Τα ελληνοτουρκικά μπλέκονται στον ιστό της Ε.Ε.

Τα ελληνοτουρκικά μπλέκονται στον ιστό της Ε.Ε.


Τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές, γράφονται και ξαναγράφονται και οι προτάσεις της προεδρίας της Ε.Ε. προς τους εταίρους για το μέλλον της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας, ενώ παράλληλα οι εταίροι συζητούν και ξανασυζητούν – μεταξύ τους και με την ηγεσία της Τουρκίας – για τη στάση που θα κρατήσουν στο Συμβούλιο ΥΠΕΞ της 11ης Δεκεμβρίου.


Τις τελευταίες ημέρες γίνονται απίθανα πολλές διαπραγματευτικές κινήσεις και παζάρια – στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο – μεταξύ της Κομισιόν, των «Μεγάλων» της Ε.Ε., της Τουρκίας, της Κύπρου και της Ελλάδας, ενώ δεν έλειψαν και οι «συμβουλές» από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Επειδή αν αναφερθούμε αναλυτικά στην εξέλιξη των μέχρι τώρα διαβουλεύσεις, θα γράφαμε τελικά κάτι που θα έμοιαζε με ημερολόγιο καταστρώματος και μάλιστα σε καιρό άστατο, θα συνοψίσουμε τα τεκταινόμενα βάση των πιο σταθερών θέσεων που έχουν διατυπωθεί και των συμμαχιών που έχουν συγκροτηθεί.


  • Ο άλλο-γερμανικός άξονας έχει καταλήξει σε ενιαία θέση και αυτή είναι ότι πρέπει να επιβραδυνθεί η πορεία ένταξης της Τουρκίας της Ε.Ε. αξιοποιώντας την άρνησή της να ανοίξει λιμάνια και αεροδρόμια σε κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Αφού Μέρκελ και Σιράκ έριξαν στο τραπέζι την προωθημένη πρόταση να παγώσει η διαδικασία και να επαναξιολογηθεί η πρόοδος της Τουρκία στην Τελωνειακή Ένωση (που περιλαμβάνει το άνοιγμα λιμανιών και αεροδρομίων για την Κύπρο) σε 18 μήνες, μπορούν τώρα να υποχωρήσουν και να δεχτούν να γίνει αργότερα επαναξιολόγηση ή και να μην προσδιοριστεί προς το παρόν το πότε θα γίνει.

  • Η Μ.Βρετανία έχει ως πάγια θέση την παροχή κάθε διευκόλυνσης στην Τουρκία προκειμένου να ενταχθεί στην Ε.Ε. και δεδομένων των εξελίξεων κάνει ό,τι μπορεί ως αντίβαρο στον gαλλο-γερμανικό άξονα ώστε να πάρει η Ε.Ε. την πλέον ανώδυνη για την Τουρκία απόφαση. Για παράδειγμα, να παγώσουν μερικά άρθρα της ενταξιακής διαδικασίας, όπως προτείνει η Κομισιόν, χωρίς όμως άλλα προσκόμματα στην ίδια τη διαδικασία και χωρίς τελεσίγραφα επανακαθορισμού της στάσης της Ε.Ε. απέναντι στην Τουρκία. Περιττό να προσθέσουμε ότι οι Βρετανοί συμπίπτουν για μία ακόμα φορά με τους Αμερικάνους και ότι οι τελευταίοι κινούνται ενεργητικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ασκώντας πιέσεις προς κάθε κατεύθυνση να μην παρεμποδιστεί η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. «για το καλό της Ευρώπης και του κόσμου», όπως ισχυρίζονται, «ιδίως σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία στη Μέση Ανατολή».

  • Η Κύπρος έχει αναλάβει να εμφανίζεται ως το θύμα της τουρκικής ασυνέπειας και με βάση αυτό κρατά την πιο σκληρή στάση εντός Ε.Ε., θέλει να υπάρξουν προθεσμίες και κυρώσεις, γιατί με ένα επ’ αόριστον πάγωμα της Τελωνειακής Ένωσης αναβάλλεται επ’ αόριστον και η de facto αναγνώρισή της από την Τουρκία, που θα προέκυπτε απ’ αυτή. Συντάσσεται συνεπώς με τις γαλλο-γερμανικές προτάσεις, εφ’ όσον αυτές περιλαμβάνουν προσδιορισμένη χρονικά επανεξέταση της ενταξιακής διαδικασίας, ώστε να παραμένει ενεργός η πίεση προς την Τουρκία και απειλεί με veto αν δεν παρθούν τέτοιες δεσμευτικές αποφάσεις.

  • Τούτων όλων δεδομένων, η Ελλάδα οφείλει να είναι ο γενικός ισορροπιστής, γι’ αυτό και η διπλωματία της τον τελευταίο καιρό έχει τρέξει όσο δεν έχουν τρέξει και οι δύο πλέον άμεσα ενδιαφερόμενοι, Τούρκοι και Ελληνοκύπριοι. Στόχος της ελληνικής κυβέρνησης σ’ αυτή τη φάση είναι να διατηρήσει το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις άμεσα και μακροπρόθεσμα, χωρίς ταυτόχρονα να εμφανιστεί ότι «ξεπουλάει» το Κυπριακό. Γνωρίζει φυσικά ότι η ισορροπία αυτή στη συγκεκριμένη φάση γίνεται πολύ λεπτή, αφού οι επιδράσεις από μία λιγότερο ή περισσότερο αρνητική για την Τουρκία απόφαση της Ε.Ε. στις εσωτερικές εξελίξεις της Τουρκίας, μπορεί άμεσα να επιφέρουν επιπλοκές στα Ελληνοτουρκικά. Γνωρίζει επίσης ότι την ίδια στιγμή που δείχνει ανυποχώρητη στο «ξεκάθαρο μήνυμα» που πρέπει να δοθεί από την Ε.Ε. στην Τουρκία, υιοθετώντας τη θέση της Κύπρου, ο μεγάλος κίνδυνος είναι να παραείναι ηχηρό το μήνυμα, αν το θελήσουν οι Γαλλογερμανοί και να το πληρώσει αυτό η Ελλάδα.


Πώς μπλέχτηκαν έτσι τα πράγματα; Δεν μπορεί κανείς να το κατανοήσει σε βάθος, αν δεν τοποθετήσει τις εξελίξεις στον ιστό που διαπλέκεται από τα συγκρουόμενα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα μέσα στην Ε.Ε. και στον οποίο με την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας μπλέχτηκαν για τα καλά τα Ελληνοτουρκικά.



Μαινόμενος ταύρος ή αποδιοπομπαίος τράγος η Τουρκία;


Η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. έχει εξαρχής περισσότερες ιδιαιτερότητες από την ένταξη οποιαδήποτε άλλης χώρας. Μεγάλος πληθυσμός, φτωχές μάζες και ζώνες υποανάπτυξης, σημαντικές αποκλίσεις στη διάρθρωση της οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη, μουσουλμανικό θρήσκευμα, ημι-δικτατορικό καθεστώς, καταπίεση μειονοτήτων και με μόνιμο μέλημα την καταπολέμηση της αυτονομίας των Κούρδων, γεωπολιτική θέση κομβική για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Από όποια πλευρά και αν το δουν οι θιασώτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν επίκαιρη για τα συμφέροντά τους η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Σε μεγάλο βαθμό η έναρξη τούς επιβλήθηκε από τις ΗΠΑ και από το μακρύ χέρι-σύμμαχό τους στην Ε.Ε., τη Μ.Βρετανία. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια.

Η ένταξη της Τουρκίας όπως και κάθε άλλης χώρας δεν θα συζητιόταν καν, εάν δεν υπήρχε στη χώρα αυτή χρηματιστικό-μονοπωλιακό κεφάλαιο, το οποίο να κυριαρχεί στην οικονομία και την πολιτική. Αφενός επειδή, πέρα από την προπαγάνδα που η κάθε αστική τάξη αναπτύσσει για το «εθνικό συμφέρον» της ένταξης στην Ε.Ε., αυτή είναι ανάγκη του μονοπωλιακού κεφαλαίου, που θέλει να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής αγοράς και της «ανταγωνιστικότητας». Οι εργαζόμενοι απλώς πληρώνουν τη νύφη της νεοφιλελεύθερης «προσαρμογής» με μεγαλύτερη εκμετάλλευση και ανεργία. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι έξω από τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα πολλών εταίρων η μονοπωλιακή ανάπτυξη της Τουρκίας και οι πολιτικές της συνέπειες. Ήδη έχουν -και μπορούν να έχουν περισσότερο στο μέλλον- μερίδιο από αυτή την ανάπτυξη.

Το πρόβλημα των ευρωπαϊστών είναι ότι με την έναρξη ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας δίνεται προτεραιότητα στη διεύρυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης έναντι της εμβάθυνσής της (βλ. οικονομική και πολιτική ενοποίηση). Αλλά αυτό μία διπλά λαθεμένη εκτίμηση. Γιατί, πρώτον, δεν μετατοπίστηκε το βάρος στη διεύρυνση ούτε εξαιτίας της Τουρκίας, αλλά κυρίως λόγω της γερμανικής στρατηγικής για ένταξη χωρών του πρώην «υπαρκτού», ούτε και μέσω της Τουρκίας, αφού θα πάρει χρόνια η ενταξιακή διαδικασία. Γιατί δεύτερον, το πρόβλημα της διαμόρφωσης ενιαίας αγοράς και της πολιτικής ενοποίησης, ούτε δημιουργείται από την Τουρκία ή οποιαδήποτε άλλη «καθυστερημένη» χώρα, που θα μπορούσε άλλωστε να μπει σε «δεύτερη ταχύτητα», ούτε είναι πρωτίστως πρόβλημα θεσμών, για να φοβόμαστε τους ψήφους που θα έχει στα όργανα μια μεγάλη χώρα, όπως η Τουρκία. Οι θεσμοί της Ένωσης φτιάχνονται από τους «μεγάλους αρχιτέκτονες» της Ε.Ε. (Γερμανία, Γαλλία, Μ. Βρετανία) με γνώμονα τη διασφάλιση των συμφερόντων τους και με αυτό το γνώμονα και μετά από μεταξύ τους διαπραγμάτευση είναι όσο «αναλογικοί» και όσο «διακρατικοί» χρειάζονται σε κάθε φάση. Οι αντιθέσεις μεταξύ αυτών πρωτίστως, των Μεγάλων Δυνάμεων της Ε.Ε. για τα δικά τους εθνικά-ιμπεριαλιστικά συμφέροντα είναι το μόνιμο εμπόδιο για την απρόσκοπτη πορεία προς την πολιτική ενοποίηση.

Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα γιατί τόσο μεγάλη και τόσο διαδεδομένη εμπάθεια ενάντια στην ένταξη της Τουρκίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες; Η αντίθεση στην ένταξη της Τουρκίας, που σταθερά προβάλλεται κυρίως από τις δεξιές δυνάμεις σε Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία συνδέεται με πολλές, διαφορετικές από χώρα σε χώρα, επιδιώξεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά και με εσωτερικά ζητήματα. Είναι πολύ πρόσφορο θέμα για προπαγάνδα, αφενός γιατί συνάπτεται με τα «ιδεώδη» του εθνικισμού, του ευρωπαϊσμού και της ξενοφοβίας, αφετέρου γιατί είναι απτό και κατανοητό δίλημμα για τις μάζες (ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην ένταξη) αντίθετα από τα πολύπλοκα προβλήματα των οικονομικών και θεσμικών προβλημάτων της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Έτσι αξιοποιήθηκε για το ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα στο γαλλικό δημοψήφισμα, σημαίνει ΟΧΙ στην αμερικάνικη παρέμβαση στην οικοδόμηση της Ε.Ε. σε Γαλλία και Γερμανία, ΟΧΙ στη συνεχιζόμενη διεύρυνση όταν υποστηρίζεται από τους ευρωπαϊστές, ΟΧΙ στους μετανάστες και στους μουσουλμάνους όταν προβάλλεται από τους απανταχού εθνικιστές.

Αυτά ισχύουν όμως για την προπαγάνδα και μόνο. Στην πραγματική εξωτερική πολιτική ισχύει το οικονομικό και πολιτικό συμφέρον και ο νόμος της ισχύος. Γι’ αυτό η κάθε χώρα θα ήθελε την Τουρκία για εταίρο, αν αυτό μεταφραζόταν σε κέρδη για το μονοπωλιακό της κεφάλαιο και καμία ευρωπαϊκή δύναμη δεν αναλαμβάνει μία ευθεία και σοβαρή σύγκρουση με τις ΗΠΑ σε κεντρικά γεωπολιτικά θέματα. Προτιμά να το παζαρεύει μαζί τους, όπως έκαναν και κάνουν οι Γαλλογερμανοί για την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας.



Η ελληνική εξωτερική πολιτική σε συμπληγάδες


Αν μία χώρα-μέλος έχει άμεσο και στρατηγικό συμφέρον από την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., αυτή είναι η Ελλάδα. Κι αυτή η χώρα ζητά σήμερα ένα «ξεκάθαρο μήνυμα» της Ε.Ε. προς την Τουρκία, διαμηνύοντας παράλληλα με κάθε τρόπο «κατ’ ιδίαν» στη γείτονα την αταλάντευτη υποστήριξη στην ένταξή της στην Ε.Ε. Πώς τα παντρεύει αυτά η ελληνική κυβέρνηση στην τακτική της; Σε διπλωματικό επίπεδο, αναζητά μία ευέλικτη διαδικασία για την αντιμετώπιση της εμπλοκής, όπως πάγωμα άρθρων για να παζαρευτεί ο αριθμός των άρθρων και όχι το πάγωμα της όλης διαπραγμάτευσης και ένα χρονοδιάγραμμα επανεξέτασης της ένταξης αλλά όχι με ρητή αποπομπή της Τουρκίας σε περίπτωση μη τήρησής του. Σε επίπεδο άμεσων επιδιώξεων, προσδοκά η όποια πίεση ασκείται από την Ε.Ε. να ενισχύσει τους φιλο-ευρωπαϊστές στην Τουρκία και να μην είναι τόσο απειλητική ώστε να ενισχύσει τους εθνικιστές και τους ισλαμιστές. Από την άλλη προετοιμάζεται να γίνει στόχος της επιθετικότητας των τουρκικών «γερακιών» σε κάθε περίπτωση, αφού με αυτόν τον τρόπο ο Τουρκικός Στρατός και διατηρεί ανοικτά τα ελληνοτουρκικά ζητήματα στην πορεία για την ένταξη στην Ε.Ε. και πιέζει την ελληνική πλευρά να προωθεί την ένταξη.

Η ελληνική αστική τάξη θεωρεί ότι με μία ευρωπαϊκή Τουρκία εξαλείφεται ο κίνδυνος να επιδιώκεται με στρατιωτική σύγκρουση λύση στα ανοιχτά ζητήματα και ότι κατά συνέπεια στην πορεία προς την ένταξη θα δημιουργηθεί το κλίμα για την επίλυσή τους. Δεν πρόκειται φυσικά για ευχολόγιο. Στηρίζεται στο δεδομένο ότι με τη συνεργασία και την αλληλοδιαπλοκή των κεφαλαίων μεταξύ των δύο χωρών κατ’ αρχήν μειώνεται η σχετική σημασία των ζητημάτων αυτών και ότι ακόμα και όπου δεν υπάρξει ξεκάθαρος συμβιβασμός, θα μπορέσουν να υπάρξουν κοινά αποδεκτές λύσεις προκειμένου να προωθούνται τα κοινά συμφέροντα των δύο συνεταίρων. Και είναι δεδομένο γιατί πολύ πριν υπάρξουν οι τελωνειακές, δασμολογικές κ.α. διευκολύνσεις της Ε.Ε., το ελληνικό και το τουρκικό κεφάλαιο έχουν ξεκινήσει να συνεργάζονται και να αλληλοδιαπλέκονται, όπως έδειξε και η στρατηγική επένδυση της Εθνικής Τράπεζας στην αγορά της Τουρκίας και πολλά άλλα παραδείγματα. Στρατηγικά δε η ελληνική και η τουρκική αστική τάξη έχουν αμοιβαίο συμφέρον και από την ενοποίηση των αγορών των δύο χωρών και από την οικονομική και πολιτική συνεκμετάλλευση της αναπτυσσόμενης Βαλκανικής ενδοχώρας.

Ενώ λοιπόν για την επίλυση ή την αποδυνάμωση των ελληνοτουρκικών διαφορών η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. είναι η απολύτως ενδεδειγμένη ρότα, προσκρούει ωστόσο στον ύφαλο του Κυπριακού. Με το Κυπριακό σε εκκρεμότητα, η Τουρκία αρνείται να προχωρήσει στην τελωνειακή ένωση με την Κύπρο. Με τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη σε εκκρεμότητα, η Κύπρος πιέζει για μια πιο υποχωρητική στάση της Τουρκίας στην επίλυση του Κυπριακού. Η ελληνική αστική τάξη βρίσκεται στη μέση και προσπαθεί να στρογγυλέψει τις δύο πλευρές πριν την συνθλίψουν. Ασκεί πιέσεις στην κυπριακή αστική τάξη για να αποδεχθεί μία λύση του τύπου σχεδίου Ανάν σε έστω βελτιωμένη εκδοχή και παράλληλα προσπαθεί να ενισχύσει τις φιλο-ευρωπαϊκές τάσεις της τουρκικής αστικής τάξης, ήτοι τον Ερντογάν έναντι του Στρατού, ώστε να μπορεί να διαπραγματευτεί τόσο με την Ε.Ε. όσο και με την Κύπρο. Το πρόβλημα και των τριών αστικών τάξεων στις μεταξύ τους σχέσεις είναι ότι η καθεμιά με τον τρόπο της θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.

Και οι ισορροπίες που διαμορφώνονται είναι ασταθείς και στο εσωτερικό των χωρών. Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη θα έχει πλέον συνεχώς μπροστά της τα διλήμματα που θέτει ένα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού. Η τουρκική αστική τάξη έχει μπροστά της το δίλημμα της διαπραγμάτευσης και είναι εύκολο να διασπαστεί, όπως έδειξαν και οι έντονες αντιδράσεις των στρατιωτικών στην πρόταση-ελιγμό του Ερντογάν να ανοίξει ένα λιμάνι και ένα αεροδρόμιο. Αλλά και η ελληνική αστική τάξη καθόλου δεν έχει απαλλαχθεί από διλήμματα. Με έναν -ισαξίως με του πατρός του δημαγωγικό τρόπο-, ο Γ. Παπανδρέου πρότεινε ουσιαστικά ρήξη με την τακτική της κυπριακής κυβέρνησης, αφού πρότεινε να προτάξει η Ε.Ε. έναντι της Τουρκίας το ζήτημα της κατοχής, που επί της ουσίας σημαίνει να συνδέσει την ένταξη της Τουρκίας με την επίλυση του Κυπριακού, πιέζοντας έτσι και την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ό,τι δηλαδή απεύχεται και αρνείται πεισματικά η κυπριακή αστική τάξη!

Αναζήτηση