Σκοπευτική επιτυχία - εγγυημένη πολιτική αποτυχία
Το ξέσπασμα του Δεκέμβρη οδήγησε σημαντικό τμήμα - κύρια της νεολαίας - στη ριζοσπαστικοποίηση και στην αναζήτηση πολιτικών και θεωρητικών απαντήσεων. Όλες οι τάσεις του κινήματος διεκδίκησαν και διεκδικούν μερίδιο από αυτό το ρεύμα αναζήτησης. Με το δεδομένο της πολιτικής αφασίας της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, της αδυναμίας της να δώσει επαναστατικές απαντήσεις και τον προσανατολισμό της στις εκλογικές διαδικασίες, δεν είναι περίεργο που δυσανάλογα μεγάλο τμήμα αυτού του ρεύματος κατευθύνεται σε ελευθεριακές αντιλήψεις, ενισχύοντας το ρεύμα της αναρχίας. Παράλληλα, οι αντιλήψεις που έχουν κατοχυρωθεί στη μαρξιστική ορολογία με τον όρο «ατομική τρομοκρατία» διεκδικούν το δικό τους μερίδιο επιρροής, σε αυτό το τμήμα της νεολαίας και μάλιστα με σχετική επιτυχία, αν κρίνουμε από τις αυξημένες τελευταία πωλήσεις βιβλίων που αναφέρονται στην ένοπλη πάλη. Σε αυτή τη συγκυρία, η ένοπλη επίθεση του «Επαναστατικού Αγώνα» στα ΜΑΤ, είναι μια έμπρακτη παρέμβαση που απευθύνεται στους νεολαίους που ήταν στους δρόμους το Δεκέμβρη και ένιωσαν στο πετσί τους τη βαρβαρότητα της κρατικής καταστολής, προσφέροντάς τους μια απλή, πρακτική και εύκολη απάντηση στις δυσκολίες του πολιτικού αγώνα.
Το ρεύμα της ατομικής τρομοκρατίας δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται στην Ελλάδα και διεθνώς, ακόμα κι αν εκφραζόταν από οργανώσεις μικρότερων επιχειρησιακών δυνατοτήτων. Το χτύπημα στη διμοιρία των ΜΑΤ στα Εξάρχεια, σηματοδοτεί την κατοχύρωση της οργάνωσης του «Επαναστατικού Αγώνα», σαν της ηγετικής οργάνωσης του ρεύματος αυτού στην Ελλάδα.
Παρ’ όλο που η ιστορική εμπειρία της δράσης των οργανώσεων ατομικής τρομοκρατίας, έχει αποδείξει ότι αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία με τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες και ότι οργανώσεις τέτοιου τύπου έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά ευάλωτες στη διάβρωση από κρατικούς μηχανισμούς, η απάντηση σε αυτό το ρεύμα δεν μπορεί να εξαντλείται εκεί. Χρειάζεται πολιτική απάντηση, που θα αποδεικνύει το αδιέξοδο της τακτικής αυτής. Η προκήρυξη του «Ε.Α.» είναι μια πολιτική διακήρυξη, ένα κείμενο στο οποίο εκτίθενται οι βασικές πολιτικές και θεωρητικές αρχές της οργάνωσης αυτής και με το οποίο προσπαθεί να επιδράσει σε αγωνιστές, οδηγώντας τους σε έναν επικίνδυνο και αδιέξοδο δρόμο. Σε αυτές τις αντιλήψεις κάνουμε εδώ κριτική.
Η απολιθωμένη αντίληψη της ατομικής τρομοκρατίας
Απ’ όλα τα πολιτικά ρεύματα και τις αντιλήψεις που συναντάμε σήμερα, δεν υπάρχει κάποιο που να μπορεί να χαρακτηριστεί σαν εντελώς νέο. Όλες οι αντιλήψεις έχουν τη γνωσιολογική τους βάση σε παλιότερα πολιτικά ρεύματα, ανεξάρτητα από τις επιμέρους τροποποιήσεις που έχουν υποστεί. Ειδικά το ρεύμα της ατομικής τρομοκρατίας, παρουσιάζεται απαράλλαχτο, με τα ίδια επιχειρήματα για πάνω από έναν αιώνα. Το βασικό επιχείρημα του ρεύματος αυτού είναι ότι οι ένοπλες ενέργειες «διεγείρουν» τις μάζες και τις προτρέπουν σε δράση. Σε αυτό έδωσε πλήρη απάντηση ο ίδιος ο Λένιν:
«Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς επιχείρημα που να αυτοαναιρείται τόσο χειροπιαστά! Προβάλει το ερώτημα: τόσο λίγες είναι λοιπόν οι αβαρίες στην καθημερινή ζωή του εργαζόμενου, ώστε να χρειάζεται να εφευρεθούν ειδικά «διεγερτικά μέσα»; Και από την άλλη μεριά, δεν είναι ολοφάνερο, πως όποιος δε διεγείρεται και δεν μπορεί να διεγερθεί από την ίδια την πραγματικότητα, αυτός θα βλέπει αδιάφορος και τη μονομαχία της κυβέρνησης με μια χούφτα τρομοκράτες; Η αλήθεια είναι ότι, οι εργαζόμενοι διεγείρονται πάρα πολύ, πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε, εμείς όμως δεν ξέρουμε να συγκεντρώνουμε όλες αυτές τις σταγόνες της λαϊκής διέγερσης, που αναβλύζουν σε ποσότητα ασύγκριτα μεγαλύτερη απ’ ότι νομίζουμε, μα που χρειάζεται να συνενωθούν σ’ ένα ενιαίο ποτάμι» «Οι οικονομιστές και οι τρομοκράτες υποκλίνονται μπροστά στους δύο διαφορετικούς πόλους ενός και του ίδιου ρεύματος, του αυθόρμητου: οι οικονομιστές μπροστά στο αυθόρμητο του ‘’καθαρά εργατικού κινήματος’’, οι τρομοκράτες μπροστά στο αυθόρμητο της πιο φλογερής αγανάκτησης των διανοουμένων, που δεν ξέρουν ή δεν έχουν τη δυνατότητα να συνδέσουν σ’ ένα ενιαίο σύνολο την επαναστατική δουλειά με το εργατικό κίνημα.» (Λένιν: «Τι να κάνουμε»)
Σκοπευτική επιτυχία - εγγυημένη πολιτική αποτυχία
Η προκήρυξη του «Ε.Α.» είναι σαφής ως προς την βασική πολιτική της τοποθέτηση:
«…η μόνη δυνατή απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι ο κρατικός παρεμβατισμός και η σοσιαλδημοκρατία, ούτε αριστερές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις τύπου Τσάβες, Λούλα, Κορέα, Μπασελέ, αλλά η κοινωνική επανάσταση που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό και το κράτος ως μορφή διαχωρισμένης εξουσίας από την κοινωνία.»
Τα ερωτήματα που τίθενται σαν συνέπεια αυτής της θέσης είναι: Ποιος θα πραγματοποιήσει αυτήν την «κοινωνική επανάσταση»; Με ποιες μορφές οργάνωσης; Τι θα οικοδομηθεί μετά την επανάσταση; Κι αυτό γιατί μια οργάνωση που διακηρύσσει την επαναστατική της κατεύθυνση οφείλει να ξεκαθαρίσει την κοινωνική της αναφορά, δηλαδή από ποια τάξη προσδοκά την πραγματοποίηση του επαναστατικού στόχου, επίσης να προτείνει στην τάξη αυτή τον τρόπο με τον οποίον θα οργανωθεί, καθώς και να περιγράψει τον «τελικό σκοπό», την κοινωνική οργάνωση στην οποία προσβλέπει.
Αυτά τα ερωτήματα απαντιούνται στην ανακοίνωση του «Ε.Α.». Και οι απαντήσεις που δίνονται κινούνται στα πλαίσια χρεοκοπημένων αντιλήψεων που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα και τη διάλυση.
Με τους «δυσαρεστημένους», όχι με την εργατική τάξη
Στην ανακοίνωση του «Ε.Α.», παρά την αναφορά στα δεινά των εργαζομένων, την οποία διαβάζουμε σε σχετική αποστροφή του κειμένου, ο τόνος πέφτει στις «νέες στρατιές αγανακτισμένων» και στα «δυσαρεστημένα και εξαγριωμένα τμήματα του πληθυσμού». Η ορολογία του κειμένου περιλαμβάνει και τη θολή έννοια «κοινωνική βάση της οικονομικής και κοινωνικής ιεραρχίας». Όπως προκύπτει από το κείμενο, η κοινωνική αναφορά του «Ε.Α.» είναι αυτή μιας κλασσικής αναρχικής οργάνωσης και είναι διαταξική, καθώς αφορά τους πάσης φύσεως – και κοινωνικής τάξης - «καταπιεσμένους».
Η εργατική τάξη είναι έξω από την οπτική του «Ε.Α.» σαν τάξη με την ιστορική αποστολή της ανατροπής του καπιταλισμού. Υπάρχει μόνο σαν τμήμα των «εξαγριωμένων τμημάτων του πληθυσμού» και των κάθε λογής καταπιεσμένων.
Το κείμενο του «Ε.Α.» επαναλαμβάνει τις γνωστές – διαψευσμένες από την ιστορία - αναρχικές θέσεις. Δυστυχώς για τους οπαδούς του αναρχισμού, νικηφόρα επανάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την εργατική τάξη επικεφαλής. Οι καταπιεσμένοι των άλλων τάξεων, συμβάλλουν στην επαναστατική διαδικασία μόνο σαν σύμμαχοι της εργατικής τάξης, της μόνης τάξης που έχει αντικειμενικό συμφέρον να πάει τα πράγματα ως το τέρμα, ως την κατάργηση της εκμετάλλευσης.
Η εμπειρία του Δεκέμβρη, με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να εναντιώνεται σε κάθε κινητοποίηση και να αδρανοποιεί την πλειοψηφία των σωματείων και με την πλειοψηφία της εργατικής τάξης να απέχει από τις εξελίξεις, καθιστά τις θέσεις του «Ε.Α.», ικανές να επιδράσουν σε τμήματα της νεολαίας που δεν έχουν προηγούμενη πολιτική εμπειρία και θεωρητική γνώση. Επιπλέον, ενισχύει και δικαιώνει τη στάση που παρατηρείται σε εργαζόμενους που τοποθετούνται πολιτικά στον αναρχικό χώρο και εκτονώνουν την επαναστατικότητά τους σε «συγκρουσιακές διαδικασίες», απέχοντας όμως συστηματικά από οποιαδήποτε οργανωμένη συλλογική διαδικασία, καθώς και από κάθε σύγκρουση με την εργοδοσία στον εργασιακό τους χώρο.
«Ένοπλη σύγκρουση» με στόχο τα «επαναστατικά προτάγματα»
Η προκήρυξη του «Ε.Α.» αναφέρεται υποθετικά σε κάποια «Αθηναϊκή Κομμούνα», αγνώστων λοιπών χαρακτηριστικών. Έχει επίσης, ένα εκτεταμένο τμήμα με τον τίτλο «Καπιταλισμός ή Επανάσταση», όπου εκτίθεται σε χοντρές γραμμές η πολιτική πρόταση της οργάνωσης. Εκεί ο «Ε.Α.» αναφέρεται στα ρώσικα σοβιέτ («προτού τα ευνουχίσουν οι μπολσεβίκοι», όπως αναφέρει), στα εργοστασιακά συμβούλια στη Γερμανία το 1918 και στην Ιταλία το 1920, σαν παραδείγματα της «αμεσοδημοκρατικής λαϊκής αυτοδιαχείρισης» που υποστηρίζει. Αυτά τα παραδείγματα ο «Ε.Α.» τα θεωρεί «μορφές αντιιεραρχικής και αντικρατικής κοινωνικής οργάνωσης».
Είναι μάλλον προφανές, ότι αυτά στα οποία ο «Ε.Α.» αναφέρεται, δεν είναι τίποτε άλλο από τις μορφές οργάνωσης της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή του εργατικού κράτους στην ιστορική φάση που η εργατική τάξη καταλαμβάνει την εξουσία. Όσο κι αν οι συντάκτες της προκήρυξης βαυκαλίζονται για «αντικρατικές μορφές», αυτά στα οποία αναφέρονται είναι μορφές κράτους, αποκαλύπτοντας την θεωρητική σύγχυση των συγγραφέων, σύγχυση κοινή σε ολόκληρο το αναρχικό ρεύμα που επιδιώκει την «με μιας» κατάργηση των τάξεων, του κράτους, του χρήματος κλπ. Η αναρχική ουτοπία του απ’ ευθείας περάσματος στον κομμουνισμό και της άμεσης κατάργησης κάθε μορφής κράτους, σκοντάφτει πάντα στην υλική πραγματικότητα, την οποία είναι αναγκασμένοι οι θεωρητικοί αυτού του ρεύματος, να λάβουν υπ’ όψη όταν προσπαθούν να περιγράψουν την πρόταση τους για την οργάνωση της κοινωνίας. Έτσι, όταν δεν αναλώνονται σε γενικόλογες ανοησίες, αναγκαστικά καταλήγουν στο να περιγράφουν πλευρές του εργατικού κράτους.
Παραπέρα, στο κείμενο ξεκαθαρίζεται και η πρόταση του «Ε.Α.» για την κατεύθυνση του επαναστατικού κινήματος. «Σημασία έχει από εδώ και στο εξής να μπουν αυτές οι οργανωτικές διαδικασίες που θα καταφέρουν να δώσουν τη δυνατότητα για μια στοχευμένη και ένοπλη αναμέτρηση με το καθεστώς και τους υπερασπιστές τους με σκοπό την τελική νίκη των επαναστατών. Παράλληλα ν’ ανοίξει άμεσα μια συζήτηση ανάμεσα σε όλες τις επαναστατικές δυνάμεις για την προοπτική μιας ελευθεριακής κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, μέσα από σειρά επαναστατικών προταγμάτων για την εργασία, την παραγωγή, την καθημερινή ζωή. Προταγμάτων όπως καταλήψεις εργασιακών χώρων και εργοστασιακών μονάδων…» «Καταλήψεις που θα έχουν ως στόχο να θέσουν ξανά την παραγωγική διαδικασία μπροστά, στους εργασιακούς χώρους που εγκαταλείπουν τα αφεντικά ως μη αποδοτικούς και την άμεση αυτοδιαχείριση από τους εργάτες. Καταλήψεις που θα διεκδικούν την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής που μπορούν να τεθούν υπό τον πλήρη έλεγχο των εργαζομένων, κατάργηση στην πράξη της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς και παράλληλη διαμόρφωση εργατικών συμβουλίων που θα καθορίζουν τι παράγεται, από ποιους και για ποιους» Και καταλήγει: «Μόνο έτσι θα κάνουμε πράξη το πρόταγμα ‘’να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας’’.»
Εδώ η σύγχυση χτυπάει κόκκινο!! Με ποιο τρόπο συνδέεται αυτή η δραστηριότητα (των καταλήψεων κλπ.) με την οικοδόμηση «αντικρατικών μορφών» (για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του κειμένου); Αυτά τα «ελευθεριακά προτάγματα» πυροδοτούν την επαναστατική διαδικασία, πραγματοποιούνται μετά την «τελική νίκη των επαναστατών» ή είναι μια πρόταση «παντός καιρού» ανεξάρτητα από την κατάσταση του κινήματος;
Για τη μαρξιστική αντίληψη, το ζήτημα είναι απαντημένο: Η εργατική τάξη ανατρέπει την αστική τάξη και τσακίζει το κράτος της. Το εργατικό κράτος – δηλαδή η εργατική τάξη οργανωμένη στα εργατικά συμβούλια – απαλλοτριώνει την ιδιοκτησία των εκμεταλλευτών και παίρνει στα χέρια της την παραγωγή την οποία διαχειρίζεται στη βάση ενός κεντρικού σχεδίου. Αυτό που προτείνεται στο κείμενο του «Ε.Α.» περισσότερο παραπέμπει σε μια προσπάθεια «περικύκλωσης» των καπιταλιστικών σχέσεων από τα «επαναστατικά προτάγματα», δηλαδή στην εμφάνιση «ελευθεριακών νησίδων» σε μια θάλασσα καπιταλιστικών σχέσεων. Είναι ίσως κατανοητή η αδημονία των συντακτών να ζήσουν τον «κομμουνισμό στο σήμερα», δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, δεν αρκούν οι καταλήψεις των «εργασιακών χώρων που εγκαταλείπουν τα αφεντικά» για την «κατάργηση της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς», αλλά είναι αναγκαία η κατάληψη της εξουσίας και η απαλλοτρίωση συνολικά της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.
Τέλος, η τακτική που προτείνεται στους αγωνιστές είναι η προετοιμασία της «στοχευμένης ένοπλης αναμέτρησης» που θα οδηγήσει στην τελική νίκη – όχι της εργατικής τάξης – αλλά «των επαναστατών». Ο «Ε.Α.» καλεί τους αγωνιστές του κινήματος να αναμετρηθούν ένοπλα με το κράτος και να δημιουργήσουν ένα πλατύ ένοπλο ρεύμα. Δηλαδή, να αρχίσουν από τώρα να συγκεντρώνουν όπλα για να αντιπαρατεθούν στην απείρως πιο εξοπλισμένη κρατική μηχανή. Απέναντι στην προφανή ανοησία αυτής της τακτικής, θα επιμείνουμε σαν μαρξιστές, στη θεωρία μας και στην ιστορική εμπειρία που διδάσκει ότι κανένα ρόλο δεν μπορούν να παίξουν στην επανάσταση, οι μεμονωμένες ένοπλες ομάδες και ότι η επαναστατημένη εργατική τάξη εξοπλίζεται απαλλοτριώνοντας μαζικά τα όπλα που βρίσκονται στην κατοχή του κράτους και έτσι μόνο μπορεί να συγκροτηθεί μια αξιόμαχη ένοπλη δύναμη που να κατορθώσει να τσακίσει το αστικό κράτος και να επιβάλλει την εργατική εξουσία.
Αυτογκόλ!!
Η επίθεση στη διμοιρία των ΜΑΤ και ο τραυματισμός του ΜΑΤατζή, αξιοποιήθηκε στο έπακρο από τους αστικούς μηχανισμούς για την αναστροφή του αρνητικού κοινωνικού κλίματος για την αστυνομία.
Τα ΜΜΕ έβαλαν στην ίδια ζυγαριά αυτό το περιστατικό, με το φόνο του 15χρονου Γρηγορόπουλου και κυριολεκτικά οργίασαν, φτάνοντας μέχρι του σημείου να εντάσσουν τους ΜΑΤατζήδες στην περιβόητη «γενιά των 700 ευρώ» (ξεχνώντας τη «λεπτομέρεια» ότι ο χαρακτηρισμός αφορά εργαζόμενους και όχι αργόσχολους συμμορίτες όπως οι υπηρετούντες στα ΜΑΤ). Παράλληλα, εξαφανίστηκαν από τις οθόνες τα περιστατικά αστυνομικής βαρβαρότητας που είχαν καταγραφεί από τις κάμερες στις διαδηλώσεις του Δεκέμβρη.
Τα αστικά κόμματα συντονίστηκαν με τα ΜΜΕ σε αυτήν την εκστρατεία ανύψωσης του γοήτρου της ΕΛ.ΑΣ. Οι εμετικές δηλώσεις της Διαμαντοπούλου του ΠΑΣΟΚ για τον «Αλέξη και τον Διαμαντή» είναι απολύτως χαρακτηριστικές.
Αυτή η επικοινωνιακή αντεπίθεση είχε αποτελέσματα, ανυψώνοντας το ηθικό των αστυνομικών και αντιστρέφοντας εν μέρει, το κλίμα στην κοινωνία. Η θεαματική αύξηση της αστυνομικής παρουσίας στους δρόμους της πόλης και οι πολυπληθείς αστυνομικές περίπολοι, ακόμα και στους σταθμούς του ΜΕΤΡΟ, ήταν οι καρποί που απέδωσε η αξιοποίηση της επίθεσης του «Ε.Α.».
Β. Θεοφανόπουλος