Κεντρικό άρθρο (φ.22)

Όξυνση της οικονομικής κρίσης

Τα βάρη της κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης

επιδιώκουν να ρίξουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους



Χωρίς τέλος μοιάζει το ντόμινο που ξεκίνησε με την κρίση των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με στοιχεία των New York Times, οι συνολικές απώλειες στην κεφαλαιοποίηση 29 κορυφαίων αμερικάνικων εταιρειών από τον περασμένο Οκτώβρη, φτάνουν τα 1,86 τρισεκατομμύρια δολάρια!! Η αξία των μετοχών της μεγαλύτερης εταιρείας υποθηκών των ΗΠΑ, Countrywide Financial, έφτασε από τα 11,1 δις. δολάρια στο μηδέν. Η εταιρεία αγοράστηκε από την Bank of America, αφού όδευε ολοταχώς σε κατάρρευση. Απώλειες ύψους 99,3 % για την Fredie Mac και 98,9 % για την Fannie Mae - τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες στεγαστικών δανείων της χώρας - κατάρρευση της Lehman Bros - με απώλειες 92,6 % στη χρηματιστηριακή της αξία - η οποία υπέβαλε αίτηση χρεοκοπίας και τα περιουσιακά της στοιχεία θα ρευστοποιηθούν. Σοβαρές απώλειες καταγράφουν και άλλες εταιρείες κολοσσοί: 62,1 % η Merill Lynch, 58,7 % η Citigroup, 37,2 % η Goldman Sachs. Η κρίση χτυπάει την καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού.


Είναι ενδιαφέρον να θυμηθούμε ότι το ξεκίνημα αυτής της κρίσης, βρίσκεται στον ανεξέλεγκτο δανεισμό των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και στην αδυναμία αποπληρωμής των δανείων. Η ροή κεφαλαίων προς αυτήν την κατεύθυνση δεν ήταν προϊόν της απληστίας κάποιων τραπεζιτών, αλλά επιβεβαίωση των αντικειμενικών νόμων της κίνησης του κεφαλαίου, και της τάσης του για αναζήτηση του καλύτερου τρόπου αξιοποίησής του. Το «μπούκωμα» στην αγορά των ενυπόθηκων δανείων, οδήγησε κεφάλαια σε αυτές τις τοποθετήσεις υψηλού ρίσκου, που υπόσχονταν όμως καλύτερες αποδόσεις.


Δείγμα της εναγώνιας προσπάθειας των κεφαλαιοκρατών για αναζήτηση της καλύτερης δυνατής αξιοποίησης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου τους, μπορούμε άλλωστε να βρούμε στον τεράστιο όγκο κεφαλαίων που διακινείται καθημερινά στα παγκόσμια χρηματιστήρια, όπου η λογιστική καταγραφή των μεταφορών κεφαλαίου στα χρηματιστήρια όλου του κόσμου, για μία μόνο ημέρα συναλλαγών, είναι ίση με το ύψος της ετήσιας παγκόσμιας παραγωγής. Τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν μεταφορές κεφαλαίων που συχνά αναζητούν το κέρδος σε ένα «zeroloss game», σε ένα παιχνίδι που το κέρδος του ενός, σημαίνει αναγκαστικά τις απώλειες κάποιου άλλου. Αντιπροσωπεύουν όμως και τοποθετήσεις σε μετοχές εταιρειών, κεφαλαίων που προσδοκούν αυξημένα ποσοστά κέρδους και ως εκ τούτου αποκτούν απαιτήσεις στην υλική παραγωγή, πιέζοντας για το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Μέσω αυτού του μηχανισμού, η όξυνση του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού, μεταφέρεται πιο άμεσα στις πλάτες της εργατικής τάξης, η οποία την βιώνει σαν επίθεση στα δικαιώματα και τους όρους εργασίας της: το μισθό, το ωράριο, την ασφάλιση.


Η περαιτέρω όξυνση του ανταγωνισμού που συνεπάγεται η οικονομική κρίση μεταφράζεται σε ένταση αυτής της πίεσης και αποτελεί προάγγελο νέου γύρου επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα.


Η κρίση μεταφέρεται στις πλάτες της εργατικής τάξης και με πιο έμμεσους τρόπους. Συνήθης συνέπεια των οικονομικών κρίσεων είναι και η συγκεντροποίηση της παραγωγής με εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι, ότι στην ελληνική αγορά είχαμε για το πρώτο εξάμηνο του έτους αύξηση κατά 52 %, των συναλλαγών για συγχωνεύσεις και εξαγορές. Το ύψος των συναλλαγών αυτών έφτασε τα 8,8 δις. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της εξαγοράς του ΟΤΕ ύψους 440 εκατομμυρίων ευρώ.


Οι εταιρικές συγχωνεύσεις βοηθάνε τους κεφαλαιοκράτες στην περικοπή του κόστους παραγωγής και στη διατήρηση των επιπέδων κερδοφορίας με τη χρησιμοποίηση λιγότερης ποσότητας ζωντανής εργασίας. Ως εκ τούτου, το πρώτο ζήτημα που μπαίνει στο τραπέζι σε αυτές τις διαδικασίες, είναι οι απολύσεις προσωπικού, συνδυασμένες με «επιχειρησιακά πλάνα» περικοπής των εργατικών δικαιωμάτων.


Η κυβερνητική πολιτική μοχλός

για τη μεταφορά της κρίσης στην εργατική τάξη


Στην προσπάθεια μεταφοράς του κόστους της κρίσης στα εργατικά στρώματα, συνεισφέρουν όπως είναι λογικό και οι κυβερνήσεις. Οι κρατικοποιήσεις τραπεζών, από την κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ, δεν είναι δείγμα κάποιας «σοσιαλμανίας», αλλά πιστή εφαρμογή του δόγματος: «κοινωνικοποίηση των ζημιών, ιδιωτικοποίηση των κερδών». Ακολουθώντας το δόγμα αυτό, η αμερικάνικη κυβέρνηση δεν διστάζει να φορτώσει τα χρέη των χρεοκοπημένων τραπεζών στις πλάτες των Αμερικάνων φορολογούμενων.


Αντίστοιχη πολιτική θα αντιμετωπίσουμε και από την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία έκανε ήδη αρκετά για να ενισχύσει τους κεφαλαιοκράτες και τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό, μειώνοντας σημαντικά το μισθολογικό τους κόστος με την περικοπή ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Σε αυτήν την κατεύθυνση συνεχίζει με την επίθεση στα ΒΑΕ (σχετικό άρθρο σελ. 14), προσφέροντας επιπλέον χείρα βοηθείας σε κεφαλαιοκράτες κρίσιμων οικονομικών κλάδων (βιομηχανία, κατασκευές κλπ.)


Η κυβερνητική πολιτική είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να κινείται στους ρυθμούς που υπαγορεύει το διεθνές κλίμα. Η κρίση επηρεάζει και την ελληνική οικονομία, η οποία αντιμετωπίζει επιπλέον και σοβαρό πρόβλημα στον κλάδο των κατασκευών που αποτέλεσε την ατμομηχανή της ανάπτυξης τα προηγούμενα χρόνια. Μια πρώτη επίπτωση είναι τα προβλήματα στην εκτέλεση του προϋπολογισμού και η εκτόξευση του ελλείμματος στο 3 % του ΑΕΠ, λογική συνέπεια της πτώσης των ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και της χρόνιας υποφορολόγησης του μεγάλου κεφαλαίου και των παραδοσιακών μεσαίων στρωμάτων. Το φορολογικό νομοσχέδιο Αλογοσκούφη – απάντηση στο διαφαινόμενο δημοσιονομικό Βατερλό - είναι ένα πρώτο δείγμα για το πώς σκοπεύει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης, με περαιτέρω επιβάρυνση των βασικών αιμοδοτών του προϋπολογισμού, των μισθωτών εργαζόμενων.


Το ερώτημα που μπαίνει εκ των πραγμάτων, είναι αν μπορεί μια αδύναμη κυβέρνηση, όπως είναι η σημερινή, να αντιμετωπίσει μια περαιτέρω όξυνση της κρίσης, που ίσως είναι προ των πυλών αν επιβεβαιωθούν δημοσιεύματα που θέλουν την κατάρρευση της Lehman Bros να επηρεάζει σημαντικά ελληνικές τράπεζες που είχαν τοποθετήσει κεφάλαια σε μετοχές της εν λόγω εταιρείας.


Η ελληνική αστική τάξη, έχει την ατυχία να αντιμετωπίζει την παγκόσμια οικονομική κρίση, ταυτόχρονα με μια περίοδο αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος της χώρας. Έχει ωστόσο, το πλεονέκτημα ότι βγήκε κερδισμένη από μια μακροχρόνια αντιπαράθεση πάνω στο κεντρικό ζήτημα του ασφαλιστικού και το εργατικό κίνημα - εκτός από τις χρόνιες αδυναμίες του - εμφανίζεται ακόμα ζαλισμένο από την ήττα. Το στοίχημα για την επόμενη περίοδο θα είναι το κατά πόσον η αναμενόμενη προσπάθεια να μετακυλιστεί το κόστος της κρίσης στην εργατική τάξη, θα βρει αντίστοιχη πολιτική, θεωρητική και κινηματική απάντηση.