Για ποια συνεργασία της Επαναστατικής Αριστεράς και με ποια βήματα
Για ποια συνεργασία της Επαναστατικής Αριστεράς και με ποια βήματα
Μετά τις πυρετώδεις προεκλογικές διεργασίες του 2007, το ζήτημα του «πόλου» της αντικαπιταλιστικής, ριζοσπαστικής, εξωκοινοβουλευτικής κλπ. Αριστεράς επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο, με τη διατύπωση ενωτικών προτάσεων εν’ όψει ευρωεκλογών και – πολύ πιθανά – βουλευτικών εκλογών. Μάλιστα, ακόμα και εν μέσω των γεγονότων που ακολούθησαν τη δολοφονία του μαθητή, εμφανίστηκε πρόταση για συνέλευση της «αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» στις 10 Γενάρη, δείχνοντας ότι κάποιες δυνάμεις πορεύονται με τα μάτια τους στραμμένα στην κάλπη.
Η συζήτηση αυτή, γύρω από το θέμα του λεγόμενου «πόλου», είναι σε τελική ανάλυση συζήτηση για το ζήτημα της συγκρότησης ενός μαζικού πολιτικού μορφώματος της επαναστατικής Αριστεράς και αντανακλά την αγωνία ενός κόσμου που τοποθετείται πολιτικά σε αυτόν το χώρο, και ο οποίος συναισθάνεται την απουσία ενός διακριτού στην κοινωνία πολιτικού σχηματισμού της επαναστατικής Αριστεράς.
Αυτή η σεβαστή αγωνία, συνδυάζεται με την απογοήτευση από τις μέχρι τώρα προσπάθειες, με κυριότερη την αποτυχία της μαζικής διάσπασης της ΚΝΕ το 1989 να οδηγήσει σε οικοδόμηση μαζικής πολιτικής οργάνωσης στα αριστερά του ΚΚΕ, αποτυχία για την οποία δεν αρνούμαστε και τις δικές μας ευθύνες σαν κομμάτι του ρεύματος της διάσπασης. Οι διάφορες ενωτικές προσπάθειες συνεργασίας οργανώσεων που ακολούθησαν δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από το περιθώριο και κυρίως, δεν κατάφεραν να αποκτήσουν επιρροή στην εργατική τάξη, από την οποία η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά παραμένει αποκομμένη.
Η συζήτηση για την ενότητα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που απασχολεί οργανώσεις και πολλούς αγωνιστές διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων και ιδεολογικών καταβολών, έχει ένα κατ’ αρχήν θετικό στοιχείο: την – έστω λειψή - κατανόηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς επαναστατικό πολιτικό σχηματισμό με επιρροή στην εργατική τάξη. Ωστόσο, η συζήτηση στρέφεται σε λάθος κατευθύνσεις και οδηγείται σε δοκιμασμένες και αποτυχημένες συνταγές που πάλι θα σπείρουν απογοήτευση και θα οδηγήσουν κι άλλους αγωνιστές στην αγκαλιά της κοινοβουλευτικής Αριστεράς - στην καλύτερη περίπτωση.
Συγκεκριμένα βήματα σε συγκεκριμένη κατεύθυνση
Τι φάνηκε ξεκάθαρα και στις τωρινές κινητοποιήσεις αλλά και παλιότερα; Η αδυναμία επίδρασης της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στην εργατική τάξη και οι δυσκολίες στην κινητοποίηση εργαζομένων σε μια φάση που η είσοδος της εργατικής τάξης στο προσκήνιο των εξελίξεων θα ήταν καταλυτική. Αυτή η αδυναμία δεν έχει σχέση μόνο με τις περιορισμένες δυνάμεις. Κυρίως έχει να κάνει με την έλλειψη προσανατολισμού στη συνεχή και συνεπή πάλη στα πλαίσια του συνδικαλιστικού κινήματος. Η συντονισμένη παρέμβαση στο υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα, με ένα σαφές πλαίσιο στόχων, με σταθερότητα, επιμονή, αξιοπιστία και περιφρούρηση της ενότητάς του, κόντρα στις διασπαστικές πρακτικές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, για την ανάπτυξη της ενιαιομετωπικής πάλης των εργαζομένων. Αυτό είναι ένα πραγματικό, καθοριστικό βήμα που πρέπει να κάνουν οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς. Ο συντονισμός 10 οργανώσεων στην απεργία της 10ης Δεκέμβρη, η αποφασιστικότητα με την οποία στηρίχθηκε η απόφαση των σωματείων να διοργανώσουν συγκέντρωση στο χώρο που η ΓΣΕΕ εγκατέλειψε, αλλά και η συμφωνία για περιφρούρηση της πορείας, δείχνουν την κατεύθυνση στην οποία πρέπει να βαδίσουμε. Μια τέτοια κοινή δράση θα δημιουργεί το πραγματικό έδαφος πάνω στο οποίο μπορούν να οικοδομηθούν βαθύτερες και στενότερες συνεργασίες και συγκλίσεις.
Πάνω σε ένα τέτοιο κοινό έδαφος μπορούν καλύτερα να αναπτυχθούν κοινές πολιτικές πρωτοβουλίες. Για να έχουν ωστόσο αυτές πραγματικό νόημα, για να βοηθούν ουσιαστικά στη διαμόρφωση ενός επαναστατικού πολιτικού ρεύματος, χρειάζεται να συγκροτούνται στη βάση μιας στοιχειώδους προγραμματικής συμφωνίας. Τα υπάρχοντα μετωπικά σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, είτε υποβαθμίζουν το προγραμματικό περιεχόμενο, είτε συγκαλύπτουν τις διαφορές μέσα από περίτεχνες εκφράσεις που σπέρνουν σύγχυση. ¨Όμως παρέμβαση της επαναστατικής Αριστεράς που δεν τοποθετείται στο που στοχεύουμε, τι εξουσία και τι κοινωνία θέλουμε, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τον τίτλο της ως επαναστατικής Αριστεράς, πολύ περισσότερο να συμβάλλει στην οικοδόμηση επαναστατικής πολιτικής δύναμης και ρεύματος στην κοινωνία. Η δυσκολία στην εκπλήρωση αυτής της προϋπόθεσης, δεν αναιρεί την αναγκαιότητά της και δεν μπορεί να ακυρώσει την κατακτημένη πείρα του πρόσφατου παρελθόντος, που επιβεβαιώνει ότι οι λειψές και θολές προγραμματικές απαντήσεις οδηγούν πρωτοπόρους αγωνιστές του κινήματος στην αγκαλιά του ρεφορμισμού.
Μια τέτοια διαδικασία, μια προσπάθεια των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς να διαμορφώσουν ένα ελάχιστο κοινό προγραμματικό πλαίσιο, σίγουρα θα είχε κάποια αποτελέσματα, θα κατέγραφε κάποιες συγκλίσεις. Θα κατέγραφε ωστόσο και αρκετές διαφορές και αποκλίνουσες προσεγγίσεις. Και αυτομάτως, θα έθετε το καθήκον σε όλες τις οργανώσεις, αν πραγματικά ενδιαφέρονται να προωθήσουν την ενότητα τους, να ανοίξουν οργανωμένη δημόσια συζήτηση, για τα μεγάλα θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Μια τέτοια διαδικασία σαφώς θα ήταν προωθητική καθώς θα συγκεκριμενοποιούσε συμφωνίες και διαφωνίες και επίσης θα διαπαιδαγωγούσε όλα τα μέλη και τον περίγυρο των οργανώσεων στη σημασία της θεωρητικής δουλειάς. Αποτελεί αναγκαίο βήμα στην διαδικασία οικοδόμησης ενός μαζικού επαναστατικού ρεύματος.
Τέλος, είναι ανάγκη να απεμπλακεί η συζήτηση για τη συνεργασία των οργανώσεων, από την εκλογική διαδικασία. Είναι παράδοξο, ο πολιτικός χώρος που διακηρυκτικά απορρίπτει τον κοινοβουλευτισμό και παλεύει για μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, να κινητοποιείται για τη συνεργασία των οργανώσεων σε τέτοιο βαθμό μόνο εν’ όψει των κοινοβουλευτικών εκλογών. Η πάλη για την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου, περνάει μέσα από όλες τις μάχες – μικρές ή μεγάλες – και οι επαναστάτες οφείλουν να μπαίνουν σε αυτές με τα μάτια στραμμένα στον τελικό σκοπό. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η συζήτηση για την πολιτική συνεργασία των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς και όχι με το γνώριμο προεκλογικό άγχος που σε τελική ανάλυση συνιστά υποταγή στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Θοδωρής Νασόπουλος