Κεντρικό άρθρο (φ.11). Όχι στην αναθεώρηση του Συντάγματος

Όχι στην αναθεώρηση του Συντάγματος της αστικής δημοκρατίας

Όχι και στην δικτατορία της αστικής τάξης


Στις 10 Γενάρη συζητιέται στη Βουλή η αναθεώρηση του Συντάγματος. Η συνεδρίαση της Βουλής θα αποφασίσει το ποια άρθρα του σημερινού συντάγματος είναι αναθεωρήσιμα, παραχωρώντας «λευκή επιταγή» στην Βουλή που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές για το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Είναι βέβαια γνωστές οι επιδιώξεις της αστικής τάξης με τις οποίες και ευθυγραμμίζεται η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών. Στόχοι της αστικής τάξης είναι: 1. η κατοχύρωση της ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ, 2. Η κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, 3. η κατάργηση της αρμοδιότητας των δικαστηρίων να αποφασίζουν για ζητήματα μισθών, 4. η αλλαγή του τρόπου προσδιορισμού των δασών κι επομένως ο αποχαρακτηρισμός μεγάλων δασικών εκτάσεων, 5. η αλλαγή της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 28 που θα επιτρέπει στην εκάστοτε κυβέρνηση να υλοποιεί με μεγαλύτερη ευκολία τις οδηγίες της Ε.Ε. Τέλος, η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου.


Η αστική τάξη επιδιώκει με λίγα λόγια να προσαρμόσει την συνταγματική συνθήκη στις σημερινές ανάγκες της, λαμβάνοντας φυσικά υπ’ όψη και τον τρέχοντα συσχετισμό δύναμης, δηλαδή την αδυναμία της εργατικής τάξης να ανατρέψει την κυρίαρχη πολιτική. Το εκάστοτε Σύνταγμα άλλωστε, αποκρυσταλλώνει τον συσχετισμό δύναμης σε μια συγκεκριμένης περίοδο. Το σημερινό Σύνταγμα είναι παρωχημένο για την αστική τάξη, ακριβώς γιατί δεν αποτυπώνει με ακρίβεια τον συσχετισμό δύναμης. Δείγμα του συσχετισμού είναι το ότι κάποιες από τις αλλαγές που θα θεσμοθετηθούν με την συνταγματική αναθεώρηση, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα. η λειτουργία των δημόσιων ΑΕΙ όλο και περισσότερο κυριαρχείται από ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ενώ ήδη λειτουργούν ιδιωτικές σχολές σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αντίστοιχα, στο δημόσιο τομέα, εδώ και χρόνια οι νέοι υπάλληλοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία προσλαμβάνονται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.


Ταυτόχρονα, η αναθεώρηση θέλει να προσθέσει άλλη μια ασφαλιστική δικλείδα στην διαρκή λιτότητα, αφαιρώντας από τα δικαστήρια την αρμοδιότητα να διαταράσσουν, έστω και εν μέρει, την εισοδηματική πολιτική. Επιπλέον, δημιουργεί άλλο ένα πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο, δίνοντας του το «ελεύθερο» να εκμεταλλευτεί εκτάσεις γης που μέχρι σήμερα χαρακτηρίζονται δασικές.


Στην κίνηση που κάνει η αστική τάξη και τα κόμματά της για αναθεώρηση του συντάγματος, πρέπει το εργατικό κίνημα να αντισταθεί με όλες του τις δυνάμεις. Παλεύουμε μέσα στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και στις υπόλοιπες μαζικές οργανώσεις ενιαιομετωπικά για να γενικευτεί ο πολιτικός αγώνας ενάντια στην αναθεώρηση με τη συμμετοχή συνδικάτων και συλλόγων, επιδιώκοντας την πιο πλατιά συσπείρωση δυνάμεων. Ταυτόχρονα, συνδέουμε την πάλη για την αναθεώρηση με το ζήτημα της ταξικής εξουσίας.




Το κίνημα μπροστά στην αναθεώρηση


Μπροστά σε αυτήν την μάχη, οι δυνατότητες του μαζικού κινήματος είναι συγκεκριμένες. Προβάδισμα στην πάλη ενάντια στην αναθεώρηση έχει το εκπαιδευτικό κίνημα, που με τους αγώνες του κατάφερε να βάλει στην ημερήσια διάταξη και να διατηρήσει στην επικαιρότητα το ζήτημα του άρθρου 16. Από την άλλη μεριά, το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζόμενων, αδρανοποιημένο από την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ, δεν έχει αρθρώσει λέξη ούτε καν για την κατάργηση της μονιμότητας και είναι εξαιρετικά δύσκολο πλέον το να μπουν τα συνδικάτα στη συγκεκριμένη μάχη. Σποραδικές αντιδράσεις έχουν καταγραφεί και για το ζήτημα των δασών από οικολογικές οργανώσεις και πρωτοβουλίες πολιτών.


Τα κοινοβουλευτικά κόμματα έχουν καθαρή θέση στο ζήτημα με την εξαίρεση του ΠΑΣΟΚ, που πατάει σε δύο βάρκες. Η κυβέρνηση προσέφερε σημαντική βοήθεια και πολύτιμο χρόνο στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αναβάλλοντας την συζήτηση στη Βουλή, όμως δεν φαίνεται να έχει λυθεί πλήρως το εσωκομματικό πρόβλημα. Έτσι, φαίνεται ότι η βάση του ΠΑΣΟΚ είναι ευάλωτη σε πιέσεις, ειδικά σε σχέση με το άρθρο 16, ωστόσο οι διάφορες φυγόκεντρες τάσεις γύρω από την αναθεώρηση, μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι «αριστεροσύνης» και δημοκρατικότητας, όπως έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν, εγκλωβίζοντας δυνάμεις.


Σε αυτό το τοπίο και με χαρακτηριστική καθυστέρηση, εμφανίστηκαν και προσπάθειες παρέμβασης από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Στις συσκέψεις που έγιναν για το ζήτημα εμφανίστηκαν δύο κύριες απόψεις. Η μία για μια πολιτική πρωτοβουλία της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που θα επιδιώκει σύμπλευση με πλατύ φάσμα δυνάμεων κάτω από το «Όχι» στην αναθεώρηση και μια δεύτερη που πρότεινε την συμπλήρωση του «Όχι» με μια θετική αντιπρόταση σε επαναστατική κατεύθυνση. Η δεύτερη πρόταση συγκεκριμένα μιλούσε για την προβολή μιας «Χάρτας αναγκών και δικαιωμάτων» της εργατικής τάξης.


Σε σχέση με αυτήν την συζήτηση, θέλουμε κατ’ αρχήν να σημειώσουμε ότι ρόλος των οργανώσεις που λέγονται και θέλουν να είναι κομμουνιστικές, δεν είναι απλά το να οργανώνουν ή να «δημιουργούν» κινηματικά γεγονότα και να πρωτοστατούν σε αγώνες. Είναι κυρίως το να θέτουν το ζήτημα της εξουσίας, να προσανατολίζουν το κίνημα στην πάλη για την επανάσταση, να κερδίζουν δυνάμεις με την επαναστατική πάλη. Η τακτική της πλατιάς συσπείρωσης δυνάμεων κάτω από το «Όχι στην αναθεώρηση», έχει νόημα στις διαδικασίες του μαζικού κινήματος, εκεί που οι κομμουνιστές μπορούν διατηρώντας την αυτοτέλειά τους, να διατυπώνουν τις θέσεις τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πλατύ κάλεσμα στο λαό και την εργατική τάξη μπορεί να γίνει από τους συλλόγους και τις μαζικές οργανώσεις που θα πάρουν τέτοιες αποφάσεις. Η δέσμευση σε μια πολιτική πρωτοβουλία κάτω από αυτό το περιεχόμενο, συνεπάγεται την απεμπόληση κάθε αυτοτελούς δραστηριότητας, κάθε δυνατότητας για προπαγάνδα και ζύμωση σε επαναστατική κατεύθυνση. Σημαίνει τελικά, την υποταγή σε ρεφορμιστικές δυνάμεις όπως ο ΣΥΝ ή το «αριστερό» ΠΑΣΟΚ.


Από την άλλη μεριά, η πρόταση για την «Χάρτα αναγκών και δικαιωμάτων», αναδεικνύει την προγραμματική ανεπάρκεια όλων των δυνάμεων. Η απουσία επαναστατικού προγράμματος, συγκροτημένης πρότασης εξουσίας δεν μπορεί να υποκατασταθεί από επί μέρους προγράμματα αιτημάτων και διεκδικήσεων. Η συγκεκριμένη μάχη, όσο δύσκολη κι αν είναι προσφέρει στην Αριστερά την ευκαιρία να μιλήσει για την ουσία του Συντάγματος, για την κατοχύρωση δηλαδή της δικτατορίας της αστικής τάξης και να αναδείξει την δική της πρόταση για ένα επαναστατικό Σύνταγμα, για μια άλλη δημοκρατία, την δικτατορία του προλεταριάτου στην προσπάθειά της να στρέψει το εργατικό κίνημα στην πάλη για την εξουσία. Αυτό σήμερα δεν μπορεί να γίνει με ολοκληρωμένο τρόπο, λόγω της αδυναμίας όλων μας. Μπορεί όμως να γίνει έστω και μερικά, με την προβολή των γενικών αρχών μας.


Σύνταγμα της δικτατορίας του προλεταριάτου


Οι κομμουνιστές παλεύουμε για την κατάργηση του σημερινού αστικού Συντάγματος, δηλαδή για τη ανατροπή της αστικής τάξης που είναι η κοινωνική δύναμη που εξασφαλίζει την εφαρμογή του. Παλεύουμε για τη συντριβή του κράτους της δικτατορίας της αστικής τάξης και την αντικατάστασή του από το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου. Για το Σύνταγμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, που θα κατοχυρώνει την ανώτερη και τελευταία ιστορικά μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τη εργατική δημοκρατία, την δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων με την εφαρμογή των αρχών της αιρετότητας και ανακλητότητας των αντιπροσώπων και των υπαλλήλων, καθώς και την πληρωμή τους με το μισθό του εργάτη. Για το Σύνταγμα που θα απαγορεύει την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και θα κατοχυρώνει την ιδιοκτησία τους από το προλεταριακό κράτος, τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, την οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής στη βάση του κεντρικού σχεδιασμού.


Αυτό το Σύνταγμα, δεν θα ψηφιστεί από καμία Βουλή και από κανέναν θεσμό του αστικού κράτους. Μπορεί να επιβληθεί μόνο με την επαναστατική βία, από την ίδια την εργατική τάξη. Κανένα αστικό Σύνταγμα και καμία αναθεώρηση δεν μπορεί να «απαλλάξει» την αστική τάξη από την ταξική πάλη, την προοπτική της επανάστασης και το «φάντασμα του κομμουνισμού» που θα πλανιέται πάνω απ’ το κεφάλι της, όσο θα υπάρχουν ταξικές κοινωνίες και εκμετάλλευση, δηλαδή για όσο καιρό θα υπάρχει και η ίδια.