Η στάση της Αριστεράς στα γεγονότα του Δεκέμβρη

Η στάση της Αριστεράς στα γεγονότα του Δεκέμβρη


Αν κάποιο κόμμα «έκλεψε την παράσταση» στα τελευταία γεγονότα, αυτό ήταν χωρίς αμφιβολία το ΚΚΕ. Για μια ακόμα φορά, βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης με τη στάση του απέναντι στο κίνημα και για μια ακόμα φορά η στάση του αυτή βρέθηκε σε αντίθεση με τα αισθήματα του κόσμου της Αριστεράς, ακόμα και με τμήμα της - οργανωμένης και μη - βάσης του.


Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση. Το κόμμα του Περισσού κατάφερε να βρεθεί εκτός κλίματος σε όλες τις σημαντικές κινητοποιήσεις των τελευταίων ετών. Βρέθηκε απέναντι στον πρόσφατο αγώνα του φοιτητικού κινήματος στην πρώτη φάση του, για να συρθεί σε στροφή 180 μοιρών στη συνέχεια, έμεινε μόνο του στη μεγάλη απεργία των δασκάλων περιμένοντας μάταια τις μάζες των απεργών να πορευτούν κάτω από τις σημαίες του ΠΑΜΕ, επέμεινε στη διασπαστική του τακτική στο απεργιακό κίνημα για το ασφαλιστικό. Η αδιαμφισβήτητη ικανότητά του στη διοργάνωση κομματικών παρελάσεων σε επετείους και σε περιόδους κοινωνικής ειρήνης, μετατρέπεται σε ολική ανικανότητα στις φάσεις όξυνσης της ταξικής πάλης.


Αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώθηκε και στο ξέσπασμα που ακολούθησε τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή. Το μόνο μέτωπο που άνοιξε ήταν εναντίων των ταραξιών, των κουκουλοφόρων, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και -με ιδιαίτερη ένταση- του ΣΥΡΙΖΑ.


Ο τρόπος που άνοιξε το – υπαρκτό και σοβαρό – ζήτημα της περιφρούρησης, ήταν εξόφθαλμα συντονισμένος με την προπαγάνδα της κυβέρνησης και των ΜΜΕ. Οι δηλώσεις της Παπαρήγα για τους κουκουλοφόρους – ταλιμπάν που έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο των κέντρων που τους εξέθρεψαν, καθώς και για τα «ξένα κέντρα» που ελέγχουν τη δράση τους, δεν κάνουν τίποτε άλλο απ’ το να αθωώνουν την κυβέρνηση για τη δράση των ασφαλίτικων προβοκατόρικων ομάδων. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ δε φείδεται λόγων για τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ, φτάνοντας στο σημείο να μιλάει βουλευτής του για σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με εγκληματίες και άτομα του κοινού ποινικού δικαίου. Έτσι καθόλου τυχαία, μάζεψε αρκετά συγχαρητήρια από τους Νεοδημοκράτες, τον Καρατζαφέρη και τις εφημερίδες της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς. Αντιθέτως, δε βρήκε κουβέντα να πει για την επίθεση που έγινε στον Τσίπρα για τις δηλώσεις του ότι το κέντρο των κινητοποιήσεων της νεολαίας πρέπει να μεταφερθεί στα σχολεία και τις σχολές με ένα κίνημα καταλήψεων. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις του στα Πανεπιστήμια, έπαιξαν ανοιχτά αντιδραστικό ρόλο, καταλαμβάνοντας με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ όπως ισχυρίζονταν (!) σχολές, για τον φόβο των επεισοδίων (!) τρομοκρατώντας τους φοιτητές και σαμποτάροντας τις συνελεύσεις, από την πλειοψηφία των οποίων άλλωστε απείχαν (παρέα με τη ΔΑΠ).


Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε πολύ πιο αποτελεσματικά, καταφέρνοντας να πιάσει το σφυγμό των γεγονότων και να ακουμπήσει καλύτερα τη νεολαία. Βρέθηκε στο στόχαστρο των υπόλοιπων δυνάμεων γιατί ήταν η μοναδική κοινοβουλευτική δύναμη που κάλυψε πολιτικά το κίνημα. Η επίθεση που δέχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλεται στην επιδίωξη της αστικής τάξης να απομονώσει πολιτικά το κίνημα, με μια συντεταγμένη στάση του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο, η στάση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ κινείται στα πλαίσια της μοναδικής τακτικής που μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωσή του και την οποία έχει ακολουθήσει σταθερά από την εκλογή Αλαβάνου και ύστερα.


Παρά την αφερέγγυα στάση του που είναι πολύ πιθανό να ενταθεί όσο θα οξύνονται οι πιέσεις - με πρώτο πολύ σοβαρό δείγμα την υποχώρηση του στις πιέσεις της κυβέρνησης για τη μη διεξαγωγή απεργιακής πορείας, κατορθώνει να είναι σε επαφή με τα αγωνιζόμενα κομμάτια της νεολαίας και συγκινεί τον κόσμο της Αριστεράς αρθρώνοντας αριστερό πολιτικό λόγο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ομιλία Αλαβάνου στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, στην οποία ανέδειξε τις κοινωνικές αιτίες της βίας και συνέδεσε πολύ έξυπνα τη σημερινή κατάσταση με τη διαχρονική πορεία της Αριστεράς στη χώρα και τις διώξεις που υπέστη. Σε τελική ανάλυση, η στάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης ωφέλιμη μακροπρόθεσμα για την αστική τάξη και το σύστημα, καθώς κατορθώνει να παίξει αποτελεσματικά το ρόλο μιας αριστερής καθεστωτικής δύναμης, ολοκληρώνοντας το αριστερό και αγωνιστικό του προφίλ με μια συνεπή πρόταση σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, όπως αυτή διατυπώνεται στους 15 στόχους του ΣΥΡΙΖΑ.


Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά στάθηκε αταλάντευτα από την πρώτη στιγμή στο πλάι των κινητοποιήσεων και προσπάθησε να δώσει συνέχεια στο κίνημα συνδέοντάς το με τις οργανωμένες διαδικασίες του κινήματος. Ωστόσο, δεν θα μπορούσαν να μην εκδηλωθούν οι χρόνιες πολιτικές και ιδεολογικές αδυναμίες και η χαμηλή της επιρροή στην εργατική τάξη. Η δραστηριότητα πολλών αγωνιστών, αντί να προσανατολιστεί στην παρέμβαση στο δύσκολο πεδίο των οργανώσεων της εργατικής τάξης – των σωματείων -, εκτονώθηκε σε παραμαζώξεις που βαφτίζονταν «συνελεύσεις εργαζομένων». Η περίφημη «κατάληψη Νομικής», αντί να αντιμετωπιστεί σαν κίνηση έκτακτης ανάγκης, μετατράπηκε από ορισμένες δυνάμεις σε μόνιμη κατάσταση στη λογική του «κέντρου αγώνα». Η κωμικοτραγική εικόνα κάποιων προέδρων σωματείων που συμμετείχαν στη «συνέλευση εργαζομένων» για να «συνδιαμορφώσουν» τις αποφάσεις της «συνέλευσης» με κόσμο που καμία σχέση δεν είχε με τη μισθωτή εργασία, είναι η μοιραία κατάληξη τέτοιων αντιλήψεων. Επιπλέον, η τακτική που εκφράστηκε με τη στήριξη των «διαδικασιών» της «κατάληψης Νομικής», νομιμοποιεί ανάλογες περιθωριακές κινήσεις της καθαρόαιμης αναρχοαυτονομίας και του αναρχικού χώρου, τις οποίες οι θιασώτες αυτής της τακτικής θα βρουν μπροστά τους.


Παρά τις διαφοροποιήσεις αυτές, η πλειοψηφία των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς επέμεινε στην τακτική της παρέμβασης στις οργανωμένες διαδικασίες. Η επιμονή στο συντονισμό σωματείων, την παρέμβαση σε εργατικούς χώρους και την κοινή δράση πολιτικών οργανώσεων, χαρακτήρισε την πλειοψηφία αυτών των δυνάμεων.


Βασίλης Θεοφανόπουλος