Κεντρικό άρθρο (φ.5)

Η αστική τάξη επιτίθεται με πρόγραμμα “εξυγίανσης”, “αποκρατικοποιήσεις”, αντεργατικές αλλαγές στις ∆ΕΚΟ

Η Ε.Ε. οδηγεί την Ολυμπιακή σε ιδιωτικοποίηση. Ενισχυμένη η ΓΣΕΕ μετά τις διαδηλώσεις στην ∆ΕΘ



Μετά το οριστικό τέλος της περιόδου της "ήπιας προσαρμογής", η κυβέρνηση σχεδιάζει πρόγραμμα εξυγίανσης διάρκειας 15 μηνών. Πρώτο θέμα στην ατζέντα είναι οι "αποκρατικοποιήσεις" με τις αντεργατικές αλλαγές στις ∆ΕΚΟ να ακολουθούν, ενώ στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς είναι και η φορολογική μεταρρύθμιση.


Σε σχέση με τις ∆ΕΚΟ, αποδεικνύεται η μεγάλη σημασία που είχε η συμφωνία στον ΟΤΕ για το κεφάλαιο . Η ταξική προδοσία της ΟΜΕ – ΟΤΕ αποτελεί οδηγό και για τις υπόλοιπες κρατικές επιχειρήσεις. Έτσι, στην περίπτωση της ∆ΕΗ σχεδιάζεται οι νέες προσλήψεις να γίνουν χωρίς καθεστώς μονιμότητας.


Στο στόχαστρο έχει μπει και η Ολυμπιακή, με στόχο είτε την ιδιωτικοποίησή της είτε το κλείσιμο ώστε να ενισχυθούν τα μονοπώλια του κλάδου των αεροπορικών μεταφορών. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση παίζει η Ε.Ε. Που αφού συνέβαλε στην επιδείνωση της θέσης της εταιρίας με τα εξοντωτικά πρόστιμα που της επέβαλλε, απαιτεί επιπλέον, να επιστρέψει και χρήματα η Ολυμπιακή στο κράτος! Αντί δηλαδή, να εισπράξει η εταιρεία τα τεράστια ποσά που της χρωστάει το δημόσιο βρέθηκε και χρεωμένη.


Η ουσία του ζητήματος είναι, τόσο για την Ολυμπιακή όσο και για όσες επιχειρήσεις έχουν απομείνει στον κρατικό έλεγχο, αν ο βασικός τους στόχος θα είναι η κερδοφορία τους ή αν θα κάνουν κοινωνική πολιτική . Τα ελλείμματα της Ολυμπιακής ή ταν αποτέλεσμα κυρίως αυτής της κοινωνικής πολιτικής (μειωμένες τιμές στα εισιτήρια, εκπτώσεις σε διάφορες κατηγορίες, εξυπηρέτηση άγονων γραμμών κλπ), χωρίς να παραβλέπουμε και άλλες αιτίες απώλειας κερδών (μεταφορές κυβερνητικών παραγόντων, ψηφοφόρων κλπ.)


Ιστορικά η κρατική ιδιοκτησία στον καπιταλισμό υπήρξε αναγκαία στους κλάδους της οικονομίας που παρήγαγαν προϊόντα ζωτικά για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, που ήταν ταυτόχρονα προϊόντα ευρείας λαϊκής κατανάλωσης.


Εκεί το κράτος αναλάμβανε ενεργό ρόλο είτε ρυθμίζοντας τον ανταγωνισμό είτε αποκτώντας μονοπωλιακή ιδιοκτησία σε αυτές τις επιχειρήσεις (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, παροχή νερού, μαζικές μεταφορές). Αυτό συνέβαινε γιατί ενδεχόμενη επικράτηση ενός ιδιωτικού μονοπωλίου σε κάποιον από αυτούς τους κλάδους θα του εξασφάλιζε τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους οποίους και θα μπορούσε εύκολα να εξαφανίσει (ιστορικό παράδειγμα μιας τέτοιας κατάστασης ήταν η κυριολεκτική μονοπώληση της αμερικάνικης αγοράς πετρελαίου από την Standard Oil του Ροκφέλερ.


Η αντίδραση των υπόλοιπων καπιταλιστών που κινδύνευαν από αυτήν την εξέλιξη, οδήγησε στην ψήφιση αντιμονοπωλιακών νόμων το 1905 αναγκάζοντας την Standard Oil να σπάσει σε 7 εταιρείες). Επιπλέον, οι τιμές σε αυτά τα προϊόντα καθόριζαν την αξία της εργατικής δύναμης. Η κρατική ιδιοκτησία στους κλάδους αυτούς εξασφάλιζε φυσικά στις επιχειρήσεις χαμηλό κόστος για όλα αυτά τα προϊόντα που ήταν αναγκαία για την λειτουργία τους. Εξ' ίσου σημαντική πλευρά αυτής της ρύθμισης, ήταν ότι η τιμολογιακή πολιτική των κρατικών επιχειρήσεων επηρεαζόταν από την πάλη της εργατικής τάξης.


Η τάση αυτή για διατήρηση υπό κρατική ιδιοκτησία των μαζικών μεταφορών, της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, της τηλεφωνικής επικοινωνίας κλπ. Υποχώρησε κάτω από την πίεση του κεφαλαίου για περαιτέρω επέκταση και εξ' αιτίας της υποχώρησης του εργατικού κινήματος. Έτσι, οι επιχειρήσεις που είχαν κερδοφόρες δραστηριότητες άρχισαν να περνάνε στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ο ΟΤΕ είναι μια τέτοια περίπτωση κερδοφόρας κρατικής επιχείρησης που ιδιωτικοποιήθηκε.


Επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή σε έναν "κοινωνικό καπιταλισμό" όπως τον γνωρίσαμε πριν την “κατάρρευση”, σίγουρα αποκλείεται με βάση τον σημερινό συσχετισμό δύναμης. Αυτό που είναι δυνατόν είναι να υπάρξουν καθυστερήσεις ή και επιμέρους ανατροπές στα κυβερνητικά σχέδια.


"Νεκρανάσταση" της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας;


Οι φετινές διαδηλώσεις στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με την μεγάλη μαζικότητά τους έδειξαν τόσο το μέγεθος της λαϊκής δυσαρέσκειας, όσο και την διάθεση για αγώνα. Επιπλέον όμως, επιφύλασσαν μια έκπληξη. Η πορεία που διοργανώθηκε από την ΓΣΕΕ, όχι μόνο ήταν μαζική, συγκεντρώνοντας περίπου 10.000 διαδηλωτές, αλλά ήταν και η μεγαλύτερη από τις τρεις που έγιναν. Σχεδόν διπλάσια από αυτήν του ΠΑΜΕ και συντριπτικά μεγαλύτερη από την - βασικά φοιτητική - συγκέντρωση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, προκάλεσε προβληματισμό σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της τακτικής του "χωροταξικού διαχωρισμού" και των χωριστών συγκεντρώσεων. Είχαμε λοιπόν "νεκρανάσταση" της “χρεοκοπημένης” ΓΣΕΕ;


Πρώτα απ' όλα, πρέπει να είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για χρεοκοπημένα συνδικάτα ή χρεοκοπημένοι ΓΣΕΕ με την κυριολεκτική έννοια της φράσης. Αυτό που στην πραγματικότητα έχουμε, είναι χρεοκοπία της πολιτικής γραμμής που ηγεμονεύει στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα και στην πλειοψηφία των συνδικάτων. Το συνδικάτο όμως, σαν μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης δεν μπορεί να χρεοκοπήσει, καθώς ήταν, είναι και θα παραμείνει μια αναγκαία μορφή οργάνωσης και θα διατηρήσει τον ρόλο του σαν η μοναδική οργάνωση των εργατών που μπορεί να διεξάγει οικονομικό αγώνα.


Η χρεοκοπία της πολιτικής κατεύθυνσης, λοιπόν, που κυριαρχεί στην ΓΣΕΕ είναι εμφανής. Υποχώρηση απέναντι στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, μάχες οπισθοφυλακής στην καλύτερη περίπτωση, αλλεπάλληλες ήττες και γενικότερη υποχώρηση του εργατικού κινήματος είναι τα αποτελέσματα αυτής της κυριαρχίας. Η αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων που ηγεμονεύουν στο συνδικαλιστικό κίνημα να υπερασπιστούν τα εργατικά δικαιώματα, δεν μεταφράζεται αυτόματα σε μετατόπιση συνειδήσεων και αλλαγή συσχετισμών, ακριβώς όπως η - σχεδόν διαρκής - λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβερνητική πολιτική δεν οδηγεί σε αποστοίχιση από τα αστικά κόμματα και σε ενίσχυση της Αριστεράς.


Έτσι, όσο φθαρμένη κι αν είναι η "σημαία" της ΓΣΕΕ, καθώς ούτε ιδιαίτερες αγωνιστικές περγαμηνές έχει να επιδείξει τα τελευταία χρόνια που μαίνεται η επίθεση του κεφαλαίου, ούτε σε νίκες έχει οδηγήσει την εργατική τάξη, μπορεί να συγκεντρώνει δυνάμεις και να αποτελεί το "καπέλο" κάτω από το οποίο εκφράζεται η εργατική διαμαρτυρία, μόνο και μόνο επειδή είναι η ανώτερη εργατική συνομοσπονδία. Για παράδειγμα, στην Θεσσαλονίκη συμμετείχαν στην πορεία που διοργάνωνε η ΓΣΕΕ εκατοντάδες σωματεία και ομοσπονδίες. Επομένως, όσο κι αν είναι βάσιμη μια αντίληψη που λέει ότι η ΓΣΕΕ είναι "έξω απ' τους εργάτες", για να δικαιολογηθεί μια τακτική απόλυτου διαχωρισμού από οτιδήποτε θυμίζει ΓΣΕΕ (βλέπε ΠΑΜΕ), τελικά πέφτει έξω, καθώς αποδεικνύεται στη ζωή ότι καμία φορά οι εργάτες μπορεί να είναι "μέσα στη ΓΣΕΕ" πολύ περισσότερο απ' όσο νομίζουμε όλοι μας.


Το ερώτημα που τίθεται επομένως στις δυνάμεις της Αριστεράς είναι με ποια συγκεκριμένη τακτική, με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν στο συνδικαλιστικό κίνημα, μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική στο γενικό στόχο της μετατόπισης εργατικών συνειδήσεων που σήμερα βρίσκονται κάτω από την επιρροή των αστικών δυνάμεων. Σε μια τέτοια συζήτηση δεν έχουν θέση λογικές που ανάγουν την όποια τακτική σε ιερό θέσφατο στρατηγικού χαρακτήρα. Με αυτό το πνεύμα πρέπει να εξεταστεί και το ζήτημα των χωριστών συγκεντρώσεων.


Η διοργάνωση χωριστών συγκεντρώσεων δεν είναι κάτι που κατοχυρώνει την εσαεί επαναστατικότητα αυτών που την επιλέγουν, όπως και δεν είναι μια a priori σεχταριστική επιλογή. Και αντίστροφα, η συμμετοχή στις συγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ και του λεγόμενου "επίσημου" συνδικαλιστικού κινήματος ή του ΠΑΜΕ δεν είναι αυτομάτως δείγμα "υποταγής στο αυθόρμητο" ή ακόμα χειρότερα ταύτιση με την πολιτική γραμμή της ΠΑΣΚΕ, όπως και δεν αποτελεί "μονόδρομο" για την επαναστατική Αριστερά. Η επεξεργασία τακτικής σε σχέση με αυτό το ζήτημα δεν είναι μια απλή επιλογή τοποθεσίας, αλλά συνδέεται με την γενικότερη στόχευση, την πολιτική αντίληψη, τον συσχετισμό δύναμης κλπ. Στη συζήτηση αυτή, που ήδη διεξάγεται, στις τάξεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, δεσμευόμαστε να επανέλθουμε σε επόμενο φύλλο.