Αποχή ρεκόρ - Ιστορικό χαμηλό του δικομματισμού - Αδυναμία της Αριστεράς - Ενίσχυση της άκρας δεξιάς
Αποχή ρεκόρ - Ιστορικό χαμηλό του δικομματισμού - Αδυναμία της Αριστεράς - Ενίσχυση της άκρας δεξιάς
Ο μεγάλος νικητής των πρόσφατων ευρωεκλογών, ήταν χωρίς αμφιβολία η αποχή που ξεπέρασε κάθε ιστορικό προηγούμενο, σκαρφαλώνοντας στο 47 % και αναδεικνύοντας τις εκλογές της 7ης Ιουνίου στην πιο αδιάφορη εκλογική αναμέτρηση, τουλάχιστον για τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Στις εκλογές αυτές ψήφισαν ένα εκατομμύριο λιγότεροι ψηφοφόροι σε σύγκριση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές και δύο εκατομμύρια λιγότεροι από τις εκλογές του 2007! Η αδιαφορία ήταν εμφανής στην προεκλογική περίοδο με τις άμαζες προεκλογικές συγκεντρώσεις και τα μισοάδεια πούλμαν των μεταφερόμενων οπαδών.
Παρά τη μεγάλη αποχή, η ήττα της Νέας Δημοκρατίας είναι καθαρή. Το κόμμα της Ν.Δ παίρνει ένα εκατομμύριο λιγότερους ψήφους από το 2004. Οι 1.650.000 ψήφοι είναι ο χαμηλότερος αριθμός ψήφων που πήρε ποτέ η Ν.Δ. σε οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση. Το ποσοστό της (32,29 %), απέχει ελάχιστα από το ιστορικό χαμηλό των ευρωεκλογών του 1981 (31,34%).
Η μεγάλη ήττα της κυβέρνησης δεν μεταφράζεται ωστόσο, σε κάποια σαρωτική νίκη του ΠΑΣΟΚ, το οποίο επίσης καταγράφει μείωση σε απόλυτο αριθμό ψήφων και μικρή αύξηση του ποσοστού του κατά 2,5 %, σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές του 2004. Παρά την πρώτη θέση, το ΠΑΣΟΚ δεν κατορθώνει να εμφανίσει καμία πολιτική δυναμική, δεν συγκροτεί κάποιο μαζικό πολιτικό ρεύμα και φαίνεται να αρκείται στη δοκιμασμένη τακτική του «ώριμου φρούτου»: Καμία ουσιαστική δέσμευση απέναντι στα εργατικά αιτήματα, δηλαδή καθαρή δέσμευση απέναντι στην αστική τάξη για συνέχιση της ίδιας πολιτικής και προσδοκία εκλογικών κερδών από την αναμενόμενη φθορά της κυβέρνησης. Η κατάκτηση της πρώτης θέσης δεν μπορεί να κρύψει την κρίση στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ, κρίση στρατηγικής που χαρακτηρίζει τη σοσιαλδημοκρατία διεθνώς και η οποία εκφράστηκε και σε αυτές τις εκλογές με την εκλογική συντριβή των κομμάτων της «σοσιαλιστικής διεθνούς».
Τόσο η εκλογική επίδοση, όσο και η συνολική εικόνα Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, επιβεβαιώνουν την αδυναμία τους να συσπειρώσουν δυνάμεις και να στρατεύσουν μαχητικά την επιρροή τους και αποτελεί εκδήλωση του αδιεξόδου του αστικού πολιτικού συστήματος που έχει ξεμείνει από οράματα και «εθνικούς στόχους» και έχει επιπλέον να διαχειριστεί μια βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση.
Το συνολικό ποσοστό των δύο κομμάτων είναι ίσο με αυτό του 1999 (68,9%) και είναι η χαμηλότερη επίδοση του δικομματισμού από το 1981, όταν και σταθεροποιήθηκαν οι δύο βασικοί πόλοι του πολιτικού συστήματος. Αυτό το στοιχείο ωστόσο, δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς αν ληφθεί υπ’ όψη το αποτέλεσμα του ΛΑΟΣ που ενισχύεται σημαντικά σε ψήφους και καταγράφει ποσοστό 7,15% που επίσης αποτελεί ρεκόρ για ακροδεξιό πολιτικό σχηματισμό. Με αυτήν την επίδοση του ΛΑΟΣ, η εκλογική επιρροή «των ενοίκων της πολυκατοικίας της δεξιάς παράταξης» (κατά την ορολογία Καρατζαφέρη), προσεγγίζει το 40 %.
Το ΛΑΟΣ αυξάνει τους ψήφους του, τόσο σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές, όσο και σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2007 και είναι το μόνο κόμμα από αυτά που εκπροσωπούνται σήμερα στη Βουλή που κατορθώνει κάτι τέτοιο. Η επίδοση αυτή δείχνει ότι ο ξενοφοβικός λόγος του κόμματος αυτού βρίσκει έδαφος, ιδιαίτερα σε εργατικές περιοχές και λαϊκές συνοικίες στις οποίες υπάρχει έντονη παρουσία μεταναστών. Εκεί εμφανίζει ποσοστά σημαντικά μεγαλύτερα από τον πανελλαδικό μέσο όρο του.
Η προνομιακή μεταχείριση του ΛΑΟΣ από τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα η ανοχή όλων των κομμάτων απέναντι στις αερολογίες και τα παραληρήματα των εκπροσώπων του, ενίσχυσαν την εκλογική του επίδοση. Κανένας δεν αμφισβήτησε τα έωλα στοιχεία περί εκατομμυρίων λαθρομεταναστών και δεν καταδικάστηκε σθεναρά η ρατσιστική του φρασεολογία, π.χ. όταν αναφερόταν σε λαθρομετανάστες εννοώντας το σύνολο των μεταναστών.
Η εκλογική παρουσία του ΛΑΟΣ, θυμίζει έντονα την εκλογική παρουσία της Αριστεράς σε προηγούμενες ευρωεκλογές, όταν κατάφερνε να συγκεντρώνει την ψήφο διαμαρτυρίας και να εμφανίζει εύρωστα ποσοστά. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη σε αυτές τις εκλογές. Η διαμαρτυρία όσων επέλεξαν να εκφραστούν στην κάλπη, κατευθύνθηκε προς το ΛΑΟΣ, τους Οικολόγους Πράσινους και άλλους μικρότερους σχηματισμούς. Οι Πράσινοι κατάφεραν να κερδίσουν την εκπροσώπησή τους στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, με επίδοση που απείχε από τα φουσκωμένα ποσοστά που τους έδιναν οι δημοσκοπήσεις και η οποία βασίστηκε στη στήριξη αστικών και μικροαστικών στρωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα καλύτερά τους ποσοστά τα εμφάνισαν στις μεγαλοαστικές συνοικίες της Αθήνας, που είναι οι κατ’ εξοχήν περιοχές που δεν αντιμετωπίζουν οικολογικό πρόβλημα. Η παρουσία τους στο πολιτικό σκηνικό δεν μπορεί να θεωρηθεί εδραιωμένη με την εκλογή ευρωβουλευτή, καταγράφονται όμως σαν ένα καθαρόαιμο αστικό κόμμα διαμαρτυρίας, που μπορεί να εκφράζει τη μικροαστική οικολογική ευαισθησία.
Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί θετικό για τις δυνάμεις της Αριστεράς. Το ΚΚΕ εμφανίζει μείωση του ποσοστού του, παίρνοντας 150.000 λιγότερους ψήφους από το 2004. Το αποτέλεσμα αυτό είναι πλήγμα στο συνολικό πολιτικό του προφίλ, όπως αυτό εμφανίστηκε με τις αποφάσεις του τελευταίου συνεδρίου του, την τακτική του στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, τη στάση του στα γεγονότα του Δεκέμβρη. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τη μικρή αύξηση στο ποσοστό του σε σύγκριση με το 2004, εμφανίζει μειωμένο ποσοστό από το 2007 και η επίδοσή του απέχει σημαντικά και από τους εκλογικούς στόχους της ηγεσίας του, αλλά και από τα δημοσκοπικά ύψη της περασμένης χρονιάς. Η προσπάθεια να οικοδομηθεί ένας πολυσυλλεκτικός πολιτικός σχηματισμός, όχημα για την ενσωμάτωση του κινήματος σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, δεν φαίνεται να ευδοκιμεί.
Η παρουσία ΕΕΚ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την καταγραφή συνολικού ποσοστού που ξεπερνάει το 0,5 %, είναι οπωσδήποτε θετική. Το αποτέλεσμα αυτό εκφράζει ένα σημαντικό ρεύμα επαναστατικής αναζήτησης, που επέλεξε να εκφραστεί με την ψήφο σε αυτά τα ψηφοδέλτια. Ωστόσο, από το ρεύμα αναζήτησης μέχρι την πολιτική συγκρότηση και την κομματική ενότητα υπάρχει πολύς δρόμος και πολλά ελλείμματα (πολιτικά, θεωρητικά και οργανωτικά) να καλυφθούν. Τα ελλείμματα αυτά δεν μπορούν να καλυφθούν με την αναφορά στον «δρόμο του Δεκέμβρη». Κι αυτό γιατί δυστυχώς, δρόμος του Δεκέμβρη δεν υπάρχει. Ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, αλλά ερώτηση. Ο ρόλος των επαναστατών είναι να δώσουνε απάντηση, αντί να αποθεώνουν τις μάζες που έθεσαν την ερώτηση. Όποιος θέλει να ακολουθήσει το «δρόμο του Δεκέμβρη» θα χαθεί σε μια αδιέξοδη διαδρομή.
Β. Θεοφανόπουλος