Ο Βουλγαράκης, η Μονή και ο Μωάμεθ

Ο Βουλγαράκης, η Μονή και ο Μωάμεθ

Σίγουρα η σκανδαλολογία όπως παρουσιάζεται και κυριαρχεί στα ΜΜΕ και την κεντρική πολιτική σκηνή, από μια άποψη αποπροσανατολίζει, επικεντρώνοντας στα πρόσωπα, την ηθική τους και την επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος. Ωστόσο, η αποκάλυψη τέτοιων σκανδάλων αποτελεί και μια ευκαιρία για να καταδειχτεί ο σκανδαλώδης χαρακτήρας του ίδιου του συστήματος - που γεννά, εκτρέφει και στηρίζεται πάνω στην κλοπή - ο χαρακτήρας των αστικών κομμάτων ως πολιτικών συμμοριών που ληστεύουν τους εργαζόμενους και το δημόσιο πλούτο είτε προς ίδιον όφελος είτε προς όφελος των μερίδων του κεφαλαίου που εκφράζουν, ή του κεφαλαίου συνολικά.

Το «σκάνδαλο Βουλγαράκη» περιείχε και την εμπλοκή του offshore υπουργού και της γυναίκας του καθώς και του Ρουσόπουλου, στο «σκάνδαλο Βατοπεδίου». Σύμφωνα με όσα αποκαλύφθηκαν η σύζυγος του Βουλγαράκη, συμβολαιογράφος στο επάγγελμα, έβαλε την υπογραφή της το 2007 στα συμβόλαια ανταλλαγής και μεταβίβασης ακινήτων μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της Μονής Βατοπεδίου, ενώ δικηγόροι εκ μέρους της μονής ήταν ο αδερφός και ο πατέρας της! Με αυτό το συμβόλαιο ανταλλάχτηκε ένα τμήμα αξίας 1,1 εκ. ευρώ, της λίμνης Βιστωνίδας (προστατευόμενος βιότοπος και αρχαιολογικός χώρος) -ιδιοκτήτρια του οποίου εμφανίζεται η Μονή επικαλούμενη προς απόδειξη το Μωάμεθ τον Πορθητή!!- έναντι ενός παραλιακού φιλέτου γης στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής σχεδόν οκταπλάσιας αξίας (8,5 εκ. ευρώ) σύμφωνα με την εφορία. Σαφώς λοιπόν και είναι σκάνδαλο η δράση του ζεύγους Βουλγαράκη και όσων άλλων εμπλέκονται σ’ αυτή την υπόθεση ιερής κατασπάραξης του δημοσίου πλούτου.

Σκάνδαλο επίσης και η πολιτική του ΠΑΣΟΚ καθώς επί των ημερών του ελήφθησαν οι πρώτες υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες το ελληνικό δημόσιο παραιτείται των δικαιωμάτων του χάριν της Μονής, ενώ έβαλε και το λιθαράκι του, με νόμο του 1997, στην πολιτική φοροαπαλλαγής του Αγίου Όρους.

Το πραγματικά μεγάλο σκάνδαλο ωστόσο είναι η ίδια η ύπαρξη και η δράση της Εκκλησίας και οι σχέσεις της με το κράτος.

Η Εκκλησία της Ελλάδος βάσει του οργανογράμματος της χωρίζεται σε τέσσερις ομάδες: την κεντρική διοίκηση, τις μητροπόλεις, τις μονές και τις ενορίες. Το κάθε κομμάτι έχει τη δική του διοίκηση. Ονομάζονται αναλόγως, είτε Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών (ΕΚΥΟ), είτε Μητροπολιτικά Συμβούλια, είτε Ηγουμενοσυμβούλια, είτε Ενοριακά Συμβούλια.

Η κεντρική διοίκηση της Εκκλησιάς, η ΕΚΥΟ διαχειρίζεται την περιουσία της κεντρικής εκκλησιαστικής διοίκησης. Δεν έχει καμία αρμοδιότητα για τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτουν οι 81 μητροπόλεις της Ελλαδικής Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης και της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Κανένας λόγος δεν του πέφτει και για τη διατηρητέα περιουσία των περίπου 2.500 μοναστηριών. Ασχολείται, όμως, με τη ρευστοποιημένη μοναστηριακή περιουσία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, που συντάχτηκε για το 2007, τα έσοδα της ΕΚΥΟ ανήλθαν σε 19.387.357 ευρώ, ενώ τα έξοδα έφτασαν τα 10.762.829 ευρώ. Από το 1999 μέχρι σήμερα τα έσοδά της αυξάνονται ανελλιπώς.

Από το 1841, έτος ιδρύσεως της Εθνικής Τράπεζας, η Εκκλησία της Ελλάδας αποτελεί έναν από τους μετόχους της. Σήμερα εκτιμάται, ότι κατέχει 5.000.947 μετοχές της Εθνικής. Με βάση τις τιμές Χρηματιστηρίου η αξία αυτών των μετοχών ανέρχεται περίπου σε 77 εκατομμύρια ευρώ. Αυτά αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία της κεντρικής διοίκησης. Η ΕΚΥΟ διαχειρίζεται και χρεόγραφα 203 εκ. ευρώ, που ανήκουν σε μοναστήρια. Στην Τράπεζα Πειραιώς η Εκκλησία διαθέτει μετοχές αξίας 10 εκ. ευρώ.

Επίσης η ΕΚΥΟ έχει προθεσμιακές καταθέσεις στις Τράπεζες: Εθνική, Eurobank, Alpha, Πειραιώς, Aspis, Proton. Το συνολικό ύψος των καταθέσεων αυτών φτάνει τα 40 εκ. ευρώ.

Οι διεκδικήσεις της εκκλησίας από το κράτος ανέρχονται σύμφωνα με το γενικό διευθυντή οικονομικών της κεντρικής διοίκησης Πυλαρινό (πρώην βουλευτή της ΝΔ) σε 2,5 δις ευρώ. Η υπερασπιστική γραμμή για την διεκδίκηση, είναι ότι η Εκκλησία έχει βγει δαρμένη και από πάνω αφού προϋπήρχε του ελληνικού κράτους και είδε την ιδιοκτησία της να απαλλοτριώνεται από το κράτος ως αντάλλαγμα για την μισθοδοσία των «λειτουργών» της. Η έγγεια εκκλησιαστική περιουσία εκτιμάται επίσημα σε 1.282.300 στρέμματα (169.900 καλλιεργήσιμα, 367.000 δάση και 745.400 “βοσκότοπους”).

Κάθε χρόνο, το Δημόσιο καταβάλλει πάνω από 200.000.000 ευρώ για τη μισθοδοσία και συνταξιοδότηση του κλήρου, ενώ ένα από τα τελευταία έργα του Χριστόδουλου, παρά τις συχνές αντι-ευρωπαϊκές κορώνες του, ήταν η υπογραφή συμφωνίας που εξασφάλιζε για την Εκκλησία περί τα 30.500.000 ευρώ από το Δ' ΚΠΣ.

Δεν θα αναφερθούμε εδώ αναλυτικά στο ζήτημα του χωρισμού κράτους – εκκλησίας (βλ. Εργατική Πολιτική, τ.2, σελ.1-2). Θα περιοριστούμε να αναφέρουμε απλά το εξής: “Πλήρης χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος. Σ' όλες ανεξαίρετα τις θρησκευτικές κοινότητες το κράτος συμπεριφέρεται σαν σε ιδιωτικές ενώσεις. Τους αφαιρεί τη δυνατότητα να παίρνουν οποιαδήποτε ενίσχυση από τους κρατικούς πόρους, είτε να ασκούν οποιαδήποτε επιρροή στα δημόσια σχολεία. (Δεν μπορεί να τους απαγορευτεί το να ιδρύουν τα δικά τους σχολεία με τα δικά τους έξοδα και από το να διδάσκουν τις δικές τους ανοησίες σε αυτά.)” {Φ. Ένγκελς , Κριτική του Προγράμματος της Ερφούτρης, 1891}.

 

Μωάμεθ ο εκχωρητής