Ποιος σκότωσε τον Κώστα Καρυωτάκη;

Ποιος σκότωσε τον Κώστα Καρυωτάκη;


«Απ’ όλα θέλω ελεύτερος/να πλέω στα χάη του κόσμου»

Στροφές, Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων


Η νεοελληνική ποίηση, από τη μεταπολίτευση και μετά, έστω κι αν, στην τεχνική της, στοιχίζεται πίσω από τον καβαφικό λόγο (λιτότητα στον στίχο, λεπτή ειρωνεία στο ύφος), ιδιοσυγκρασιακά, ταυτίζεται με τον Καρυωτάκη, αν και από ορισμένους γενικά υποτιμάται ως ποιητής. Κινείται, δηλαδή, στο πεδίο της εσωστρέφειας και της αυτοαποθάρρυνσης και λειτουργεί απέναντι στα δρώμενα με βαθύτατη υπαρξιακή ή μη δυσφορία. Αρνείται, επομένως, να διεκδικήσει ρόλο στο δημόσιο λόγο και αντιμετωπίζει το κοινό ως αδιάφορο ή εχθρικά διακείμενο. Αυτού του τύπου, όμως, ο «καρυωτακισμός» στηρίζεται σε παρεξήγηση. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να την άρουμε, ισχυριζόμενοι ότι ούτε ο Καρυωτάκης ήταν παραιτημένος, ούτε ο θάνατός του «αυτοκτονία». Ήταν «δολοφονία», με την συμβολική φυσικά έννοια.


Οι συνδικαλιστικές διώξεις και οι άδικες κατηγορίες


Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο Καρυωτάκης αγωνίστηκε με πείσμα για τα δικαιώματα του κλάδου του (ήταν δημόσιος υπάλληλος) και μάλιστα σε μια εποχή που η έλλειψη συμμόρφωσης σηματοδοτούσε αναφορές, δυσμενείς μεταθέσεις, ακόμα και απόλυση, (τη χρονιά του θανάτου του ψηφίστηκε και το Ιδιώνυμο, ενδεικτικό του κλίματος). Ο ποιητής είναι αναγνωρισμένος συνδικαλιστής και εκλέγεται γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών. Εξαιτίας της δραστηριότητάς του, είχε τεθεί στο στόχαστρο από κύκλους του υπουργείου του. Η δημοσίευση, όμως, στην εφημερίδα «Καθημερινή» αποκαλύψεων σε βάρος του υπουργού Πρόνοιας Μιχάλη Κύρκου (πατέρα του Λεωνίδα) σχετικά με τη σκανδαλώδη διαχείριση των οικονομικών που συνδέονται με την αποκατάσταση των προσφύγων (βρισκόμαστε στην εποχή μετά την Μικρασιατική Καταστροφή) ωθεί το περιβάλλον του υπουργού στο να καταδείξει (λανθασμένα) ως υπεύθυνο των διαρροών τον Καρυωτάκη. Ο ίδιος, λόγω της θέσης που κατείχε, γνώριζε λεπτομερώς τις παρασπονδίες των ανωτέρων του κι είχε ενοχλήσει την ιεραρχία με αναφορές διαμαρτυρίας. Άρα, –συνταιριάζοντας κανείς και τη συνδικαλιστική του δράση- μοιραία βρέθηκε στο στόχαστρο. Ο ίδιος, βέβαια, μάταια κραύγαζε για την αθωότητα του, ακόμα και στην τελευταία του επιστολή («Η χυδαία πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ»).


Οι διώξεις πολλαπλασιάζονται. Αφού δέχεται έγγραφες επιπλήξεις για διάφορα ασήμαντα παραπτώματα, μειώσεις μισθού και απειλές, μετατίθεται στην Πάτρα και δύο μήνες αργότερα στην Πρέβεζα με σκοπό την πολιτική και προσωπική εξουθένωσή του. Μάλιστα, λέγεται ότι έπεσε και θύμα εκβιασμού των παραπάνω κύκλων για «εμπόριο ναρκωτικών» (ο Καρυωτάκης είχε σχετιστεί με χρήση ουσιών, επηρεασμένος από Γάλλους συμβολιστές όπως ο Μπωντλαίρ). Ο υπερευαίσθητος ψυχισμός του ταράχτηκε ιδιαίτερα από τις τελευταίες μεταθέσεις (ο Καρυωτάκης στο σύντομο βίο των 32 του χρόνων έζησε σε 13 πόλεις!)


Ο θάνατος και η ποιητική γενιά του ‘20


«με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο/ τον ίδιο δρόμο παίρνουμε, καθένας μοναχός» Ελεγεία και Σάτιρες


Επιπροσθέτως, ανήκει σε μια γενιά που έζησε τον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της μικρασιατικής τραγωδίας. Είναι η γενιά της απογοήτευσης και της διάλυσης, της παρακμής και της παραίτησης από το κοινωνικό γίγνεσθαι, που μεταθέτει τα όποια ιδανικά σε μιαν άπιαστη πραγματικότητα και σαρκάζει απλώς την καθημερινότητα, καθώς, μάλιστα, το νεαρό τότε κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει ακόμα κατορθώσει να επηρεάσει σε μαζικό επίπεδο. Στα καφενεία της Αθήνας συχνάζουν μποέμικες φιλολογικές συντροφιές, που τα μέλη τους δημοσιεύουν επηρεασμένους από τον γαλλικό συμβολισμό στίχους σε ολιγόζωα περιοδικά. Όλοι μιλούν για το θάνατο και την αυτοκτονία, ίσως όμως κανείς δεν εννοεί όσα λέει. Ο Καρυωτάκης, που απεχθανόταν τα λόγια δίχως ουσία, αφού πάλεψε να βρει διεξόδους – και δεν τα κατάφερε – κατέληξε στην αυτοκτονία.


Ο Καρυωτάκης ξεκίνησε ως ποιητής που έγραφε στίχους αρμονικούς και μελωδικούς. Στην πρώτη του συλλογή, «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων», τα χαρακτηριστικά της διάλυσης (που χαρακτηρίζουν την ποίησή του) δεν είναι εμφανή. Στη δεύτερη («Νηπενθή»), τα στοιχεία αυτά είναι σαφέστερα. Στην τρίτη όμως συλλογή, («Ελεγεία και Σάτιρες» εκδόθηκε την ίδια χρονιά, το 1927, με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Βάρναλη), εντοπίζεται ολοκληρωτική στροφή στο ρεαλισμό. Συνυπάρχουν οι υπαρξιακές αναζητήσεις («Ελεγεία») και η καταγγελία απέναντι σε μια κοινωνία εχθρική («Σάτιρες»), έργο καθαρά πολιτικό1. Τεχνικά, αμφισβητεί εξολοκλήρου την παραδοσιακή έκφραση, ο στίχος του μιμείται την ομιλία, χαλαρώνει για να μεταδώσει την εσωτερική διάθεσή του, ενώ κυριαρχεί η σάτιρα και ο σαρκασμός. Ο ποιητής προετοιμάζει τον ελεύθερο στίχο, που συνιστά επανάσταση στην ποίηση της εποχής του. Θεματολογικά, κατατάσσεται στους «μηδενιστές» και στους «πεισιθάνατους». Ίσως, η ποιητική και προσωπική του διαδρομή να καταλήγει εκεί, όμως δεν ξεκίνησε έτσι. Ο Καρυωτάκης δεν εξυμνεί τον θάνατο, όπως έκαναν άλλοι πεισιθάνατοι ποιητές, αλλά τον ξορκίζει, σατιρίζοντάς τον. Οι μιμητές του εκτροχιάστηκαν στην αυταρέσκεια και την χαμηλόφωνη ηττοπάθεια, ενώ ο Καρυωτάκης διακρίνεται από βαθιά ανθρωπιά, πόνο ειλικρινή για κάθε άνθρωπο. Είναι ένας ρομαντικός ιδεολόγος που η πραγματικότητα τον έκανε κυνικό σαρκαστή. Στην «Ελεγεία και Σάτιρες» γράφτηκαν οι τελευταίες λέξεις του ποιητή Καρυωτάκη, δεν πίστευε ότι είχε να δώσει τίποτα πια στην ποίηση. Έκανε, μάλιστα, και στροφή στην πεζογραφία για να υπερβεί το αδιέξοδο, αλλά δεν το κατάφερε. Η αυτοκτονία του, λοιπόν, δεν ήταν αποτέλεσμα αρρωστημένου ψυχισμού και θανατοφιλίας, ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα καταφανούς αδιεξόδου του ισχυρότερου πάθους του, της ποίησής του.


Επιπροσθέτως, ο ποιητής συναναστρέφεται με σοσιαλιστικούς λογοτεχνικούς κύκλους, γράφει στον φιλοσοσιαλιστικό «Νουμά», ενώ το μοναδικό κριτικό κείμενό του γράφτηκε για τον αδερφικό του φίλο Ιωσήφ Ραφτόπουλο (ξεχασμένο σήμερα κομμουνιστή και σπουδαίο ποιητή, πρόωρα χαμένο από φυματίωση). Ο Καρυωτάκης είχε συνείδηση των προβλημάτων της εποχής του και αναζήτησε διέξοδο, αλλά η αδυναμία στράτευσής του δεν του επιτρέπει να συνδεθεί με το κομμουνιστικό κίνημα. Λύση πια γι’ αυτόν δεν υπήρχε, και η μοιραία χειρονομία έγινε πράξη αντίδρασης. Αλλά και η εξέλιξη των πραγμάτων στη ζωή του δεν τον βοηθούσε. Οι συνεχείς μεταθέσεις του είχαν επιφέρει κλονισμό στην υπερευαίσθητη ψυχή του, ο φόβος της σκευωρίας, η απουσία αναγνώρισης της ποίησή του από τους συγχρόνους του2 και κυρίως η ασθένειά του («ωχρά σπειροχαίτη»3, κοινώς σύφιλη) που είχε αρχίσει να εμφανίζει τις πρώτες της επιπτώσεις στο νευρικό του σύστημα τον είχαν φέρει σε αδιέξοδο. Γνώριζε πως θα κατέληγε στο φρενοκομείο και θα πέθαινε, όπως άλλωστε ο Βιζυηνός πρωτύτερα. Ταυτόχρονα, αδυνατούσε να συνάψει εξαιτίας της ασθένειάς του ολοκληρωμένες ερωτικές σχέσεις –και είναι γνωστό το πάθος με το οποίο συνδέθηκε με τη νεαρή, όμορφη και χειραφετημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Άλλωστε, και ο ίδιος, στην τελευταία επιστολή που έγραψε πριν την αυτοκτονία του ανέφερε συγκεκριμένα «λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέρφια μου… ήμουν άρρωστος».


Πώς αντιμετωπίζεται ο ποιητής μετά τον θάνατό του από την Αριστερά


Στα 1928, χρονιά θανάτου του Καρυωτάκη, βρισκόμαστε ακόμα σε ένα μεταβατικό στάδιο που οι «στρατευμένοι» και οι «συνοδοιπόροι» μπορούν να συνυπάρξουν, ο Καρυωτάκης και ο Βάρναλης είναι αυτοί που διαβάζονται από τους αριστερόστροφους νέους και αντιμετωπίζεται η ποίησή τους ως «συμπληρωματική». Στον απόηχο όμως του πρώτου συνεδρίου των Σοβιετικών Συγγραφέων (1934) ο νέος λογοτεχνικός κανόνας –με βάση την ομιλία του Αντρέι Ζντάνοφ- έχει ως άξονα το αισιόδοξο όραμα του σοσιαλιστικού μέλλοντος, ενώ η υγεία και η πρόοδος προβάλλονται ως απόλυτες αξίες. Η λογοτεχνία που μέχρι χτες καθρέφτιζε την παρακμή της αστικής κοινωνίας επικρίνοντάς την αδυσώπητα, αντιμετωπίζεται τώρα ως «αστική» λογοτεχνία. Συνεπώς, λοιπόν, και ο Καρυωτάκης, ένας πολέμιος της αστικής ηθικής και υποκρισίας αντιμετωπίζεται πλέον ως εχθρός.


Χριστόφορος Βλάχος



1 βλ. ιδιαίτερα «στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» και το αντιπολεμικό «ο Μιχαλιός»

2 βλ. «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» και «Μικρή Ασυμφωνία εις Α’ Μείζον»

3 βλ. ομώνυμο ποίημα