτσι η ΚΔΕΣ υποχρεώθηκε το 1922 να αναιρέσει την απόφασή της για οργανωτική σύνδεση συνδικάτων –ΚΔ.(Κ. Μπατίκας, Συνδικάτα και πολιτική, σ. 408-409). Και η ίδια η ΚΔ στο 3ο συνέδριό της, τον Ιούλιο του 1921, μέσα σε συνθήκες προϊούσας απομαζικοποίησης των ελεύθερων γερμανικών συνδικάτων, υποχρεώθηκε να επαναδιατυπώσει τη θέση της για την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος χωρίς το φραστικό σιγοντάρισμα της διάσπασης - προικονομώντας έτσι την υιοθέτηση της τακτικής του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης ένα χρόνο αργότερα:


«Το καθήκον των κομμουνιστών είναι να εξηγήσουν στο προλεταριάτο ότι τα προβλήματά του δε θα λυθούν αν εγκαταλείψουν τα παλιά συνδικάτα για να δημιουργήσουν καινούρια ή αν μείνουν έξω από αυτά, αλλά αν τα επαναστατικοποιήσουν, απαλλάσσοντάς τα από τη ρεφορμιστική επιρροή και τους ρεφορμιστές ηγέτες και αν τα μετατρέψουν σε πραγματικά προπύργια του επαναστατικού προλεταριάτου. (Η Τρίτη Διεθνής…, σ. 334)


Η συνηγορία του Δραγανίγου υπέρ της διάσπασης των συνδικάτων από τους κομμουνιστές κάνει χρήση μιας εσφαλμένης λογικής μεθόδου, πολύ διαδεδομένης από την εποχή ακόμα του Λένιν (Βλ. Λένιν, Στατιστική και Κοινωνιολογία, LEW, τ. 23, σ. 285-286, Dietz Verlag Berlin, 19604): επικαλείται μεμονωμένα γεγονότα αποσπασμένα από το όλο τους, αποκομμένα από τις συνάφειές τους∙ τα δεδομένα του είναι όλο χάσματα, η επιλογή τους είναι αυθαίρετη… Αν όλα αυτά δεν είναι ένα ταχυδακτυλουργικό παιχνίδι με τα ιστορικά δεδομένα, μια "υποκειμενική" ψευτοδουλειά για τη δικαιολόγηση μιας βρόμικης υπόθεσης, τότε είναι μια προβολή στο ιστορικό παρελθόν των επιθυμιών του, οι οποίες επικαλύπτουν τα πραγματικά γεγονότα-


Μια προβολή ανάλογη με αυτή των επιθυμιών του καβαφικού αστού στη "θάλασσα του πρωϊού" κι ανέφελου ουρανού, όπου το λυρικό εγώ προτρέπει τον εαυτό του να σταθεί λίγο για να δει τα λαμπρά μαβιά και την κίτρινη όχθη της, «… όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα. Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά / (τα είδα αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)∙/ κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου/ τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής»


Παρόμοια κι ο Δραγανίγος ατενίζει την ιστορία προβάλλοντας σ’ αυτή τες (αριστερίστικες) φαντασίες του, τες (ναρίτικες) αναμνήσεις του, τα (ουτοπικά) ινδάλματα της Νέας Αριστεράς- χωρίς πιθανώς να έχει συνείδηση της ιδεολογικής του υπνοβατικής ονειροπόλησης.


Χρήστος Βλόσιος

 

 

Αναζήτηση