Μπαράζ νομοσχεδίων στην εκπαίδευση με φόντο τη σύνοδο του Μπέργκεν
Μπαράζ νομοσχεδίων στην εκπαίδευση με φόντο τη σύνοδο του Μπέργκεν
Συνεδρίασαν στο Μπέργκεν της Σουηδίας, 19-21 του περασμένου μήνα, οι υπουργοί Παιδείας της ΕΕ. Ομολογημένος στόχος των παλαιότερων αποφάσεων της συνόδου της Μπολόνια ήταν η «συμβολή» της εκπαίδευσης στην επίτευξη του στόχου που έθετε η στρατηγική της Λισαβόνας : να καταστεί η ευρωπαϊκή οικονομία η δυναμικότερη και ανταγωνιστικότερη οικονομία του κόσμου. Στόχος της συνόδου του Μπέργκεν ήταν να ελεγχθεί ο βαθμός στον οποίο έχει προχωρήσει η εφαρμογή των κατευθύνσεων της Μπολόνια που προέβλεπαν μεταξύ άλλων την επιβολή των δύο κύκλων σπουδών και την ανάπτυξη συστημάτων αξιολόγησης, πιστοποίησης και συγκρισιμότητας των πτυχίων στα ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Άλλωστε βρισκόμαστε χρονικά στην μέση της διαδικασίας που διακηρύχθηκε στις αρχές της χιλιετίας για την συγκρότηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΚΕΧΑΕ) μέχρι το 2010. Μόνο τυχαία δεν ήταν μια παλαιότερη δήλωση (για να μην ξεχνιόμαστε) του τότε υπουργού Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, Π. Ευθυμίου, ότι «μέχρι το 2010 δεν θα υπάρχει η έννοια του πτυχίου όπως την ξέραμε μέχρι τώρα».
Στα προπαρασκευαστικά κείμενα και στα υλικά των εργασιών του Μπέργκεν φαίνεται ότι σε αυτή την σύνοδο το μεγαλύτερο βάρος έπεσε στην ανάπτυξη ανά χώρα και την ενοποίηση πανευρωπαϊκά, τυποποιημένων, πιστοποιημένων και συμβατών μεταξύ τους, δικτύων αξιολόγησης. Άλλωστε, στις κατευθύνσεις που δίνονται στα σχετικά κείμενα βασίζεται και το νομοσχέδιο που κατέθεσε η υπουργός Παιδείας λίγες μέρες πριν την διεξαγωγή της συνόδου σχετικά με την «διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση, το σύστημα μεταφοράς πιστωτικών μονάδων και το παράρτημα διπλώματος» ενώ στο ίδιο πνεύμα βασίζεται και το δεύτερο νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα και αφορά «τη συστηματοποίηση της δια βίου μάθησης».
Μετά τον προσχηματικό και στημένο διάλογο η κυβέρνηση επιδιώκει να προωθήσει τις αντιδραστικές ρυθμίσεις με την διαδικασία του κατεπείγοντος θέλοντας να αιφνιδιάσει και να αποφύγει τις αντιδράσεις, αλλά και να μείνει πιστή στη δέσμευση των κρατών – μελών για λειτουργία των δομών αξιολόγησης μέχρι το 2005. Η «σπουδή» της ήταν προφανέστατη στην ομιλία της Μ. Κουτσίκου στο Μπέργκεν όπου ανέφερε πως «στην Ελλάδα, πρόσφατα καθιερώθηκε σύστημα διασφάλισης της ποιότητας» αν και ακόμα το νομοσχέδιο δεν έχει υπερψηφιστεί από την Βουλή!
Το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση πατά πιστά πάνω στις «βάσεις και κατευθύνσεις για την διασφάλιση της ποιότητας στον ΚΕΧΑΕ» όπως καθορίζονται στο σχετικό κείμενο της αντίστοιχης ευρωπαϊκής επιτροπής που αποτέλεσε την βάση της συζήτησης στο Μπέργκεν. Πιστό και στην φιλοσοφία αλλά και στις δομές που εισάγει. Έτσι στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου αναφέρεται πως «η εκπαίδευση, η επιστήμη, η τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό αναδεικνύονται σε καθοριστικούς παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο και αποκτούν έτσι οικονομική και κοινωνική σημασία» ενώ «τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης οφείλουν να ανταποκρίνονται τόσο στις νέες εκπαιδευτικές και κοινωνικές απαιτήσεις μιας παγκόσμιας αγοράς όσο και στις νέες προκλήσεις που απορρέουν από το άνοιγμα της παγκόσμιας αγοράς…». Η εκπαίδευση λοιπόν «αναδεικνύεται ως η κρισιμότερη παράμετρος για την απασχόληση και την οικονομική μεγέθυνση μέσα στην ΕΕ και την ανταγωνιστικότητα της σε παγκόσμιο επίπεδο…».
Σ’ αυτά τα πλαίσια, θεσμοθετείται η διαδικασία της αξιολόγησης η οποία θα γίνεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι η εσωτερική αξιολόγηση, η οποία θα γίνεται από μια Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας (ΜΟ.ΔΙ.Π) που θα ιδρυθεί σε κάθε ανώτατο ίδρυμα. Η αξιολόγηση αυτή θα γίνεται στην βάση εσωτερικών εκθέσεων από την Ομάδα Εσωτερικής Αξιολόγησης (ΟΜ.Ε.Α) κάθε σχόλης ή τμήματος του ιδρύματος. Αινιγματική είναι η πρόβλεψη του νομοσχεδίου για τη δυνατότητα «αυτοτελούς αξιολόγησης των προγραμμάτων προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών σπουδών ή και των λοιπών υπηρεσιών που παρέχονται από τις ακαδημαϊκές μονάδες». Μετά την εσωτερική αξιολόγηση, η οποία είναι κατά κάποιον τρόπο προπαρασκευαστική –και μάλλον διακοσμητική – θα επακολουθεί το δεύτερο και καθοριστικό στάδιο της εξωτερικής αξιολόγησης. Για το σκοπό αυτό ιδρύεται άλλη μια «ανεξάρτητη αρχή», η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π), ο πρόεδρος της οποίας θα διορίζεται από την κυβέρνηση και θα έχει αυξημένες αρμοδιότητες και εξουσίες. Μια Επιτροπή Εξωτερικής Αξιολόγησης (Ε.Ε.Α.) από «εμπειρογνώμονες» προερχόμενους από σχετικό μητρώο που θα τηρεί η Α.ΔΙ.Π. θα αναλαμβάνει τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης η οποία θα περιλαμβάνει «αναλύσεις, διαπιστώσεις, συστάσεις και υποδείξεις σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες και οι αποκλίσεις που εντοπίστηκαν σε σχέση με τη φυσιογνωμία, τους στόχους και την αποστολή της ακαδημαϊκής μονάδας» η οποία και θα δημοσιευτεί προς χρήση κάθε ενδιαφερόμενου…
Η δημοσιοποίηση αυτή φαίνεται πως θα παίζει το ρόλο του «μπαμπούλα» σε μια πρώτη φάση τουλάχιστον καθώς στην εισηγητική έκθεση αναφέρεται πως η αξιολόγηση δεν αποσκοπεί στην επιβολή ποινών ή στην διαπίστευση ή την αξιολογική κατάταξη των ιδρυμάτων. Σε άλλο σημείο ωστόσο της ίδιας έκθεσης φανερώνεται η πραγματική στόχευση : «η αξιολόγηση …είναι από τα σημαντικότερα εργαλεία του στρατηγικού σχεδιασμού για την μεταρρύθμιση και εξέλιξη του εθνικού συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης και μπορεί να οδηγήσει σε ικανοποιητικά αποτελέσματα, εφόσον συνδυασθεί με άλλα εξίσου σημαντική μέσα διασφάλισης και βελτίωσης της ποιότητας… όπως π.χ. αξιολόγηση της διοικητικής και οργανωτικής υποδομής των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός με στόχο την ανάδειξη μιας αυτοτελούς και ανταγωνιστικής φυσιογνωμίας και την αντίστοιχη αναδιανομή των διαθέσιμων πόρων…» .
Όσον αφορά τα κριτήρια της αξιολόγησης η αναφορά του νομοσχεδίου είναι γενικόλογη (και άρα εύπλαστη) και αφορά την ποιότητα του διδακτικού και ερευνητικού έργου, των προγραμμάτων σπουδών και των λοιπών υπηρεσιών. Η αξιολόγηση θα γίνεται μέσω ερωτηματολογίων, συνεντεύξεων κλπ. Για την συγκρότηση αξιολογητικών προτύπων, την τυποποίηση και τις κατευθύνσεις τους καθώς και για την συγκρισιμότητα των μετρήσιμων δεικτών αξιολόγησης αναμεταξύ των ελληνικών ιδρυμάτων αλλά και ως προς τα ευρωπαϊκά ιδρύματα, την ευθύνη να συγκεκριμενοποιήσει τις γενικότητες του νομοσχεδίου αναλαμβάνει η ΑΔΙΠ σε συνεργασία με τις υπόλοιπες αντίστοιχες ευρωπαϊκές «ανεξάρτητες αρχές».
Στο νομοσχέδιο για την αξιολόγηση συμπεριλαμβάνονται δύο ακόμα σημαντικές ρυθμίσεις. Η πρώτη, είναι η θεσμοθέτηση του συστήματος μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων (ECTS) με βάση το οποίο θα οργανώνονται πλέον τα προγράμματα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών με στόχο την πιστοποίηση τους. Πιστωτικές μονάδες οι οποίες όπως αναφέρεται θα εκφράζουν το «φόρτο εργασίας» που απαιτείται για την ολοκλήρωση ενός μαθησιακού προγράμματος, «φόρτος» ο οποίος περιλαμβάνει την παρακολούθηση παραδόσεων, σεμιναρίων, την μελέτη και την εκπόνηση εργασιών, την πρακτική άσκηση, τη συμμετοχή στις εξετάσεις, την εκπόνηση διπλωματικής εργασίας κλπ ενισχύοντας, μεταξύ άλλων, την εντατικοποίηση των σπουδών. Η δεύτερη ρύθμιση αφορά την καθιέρωση του Παραρτήματος Διπλώματος. Ενός εγγράφου που θα συνοδεύει το πτυχίο και θα αναφέρει αναλυτικά πληροφορίες για τη «φύση, το επίπεδο και το περιεχόμενο των σπουδών», ανοίγοντας ουσιαστικά τον δρόμο για την εξατομίκευση των πτυχίων και την καθιέρωση του ατομικού φακέλου σπουδών.
Το δεύτερο νομοσχέδιο που καταθέτει η κυβέρνηση αφορά τη «συστηματοποίηση της δια βίου μάθησης». Για την- πιστή στις κατευθύνσεις της Μπολόνια- φιλοσοφία του νομοσχεδίου είναι χαρακτηριστικότατη η αιτιολογική έκθεση που το συνοδεύει. Η δια βίου μάθηση λοιπόν, εκτός από θεμελιώδες στοιχείο του ΚΕΧΑΕ, αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε και για την αξιολόγηση, «έναν από τους βασικούς πυλώνες της Στρατηγικής της Λισαβόνας για την ανάδειξη της ευρωπαϊκής οικονομίας, ως την πλέον ανταγωνιστική οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο» και υπό αυτό το πρίσμα, βασικό ζητούμενο της κυβερνητικής πολιτικής αποτελεί «η ισότιμη αντιμετώπιση της επένδυσης κεφαλαίου και της επένδυσης σε εκπαίδευση και κατάρτιση».Το δε προτεινόμενο σχέδιο νόμου, «εντάσσεται στη συνολικότερη στρατηγική της κυβέρνησης για την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων και την επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο».
Θεσμοθετείται λοιπόν η δυνατότητα ίδρυσης Ινστιτούτων Δια Βίου Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΙΔΒΕ) από τα Πανεπιστημιακά και Τεχνολογικά ιδρύματα, ενώ ουσιαστικά προαναγγέλλεται και η ίδρυση ιδιωτικών ΙΔΒΕ καθώς τέτοια μπορούν να ιδρύσουν οι τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών (δηλαδή ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΣΕΒ!) αλλά και άλλοι απροσδιόριστοι «φορείς» με μόνο προαπαιτούμενο τη σχετική υπουργική απόφαση.
Προβλέπονται φυσικά διαδικασίες εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης και των ΙΔΒΕ κατά τα πρότυπα του νομοσχεδίου για την «διασφάλιση της ποιότητας» ενώ όσον αφορά την χρηματοδότηση των προγραμμάτων αυτών και την σύνδεση της κρατικής χρηματοδότησης με την αξιολόγηση τους, το νομοσχέδιο είναι στην προκειμένη περίπτωση ξεκάθαρο. Χρηματοδότηση από τον τακτικό προϋπολογισμό, από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, από ευρωπαϊκά προγράμματα, ενώ προβλέπεται και η «δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης προγραμμάτων μέσω οικονομικής συμμετοχής των αποδεκτών των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών καθώς και από ειδικές χρηματοδοτήσεις από φορείς του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα και από διεθνείς οργανισμούς, ή από οικεία έσοδα του ιδρύματος από την ανάπτυξη, παραγωγή και αξιοποίηση εκπαιδευτικού και άλλου υλικού.» Με άλλα λόγια επιβολή διδάκτρων και προσανατολισμός σε εκπαιδευτικά προγράμματα αγοραίας κατεύθυνσης για την εξεύρεση πόρων. Πολύ περισσότερο δε, από τη στιγμή που για την έγκριση ενός προγράμματος θα λαμβάνεται υπόψη «ο καινοτόμος χαρακτήρας του, η ανταπόκριση του στις τρέχουσες κοινωνικές και οικονομικές προτεραιότητες και στις ανάγκες της αγοράς εργασίας» και κριτήριο αξιολόγησης θα αποτελεί μεταξύ άλλων «η γνώμη των φορέων απασχόλησης των αποφοίτων για την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων ως προς την παροχή εφοδίων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας» ενώ «η εξωτερική αξιολόγηση μπορεί να οδηγήσει στην οριστική διακοπή ενός προγράμματος».
Είναι προφανές ότι όλα όσα προβλέπονται από τα δύο νομοσχέδια είναι πολύ σημαντικά βήματα στην εφαρμογή των αντιδραστικών κατευθύνσεων της Μπολόνια και της Πράγας για το βάθεμα των αστικών αναδιαρθρώσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα. Και η αντίδραση του φοιτητικού κινήματος καθίσταται επιτακτική ανάγκη, για την αποτροπή των νομοσχεδίων. Ωστόσο και η πιθανή τυπική εφαρμογή τους δεν σημαίνει αυτόματη ήττα. Η ουσιαστική εφαρμογή των ρυθμίσεων θα κριθεί στα πλαίσια και των ίδιων των ιδρυμάτων. Και υπάρχουν δυνατότητες για την de facto ανατροπή τους. Απόδειξη για αυτό : το νομοσχέδιο για τη δια βίου μάθηση πέρα από τις αντιδραστικές ρυθμίσεις, περιλαμβάνει και το νομοθετικό επιστέγασμα μιας από τις σημαντικότερες νίκες του φοιτητικού κινήματος την τελευταία δεκαετία. Με το τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς 2005-2006, το φάντασμα των Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής, των περιβόητων ΠΣΕ, θα αναπαυθεί εν’ ειρήνι. Η σκληρή μάχη του φοιτητικού κινήματος ενάντια στα ΠΣΕ, που συνεχίστηκε και μετά την νομική θεσμοθέτηση τους, με «κατά τόπους» μάχες στα ιδρύματα που ίδρυσαν ΠΣΕ, οδήγησαν στην de facto ακύρωση τους, αναγκάζοντας πλέον την κυβέρνηση «να θάψει τους άταφους νεκρούς», νομοθετώντας την παύση λειτουργίας των ΠΣΕ.