Κριτική στις θέσεις του ΝΑΡ (μέρος β')

Από το 1ο συνέδριο των ανέμελων χρόνων στο 2ο συνέδριο της αποσάθρωσης και των αδιέξοδων συμβιβασμών



Εισαγωγή


Τα δύο κείμενα που κατατέθηκαν στην προσυνεδριακή διαδικασία, δηλαδή οι θέσεις της Π.Ε. και το «κείμενο συμβολής» 6 μελών της Π.Ε., δεν χαρακτηρίζονταν από διαφορές τέτοιες που να δικαιολογούν την οξύτητα της εσωοργανωτικής αντιπαράθεσης, δείχνοντας και την διάθεση για συμβιβασμό στο συνέδριο. Οι θέσεις της Π.Ε., όντας ένα άνευρο και κουραστικό κείμενο, αντικατοπτρίζουν και την πολιτική πίεση που έχει ασκηθεί στις θεωρητικές τομές του ΝΑΡ, που όμως επιμένει στα ίδια, έστω και χωρίς την «ορμή» και την «τόλμη» του 1ου συνεδρίου. Το πιο ενδιαφέρον τμήμα των θέσεων είναι ο απολογισμός όπου εκτίθεται με απόλυτη ειλικρίνεια η κατάσταση διάλυσης του ΝΑΡ. Ωστόσο, καμμία σοβαρή πολιτική εξήγηση δεν δίνεται και το κείμενο μένει στην πεπατημένη των εκφυλισμένων κομμουνιστικών κομμάτων επιλέγοντας ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο οι βασικά σωστές θεωρητικές αφετηρίες δεν κατανοήθηκαν, η οργάνωση δεν μπόρεσε να ενοποιηθεί πάνω σ’ αυτές κι έτσι ουσιαστικά δεν «μπήκαν ποτέ στην ζωή», δηλαδή δεν δοκιμάστηκαν.



Οι θέσεις της ΠΕ, το «κείμενο συμβολής» και οι τάσεις που εκφράζουνε


Άνευρη επανάληψη των «τομών» του 1ου συνεδρίου



Όπως γράφτηκε και στο Ά μέρος, οι θέσεις της Π.Ε. επιμένουν στις θεωρητική κατεύθυνση του 1ου συνεδρίου. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι εμφανίζονται πιο «δειλές» γύρω από ορισμένα ζητήματα σε σύγκριση με το 1ο συνέδριο. Ενδεικτικά, η βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας δεν «βγαίνει γυμνή στο προσκήνιο», αλλά έχουμε «όξυνσή της […] σε εθνική και διεθνική κλίμακα», ενώ τα επαναστατικά και τα αντεπαναστατικά στοιχεία δεν διασχίζουν και το «είναι» και τη συνείδηση της εργατικής τάξης, όπως συνέβαινε στο 1ο συνέδριο το 1998, αλλά έχουμε πλέον «δύο τάσεις που ενυπάρχουν στην κοινωνική συγκρότηση και την πολιτική συμπεριφορά της εργατικής τάξης, την τάση ενσωμάτωσης, υποταγής και συνδιαλλαγής και την τάση χειραφέτησης, ρήξης και ανατροπής».


Χωρίς να απορρίπτονται δηλαδή, οι προηγούμενες θεωρητικές «τομές», επιλέγονται πιο «ήπιες», αλλά πάντα πολλαπλών αναγνώσεων διατυπώσεις που «θολώνοντας τα νερά» εμπεριέχουν και την βασική αντίληψη του 1ου συνεδρίου.


Στον «σκληρό πυρήνα» αυτής της αντίληψης, έχουμε κάνει αναλυτική κριτική όντας ακόμα μέλη του ΝΑΡ, στο κείμενο με τίτλο «Για την πορεία και την προοπτική του ΝΑΡ». Στην κριτική αυτή επιμένουμε μέχρι κεραίας. Ωστόσο, δεν ασχοληθήκαμε αναλυτικά με τη θεωρία του νέου σταδίου, θεωρώντας ότι κατά βάση χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για την απόρριψη βασικών μαρξιστικών αρχών.


Ο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός»



Όπως είναι λογικό, οι θέσεις της ΠΕ επιμένουν στην θεωρία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού». Τα όσα γράφονται, απέχουν αρκετά από την «αυθεντική» θεωρία του νέου σταδίου του καπιταλισμού, των Fine και Harris, την οποία και αντέγραψε το ΝΑΡ στο 1ο συνέδριό του. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία υπάρχει γενικό κριτήριο περιοδολόγησης των κοινωνικών σχηματισμών και είναι η προέλευση του εισοδήματος. Έτσι, η αύξηση της απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, είναι απόδειξη ότι ο καπιταλισμός έχει περάσει σε νέο στάδιο. Φυσικά, η αύξηση της απόσπασης απόλυτης υπεραξίας είναι σύμπτωμα της επιδείνωσης των συσχετισμών σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Κατά συνέπεια το «βασικό κριτήριο» της θεωρίας αυτής αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμο για να στηρίξει στα σοβαρά την ύπαρξη νέου σταδίου. Εδώ και καιρό άλλωστε, στα κείμενα του ΝΑΡ σχετικοποιείται και αντικαθίσταται τελικά από ένα «μενού» κριτηρίων. Από αυτό το μενού κριτηρίων, εμφανίζονται διάφοροι «συνδυασμοί κριτηρίων», ανάλογα με τις ιδιαίτερες απόψεις του εκάστοτε υποστηρικτή αυτής της θεωρίας.


Οι θέσεις της ΠΕ στο ζήτημα αυτό δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα. Αυτή τη φορά το «βασικό κριτήριο» είναι το «κοινωνικό ζήτημα», «δηλαδή η θέση της εργαζόμενης πλειοψηφίας στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και οι σχέσεις αναπαραγωγής των όρων ζωής της, που έχουν ως πυρήνα (αλλά δεν καθορίζονται μονοδιάστατα από) τις μορφές απόσπασης υπεραξίας»!!! Κατά τ’ άλλα, επαναλαμβάνουν αποσπάσματα παλιότερων εσωοργανωτικών κειμένων τα οποία αναλώνονται σε γενικότητες και ασυναρτησίες του τύπου: «Το στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού χαρακτηρίζεται:


* Στη διαδικασία της παραγωγής και της εργασίας: Από την οργανική διαπλοκή των μορφών (που κι αυτές αλλάζουν) απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας.».


Αξίζει εδώ ν’ αναφερθεί το άρθρο κριτικής στις θέσεις της ΠΕ και στο κείμενο συμβολής του σ. Σάββα Μιχαήλ που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Προοπτική».1 Ανάμεσα στα άλλα ο σ. Σ.Μιχαήλ ασκεί μια απόλυτα τεκμηριωμένη μαρξιστική κριτική στην θεωρία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού», κονιορτοποιώντας κυριολεκτικά τα φληναφήματα περί «νέας ποιότητας», «ανώτερης ποιότητας» κλπ. που επαναλαμβάνονται αμέτρητες φορές στο κείμενο. «Όλα, όμως, τα στοιχεία που επιστρατεύονται για να πείσουν για τη νέα ποιότητα και το νέο στάδιο δεν τεκμηριώνουν τομή, ασυνέχεια, αλλά αντίθετα συνέχεια. Είναι στοιχεία και ποιότητες που μπορούν να βρεθούν στον ιμπεριαλισμό, στο προμονοπωλιακό καπιταλισμό, ακόμα και σε όλη την προγενέστερη ανθρώπινη ιστορία!» (Σ. Μιχαήλ)


Στην κριτική αυτή δεν έχουμε απολύτως τίποτα να προσθέσουμε και νομίζουμε ότι η συζήτηση για το ιδεολόγημα του «νέου σταδίου» έχει πλέον εξαντληθεί.


Ωστόσο, από τα όσα αναφέρουν οι θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ για τον «ολοκληρωτικό», το παρακάτω σημείο αξίζει περαιτέρω σχολιασμού:

«Στην αντίληψη του Λένιν για νέο στάδιο του ιμπεριαλισμού σημαντική θέση είχε και το πολιτικό στοιχείο: ο στόχος του, δηλαδή, να αναδείξει την επικαιρότητα της επανάστασης και την ανάγκη της επαναστατικής στροφής στην Aριστερά. Η αντίληψη που υιοθετούμε για την εποχή μας, πέρα από την κοινωνική και οικονομική ανάλυση, «απαντάει» και σε μια πολιτική ανάγκη. Αναδείχνει και υπογραμμίζει –μετά και τη διπλή κατάρρευση σε Aνατολή και Δύση - τη στράτευσή μας στην υπόθεση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, της επανίδρυσης του επαναστατικού κινήματος για αντικαπιταλιστική επανάσταση-κομμουνιστική απελευθέρωση.»


Η τελευταία σανίδα σωτηρίας για την ανυπόστατη και πανταχόθεν βαλλόμενη κοινωνική και οικονομική ανάλυση που αναφέρει το απόσπασμα, είναι αυτό το «πολιτικό στοιχείο» μέσω του οποίου επιχειρείται να προστεθεί και μια δόση λενινισμού. Πρέπει βέβαια να θυμίσουμε στους συγγραφείς των θέσεων, ότι η ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό βασίστηκε σε πραγματικά στοιχεία, πραγματικές αλλαγές, χειροπιαστές και όχι φανταστικές «νέες ποιότητες» και δεν βασίστηκε απλά και μόνο στο «πολιτικό στοιχείο», όπως πονηρά αφήνει να υπονοηθεί το παραπάνω χωρίο. Υπάρχει ωστόσο και μία ακόμα ανάγνωση του αποσπάσματος. Μπορεί να διαβαστεί και σαν ομολογία. Ομολογία ότι η θεωρία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια προσπάθεια να εξυπηρετηθεί αυτό το «πολιτικό στοιχείο», ότι δηλαδή η ηγεσία του ΝΑΡ χρησιμοποίησε τη θεωρία σαν «θεραπαινίδα της πολιτικής».



Οι απόψεις πίσω από τα κείμενα


Το κείμενο των θέσεων κατάφερε να εκφράσει ένα αρκετά μεγάλο (τηρουμένων των αναλογιών) εύρος απόψεων, ξεκινώντας από την πιο ιδεαλιστική – αντιμαρξιστική τάση που θεωρεί τον μαρξισμό ξεπερασμένο, θεωρεί την μαρξιστική αντίληψη για τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης μεταφυσική, πιστεύει ότι πρέπει να καταργηθεί η διάκριση βάσης – εποικοδομήματος, απορρίπτει τη μαρξιστική θέση για τη νομοτέλεια κοκ.2 Ξεκινώντας λοιπόν από αυτήν την ακραία δεξιά τάση, συναντάμε ένα φάσμα τάσεων, αντιλήψεων και «καπετανάτων» που καταλήγει στο άλλο άκρο σε μια πιο κεντρίστικη (σε ότι αφορά τη διάταξη των τάσεων) μαρξίζουσα τάση. Το σύνολο αυτού του ρεύματος που αποτελεί την πλειοψηφία του ΝΑΡ, ανεξάρτητα από τις επι μέρους διαφωνίες τους, στηρίζει τις «τομές» του 1ου συνεδρίου και στοιχήθηκε πίσω από το κείμενο των θέσεων και την πολιτική απόφαση του 2ου συνεδρίου.


Στα «αριστερά» της πλειοψηφίας, το παραπάνω φάσμα αντιλήψεων συνεχίζεται με την τάση που εκφράζει στελέχη που μπορούν να χαρακτηριστούν σαν ιστορική ηγεσία του εγχειρήματος. Και αυτή η τάση συμφωνεί με το θεωρητικό κεκτημένο του ΝΑΡ, θεωρεί ωστόσο ότι παρερμηνεύτηκε στρέφοντας το ΝΑΡ σε αυθορμητίστικες κατευθύνσεις και διατηρεί την αυταπάτη ότι αυτό το κεκτημένο θα μπορούσε, χωρίς τις δεξιές στρεβλώσεις, να συγκροτήσει μάχιμη κομμουνιστική οργάνωση. Η τάση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί «κέντρο», καθώς ο εσωοργανωτικός «χάρτης» συμπληρώνεται με την αριστερή τάση που συσπειρώνει εργατικά στελέχη της παλιάς ΚΝΕ και είναι η μόνη τάση που έχει μαρξιστική και κομμουνιστική αναφορά. Αυτή η τάση βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο «εκτός» του εσωοργανωτικού πολιτικού φάσματος, με την έννοια ότι υπάρχει ασυνέχεια αντιλήψεων ανάμεσα σε αυτήν και τις υπόλοιπες ομάδες.


Οι δύο τελευταίες τάσεις στήριξαν το δεύτερο κείμενο που κατατέθηκε με τίτλο «για ένα συνολικό πρόγραμμα στρατηγικής και τακτικής». Και το κείμενο συμβολής επομένως, εξέφραζε διαφορετικές αντιλήψεις, γεγονός που αποκρυσταλλώνεται και στο περιεχόμενό του, φαίνεται όμως και από το ότι δεν αποτελεί σημείο αναφοράς για κανέναν απο ‘δω και στο εξής. Όντας προϊόν συμβιβασμού και με δεδομένο ότι δεν στηρίχθηκε από το συνέδριο δεν δεσμεύει πλέον αυτούς που το στήριξαν. Πρόκειται δηλαδή για κείμενο «μιας χρήσης» που ο ρόλος του εξαντλήθηκε στην προσυνεδριακή και συνεδριακή διαδικασία.


Ωστόσο, ο συμβιβασμός που αποκρυσταλλώθηκε στο κείμενο συμβολής ήταν άνισος. Το κείμενο «γέρνει» καθαρά προς το κέντρο. Μπορεί να αποφεύγει να στηρίξει κάποια σημεία του θεωρητικού κεκτημένου του ΝΑΡ, όπως π.χ. η διπλή φύση της εργατικής τάξης, αποφεύγει όμως ταυτόχρονα και να τα κριτικάρει με σαφήνεια. Ακόμα και η προχωρημένη – για το ΝΑΡ – και από κάθε άποψη θετική τοποθέτηση για τα συνδικάτα, νοθεύεται από την αναφορά στα «εγγενή όριά τους».


Κατά τ’ άλλα, χαρακτηρίζει «βασικά ορθό» τον «πυρήνα των συλλήψεών» του ΝΑΡ και επαναλαμβάνει τις βασικές τους πλευρές. Στην ουσία προσπαθεί να ερμηνεύσει το θεωρητικό κεκτημένο του ΝΑΡ με πιο ορθό τρόπο. Δεν το καταφέρνει, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει τέτοιος τρόπος. Στο κομμάτι για το ΑΕΜ (Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο), όπου επαναλαμβάνονται οι γνωστές θέσεις αναγνωρίζει την κριτική που έχουμε ασκήσει όταν τονίζαμε ότι η βασική αντίφαση της πολιτικής του ΝΑΡ είναι η προσπάθεια του να οργανώσει μια ιδιόμορφη «μετωπική» επαναστατική πρωτοπορία στην οποία θα συνενώνονται συνειδητές, και αυθόρμητες δυνάμεις και καταλήγαμε ότι αυτό είναι η οργανωτική έκφραση της υποταγής στο αυθόρμητο. Το κείμενο απαντάει ως εξής: «Έτσι, το ΑΕΜ διαπερνάται από μια βασική αντίφαση, η οποία αποτελεί και την κινητήρια δύναμη ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξής του»!!


Το κείμενο συμβολής θα μπορούσε να αποτελέσει το κείμενο θέσεων του ΝΑΡ, χωρίς να αλλάξει ούτε χιλιοστό η πορεία και η προοπτική του. Περιγράφει μία ακόμα εκδοχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, παραμένει σταθερά στο έδαφος του θεωρητικού κεκτημένου του ΝΑΡ και – όπως συνήθιζε το ΝΑΡ στις καλές μέρες του – έχει και μία καινούργια μετωπική πρόταση με νέο όνομα (Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή – ΑΔΜ). Επιπλέον, είναι εξαιρετικά καλογραμμένο σε αντίθεση με τις απαράδεκτες – και από αυτήν την άποψη – θέσεις της ΠΕ. Ωστόσο, απέτυχε να επιδράσει στο εσωτερικό του ΝΑΡ ενώ «πέρασε και ξεχάστηκε» και στο ακόμα πιο σημαντικό πεδίο των δυνάμεων και των αγωνιστών έξω απ’ το ΝΑΡ. Αυτό κατά τη γνώμη μας οφείλεται σε τρεις λόγους.


Γιατί ήταν ένα κείμενο που δεν διέφερε ουσιαστικά, θεωρητικά και πολιτικά από τα συνήθη ΝΑΡίτικα κείμενα. Οι όποιες διαφορές από τις θέσεις στα βασικά ζητήματα ήταν τελικά δυσδιάκριτες, ενώ δεν κατάφερε να εξηγήσει την κρίση του ΝΑΡ, καθώς διαπερνιόταν από την αυταπάτη ότι μπορεί να αναστυλλωθεί το εγχείρημα με τα ίδια παλιά υλικά.


Γιατί δεν κατάφερε να δικαιολογήσει την οξύτητα της εσωοργανωτικής αντιπαράθεσης και αντί να εμβαθύνει και να αναδείξει τις διαφωνίες λειτούργησε στην κατεύθυνση του κουκουλώματος.


Και τέλος, γιατί η μόνη εμφανής διαφορά του με τις θέσεις, ήταν και το πιο αδύνατο σημείο του κειμένου. Στο – κατά τα ΝΑΡίτικα πρότυπα – πολλαπλών αναγνώσεων τμήμα που περιγράφει το ΑΔΜ, γράφεται ότι το πρόγραμμα του ΑΔΜ αποτελεί, σύμφωνα με το κείμενο, «‘’γέφυρα’’ ανάμεσα στις άμεσες, επιμέρους, ταξικές διεκδικήσεις ενός νέου, νικηφόρου, εργατικού κινήματος και στο μεταβατικό πρόγραμμα». Η προφανής παρατήρηση, είναι ότι σε μια οργάνωση που η συζήτηση για το πρόγραμμα δεν έχει γίνει ποτέ και που η έννοια «μεταβατικό πρόγραμμα» είναι άγνωστη, η μάχη πρέπει να δοθεί ακριβώς εκεί και όχι στην ανθυποπερίπτωση που τονίζει το κείμενο. Παραπέρα, η πιο κατανοητή εξήγηση για το τι ακριβώς είναι το ΑΔΜ δόθηκε σε άρθρο του Κ. Μάρκου στο «Πριν». Τα όσα γράφει ο αρθρογράφος είναι απολύτως σαφή και πείθουν όποιον έχει αντίληψη για το τι είναι το μεταβατικό πρόγραμμα, ότι το περιβόητο προγραμμα του ΑΔΜ είναι απολύτως περιττό, καθιστώντας βάσιμη την κριτική περί «σταδίου» που έγινε από διάφορες πλευρές.

Συνολικά, το κείμενο συμβολής ήταν η ατυχής κατάληξη μιας μακράς πορείας εσωοργανωτικής αντιπαράθεσης. Ένα συνέδριο σχεδόν ποτέ δεν κρίνεται τις μέρες που διεξάγεται και ούτε καν στην προσυνεδριακή περίοδο, αλλά πολύ πιο πριν. Η αδυναμία των μαρξιστικής αναφοράς δυνάμεων του ΝΑΡ να αναδείξουν έγκαιρα, με συγκεκριμένο τρόπο και αταλάντευτα μια συνολικά διαφορετική κατεύθυνση και η ανάλωσή τους σε ελιγμούς και συμβιβασμούς, η δράση τους χωρίς σχέδιο και χωρίς καταληγμένη και διατυπωμένη αντίληψη, τις οδήγησε σε πολιτική ουράς, τους στέρησε τη δυνατότητα να επιδράσουν θετικά τόσο στο ΝΑΡ, όσο και έξω απ’ αυτό.



Τα αποτελέσματα του 2ου συνεδρίου:

Χρεοκοπημένη αντιπολίτευση, αδύναμη πλειοψηφία


Η κατάληξη του συνεδρίου ήταν δεδομένη από τη στιγμή της κατάθεσης του «κειμένου συμβολής» ή της «πλατφόρμας της μειοψηφίας» όπως βαπτίστηκε από κάποιες πλευρές. Το κείμενο αυτό κατέστησε σαφές ότι η αντιπαράθεση σε ότι αφορά τα ζητήματα θεωρίας και πολιτικής γραμμής θα ήταν επί της ουσίας περιορισμένη. Φραστικές αντιπαραθέσεις και διαξιφισμοί υπήρξαν, ακόμα και καταψήφιση της απόφασης από αριθμό συνέδρων, χωρίς όμως να διαταραχθεί η προσπάθεια για εμπέδωση ενωτικού κλίματος όπως φάνηκε και στην εκλογή της πολιτικής επιτροπής όπου οι «λίστες» ήταν πολύ περιορισμένες. Το 2ο συνέδριο εμπέδωσε ακόμα περισσότερο την γενικότερη πολιτική – θεωρητική κατεύθυνση του ΝΑΡ και ξεκαθάρισε μια για πάντα ότι στα πλαίσιά του χωράνε άνετα κάθε είδους νεωτερίστικες, μεταμοντέρνες, ιδεαλιστικές και αντιμαρξιστικές αντιλήψεις. Ξεκαθαρίστηκε επίσης, ότι η μαρξιστική αντίληψη είναι ασύμβατη με την οργανωτική ένταξη σε αυτό το μόρφωμα. Το πλαίσιο που κατοχυρώθηκε οριστικά πλέον στο ΝΑΡ, είναι εχθρικό στην κομμουνιστική αναφορά και τον μαρξισμό και αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί από τις δυνάμεις κομμουνιστικής αναφοράς που παραμένουν ακόμα στα πλαίσιά του.


Με εξ’ αρχής δεδομένη την κατάληξη του συνεδρίου σε σχέση με τα πολιτικά - θεωρητικά ζητήματα, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε σε άλλα πολιτικά θέματα. Το κύριο θέμα ήταν βέβαια, ο έλεγχος του «Πριν».


Το γεγονός ότι το «Πριν» λειτουργούσε πάντα αυτόνομα και χωρίς κανέναν έλεγχο από την οργάνωση του ΝΑΡ, δεν είχε αποτελέσει ποτέ ζήτημα προβληματισμού. Το ζήτημα του ελέγχου από τα όργανα του ΝΑΡ τέθηκε καθώς η εσωοργανωτική αντιπαράθεση αναπτυσσόταν και τον έλεγχο του «Πριν» βρέθηκε να τον έχει η μειοψηφούσα τάση. Η υπαγωγή της εφημερίδας στον έλεγχο των οργάνων, δηλαδή στον έλεγχο της πλειοψηφίας, είναι ωστόσο αδύνατη και όχι μόνο από νομικής άποψης. Η έκδοση του «Πριν» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συγκεκριμένη ομάδα, η οποία αποδεδειγμένα μπορεί να εξασφαλίσει την έκδοση της εφημερίδας. Κι αυτό γιατί λειτουργεί με απόλυτη συνέπεια και επαγγελματισμό, ενώ διαθέτει έναν ικανό κύκλο ανθρώπων που συνεργάζονται με την εφημερίδα. Επιπλέον, έχει συγκροτήσει ένα μικρό αλλά σημαντικό δίκτυο συνδρομητών, διαθέτει έναν αφανή κύκλο οικονομικών υποστηρικτών, ενώ έχει κατά καιρούς καταφέρει να εξασφαλίσει πόρους από διαφημίσεις που αποτελούν σημαντική οικονομική ανάσα. Με όλα αυτά, έχει πετύχει την – οριακή έστω – οικονομική βιωσιμότητα της έκδοσης, αλλά και την αδιάλειπτη κυκλοφορία της εφημερίδας. Από την άλλη μεριά αντίθετα, η πλειοψηφούσα τάση διακρίνεται για την παροιμιώδη ανικανότητά της στην οργανωτική δουλειά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αδυναμία της νΚΑ – που ελέγχεται συντριπτικά από την πλειοψηφία - να εκδώσει οποιασδήποτε μορφής έντυπο. Κατά συνέπεια, έλεγχος του «Πριν» από την πλειοψηφία, σημαίνει βέβαιο κλείσιμο της εφημερίδας, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση η συντακτική ομάδα του «Πριν» να δεχτεί να συνεχίσει την ίδια δουλειά κάτω από τον έλεγχο τοποτηρητών της πλειοψηφίας.


Η αδυναμία ελέγχου του εντύπου της οργάνωσης από τα όργανά της και την πλειοψηφία τους, κάτι που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα το οποίο αναφέρθηκε και στις «Θέσεις» της πολιτικής επιτροπής. Εκεί προτείνεται ο έλεγχος του «Πριν» από την πολιτική επιτροπή, κάτι που είναι βέβαια αδύνατον. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπ’ όψη την κατάσταση, η περικοπή αυτή των θέσεων δεν μπήκε στην πρόταση απόφασης του συνεδρίου. Συμπεριλήφθηκε τελικά στην απόφαση, κάτω από την πίεση συνέδρων που μάλλον δεν έχουν γνώση της πραγματικότητας. Έτσι, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, η πολιτική επιτροπή πρέπει είτε να επιχειρήσει να υλοποιήσει την απόφαση του συνεδρίου οδηγώντας το έντυπο της οργάνωσης σε κλείσιμο, είτε να την αγνοήσει. Φυσικά, θα γίνει το δεύτερο, δείγμα της αδυναμίας του πλειοψηφικού ρεύματος, του οποίου τα στελέχη κατανοούν πλέον ότι πατάνε στο κενό και ότι δεν έχουν μια συγκροτημένη οργάνωση στην οποία να βασιστούν.


Αποκαλυπτική της αδυναμίας της πλειοψηφίας, ήταν και η συζήτηση γύρω από την «Πρωτοβουλία για μια Ανεξάρτητη Ταξική Εργατική Κίνηση». Τα μέλη του ΝΑΡ που πρωτοστάτησαν στην συγκρότηση αυτής της κίνησης, δράσαν ενάντια στην γραμμή της οργάνωσής τους και ενάντια στην ψηφισμένη απόφαση για ενότητα δράσης. Ωστόσο, η πλειοψηφία του συνεδρίου απέφυγε να πάρει σαφή απόφαση για το ζήτημα, καθώς κάτι τέτοιο θα έδειχνε την πόρτα της εξόδου στο πιο ταξικό κομμάτι του ΝΑΡ.


Τελικά, το 2ο συνέδριο του ΝΑΡ δεν κατάφερε να λύσει κανένα από τα φλέγοντα εσωτερικά προβλήματα. Ίσως η μοναδική επιτυχία του συνεδρίου είναι ότι κατάφερε να «πέσουν οι τόνοι» στην εσωοργανωτική αντιπαράθεση, όμως αυτό δεν συνοδεύτηκε από κάποια συσπείρωση των οργανώσεων, ούτε από αντιστροφή του απαισιόδοξου κλίματος στο εσωτερικό του. Ίσα ίσα που, όπως είχαμε γράψει άλλωστε, αυτό το «χαμήλωμα των τόνων» και η συγκάλυψη των διαφορών μόνο διαλυτικά μπορεί να επιδράσει. Έτσι κι έγινε τελικά, καθώς οι αποχωρήσεις συνεχίστηκαν κανονικά, τόσο πριν όσο και μετά το συνέδριο ξεπερνώντας τα νούμερα που είχαμε αρχικά εκτιμήσει.


Η αποχώρηση των «7»


Τέλος, είμαστε αναγκασμένοι ν’ αναφερθούμε και στην διαβόητη αποχώρηση των «7» μελών (ή στελεχών κατά τον «Ριζοσπάστη»). Σε σχέση με το κείμενο της αποχώρησής τους αυτό καθ’ εαυτό, συμφωνούμε στα βασικά σημεία της κριτικής προς το ΝΑΡ, άλλωστε παρόμοια αναλυτική κριτική έχουμε καταθέσει κι εμείς. Ωστόσο, πρέπει να τους θυμίσουμε ότι το ΝΑΡ δεν γεννήθηκε απλά «σε μια δύσκολη συγκυρία για το κομμουνιστικό ρεύμα», αλλά με αφορμή την κυβέρνηση Τζανετάκη, δηλαδή με αφορμή την συμμετοχή του ΚΚΕ σε μια κυβέρνηση ταξικής συνεργασίας μαζί με την Νέα Δημοκρατία. Μάλλον όμως, μια τέτοια αναφορά θα δυσκόλευε τη δημοσίευση του κειμένου στον «Ρ». Σε σχέση με την στάση τους, δεν μπορούμε παρά να την χαρακτηρίσουμε τουλάχιστον ανέντιμη, καθώς απ’ όσο ξέρουμε και θυμόμαστε, καμία από τις απόψεις που γράφουν στο κείμενο δεν στήριξαν στην μακρά πορεία τους στην εσωοργανωτική αντιπαράθεση. Έτσι, εμφανίστηκαν από εκεί που ορκίζονταν στο όνομα του ΝΑΡ, να «ανακαλύπτουν την Αμερική» λίγες μέρες μετά το συνέδριο και να δηλώνουν πρόθυμοι να πέσουν στην αγκαλιά του ΚΚΕ. Η αποχώρηση αυτή είναι τελικά άνευ σημασίας και οι «7» θα ξεχαστούν γρήγορα, αναγκασμένοι να βολοδέρνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα παίζοντας το ρόλο της «γλάστρας» στις πρωτοβουλίες του ΚΚΕ. Πως θα μπορούσε άλλωστε να τους εμπιστευθεί το ΚΚΕ εντάσσοντάς τους στις γραμμές του;


Το πιο ενδιαφέρον τελικά στην όλη υπόθεση, είναι η επίδραση που είχε η αποχώρηση στο ΝΑΡ. Η αστεία και στημένη κίνηση των «7 στελεχών» κατάφερε να διαλύσει την επικοινωνιακή τακτική του ΝΑΡ για την μετά το συνέδριο περίοδο. Οι κορώνες για το «συνέδριο ενότητας και προοπτικής» καλύφτηκαν από τον θόρυβο που προκάλεσε – αυτή ;; - η αποχώρηση. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν μάλιστα ο εξευτελισμός του «Πριν» με τη δημοσίευση της δήλωσης των «7». Το μήνυμα που δόθηκε, είναι ότι για να δημοσιευθεί δήλωση αποχώρησης μελών του ΝΑΡ στο «Πριν», πρέπει να υπάρξει προδημοσίευση στον «Ριζοσπάστη». Ελπίζουμε μόνο να μην το πάρουν «τοις μετρητοίς» και όσοι άλλοι πιθανόν προτίθενται να αποχωρήσουν.



1 Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα τεύχη ...... και ..... της «Νέας Προοπτικής» και μπορεί να βρεθεί αυτούσιο και στο site μας.


2 Βλ. άρθρο Κ. Χαριτάκη «Οι προκλήσεις του μεταμοντέρνου», Διάπλους τ. 5 και άρθρο Β. Ζέρβα «Η κρυφή γοητεία του μεταμοντέρνου και η μαρξιστική κριτική» Διάπλους τ. 6