Κείμενο αποχώρησης από το Ν.Α.Ρ.
Κείμενο αποχώρησης από το Ν.Α.Ρ.
Το δεύτερο συνέδριο του ΝΑΡ αποτέλεσε ένα σταθμό στην πορεία του, που δυστυχώς διέψευσε τις ελπίδες μας για αντιστροφή του κλίματος αποσάθρωσης της οργάνωσης. Τα 8 χρόνια, που πέρασαν από την διεξαγωγή του 1ου Συνεδρίου του ΝΑΡ, αποτέλεσαν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο έκανε επιτακτική ανάγκη το 2ο Συνέδριο. Παράλληλα, εκτός από την χρονική απόσταση από το 1ο Συνέδριο, έπρεπε να τεθούν και να συζητηθούν θέματα σοβαρά για το μέλλον και το χαρακτήρα της οργάνωσης. Παρά τη σοβαρότητα των θεμάτων που έμπαιναν για το μέλλον του ΝΑΡ και τις ελπίδες που γέννησε η εξαγγελία της διεξαγωγής του 2ου Συνεδρίου, δυστυχώς τα βασικά αίτια της κρίσης του ΝΑΡ και της εικόνας διάλυσης, που παρουσιάζει η οργάνωση εδώ και αρκετό καιρό, δεν τέθηκαν με ουσιαστικό τρόπο στο συνέδριο.
Το 2ο Συνέδριο διέψευσε και τις τελευταίες ελπίδες για την λύση και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οργάνωσης. Προβλήματα σχετικά με την λειτουργία των οργάνων, την ταχτική και στρατηγική, τη θεωρία και την πρακτική δεν αντιμετωπίστηκαν με σοβαρή διάθεση αυτοκριτικής και με ειλικρινή προσπάθεια για χάραξη μιας διαφορετικής πορείας. Η επόμενη μέρα βρήκε την οργάνωση στο ίδιο ακριβώς σημείο, όπου βρισκόταν την προηγούμενη του συνεδρίου. Τα μεγάλα προβλήματα, τα καίρια σημεία, που έπρεπε να γίνουν αντικείμενο κουβέντας και πραγματικής αντιπαράθεσης, έμειναν ανέπαφα και κατ’ ουσία άλυτα. Η προβληματική οργανωτική κατάσταση του ΝΑΡ φανερώθηκε ακόμα και στο χαμηλό επίπεδο του προσυνεδριακού διαλόγου (όπως εύστοχα παρατηρήθηκε από κάποιες εισηγήσεις) και στη ρηχή ιδεολογική και θεωρητική αντιπαράθεση. Κεντρικά ζητήματα, που ταλανίζουν την οργάνωση και την πορεία της αντιμετωπίστηκαν με «ελαφριά καρδιά» και με ελάχιστο βάθεμα της κουβέντας. Επίδικο του συνεδριακού διαλόγου έγινε μόνο το «μαλακό περίβλημα» και όχι ο «σκληρός πυρήνας» των ζητημάτων περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ΑΑΜ, ΑΕΜ, οργανωτικής ανασυγκρότησης και χάραξης ταχτικής και στρατηγικής απέναντι στο εργατικό κίνημα (ας σημειώσουμε και όλη την κρίση της οργάνωσης που προηγήθηκε του συνεδρίου και αφορούσε την εργατική δουλειά) . Αν και σε αρκετές εισηγήσεις στη διάρκεια του συνεδρίου τέθηκε το ζήτημα της ασάφειας, αοριστίας και θεωρητικής σύγχυσης επί των θεμάτων του ΑΕΜ και του ΑΑΜ, δεν καταλήξαμε σε μια πραγματική αναδιάταξη και αυτοκριτική στο τελικό κείμενο του Συνεδρίου. Πιστεύουμε ότι με όλα τα παραπάνω το ΝΑΡ φτάνει στο τελικό του αδιέξοδο, στο σημείο σήψης και παραπέρα αποδεκατισμού και διαρροής δυνάμεων. Οργανώσεις του ΜΕΡΑ, καθώς και άλλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έθεσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μεγάλο ζήτημα των θεωρητικών ακροβασιών του ΝΑΡ και των ακατανόητων θέσεων του πάνω σε στρατηγικά και ταχτικά θέματα.
Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα του Πόλου, στο οποίο η αοριστία των θέσεων είναι χαρακτηριστική , καθώς εντέλει δεν γίνεται αντιληπτό αν το ΑΑΜ είναι ο τρίτος πόλος ή αν αποτελεί στάδιο και βήμα στη διαδικασία συγκρότησης του Τρίτου Πόλου, αν είναι γραμμή ή στράτευση όλου του αριστερού δυναμικού, αν πρόκειται να αποτελέσει κόμμα νέου τύπου, η μέτωπο οργανώσεων. Δυστυχώς η αυτοκριτική για το ζήτημα του Πόλου ήταν και εδώ ανύπαρκτη. Κατά μια καζουιστική λογική διατύπωση, στο Συνέδριο υποστηρίχθηκε ότι ο Πόλος (και η Π.Α.Θ 2003) χάθηκε ως ευκαιρία εξαιτίας του προβληματισμού και των ενστάσεων συντρόφων για τη σχέση του Πόλου με το ΜΕΡΑ! Πάλι πρόβλημα και εστίαση κριτικής (όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις) έγινε η κατανόηση της γραμμής από τις οργανώσεις και όχι η σύγχυση και η εννοιολογική ασάφεια μεταξύ πόλου, μετώπου, κόμματος, συνειδητών και μισό-συνειδητών δυνάμεων, ύπαρξης ή όχι συνειδητής πρωτοπορίας (και του τρόπου δράσης της), που χαρακτηρίζει τις θέσεις του πρώτου και τώρα και του 2ου Συνεδρίου.
Τέλος, το καθοριστικής σημασίας ζήτημα της επαναστατικής θεωρίας και πράξης μένει ακάλυπτο και συγκεχυμένο. Η επαναθεμελίωση του μαρξισμού και του κομμουνιστικού προτάγματος, που επαγγέλλεται το ΝΑΡ από τη στιγμή της δημιουργίας του (στοιχείο κατ’ αρχήν θετικό), ως τώρα οδήγησε σε άρνηση του μαρξισμού και σε δεξιές θέσεις (μαζί με τα βρομόνερα πετάχτηκε και το παιδί). Παλιές μικροαστικές θεωρίες προτάχθηκαν ως το αποφασιστικό βήμα για τη συγκρότηση και ανασύνταξη του κινήματος και του επαναστατικού φορέα. Τα αποτελέσματα στο οργανωτικό επίπεδο, όπου επικρατεί η ανοργανωσιά και ο αλληλοσπαραγμός ανάμεσα σε διάφορες ομαδούλες είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτές τις θεωρητικές επιλογές. Η έλλειψη οργάνωσης, παράλληλα, συνεπάγεται ανάλογη έλλειψη δημοκρατίας και αδυναμία αποφασιστικής δράσης.
Με αυτήν την έννοια πιστεύουμε ότι ο ρόλος του ΝΑΡ έχει τελειώσει αφού τελικά τίποτε πραγματικά νέο δε μπορεί να προσφέρει. Το δεύτερο Συνέδριο απλά επικύρωσε το συμβιβασμό και την εμμονή στις χρεοκοπημένες λύσεις και θεωρίες. Η προσπάθεια «σύνθεσης», που διακηρύχθηκε στο συνέδριο δεν οδήγησε σε υπέρβαση της κρίσης αλλά σε έναν συμβιβασμό χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, σε έναν συμβιβασμό πέριξ του κενού και αόριστου «νέου», που τόσο πεισματικά επαγγέλλεται το ΝΑΡ, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Όλα τα παραπάνω μας φέρνουν στη απόφαση να αποχωρήσουμε από το ΝΑΡ, αλλά να παραμείνουμε στον αγώνα της υπόθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς και των λαϊκών και εργατικών αγώνων. Χωρίς να αμφισβητούμε τους αγώνες και τη προσφορά της οργάνωσης αυτής (όπως και την εντιμότητα των συντρόφων), πιστεύουμε ότι η συνειδητή πάλη για μια νικηφόρα ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και του επαναστατικού φορέα, για μια συνολική απάντηση στην αντιδραστική πολιτική απέχει από πάγια σημεία των επιλογών του ΝΑΡ και τις θεωρητικές του επεξεργασίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές καθηλώνονται στο επίπεδο ενός προμαρξικού εμπειρισμού.
Επομένως για εμάς, αντίθετα με την ρότα του ΝΑΡ, η μελέτη του κλασικού μαρξισμού, καθώς και η κατάκτηση του ιστορικού του κεκτημένου, αποτελεί κύριο καθήκον των κομμουνιστών και μοναδικός τρόπος για την επαναθεμελίωση του επαναστατικού προτάγματος στην εποχή μας. Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα. Στην εποχή μας αυτό σημαίνει ότι χωρίς τη βαθιά και προσεκτική μελέτη του μαρξισμού, της ιστορίας και των αντιφάσεων του κομμουνιστικού κινήματος δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στο δρόμο της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και της εργατικής δημοκρατίας. Το ΝΑΡ, δυστυχώς ακολούθησε μια άλλη πολιτική γραμμή, μια πορεία άγονων αναζητήσεων, που δε συμβάλουν στις ανάγκες του αγώνα των εργαζόμενων και των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων. Is fecit qui prodest.