Το επαναστατικό κόμμα, απαραίτητη μορφή οργάνωσης της τάξης

Το επαναστατικό κόμμα

Απαραίτητη μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης.


Εισαγωγή

Όπως έχει αναλυθεί σε άρθρα προηγούμενων φύλλων, η κίνηση της ύλης διέπεται από νόμους. Έτσι και οι ανθρώπινες κοινωνίες σαν ένα ανώτερο επίπεδο οργάνωσης της ύλης διέπονται στην κίνησή τους από νόμους. Οι υλικές συνθήκες διαμορφώνουν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο δυνατοτήτων που το υποκείμενο, η συνειδητή δράση των ανθρώπων, μπορεί να πραγματοποιήσει. Η ανθρωπότητα σήμερα βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα εξέλιξης. Οι υλικές συνθήκες σε αυτήν την βαθμίδα έχουν γεννήσει την δυνατότητα οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Καμία άλλη δυνατότητα για την εξέλιξη της κοινωνίας δεν υφίσταται. Ούτε το πισωγύρισμα σε κάποιον άλλον τρόπο παραγωγής (π.χ. φεουδαρχία, δουλοκτησία), ούτε και το απότομο πέρασμα στον κομμουνισμό χωρίς τις ωδίνες μιας μακράς μεταβατικής περιόδου.


Η πραγματοποίηση της δυνατότητας που εγγράφεται στις σημερινές υλικές συνθήκες δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί αυτόματα αλλά νομοτελειακά. Απαιτείται, δηλαδή, για την εκπλήρωσή της η συνειδητή δράση του ανθρώπινου παράγοντα. Η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Η ταξική πάλη είναι που καθορίζει την κοινωνική εξέλιξη. Έτσι, στον καπιταλισμό η κοινωνική τάξη που έχει τον ιστορικό ρόλο να απελευθερώσει την κοινωνία απελευθερώνοντας τον εαυτό της είναι το προλεταριάτο. Κι αυτό γιατί είναι η μοναδική τάξη στην ιστορία, που δεν μπορεί να επιβάλλει τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο ιδιοποίησης, όπως έκαναν όλες οι κοινωνικές τάξεις όταν από κυριαρχούμενες γίνονταν κυρίαρχες.


Για να μπορέσει ωστόσο, η εργατική τάξη να πραγματώσει τον ιστορικό της ρόλο, πρέπει ν’ αποκτήσει συνείδηση αυτού του ρόλου. Κάτι τέτοιο, επίσης δεν γίνεται αυτόματα. Απαιτείται η δράση των πιο πρωτοπόρων, δηλαδή ταξικά συνειδητοποιημένων – επαναστατών, εργατών ώστε να μπολιάσουν την τάξη με αυτήν την συνείδηση. Οι συνειδητοί επαναστάτες βέβαια, δεν δουλεύουν κατά μόνας. Απαιτείται η οργάνωσή τους σε χωριστό πολιτικό κόμμα που θα αντιπροσωπεύει τα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, θα πρεσβεύει το μέλλον του κινήματος προβάλλοντας τον «τελικό σκοπό» και δεν θα καθηλώνεται στην άμεση καθημερινή πάλη. Μόνο ένας τέτοιος πολιτικός σχηματισμός, συγκροτημένος στην βάση της επαναστατικής θεωρίας και με επαναστατικό πρόγραμμα, μπορεί να παίξει τον ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας της επανάστασης και να μετασχηματίσει την επαναστατική κατάσταση σε νικηφόρα επανάσταση.



Η μοναδική μορφή οργάνωσης που μπορεί να παίξει τον ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας

Η διαμάχη μπολσεβίκων – μενσεβίκων, οι σημερινές εκδοχές του μενσεβικισμού


Ιστορικά, η πιο γνωστή μάχη γύρω από το ζήτημα του κόμματος έγινε στο 2ο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ. Στο συνέδριο εκείνο, οι μπολσεβίκοι επικρατούν σε όλα τα επίδικα ζητήματα εκτός από το πιο κρίσιμο που αφορά το 1ο άρθρο του καταστατικού του κόμματος. Η μπολσεβίκικη πρόταση για το άρθρο που ορίζει ποιος μπορεί να είναι μέλος του κόμματος καταλήγει ότι μέλος:

«…θεωρείται ο καθένας που παραδέχεται το πρόγραμμά του και υποστηρίζει το κόμμα τόσο με υλικά μέσα όσο και με την προσωπική συμμετοχή του σε μία από τις κομματικές οργανώσεις».

Η μενσεβίκικη πρόταση αντικαθιστά την παραπάνω διατύπωση με τη φράση:

«…θεωρείται καθένας που παραδέχεται το πρόγραμμά του, υποστηρίζει το κόμμα υλικά και παρέχει σ’ αυτό τακτική προσωπική βοήθεια κάτω από την καθοδήγηση μιας από τις οργανώσεις του».

Η διαφωνία αυτή θα οδηγήσει σε ντε φάκτο διάσπαση το ΣΔΕΚΡ.


Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές προτάσεις είναι ότι η μία θέλει ένα κόμμα στο οποίο συμμετέχουν μόνο συνειδητοί επαναστάτες που μπορούν να δεχθούν ένα μίνιμουμ οργανωτικής πειθαρχίας, ενώ η άλλη προτείνει ένα κόμμα στο οποίο μπορούν να συμμετέχουν και αυθόρμητες δυνάμεις. Και αυτό, γιατί αυτοί που δρουν «κάτω από την καθοδήγηση μιας από τις οργανώσεις του» π.χ. σε μια απεργία, είναι χιλιάδες αγωνιστές οι οποίοι όμως είναι ακριβώς αυτό: αγωνιστές και όχι κομμουνιστές και συνειδητοί επαναστάτες. Η μενσεβίκικη αντίληψη θεωρεί μέλος τον κάθε απεργό, τον κάθε αγωνιστή ανεξάρτητα από το επίπεδο της συνείδησής του. Ένα τέτοιο κόμμα είναι η οργανωτική έκφραση της υποταγής στο αυθόρμητο. Το μενσεβίκικο ρεύμα, παρά τις διακηρύξεις του, υποτασσόμενο στο αυθόρμητο μέχρι το τέλος πέρασε τελικά στη μεριά της αντεπανάστασης. Ο Λένιν, αναφερόμενος στη συγκεκριμένη διαμάχη έγραφε:


«Είμαστε το κόμμα μιας τάξης και γι’ αυτό σχεδόν όλη η τάξη (και σε καιρό πολέμου, σε καιρό εμφύλιου πολέμου απόλυτα όλη η τάξη) πρέπει να δρα κάτω από την καθοδήγηση του κόμματός μας, πρέπει να σμίγει όσο μπορεί πιο σφιχτά με το κόμμα μας: θα ήταν όμως μανιλοφισμός και «χβοστισμός» (Σ.Σ. πολιτική ουράς από την ρώσικη λέξη χβοστ = ουρά) αν νομίζαμε ότι μέσα στον καπιταλισμό σχεδόν όλη η τάξη ή όλη η τάξη είναι ποτέ σε θέση ν’ ανυψωθεί ως τη συνειδητότητα και τη δραστηριότητα του πρωτοπόρου τμήματός της, του σοσιαλδημοκρατικού κόμματός της. Ως τώρα κανένας λογικός σοσιαλδημοκράτης δεν αμφέβαλλε ότι στον καπιταλισμό ακόμα και η συνδικαλιστική οργάνωση (η πιο πρωτόγονη, η πιο προσιτή στο βαθμό συνείδησης των μη αναπτυγμένων στρωμάτων) δεν είναι σε θέση να περιλάβει σχεδόν όλη ή όλη την εργατική τάξη. Το να ξεχνάμε τη διαφορά ανάμεσα στο πρωτοπόρο τμήμα και σ’ όλες τις μάζες που έλκονται προς αυτό, το να ξεχνάμε τη διαρκή υποχρέωση του πρωτοπόρου τμήματος να ανεβάζει όλο και πλατύτερα στρώματα ως το πρωτοποριακό αυτό επίπεδο θα σήμαινε απλώς ότι ξεγελάμε τον εαυτό μας, ότι κλείνουμε τα μάτια μπροστά στο τεράστιο μέγεθος των καθηκόντων μας, ότι στενεύουμε αυτά τα καθήκοντα. Μια τέτοια ακριβώς περίπτωση – να κλείνουμε τα μάτια και να ξεχνάμε – είναι όταν σβήνουμε τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνους που πρόσκεινται στο κόμμα και σ’ εκείνους που ανήκουν στο κόμμα, ανάμεσα στους συνειδητούς και δραστήριους και σ’ εκείνους που βοηθάνε».

(Λένιν «Ένα βήμα μπρος - δύο βήματα πίσω»)


Στις αιτιάσεις που ακούγονταν από την οπορτουνιστική πλευρά, ότι η αντίληψη που εκφράζανε οι μπολσεβίκοι για το κόμμα, στην ουσία πέταγε έξω από το κόμμα ένα μεγάλο κομμάτι αγωνιστών που σύμφωνα με την μενσεβίκικη άποψη θα έπρεπε να θεωρηθούν μέλη, ο Λένιν απαντούσε:

«Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της τρομερής από πρώτη ματιά φράσης: να τους πετάξουμε έξω; Όταν μέλη του κόμματος θεωρούνται μόνο τα μέλη των οργανώσεων που έχουν αναγνωριστεί σαν κομματικές, τότε οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ανήκουν «άμεσα» σε μια κομματική οργάνωση, μπορούν αναμφισβήτητα να δουλεύουν σε μια οργάνωση που δεν είναι κομματική, πρόσκειται όμως στο κόμμα. Συνεπώς δεν μπορεί καν να γίνεται λόγος για πέταγμα οποιουδήποτε έξω, με την έννοια της απομάκρυνσής του από τη δουλειά, από τη συμμετοχή του στο κίνημα. Απεναντίας, όσο πιο γερές θα είναι οι κομματικές μας οργανώσεις που θα περιλαμβάνουν τους πραγματικούς σοσιαλδημοκράτες, όσο λιγότερη θα είναι η ταλάντευση και η αστάθεια μέσα στο κόμμα τόσο πιο πλατιά, πιο πολύπλευρη και πιο γόνιμη θα είναι η επιρροή του κόμματος πάνω στα στοιχεία των εργατικών μαζών που το περιστοιχίζουν και που καθοδηγούνται απ’ αυτό. [......] δεν επιτρέπεται να συγχέει κανείς το κόμμα, σαν πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης, μ’ όλη την τάξη.» (Λένιν «Ένα βήμα μπρος - δύο βήματα πίσω»)


Η μενσεβίκικη αντίληψη για το κόμμα, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό ρεύματα που έκαναν αριστερή κριτική στο «ορθόδοξο» κομμουνιστικό κίνημα και τα επίσημα ΚΚ. Θέλοντας να απαντήσουν στο γραφειοκρατικό συγκεντρωτικό μοντέλο, αυτές οι απόψεις ξέπεσαν άθελά τους σε μια άλλη εκδοχή του μενσεβικισμού.


Αυτές οι επαναστατικές προσπάθειες, υιοθετώντας (στην ουσία της και ανεξάρτητα από επιμέρους διαφοροποιήσεις) την μενσεβίκικη αντίληψη για την πρωτοπορία έχασαν και τη δυνατότητα να γονιμοποιήσουν το αυθόρμητο σε επαναστατική κατεύθυνση. Περιμένοντας από το αυθόρμητο κίνημα να παίξει από μόνο του το ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας, παρέμειναν στο περιθώριο και οδηγήθηκαν στην εξαφάνιση από το πολιτικό σκηνικό.


Κόμμα του Λένιν ή του Μαρξ;

Η συστηματική προσπάθεια να εμφανιστούν οι απόψεις του Λένιν σαν διαφορετικές από αυτές του Μαρξ, αποτέλεσε πάγια τακτική της σοσιαλδημοκρατίας και έχει ορισμένα αποτελέσματα πάνω στο ζήτημα του κόμματος, καθώς είναι σχετικά διαδεδομένη στην Αριστερά η αυταπάτη ότι το κόμμα νέου τύπου ήταν μια «τομή» του Λένιν. Οι σοσιαλδημοκράτες παρουσιάζουν έναν «αυταρχικό», «αντιδημοκρατικό» και «συγκεντρωτικό» Λένιν σε αντιδιαστολή με τον «δημοκρατικό» Μαρξ. Την σοσιαλδημοκρατική μυθολογία υιοθέτησαν σχεδόν αυτούσια και οι διάφορες εκδοχές της αναρχοαυτονομίας. Στην Ελλάδα, αυτές τις αντιλήψεις υπερασπίστηκε το ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του ’70 με άρθρα στην εφημερίδα της νεολαίας του «Αγωνιστής».


Αυτό που ισχύει γενικότερα, είναι ότι οι Μαρξ και Λένιν έζησαν σε διαφορετικές εποχές ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος. Ο Μαρξ έδρασε σε μια περίοδο που το κίνημα βρισκόταν στα σπάργανα, ενώ ο Λένιν σε μια εποχή που το κίνημα ήταν πιο ώριμο από όλες τις απόψεις. Πλευρά αυτής της ωρίμανσης ήταν και η καταγραφή αποκλίσεων και διαφορετικών προσεγγίσεων ακόμα και σε στρατηγικά ζητήματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως εξελίσσονται οι αντιλήψεις και εμφανίζονται νέα ρεύματα σε συνάρτηση με τις υλικές συνθήκες και με την εξέλιξη της επαναστατικής πάλης είναι ο αριστερισμός. Αντιλήψεις αριστερίστικες μπορεί να υπήρχαν «εν σπέρματι» στο κίνημα, όμως ο αριστερισμός σαν ρεύμα δεν μπορούσε να εμφανιστεί παρά μόνο μετά την εμφάνιση της σοβιετικής εξουσίας. Παίρνοντας θέση πάνω στις διαμάχες που διαπερνούσαν το διεθνές επαναστατικό κίνημα ο Λένιν, φαινομενικά διατυπώνει νέες θέσεις, στην πραγματικότητα όμως, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να εμβαθύνει στην μαρξιστική αντίληψη.


Το ζήτημα της οργάνωσης των επαναστατών είχε αποτελέσει αιτία αντιπαράθεσης και στην Ά Διεθνή ανάμεσα στον Μαρξ και τους οπαδούς του Μπακούνιν. Παρ’ όλο που οι αναρχικοί μιλούσαν για πλατύ μέτωπο των καταπιεζόμενων και απέρριπταν την μαρξιστική θέση για οργάνωση των επαναστατών, τελικά κατέληξαν να συγκροτήσουν μια οργάνωση τριών ομόκεντρων κύκλων καθένας από τους οποίους είχε διαφορετικό όνομα και αυτοτελή λειτουργία. Η αποκάλυψη αυτής της δομής ήταν η αφορμή για την διάσπαση της Ά διεθνούς. Αναρχική αντίληψη ήταν και η «ομοσπονδιακή δομή», δηλαδή η συνένωση πολλών διαφορετικών αυτόνομων ομάδων σε μια κεντρική οργάνωση, στα πλαίσια της οποίας θα διατηρούσαν την αυτοτέλειά τους και την αυτόνομη λειτουργία τους.


Αντίθετα με τους αναρχικούς, ο Μαρξ υποστήριζε μια δημοκρατική οργάνωση επαναστατών, οργάνωση που θα αποτελούσε ένωση φυσικών προσώπων εξασφαλίζοντας έτσι την ενιαία, συγκεντρωτική δράση της. Αυτό το μοντέλο είχε και η «Ένωση των Κομμουνιστών» που ήταν το πρώτο κομμουνιστικό κόμμα στην ιστορία.

Το ίδιο μοντέλο οργάνωσης υπερασπίστηκε και ο Λένιν. Το «κόμμα νέου τύπου» δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια προσπάθεια πολιτικού επαναπροσανατολισμού των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που είχαν εκφυλιστεί σε εκλογικούς μηχανισμούς και η μετατροπή τους σε μάχιμα επαναστατικά κόμματα. Κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μπολσεβίκικου κόμματος (συνωμοτικότητα, παράνομος μηχανισμός) επιβάλλονταν από τις ιδιαίτερες συνθήκες της Ρωσίας που βρισκόταν κάτω από τον ζυγό της τσαρικής απολυταρχίας.


Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιείται από τους οπαδούς αναρχοαυτόνομων αντιλήψεων, βασίζεται στην παρακάτω φράση από το «Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος»: «Αυτή η οργάνωση των προλετάριων σε τάξη και επομένως σε πολιτικό κόμμα.…..». Στην φράση αυτή κάποιοι ανακαλύπτουν ότι ο Μαρξ ήταν οπαδός κάποιου «κόμματος με την πλατιά έννοια». Ωστόσο, αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, αυτό θα ήταν εμφανές και στο συγγραφικό του έργο, αλλά και στην πολιτική του δράση. Το ότι τέτοιες αντιλήψεις δεν προκύπτουν από πουθενά είναι μια «λεπτομέρεια» που την ξεχνάνε όσοι θέλουν να εμφανίσουν τον Μαρξ σαν οπαδό της αυτονομίας.


Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός

Το 1919 η Ρωσία βρίσκεται σε εμφύλιο πόλεμο και μεγάλο μέρος της χώρας βρίσκεται υπό κατοχή από τους στρατούς των ξένων δυνάμεων που έσπευσαν να ανατρέψουν την νεαρή σοβιετική εξουσία. Το μπολσεβίκικο κόμμα έρχεται αντιμέτωπο με καθήκοντα, που πρώτη φορά στην ιστορία αντιμετώπιζε κομμουνιστικό κόμμα, όπως η οργάνωση της παραγωγής, η πολεμική προσπάθεια απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς στρατούς και τις δυνάμεις της αντεπανάστασης κλπ. Σε κάθε ένα από αυτά τα ζητήματα εμφανίζονται διαφορετικές απόψεις και πλατφόρμες στο εσωτερικό του κόμματος.


Εξ’ αιτίας της ιδιαίτερης κατάστασης που επέβαλε ο εμφύλιος πόλεμος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση, στο 10ο συνέδριο του κόμματος που διεξάγεται το1921 λαμβάνεται προσωρινή απόφαση απαγόρευσης ενάντια στις φράξιες. Έτσι, η μέχρι τότε κατοχυρωμένη δυνατότητα για ελεύθερη και ανοιχτή αντιπαράθεση μπροστά σε όλο το κόμμα καταργείται μπροστά στην ανάγκη για αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης. Παρ’ όλο που η απόφαση αυτή είχε χαρακτηριστεί προσωρινή, θα παραμείνει  και θα χαρακτηρίσει τα κομμουνιστικά κόμματα έκτοτε.


Αυτό το οργανωτικό μοντέλο θα γίνει γνωστό σαν δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, παρ’ όλο που καμία σχέση δεν έχει με τον μπολσεβίκικο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Σαν παράδειγμα που εκφράζει την μπολσεβίκικη παράδοση, αναφέρουμε μόνο ότι όταν προέκυπταν διαφωνίες στην ΚΕ ο Λένιν θεωρούσε υποχρεωτικό να υποβάλλουν οι διαφωνούντες την πλατφόρμα τους για συζήτηση σε όλο το κόμμα. Η πλατφόρμα «πρέπει να υποβάλλεται …αποκλειστικά και άμεσα για συζήτηση σε όλα τα μέλη του κόμματος.», «Δεν μπορούμε να στερήσουμε από το κόμμα και τα μέλη της ΚΕ το δικαίωμα να απευθύνονται στο κόμμα, όταν ένα βασικό ζήτημα προκαλεί διαφωνίες. Αν οι περιστάσεις προκαλούν ριζικές διαφωνίες, μπορεί τάχα να απαγορευτεί να τις παρουσιάσουμε στην κρίση όλου του κόμματος; Δεν μπορεί!» (Λένιν «Το 10ο συνέδριο του ΚΚΡ (Μπ.) ).


Ο εκφυλισμός του μπολσεβίκικου δημοκρατικού συγκεντρωτισμού φαίνεται σε διάφορα εγχειρίδια στα οποία ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός υποβιβάζεται σε υποταγή των κατώτερων οργάνων στα ανώτερα και σε υποχρεωτική εφαρμογή των αποφάσεων των ανώτερων οργάνων από τα κατώτερα. Κάτι τέτοιο βέβαια, ισχύει σε όλα τα αστικά και μικροαστικά κόμματα. Το πιο σημαντικό, είναι ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς επαναστατική στρατηγική. Η εγκατάλειψή της μετατρέπει τον δημοκρατικό σε γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, σε πνίξιμο κάθε επαναστατικής άποψης, σε στραγγαλισμό της δημοκρατίας.