Η κρυφή …γοητεία του αντικαπιταλισμού (για την εκδήλωση στο Σπόρτινγκ)

Η εκδήλωση για την «ενότητα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» στο Σπόρτινγκ

 

Η κρυφή …γοητεία του αντικαπιταλισμού

Μικροαστικός κινηματισμός, ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός


Η κρίση και οι μαύρες μέρες που προοιωνίζεται για τους εργαζόμενους αλλά και οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις που έχουν θέσει σε κίνηση ένα πλατύ δυναμικό ανθρώπων, είτε νέων που μπαίνουν πρώτη φορά σε αγώνες, είτε παλιότερων που δραστηριοποιούνται μετά από χρόνια, έχει επιτείνει αγωνίες και προβληματισμούς, αναζητήσεις και προτάσεις. Οι προοπτικές των αγώνων που αναπτύσσονται, η διέξοδος για την εργατική τάξη, η Αριστερά, είναι στο κέντρο έντονων συζητήσεων και διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Το βάθος της κρίσης, η κρισιμότητα της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης γίνεται αντιληπτή και επιδρά, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, σε όλες τις οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς ανεξάρτητα απ’ το κατά πόσον και πως αυτό εκφράζεται.

Στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, βρίσκεται στο προσκήνιο η συζήτηση για την «ενότητα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» με κέντρο την εκδήλωση της 31ης Γενάρη στο Σπόρτινγκ. Το κείμενο «κοινού προβληματισμού» που μοιράστηκε εκεί, είναι χαρακτηριστικό για την κατεύθυνση που παίρνει αυτή η διαδικασία.

Η εκτίμηση που γίνεται για το κίνημα του Δεκέμβρη είναι ότι «άνοιξε νέους δρόμους για το λαϊκό κίνημα. Με την πρωτοφανή μαζικότητα και επιμονή του, με την άμεση και έμπρακτη αμφισβήτηση των θεσμών του κράτους, της εξουσίας και του πλούτου, με τη διάρκεια και τον παλμό του, με την άρνηση του να μείνει στα όρια της νομιμότητας, του καθωσπρεπισμού και τελικά της υποταγής στους θεσμούς, δείχνει το δρόμο. Συμπύκνωσε την απαίτηση για τη συνολική ανατροπή πολιτικής. Τέτοια κινήματα χρειαζόμαστε : που να εκφράζουν τον πλούτο των κοινωνικών αγώνων και διεκδικήσεων και να έρχονται σε σύγκρουση με τις βασικές επιλογές του συστήματος, τους νόμους του κέρδους και της αγοράς».

Πραγματικά πρόκειται για μεγαλοπρεπέστατη αποθέωση και άκριτη υποταγή στο αυθόρμητο. Ο Δεκέμβρης ήταν ένα γεγονός που έχει τις ρίζες του στους δυσμενείς όρους ζωής εργαζόμενων και νεολαίας. Ήταν ένα ξέσπασμα οργής, που, καθώς βρισκόμαστε εν μέσω κρίσης, πιθανότατα αποτελεί προεόρτιο κι άλλων, σκληρότερων ξεσπασμάτων και εξεγέρσεων. Ωστόσο ήταν ένα ξέσπασμα που είχε σαφέστατο έλλειμμα στόχων και προοπτικής, που βρισκόταν στα όρια της αστικής δημοκρατίας με κύριο μέτωπο ενάντια στην αστυνομοκρατία και την καταστολή. Το ζήτημα για την επαναστατική Αριστερά δεν είναι να μένει μ’ ανοιχτό το στόμα μπροστά στο κίνημα ή να φαντασιώνεται ότι «αμφισβήτησε την εξουσία … εξέφρασε τον πλούτο των κοινωνικών .. διεκδικήσεων, .. την απαίτηση για συνολική ανατροπή πολιτικής». Το ζητούμενο είναι να συνδέσουμε το αυθόρμητο κίνημα με την επανάσταση, να του δώσουμε στόχους και προοπτική.

Στο «κείμενο προβληματισμού» γίνονται κάποιες σωστές επισημάνσεις σχετικά με την κρίση και αναφέρεται ότι «απέναντι στην καπιταλιστική κρίση, το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν μπορούν να κάνουν προτάσεις διάσωσης του συστήματος. … Πρέπει να παλέψουν για την ανατροπή των αντιλαϊκών και ταξικών πολιτικών και να θέσουν το θέμα της ανατροπής του συστήματος της εκμετάλλευσης». Αυτή είναι η μοναδική φορά που γίνεται σαφής αναφορά στο εργατικό κίνημα και όχι γενικά «στα κινήματα ενάντια στη λιτότητα, την καταστολή, το ρατσισμό, το κεφάλαιο και την ΕΕ». Είναι η μόνη φορά που το εργατικό κίνημα αναφέρεται σαφώς ως υποκείμενο ανατροπής του συστήματος. Και είναι η μόνη φορά που γίνεται μια, γενική έστω, προσπάθεια σύνδεσης της άμεσης πάλης με την προοπτική, της μεταρρύθμισης με την επανάσταση. Αλλά μένει εκεί. Η ταξική πάλη, η ανάπτυξη των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών πλευρών της, η προγραμματική τους σύνδεση, ο πολιτικός φορέας της τάξης, τα καθήκοντα που μπαίνουν στο σήμερα για τους διάσπαρτους επαναστάτες, όλα τα ζητήματα και οι προϋποθέσεις δηλαδή που απαιτούνται για να αναπτύξει η εργατική τάξη πάλη για την ανατροπή των αντιλαϊκών πολιτικών αλλά και να τη συνδέσει με την ανατροπή του συστήματος, όχι δεν απαντιούνται, δεν τίθενται καν. Αυτά είναι συμπτώματα της απόστασης απ’ την εργατική τάξη και το κίνημα της, απ’ την επαναστατική θεωρία του προλεταριάτου, που βάζει στο κέντρο την ταξική πάλη και την εργατική τάξη κι όχι γενικά «τα κινήματα».

Σ’ αυτά τα πλαίσια το καθήκον του να συγκροτηθεί μια μάχιμη, ριζωμένη στην εργατική τάξη, επαναστατική πολιτική πρωτοπορία που θα καταφέρει να προσανατολίσει το εργατικό κίνημα στην σοσιαλιστική ανατροπή, παρακάμπτεται και αντικαθίσταται από άλλους σκοπούς. Στην πραγματικότητα, η έκκληση για «δυνατή και ενωτική αριστερά, αριστερά αντικαπιταλιστική, που θα διατηρεί την πολιτική και οργανωτική της αυτοτέλεια και θα αρνείται τη λογική της ήττας και του συμβιβασμού» δεν υπηρετεί την προσπάθεια συγκρότησης μιας κομμουνιστικής πρωτοπορίας. Επικρατεί μια αγχωτική προσπάθεια, διαχωρισμού από την κοινοβουλευτική Αριστερά που γίνεται απόπειρα να συγκροτηθεί στη βάση ενός ακαθόριστου «αντικαπιταλισμού».

Τι πραγματικά είναι ο αντικαπιταλισμός; Ως όρος μπορεί να χωρέσει αποκλίνουσες πολιτικές τοποθετήσεις, από την ακροδεξιά μέχρι την αναρχία. Στην ορολογία του ΝΑΡ συνήθως χρησιμοποιείται για να «γεφυρώσει» - στα χαρτιά – την απόσταση ανάμεσα στο αυθόρμητο και το συνειδητό και να δικαιολογήσει τη συγκρότηση ενός μετώπου «συνειδητών, ημισυνειδητών και αυθόρμητων δυνάμεων». Στην προκήρυξη που μοίρασε στο Σπόρτιγκ το ΝΑΡ επιμένει σ’ αυτή τη «θεωρία» του, ρίχνοντας μάλιστα το σύνθημα «πόλος παντού». Το ΣΕΚ στη δική του προκήρυξη αναφέρεται στους «χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες που βρίσκονται πολύ αριστερότερα από τις ηγεσίες της κοινοβουλευτικής Αριστεράς …και…ασφυκτιούν απ’ τη στάση της», στην οποία κοινοβουλευτική Αριστερά προφανώς κατατάσσει και το ΠΑΣΟΚ αφού για να στοιχειοθετήσει το παραπάνω αναφέρεται στη στάση και τις δηλώσεις της Κανέλλη, του Κουβέλη, του Τσίπρα και … της Άννας Διαμαντοπούλου…!

Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ απλά με μια προσπάθεια προώθησης της κοινής δράσης. Η αντίληψη του ΝΑΡ για το μέτωπο ως κρίκο του «τρισυπόστατου πολιτικού υποκειμένου» (οργάνωση – μέτωπο – κίνημα) επί της ουσίας ανάγει το μέτωπο σε πρωτοπορία. Το ΣΕΚ, χωρίς τους νεολογισμούς του ΝΑΡ, το λέει καθαρότερα. Βλέπει στην «ενότητα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» μια προσπάθεια που μπορεί να προσφέρει «πολιτική κάλυψη στους αγωνιστές για τη δράση τους», κι ακόμη περισσότερο να τους προσφέρει ένα «κοινό πολιτικό σπίτι». Σύμφωνα με το ΣΕΚ, ενώνοντας τους αντικαπιταλιστές μπορούμε «να δώσουμε ώθηση στην προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού προσφέροντας τις εμπειρίες της αντικαπιταλιστικής δράσης στο διάλογο για τη στρατηγική της νίκης … να κάνουμε την προοπτική της επανάστασης και του σοσιαλισμού πιο ρεαλιστική, πιο πλούσια και στη θεωρία και στην πράξη».

Το ΕΕΚ επισημαίνει ότι το «κοινό πολιτικό σπίτι … όπου θα στεγαστεί ο διάχυτος και αόριστος «αντικαπιταλισμός», ό,τι κινείται από τις παρυφές του ΠΑΣΟΚ κι αριστερότερα σε ένα μίγμα ρεφορμιστικών και επαναστατικών ρευμάτων ... δεν πολυδιαφέρει, στην ουσία του, από εκείνο που υλοποιείται στη Γαλλία με το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα και από τα «πλατιά αντικαπιταλιστικά κόμματα και μέτωπα» τύπου Μπλοκ της Αριστεράς στη Πορτογαλία ή RESPECT στη Βρετανία που είτε κατέληξαν στο ρεφορμισμό του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ είτε διασπάστηκαν κακήν κακώς». Ότι το σχέδιο αυτό αφορά «στην συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου στη βάση της ασαφοποίησης της διαχωριστικής γραμμής μεταρρύθμισης και επανάστασης και μάλιστα στην παρούσα εκρηκτική συγκυρία». Πολύ σωστά. Μόνο που η διαχωριστική αυτή γραμμή δεν καθορίζεται με την τυφλή «προσήλωση στο ανεξίτηλο χνάρι της Τομής του Δεκέμβρη» όπως κάνει το ΕΕΚ αποδίδοντας του τιμές, στόχους και αποτελέσματα. Ο Δεκέμβρης δεν τα έφερε αυτά. Τα ζητούσε απεγνωσμένα και έδειξε την αδυναμία της Αριστεράς να του τα δώσει. Κι αν οι επαναστάτες κάνουν το λάθος να του αποδώσουν την τιμή ότι τα κόμισε στο προσκήνιο, τότε θα βρεθούν πιο πίσω κι απ’ τον ίδιο τον Δεκέμβρη.

Το ΚΚΕ μ-λ σε σχετική του προκήρυξη αναδεικνύει τη βασική διαπίστωση την οποία αντανακλά και ταυτόχρονα κρύβει και αποπροσανατολίζει η διαδικασία της «ενότητας της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς». «Μαζικά και μαχητικά, τμήματα της νεολαίας, του λαού (των λαών), βγαίνουν στο δρόμο, στον αγώνα, διαδηλώνουν την οργή τους, αναζητούν απαντήσεις απέναντι στην επίθεση, αναζητούν μέλλον και προοπτική για τη ζωή τους. … Ταυτόχρονα –και αυτή η επισήμανση λείπει από τις κυκλοφορούσες αναλύσεις– οι αγώνες αυτοί δεν συναντούν μια αξιόμαχη, αγωνιστική, επαναστατική Αριστερά, συνδεδεμένη με τις μάζες ,γιατί αυτή δεν υπάρχει! … Είναι βασικό «καθήκον» η σύνθεση και η συγκρότηση μιας τέτοιας αγωνιστικής, επαναστατικής Αριστεράς μέσα στην πάλη και στο κίνημα. Αυτή η έλλειψη δεν προέκυψε χθες, έχει ιστορία δεκαετιών και η αντιμετώπισή της σε όλα τα επίπεδα έχει συγκεκριμένα προαπαιτούμενα, δοκιμασίες, συγκρούσεις που δεν μπορούν να «ολοκληρωθούν» τον άλλο μήνα, στις επόμενες εκλογές. Κυρίως δεν μπορεί να αναπτυχθεί αυτή η διαδικασία με τις εκλογές, με την υπαγωγή του κινήματος σε αυτές! Ούτε μπορεί να απαντηθεί με την «εκβιαστική» (έξω δηλαδή από τα αποτελέσματα της ταξικής πάλης) δημιουργία «πόλων» σύνταξης «ολοκληρωμένων προγραμμάτων» και αντίστοιχων τακτικών που μπορεί βραχυπρόθεσμα να τροφοδοτούν την αυταπάτη ότι «επιτέλους άνοιξε ο δρόμος» αλλά τελικά ανακυκλώνουν τις απογοητεύσεις και τα αδιέξοδα.»

Υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ του να επισημαίνει κανείς ότι τα προαπαιτούμενα, δοκιμασίες, συγκρούσεις δεν μπορούν να «ολοκληρωθούν» τον άλλο μήνα, στις επόμενες εκλογές και του να λοιδορεί τα «ολοκληρωμένα προγράμματα» και να δραπετεύει απ’ τις «προϋποθέσεις» μέσω της κοινής δράσης και μόνο. Είναι η απόσταση που χωρίζει την αγωνιστική, επαναστατική Αριστερά μέσα στην πάλη και στο κίνημα από την αγωνιστική, τίμια, συνεπή, πλην ρεφορμιστική κι αδιέξοδη Αριστερά. Είναι διαφορετικό πράγμα η κριτική στις ελλείψεις ενός οποιουδήποτε προγράμματος και άλλο πράγμα η άρνηση της αναγκαιότητας του προγράμματος, της σύνδεσης του με το υπάρχον κίνημα και τις διεκδικήσεις του – στο όνομα των συσχετισμών και του επιπέδου ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Η επαναστατική θεωρία και η ιστορία της ταξικής πάλης έχει επανειλημμένα αποδείξει, ότι ο επαναστατικός προσανατολισμός του κινήματος, προϋποθέτει την οργανική σχέση μαζί του ως αναγκαία συνθήκη. Αναγκαία, όχι ικανή. Ικανή συνθήκη, όσον αφορά τον υποκειμενικό παράγοντα, τους συνειδητούς, οργανωμένους επαναστάτες, αποτελεί η ικανότητα να συνδέσουν την άμεση πάλη, τα άμεσα αιτήματα, με την επαναστατική προοπτική, με το επαναστατικό πρόγραμμα. Η σύνδεση της μεταρρύθμισης με την επανάσταση. Όποιος δραπετεύει απ’ αυτό το δύσκολο καθήκον, ανεξαρτήτως προθέσεων, καταλήγει με νομοτελειακή ακρίβεια στη μεταρρύθμιση.

Το Μ-Λ ΚΚΕ στις δικές του επισημάνσεις σημειώνει ότι «όσο θα διαρκεί αυτή η «ενότητα» και μέχρι να «περάσει η μπόρα», ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής της θα είναι ένα μίγμα κούφιου αντικαπιταλισμού και ρεφορμισμού». Πως όμως δικαιολογεί αυτή του την κρίση; : «όπως εξ άλλου αποτυπώθηκε και στο κοινό κάλεσμα του MEPA-ENANTIA στο οποίο διαβάζουμε: «Nα περάσουν στα χέρια του δημοσίου με εργατικό-λαϊκό έλεγχο οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς και οι εταιρείες που κλείνουν, χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών τους».
Πρόκειται για την πεμπτουσία του ρεφορμισμού, όπως την προτείνει εξ άλλου και ο ΣYPIZA, σκορπώντας μεταρρυθμιστικές αυταπάτες…»
Προφανώς για το Μ-Λ ΚΚΕ, το απώτατο όριο της επαναστατικότητας φτάνει μέχρις του σημείου να πούμε όχι στις ιδιωτικοποιήσεις και στο μοίρασμα των 28 δις στις τράπεζες. Αυτά βέβαια τα προτείνει όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και δυνάμεις πολύ δεξιότερα του…

Και αφού το Μ-Λ ΚΚΕ και το ΚΚΕ μ-λ θεωρούν ότι δεν πρέπει να βγαίνουμε έξω από τα «αποτελέσματα της ταξικής πάλης» και την «πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται» ας αναρωτηθούμε ποια είναι αυτή; Όταν η αστική τάξη ξαναθυμάται την «κακιά λέξη που αρχίζει από Ε» (την εθνικοποίηση) όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε στον αστικό τύπο, όταν το τι θα γίνει με τις τράπεζες, τα δις και την κρίση, συζητιέται και απασχολεί τους αστούς διανοούμενους και πολιτικούς (που διεξάγουν κι αυτοί ταξική πάλη, για να μην ξεχνιόμαστε) αλλά και τους καθημερινούς εργαζόμενους, οι κομμουνιστές, που «πρεσβεύουν στο υπάρχον κίνημα, την προοπτική του κινήματος» πως απαντάνε; «Να μη δοθούν τα 28 δις στις τράπεζες. Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις. Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση και με δεσμευτικό εργατικό έλεγχο, όλων των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας που ιδιωτικοποιήθηκαν. Εθνικοποίηση όλων των τραπεζών με εργατικό έλεγχο και κατάργηση κάθε εμπορικού μυστικού και τραπεζικού απορρήτου» λέμε εμείς κι απ’ αυτή την άποψη θεωρούμε ασαφή κι ανεπαρκή την τοποθέτηση του ΜΕΡΑ – ΕΝΑΝΤΙΑ. Τα «μ-λ» τι λένε;

Τελευταίο αλλά όχι ασήμαντο: είναι ίδιον τέτοιων διαδικασιών η πομπώδης αναφορά στους ανένταχτους αγωνιστές, στην ανοιχτότητα, την αμεσοδημοκρατία κλπ. Χαρακτηριστικά η προκήρυξη του ΝΑΡ αναφέρει : «το μέτωπο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν μπορεί να αναπνεύσει στην κλεισούρα του παζαριού μεταξύ οργανώσεων, που μετατρέπει τους αγωνιστές και τους εργαζόμενους σε κομπάρσους. Χρειάζεται τους ανοικτούς ορίζοντες συλλογικών διαδικασιών, βασισμένων στην εργατική δημοκρατία και με αμεσοδημοκρατική αντίληψη». Αντί σχολίου παραθέτουμε το εξής από ανακοίνωση του ΕΕΚ: «Τι είδαν και τι άκουσαν οι συγκεντρωμένοι στο Σπόρτιγκ; Καταρχήν, μια κοινή εισήγηση που προαποφάσισαν οι 9 από τις 10 οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής που υπέγραφαν το αρχικό κάλεσμα …Κατόπιν, ακολούθησε μια σειρά ομιλητών στη βάση ενός προσυμφωνημένου καταλόγου …Τέλος, μετά τις ομιλίες, ανακοινώθηκε από το Προεδρείο η προειλημμένη απόφαση για την συγκρότηση κοινής Πρωτοβουλίας ΜΕΡΑ/ΕΝΑΝΤΙΑ «για την ενότητα και κοινή δράση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», με κεντρικό Συντονιστικό και Επιτροπές κατά τόπους και κλάδους που θα συγκροτηθούν μέσα από ειδικές εκδηλώσεις με κατάληξη νέα πανελλαδική διαδικασία, αναγγέλλοντας συνάμα και κοινή εκλογική κάθοδο».

Οι αγωνιστές, οργανωμένοι και ανένταχτοι, έχουν και μνήμη και κρίση. Οι ανένταχτοι ιδιαίτερα, στη μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν προβληματισμούς, διαφωνίες, επιφυλάξεις ή και προηγούμενες εμπειρίες από τις οργανώσεις της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη. Το ζητούμενο για τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς δεν είναι να τους χαϊδεύουν τ’ αυτιά με ανούσιες κολακείες υποτιμώντας τη νοημοσύνη τους, ούτε να ξορκίζουν τα παζάρια, συνεχίζοντας να τα κάνουν, δυσφημώντας τη συνεργασία των οργανώσεων, αναμασώντας κλισέ για την κλεισούρα των οργανώσεων και των γραφείων… Το ζητούμενο είναι να δώσουν απαντήσεις στους προβληματισμούς, στήριγμα και προοπτική στη δράση και να πείσουν μ’ αυτό τον τρόπο για τη σημασία και την αναγκαιότητα της οργανωμένης πάλης.


Θοδωρής Νασόπουλος