Οι άθλοι της σύγχρονης σατιρικής λογοτεχνίας: Νίκου Κουνενή, Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου, μυθιστόρημα
Οι άθλοι της σύγχρονης σατιρικής λογοτεχνίας
Νίκου Κουνενή, Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου, μυθιστόρημα, εκδόσεις Μεταίχμιο
Η «κωμική» λογοτεχνία (σάτιρα, παρωδία, ειρωνεία), και μάλιστα η πολιτική, δεν έχει και ιδιαίτερα μεγάλη παράδοση στα ελληνικά πεζογραφικά πράγματα (όπως π.χ. στην Βρετανία ή στην Γαλλία). Ποιος, βέβαια, δεν γνωρίζει τον Ροΐδή τον Τσιφόρο, αλλά ποιος γνωρίζει και κάποιον εκτός από αυτούς; Το άγονο αυτό έδαφος της κωμικής λογοτεχνίας καλλιεργεί σταθερά -και μοναχικά- ο Νίκος Κουνενής τα τελευταία χρόνια (όχι πολλά είναι η αλήθεια, μόνο οκτώ), και μάλιστα ιδιαιτέρως επιτυχημένα. Προτού κανείς ετυμηγορήσει για την αξία (τη συγγραφική ικανότητα δηλαδή) ή για την αποτελεσματικότητα (την παραγωγή γέλιου δηλαδή) του συγκεκριμένου συγγραφέα, καλό θα είναι να γνωρίζει μερικές πλευρές της συγκεκριμένης -εργώδους- προσπάθειάς του.
Δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι κανείς αναγνωρισμένα ικανός συγγραφέας δεν καταπιάνεται με το συγκεκριμένο είδος, έστω και ως μια συγκυριακή άσκηση ύφους, φαινόμενο εξαιρετικά εκτεταμένο με άλλα είδη στα συγγραφικά πράγματα. Η ευημερία ενός συγγραφικού είδους (αστυνομικό, διήγημα, θεατρικό, μυθιστόρημα, ταξιδιωτικό, ιστορικό) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική πραγματικότητα. Και η υποχώρηση της ανθρωπιστικής ή διαφωτιστικής αντίληψης για τη ζωή (προς όφελος νεοσυντηρητικών αντανακλαστικών), σήμερα, καθιστά πολύ δύσκολη την σατιρική αναμέτρηση με όψεις της πραγματικότητας, ιδιαίτερα δε της πολιτικής. Και, όταν αναφερόμαστε σε σατιρική αναμέτρηση, δεν εννοούμε τον ρηχό χαβαλέ άρθρων που φιλοξενούν τα free press ή την μεταμοντέρνα ισοπέδωση των πάντων αλλά την βαθιά εύστοχη κριτική ματιά, που, κάποιες φορές, μπορεί να εμπεριέχει και επιμέρους «απόψεις» ή «λύσεις», με -προφανώς- ανθρωπιστικό ή απελευθερωτικό περιεχόμενο. Άρα, λοιπόν, είναι δύσκολο για ένα συγγραφέα να ασχοληθεί με ένα «ακαλλιέργητο» είδος. Η δεύτερη -και εξίσου σημαντική- δυσκολία στην ενασχόληση με το συγκεκριμένο είδος είναι το ότι για να είναι επαρκής ένας συγγραφέας στη σατιρική ανάγνωση της πραγματικότητας οφείλει, όχι απλώς να τη γνωρίζει σε βάθος και με λεπτομέρειες, αλλά να μπορεί διαθέτει την ευφυΐα ώστε να βρίσκει το μικρό ρήγμα σε αυτήν, στο οποίο θα δύναται κάθε φορά να τοποθετεί τις λέξεις -φράσεις -γεγονότα - επεισόδια, σαν ένα είδος εκρηκτικού που θα αναγκάσει τον αναγνώστη να ξεκαρδιστεί. Και τρίτο -και καθοριστικό φυσικά- είναι να μπορεί ο σατιρικός συγγραφέας να παράγει το γέλιο, κάτι που σηματοδοτεί τη δυνατότητα να το κάνει κάτι τέτοιο, να προκαλεί το γέλιο δηλαδή, κάτι που σηματοδοτεί και το ταλέντο του. Η διαχείριση του γέλιου λοιπόν είναι κάτι όχι εύκολο, καθώς δεν φτάνει να διαθέτεις πηγαίο χιούμορ αλλά και να μπορείς να το εντάξεις κατάλληλα σε ένα κείμενο. Πόσο μάλιστα, που καλείται να το κάνει στην πεζογραφία, πράγμα δύσκολο καθώς, όταν πηγαίνει το μυαλό μας στη «σάτιρα» (και ιδιαίτερα στην πολιτική σάτιρα), καταλήγουμε συνειρμικά στον Λαζόπουλο, στον Μιτσηκώστα ή στην Ελληνοφρένεια που ασκούν το έργο τους στα πιο «εύκολα» μέσα, στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο
Ο Νίκος Κουνενής, σε όλες τις παραπάνω απαιτήσεις, παίρνει άριστα. Ταυτόχρονα, χειρίζεται τον λεγόμενο «κυνικό λόγο» αριστοτεχνικά. Χρησιμοποιεί την πρωτογενή πληβειακή απάντηση στο λόγο της εξουσίας, τον κυνισμό, με τα ίδια τα όπλα του εχθρού: για να γίνει κατανοητό, όταν ένας πολιτικός, για παράδειγμα, διακηρύσσει την ανάγκη θυσιών του λαού, ο κυνικός λόγος επιστρέφει τα λόγια παρουσιάζει λόγου χάρη τον πολιτικό μετά την ολοκλήρωση των δηλώσεών του να επιβιβάζεται σε μια αστραφτερή Πόρσε. Αυτό το είδος του λόγου το συναντά κανείς στον Μπρεχτ αλλά και σύγχρονα, ακόμα και σε διανοούμενους τύπου Τσόμσκι ή Ζίζεκ. Επιπρόσθετα, αντλώντας τις τεχνικές από το οπλοστάσιο του μεταμοντερνισμού, προβάλλει και αποδομεί τη γλώσσα του σύγχρονου ιδεολογικού λόγου (λόγος της εκκλησίας, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, της «επιστήμης») με το να τραβάει τον λόγο αυτό στα άκρα (πληθωρισμός εκφράσεων της «ξύλινης» γλώσσας κάθε μορφής ιδεολογικού λόγου). Όσο για το χιούμορ των ιστοριών του Κουνενή, λίγες μόνο σελίδες να διαβάσει κανείς αντιλαμβάνεται ότι ο συγγραφέας έχει ένα τεράστιο σατιρικό ταλέντο. Κι όσο κι αν η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα αυτοπαρωδείται, το συγγραφικό χέρι είναι καταλυτικό. Η παρωδία του δε δεν συναντά όρια: στο τελευταίο του μυθιστόρημα («ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου») το προσωπείο (στη λογοτεχνία ονομάζεται persona) του ίδιου του συγγραφέα, ο επίσης συγγραφέας Ν. Α. Κόνικλος παρωδείται χωρίς κανένα έλεος. Ο Κουνενής, τέλος, πηγαίνει κόντρα -έμπρακτα, συγγραφικά- στο συγγραφικό κατεστημένο: οι ήρωές του είναι τμήματα της κοινωνικής πραγματικότητας, εκφράζουν κοινωνικές τάξεις, είναι μέρος του κατεστημένου ή της βιοπάλης, πλήττονται από την πραγματικότητα, την διαμορφώνουν ή βολεύονται μέσα σε αυτή. Οι πολιτικές αναλογίες είναι εμφανείς, τα συμβάντα είναι αναγνωρίσιμα έστω και αν είναι τραβηγμένα, ο δημόσιος χώρος που βιώνουμε ως καθημερινή πράξη είναι πανταχού παρών. Τα παραπάνω είναι σημαντικές πτυχές της γραφής του Κουνενή, καθώς, σε σύγχρονους συγγραφείς, συνιστούν απλό επιφανειακό διάκοσμο των υπαρξιακών ή ερωτικών αναζητήσεων των ηρώων.
Ο συγγραφέας δεν εφησυχάζει σε δοκιμασμένους δικούς του δρόμους, αλλά εξελίσσει το έργο του. Ξεκίνησε από δύο συλλογές διηγημάτων («Δημόσια Εγγραφή» και «Ζωντανή Σύνδεση» από τις εκδόσεις «Κοχλίας»), συνέχισε με την νουβέλα «Ω, του θαύματος» (εκδόσεις Μεταίχμιο) και κατέληξε στο μυθιστόρημα «Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου» (εκδόσεις Μεταίχμιο). Ταυτόχρονα, έγραψε μια σειρά κειμένων («Υποκριτικά Κείμενα», εκδόσεις ΚΨΜ), τα οποία συνιστούν «στομφώδεις και άλογες εκδοχές της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας κτλ». Στο ενδιάμεσο, έγραψε το «Πρωταγόρας Γοργίας: η σοφιστική τομή» (εκδόσεις Σαβάλλας), το μοναδικό μη σατιρικό του έργο. Και μη ξεχνάμε τα (επίσης σατιρικού σχολιασμού) άρθρα στην εφημερίδα του ΣΕΦΚ (Σωματείο Εργαζομένων στα Φροντιστήρια Καθηγητών), σε μόνιμη βάση, τα άρθρα του στο σατιρικό -πολιτικό περιοδικό «Γαλέρα», αλλά και τη συμμετοχή του στην εκπομπή «Γαλέρα στους πέρα κάμπους» (σταθμός ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, 105,5) αλλά και τα άρθρα λογοτεχνικής κριτικής στην Καθημερινή (παλιότερα) και στην Αυγή. Επίσης, είναι βασικός συντελεστής του συγκροτήματος Κακλαμάνιακς (σαφέστατος υπαινιγμός) στο οποίο γράφει τους στίχους και τραγουδάει (οι στίχοι του για τα γεγονότα του περσινού Δεκέμβρη- υποτίθεται τραγουδά μια παρέα αστυνομικών σχολιάζοντας τα γεγονότα) είναι μνημείο πολιτικής σάτιρας.
«Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου», το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που αφορά τους άθλους ενός σύγχρονου Ηρακλή, του μεγαλοδημοσιογράφου Ηρακλή Γαρυφαλλίδη- (σας θυμίζει κάτι;), ο οποίος δολοφονείται. Εκτός από βιτριολική σάτιρα της σύγχρονης καθημερινότητας (σκάνδαλα, τηλεοπτικοί σταθμοί σύγχρονος «πολιτισμός»), το μυθιστόρημα συνιστά ταυτόχρονα και μια παρωδία αστυνομικού μυθιστορήματος, στο οποίο ο Σέρλοκ Χόλμς- Ιεροκλής Χλομός συζητά για την επίλυση του μυστηρίου με τον Ουάτσον -Ιεροκλή Βίσωνα. Και να σκεφτεί κανείς ότι σε όλο αυτό το πλαίσιο υπάρχουν και 12 -τηλεοπτικοί- ξεχωριστοί άθλοι του Ηρακλή Γαρυφαλλίδη, κατά τα πρότυπα των άθλων του αρχαίου Ηρακλή- μέχρι την δολοφονία του-. Το βιβλίο είναι ευρηματικό, μετράει κανείς πάρα πολλές απομιμήσεις εκφραστικών τρόπων (με ανάλογο λεξιλόγιο και σύνταξη και φυσικά με διάθεση παρωδίας), πολύ γέλιο, διακειμενικότητα και εικονοπλαστική φαντασία. Γενικά, πολλοί θιασώτες των τεχνικών της «μεταμοντέρνας» γραφής θα το ζήλευαν.
Η ουσία, όμως, της παρουσίας του Νίκου Κουνενή στα γράμματα σήμερα εμπεριέχει άλλη μία διάσταση που τον καθιστά σπάνιο, θα αποτολμούσαμε ίσως να πούμε και μοναδικό: είναι ένας συγγραφέας εξολοκλήρου στρατευμένος στην αριστερή ανάγνωση της πραγματικότητας και γράφει επειδή έχει πρώτα άποψη -πολιτική, κοινωνική και παράλληλα αισθητική- και ενδιαφέρεται να τη μοιραστεί, να τη διαδώσει, και έπειτα για άλλους λόγους -κυρίως για να περνά καλά αυτός και οι αναγνώστες του-. Και είναι εγγυημένο πως, όποιος διαβάσει έργα του, πρόκειται να περάσει καλά.
Χριστόφορος
Βλάχος