Πλούσιο σε συμμετοχή, φτωχό σε πολιτικά συμπεράσματα, το διήμερο της ΕΑΑΚ

Πλούσιο σε συμμετοχή, φτωχό σε πολιτικά συμπεράσματα, αποτίμηση και αυτοκριτική , το πανελλαδικό διήμερο της ΕΑΑΚ


Με εκατοντάδες μαθητικές καταλήψεις στο δρόμο, την εφαρμογή του νόμου – πλαίσιο να προχωράει αργά, «σαλαμοποιημένα» αλλά σταθερά, την αναγνώριση ΙΕΚ – ΚΕΣ στο προσκήνιο, την αναθεώρηση του άρθρου 16 τραυματισμένη αλλά ζωντανή, και ενόψει του παντοτινού φάρου αγώνα, του εορτασμού του Πολυτεχνείου, η ΕΑΑΚ πραγματοποίησε στις 3-4 Νοέμβρη το πανελλαδικό της διήμερο, ερχόμενη από ένα και πλέον χρόνο πρωταγωνιστικού ρόλου στις φοιτητικές καταλήψεις.


Βασικό καθήκον της λοιπόν ήταν να εξάγει τα απαραίτητα πολιτικά συμπεράσματα από τις κινητοποιήσεις, ώστε να μπορέσει να συνδέσει τους αγώνες του προηγούμενου διαστήματος αποτελεσματικά με τα τωρινά μέτωπα. Δυστυχώς ωστόσο στο διήμερο της ΕΑΑΚ δεν επιχειρήθηκε καμία ουσιαστική αποτίμηση και αυτοκριτική και γι αυτό δεν ευθύνεται μόνο ή κυρίως ο διαλυτικός, χαοτικός τρόπος λειτουργίας της ΕΑΑΚ και του διημέρου. Κυρίως ευθύνονται οι κυρίαρχες δυνάμεις εντός ΕΑΑΚ, που με υπερβολική δόση στρουθοκαμηλισμού, προσπέρασαν την ουσιαστική αποτίμηση του περσινού κινήματος μέσω μιας ανούσιας αποθέωσης του, και έκαναν ένα μετέωρο άλμα «φυγής προς τα μπρος», συνοδευόμενο από την κουραστική επανάληψη «κλασσικών» και χιλιοφορεμένων ΕΑΑΚ-ίτικων «δίπολων αντιπαράθεσης», με κερασάκι στην τούρτα τη «διεύρυνση» της ΕΑΑΚ.


Καμία από τις κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΑΑΚ, δεν φάνηκε να κατανόησε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των κινητοποιήσεων που έδωσε τεράστια ώθηση στη δυναμική του κινήματος : το ενιαίο μέτωπο των αγωνιζόμενων φοιτητών με βάση τα προβλήματα τους ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης του κεφαλαίου. Η ΕΑΑΚ (σε αντίθεση με την ΠΚΣ) το υπηρέτησε κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων ωστόσο δεν συνειδητοποίησε τη σημασία του και αυτό φαίνεται και από το ξεκίνημα της φετινής χρονιάς, τις σεκταριστικές αντιλήψεις και πρακτικές που επανέρχονται, τα φαινόμενα παραταξιακών κινητοποιήσεων που εγκαινίασαν τη χρονιά.


Τεράστια εντύπωση προκαλεί η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο διήμερο, στην κατάληξη και το κλείσιμο των περσινών κινητοποιήσεων. Αυτό εξηγείται όσον αφορά τις ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ καθώς οι κινητοποιήσεις σταμάτησαν κυρίαρχα με δική τους ευθύνη. Οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν φυσικά το κουμπί που ανοιγοκλείνει το κίνημα, είχαν ωστόσο τη δυνατότητα λόγω της επιρροής που είχαν σε ένα σημαντικό εκτατικά τμήμα του κινήματος, να επιβάλλουν το σταμάτημα των κινητοποιήσεων αποδυναμώνοντας τη μαζικότητα, τη συνοχή και τη δυναμική του. Η πολιτική τους στάση και η τακτική που ακολούθησαν υπονόμευσε τη δυνατότητα του κινήματος να συνεχίσει τις κινητοποιήσεις. Ήταν δείγμα γραφειοκρατικής και πατερναλιστικής αντιμετώπισης του κινήματος, απόδειξη περιορισμένης, φοιτητικοκεντρικής, συντεχνιακής αντίληψης. Η επιχειρηματολογία περί κούρασης του κόσμου, απομαζικοποίησης του αγώνα και η σπουδή τους να εξαργυρώσουν το κίνημα στις κάλπες, φοιτητικές και βουλευτικές, το αποδεικνύει περίτρανα. Το κίνημα δεν απομαζικοποιούταν. Αντίθετα η συμμετοχή στις τελευταίες πορείες ήταν ανοδική. Αυτό που είχε εξαντληθεί ήταν η δυνατότητα του κινήματος να συνεχίσει με τα ίδια καύσιμα. Με ψηφισμένο το νόμο – πλαίσιο, και πετσοκομμένο το άρθρο 16, η αντίθεση απλά στις δύο αυτές αιχμές της κυβερνητικής επίθεσης, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν αρκετή, ήταν πλέον ελλιπέστατη. Η συνολική κοινωνικο-πολιτική κατάσταση ωστόσο και η συνεχιζόμενη αγωνιστική ανθεκτικότητα του φοιτητόκοσμου έδιναν συγκεκριμένες δυνατότητες μετεξέλιξης της πάλης και των στόχων του φοιτητικού κινήματος, και συμπόρευσης του με ένα, όχι απλά πανεκπαιδευτικό, αλλά παλλαϊκό – πανεργατικό αγωνιστικό μέτωπο διεκδίκησης. ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ πήραν την αδυναμία τους να διαγνώσουν τη συνολική κατάσταση –και όχι απλά αυτήν εντός των τειχών του Πανεπιστημίου- ως αδυναμία του κινήματος και έσπευσαν με μονομερείς απαράδεκτες ενέργειες να υπονομεύσουν τη συνέχιση των κινητοποιήσεων ώστε να δικαιώσουν την πολιτική τους εκτίμηση και στάση.


Ωστόσο είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την συγκαταβατική στάση του ΝΑΡ απέναντι σε ΑΡΑΝ – ΑΡΑΣ στο διήμερο σε σχέση με το κλείσιμο των κινητοποιήσεων καθώς το ΝΑΡ δεν εγκλωβίστηκε σε μια τέτοια μυωπική οπτική και έβαλε το ζήτημα της συνέχισης των καταλήψεων. Έχει ωστόσο και το ίδιο σοβαρές ευθύνες. Και αυτό γιατί από την αρχή των κινητοποιήσεων δεν είχε μια συνεκτική αντίληψη ούτε ανάλογη πρακτική για τον προγραμματικό–πολιτικό εξοπλισμό του κινήματος και παρά τις φραστικές ασάφειες και αερολογίες ήταν επί της ουσίας αντίθετο σε μια δημοκρατική συγκρότηση των οργάνων του κινήματος στην βάση των αρχών αιρετότητας, ανακλητότητας και αναλογικότητας. Και αυτά τα δύο ζητήματα ήταν οι βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχή συνέχεια των κινητοποιήσεων. Το ΝΑΡ μη μπορώντας να τα υπηρετήσει επί της ουσίας, παρ’ ότι αντιλαμβανόταν τις δυνατότητες που ανοίγονταν για την πάλη, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα περισσότερο απ το να επιμείνει στη συνέχιση των καταλήψεων, υπερβάλλοντας μονοσήμαντα στη μορφή πάλης.


Η ΕΑΑΚ, αν θέλει να ονομάζεται και να είναι πολιτική πρωτοπορία του φοιτητικού κινήματος, όφειλε να συζητήσει σ’ αυτό το διήμερο τα μαθήματα της προηγούμενης περιόδου και να κινηθεί στον «τρίτο γύρο» των κινητοποιήσεων στην εξής κατεύθυνση: στην προμετωπίδα της πάλης του φοιτητικού κινήματος ενάντια σε κάθε πτυχή της αναδιάρθρωσης, να κάνει ένα βήμα μπροστά, προτάσσοντας ένα συνεκτικό πλαίσιο αιτημάτων. Αιτήματα προγραμματικού χαρακτήρα για ένα πανεπιστήμιο πραγματικά δωρεάν, απαλλαγμένο από ταξικούς φραγμούς και διακρίσεις, πραγματικά δημόσιο, που θα μεταδίδει και θα αναπτύσσει την επιστημονική γνώση για τις ανάγκες της εργατικής τάξης και της κοινωνίας και όχι για τις ανάγκες του κεφαλαίου και του αστικού κράτους.


Άλλωστε και για το ζήτημα της οργάνωσης του κινήματος τα συμπεράσματα που βγήκαν είναι ελλιπέστατα ως αρνητικά. Πως αποτιμούν τη στάση τους κατά την διάρκεια των κινητοποιήσεων που είχε μοναδικό στόχο τον «έλεγχο» του κινήματος, ο οποίος πέρναγε από την αποτροπή μιας διαφορετικής συγκρότησης του κινήματος στη βάση της αιρετότητας, ανακλητότητας, αναλογικότητας; Η ΑΡΑΣ επιμένει ότι ο τρόπος οργάνωσης του κινήματος ήταν σωστός και προωθητικός. Η ΑΡΑΝ επίσης, αλλά επιθυμεί και την ανασύσταση του ΚΣ της ΕΦΕΕ το Δεκέμβρη ώστε να υπάρχουν δομές φοιτητικού συνδικαλισμού και κατά τη διάρκεια της «ύφεσης». Και το ΝΑΡ αντιπροτείνει στο γενικό, μελλοντικό – και φαντασιακό, προσθέτουμε εμείς – επίπεδο, το «μόνιμο συντονιστικό των γενικών συνελεύσεων» και στο σήμερα το συντονισμό όσων συνελεύσεων υπάρχουν και δηλώνει διατεθειμένο να συζητήσει τη δυνατότητα αιρετότητας και ανακλητότητας των εκπροσώπων.


Μετά από σχεδόν δύο χρόνια εμπειρίας από το δυσλειτουργικό, και εν πολλοίς αντιδημοκρατικό και γραφειοκρατικό συντονιστικό των γενικών συνελεύσεων, ΑΡΑΝ – ΑΡΑΣ επιμένουν και το ΝΑΡ διατίθεται να συζητήσει… Αρτηριοσκληρωτικοί ρυθμοί ανάγνωσης της πραγματικότητας για δυνάμεις που θέλουν να αποτελούν πολιτική πρωτοπορία του κινήματος…


Το συμπέρασμα ωστόσο για όποιον θέλει και μπορεί να δει είναι ένα : άμεση δημοκρατία είναι η δυνατότητα στον καθένα ισότιμα και ανά πάσα στιγμή να συμμετέχει και να καθορίζει με τις απόψεις και την εκφρασμένη σε ψήφο θέληση του, την εξέλιξη του αγώνα, τις αποφάσεις και τα όργανα του. Σε μια τέτοια βάση πρέπει όχι μόνο να οργανωθούν οι κινητοποιήσεις αλλά να ανασυγκροτηθεί συνολικά το φοιτητικό κίνημα και ο φοιτητικός συνδικαλισμός σε όλα τα επίπεδα.


Δυστυχώς το διήμερο ήταν πολύ φτωχό στη συζήτηση του γι αυτά τα κρίσιμα ζητήματα και εξαντλήθηκε κυρίως σε σκουριασμένα «δίπολα», τακτικίστικες αντιπαραθέσεις και στην συζήτηση για την ένταξη ή μη της Πρωτοβουλίας Γένοβα στην ΕΑΑΚ. Σε σχέση μ’ αυτό δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε κατ’ αρχήν την απεγνωσμένη, αγωνιώδη επιμονή ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ να δικαιώσει την πολιτική επιλογή συμμαχίας με το ΣΕΚ στην ΕΝΑΝΤΙΑ μέσω της συμμετοχής του ΣΕΚ στην ΕΑΑΚ. Επιπλέον η συζήτηση γίνεται πραγματικά σε μηδενική βάση, στο όνομα της κοινής δράσης που υπήρχε στο κίνημα, χωρίς πολιτικές και οργανωτικές θέσεις και αρχές. Από την άλλη, η πολιτική και οργανωτική συγκρότηση της ΕΑΑΚ, το περίφημο «κεκτημένο» επί της ουσίας περιορίζεται στην ανυποχώρητη αγωνιστική αντιπαράθεση με την αναδιάρθρωση και σε μια θολή αναφορά στην ριζοσπαστική Αριστερά και σε καμία περίπτωση αυτό το «κεκτημένο» δεν αποκλείει τη συμμετοχή της Γένοβα στην ΕΑΑΚ. Η λύση δεν είναι ούτε η επίκληση αυτού του μετέωρου «κεκτημένου», ούτε πολύ περισσότερο, ωστόσο, το περαιτέρω ξεχείλωμα των ήδη ασαφών πολιτικών και οργανωτικών ορίων της ΕΑΑΚ.


Απαιτείται ανασυγκρότηση της παρέμβασης στο κίνημα –πολιτική και οργανωτική- με μοναδική δέσμευση και με μοναδικό κριτήριο την αποτελεσματική δράση για την πολιτική και οργανωτική ανασυγκρότηση του κινήματος. Αυτή είναι η προοπτική που -υπηρετώντας το ίδιο το κίνημα- μπορεί να δημιουργεί προϋποθέσεις για μια πρωτοπόρα, πολιτικά αποτελεσματική, συσπείρωση αγωνιστών του φοιτητικού κινήματος.