Επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα (μέρος β')
Επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα (μέρος β')
O σοσιαλισμός για να επικρατήσει απαιτεί την νίκη της επαναστατικής διαδικασίας παγκόσμια ή τουλάχιστον στις βασικές καπιταλιστικές χώρες. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός, ανεξάρτητα από τους όρους που θα επιλέξουμε, όπως τον περιγράφουν οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, έρχεται σε αντίθεση τόσο με τον «σοσιαλισμό» του Κάουτσκι δηλαδή εργατική εξουσία + κρατική ιδιοκτησία + συνεταιρισμοί, αλλά και με αυτόν του Στάλιν που συρρίκνωνε τον σοσιαλισμό σε εργατική εξουσία + μεταβατικά μέτρα. Ο καθορισμός του τελικού σκοπού έχει αποφασιστική σημασία, μεταξύ άλλων και για το δρόμο που επιλέγεται για να πετύχουμε αυτόν τον σκοπό. Οι απόψεις για ειρηνικό πέρασμα στον σοσιαλισμό, ήταν λογική συνέχεια του υποβιβασμού του σοσιαλισμού σε εργατική εξουσία + κρατική ιδιοκτησία + συνεταιρισμοί ή σε εργατική εξουσία + μεταβατικά μέτρα. Αντίθετα, η μαρξιστική αντίληψη για τον σοσιαλισμό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιλογή του επαναστατικού δρόμου.
Η επαναστατική διαδικασία.
Οι παραγωγικές σχέσεις του καπιταλισμού, δεν μπορούν να ξεπεραστούν αυτόματα και ομαλά, δηλαδή να μετασχηματιστούν – μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων – σε σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Κάτι τέτοιο συνέβαινε σε όλη την μέχρι τώρα ιστορία, καθώς στα πλαίσια του κάθε φορά κυρίαρχου τρόπου παραγωγής γεννιόνταν οι παραγωγικές σχέσεις του μελλοντικού συστήματος, οι οποίες και επιβάλλονταν τελικά «αυθόρμητα» και σχετικά ομαλά. Για παράδειγμα, το πέρασμα από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό έγινε με την γέννηση των καπιταλιστικών σχέσεων στα πλαίσια του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και με την σταδιακή επικράτησή τους. Οι αστικές και εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις στις πιο αναπτυγμένες χώρες απλά επιτάχυναν αυτή την διαδικασία που αποδεικνύεται αντικειμενική, καθώς οι καπιταλιστικές σχέσεις κυριάρχησαν και στις πιο καθυστερημένες χώρες που δεν έζησαν τέτοια επαναστατικά γεγονότα.
Αντίθετα λοιπόν, με τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής και παρότι από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και την αστική κοινωνία πηγάζουν τάσεις της μελλοντικής κοινωνίας, για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, πρέπει η πολιτική να επιβληθεί στην οικονομία. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η επαναστατική τομή, η βίαιη κατάλυση της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης, το τσάκισμα του αστικού κράτους και η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Η νικηφόρα επαναστατική διαδικασία δεν έχει σχέση με συνωμοτικά σχέδια και μυστικές εταιρείες που είναι αντιλήψεις ρευμάτων ξένων προς το μαρξισμό. Αντίθετα, απαιτεί την πιο πλατιά πολιτική δράση με στόχο το κέρδισμα της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με την εργατική πολιτική, με την πάλη για την εργατική εξουσία. Αυτή είναι και η βασική πολιτική προϋπόθεση για να υπάρξει νικηφόρα επανάσταση.
Η ύπαρξη ισχυρού φορέα της εργατικής πολιτικής, δηλαδή μαζικού επαναστατικού κόμματος, μπορεί να οξύνει τις αντιφάσεις του συστήματος και να επιταχύνει την εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης. Δεν είναι όμως ο μοναδικός ούτε ο κύριος παράγοντας που καθορίζει το πέρασμα σε μια τέτοια περίοδο. Το να πιστεύουμε κάτι τέτοιο είναι βολονταρισμός. Οι αντικειμενικές συνθήκες γεννούν την επαναστατική κατάσταση. Η δράση του υποκειμένου μετατρέπει την επαναστατική κατάσταση σε νικηφόρα επανάσταση, την φτάνει μέχρι το τέλος, μέχρι την ανατροπή της δικτατορίας της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας.
Η επαναστατική κατάσταση γεννιέται από τον ίδιο τον καπιταλισμό, καθώς η κρίση του μπορεί να ξεσπάσει με οξείες μορφές, με απότομη χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων ή και με απότομη προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων (π.χ. Αργεντινή). Το ξέσπασμα της λαϊκής οργής σε εξέγερση δημιουργεί το έδαφος, ώστε η εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα να σχηματίσουν τα όργανα της εργατικής πολιτικής, δηλαδή τα επαναστατικά συμβούλια (σοβιέτ).
Σε μια τέτοια περίοδο και μόνο, η βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας βγαίνει γυμνή στο προσκήνιο, γι’ αυτό και εμφανίζεται η δυνατότητα η εργατική τάξη στο σύνολό της να κάνει επαναστατική πολιτική, δυνατότητα που δεν υπάρχει στις περιόδους της «ειρηνικής» ταξικής πάλης και γι’ αυτό γίνεται δυνατή σε μια τέτοια περίοδο και μόνο η συγκρότηση των οργάνων της εργατικής πολιτικής, των εργατικών επαναστατικών συμβουλίων. Αυτά αποτελούν τα αρχικά έμβρυα της εργατικής δημοκρατίας και μετά τη νίκη της επανάστασης τα βασικά κύτταρα της εργατικής εξουσίας.
Η μετατροπή της επαναστατικής κατάστασης σε νικηφόρα επανάσταση, δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί αν από το πολιτικό προσκήνιο απουσιάζει η δύναμη που μπορεί να παίξει το ρόλο της πολιτικής επαναστατικής πρωτοπορίας, δηλαδή το επαναστατικό κόμμα ή αν οι επαναστατικές δυνάμεις είναι αδύναμες, χωρίς σύνδεση με την εργατική τάξη.
Η συγκρότηση των επαναστατικών συμβουλίων σηματοδοτεί την συγκρότηση της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της» και το πέρασμα σε μια περίοδο δυαδικής εξουσίας, η οποία λήγει είτε με την νίκη της επανάστασης και την ανατροπή της αστικής τάξης στην επαναστατημένη χώρα είτε με την συντριβή της και την στερέωση της αστικής εξουσίας. Η πρόταση για συγκρότηση των επαναστατικών συμβουλίων, δηλαδή των βασικών κυττάρων του εργατικού κράτους, είναι στοιχείο του επαναστατικού πολιτικού προγράμματος.
Από τη νίκη της επανάστασης ως την επικράτηση του σοσιαλισμού – πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας - μεσολαβεί μία περίοδος επαναστατικών μετασχηματισμών της κοινωνίας, η μεταβατική περίοδος. Η διάρκεια, αλλά και η κατάληξη, αυτής της περιόδου, εξαρτάται κυρίως από τον διεθνή συσχετισμό δύναμης, δηλαδή από τους ρυθμούς εξάπλωσης της επαναστατικής διαδικασίας. Όρος για τη νίκη του σοσιαλισμού είναι η νίκη της επανάστασης παγκόσμια ή τουλάχιστον στις βασικές καπιταλιστικές χώρες. Το πολιτικό πρόγραμμα της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, μετά την επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, είναι το πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας (δικτατορία του προλεταριάτου), το οποίο συνιστά μια ολοκληρωμένη πρόταση εξουσίας.
Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», οι Μαρξ και Ένγκελς παραθέτουν 10 σημεία, τα οποία αποτελούν το πρώτο στην ιστορία μεταβατικό πρόγραμμα. Η πείρα του εργατικού κινήματος, έχει από τότε εμπλουτιστεί, με τα θεωρητικά έργα και άλλων επαναστατών και με τις -θετικές και αρνητικές- εμπειρίες της επαναστατικής ανατροπής και της προσπάθειας στερέωσης της εργατικής δημοκρατίας, κυρίως στη Ρωσία, αλλά και σε άλλες χώρες. Η αξιοποίηση της εμπειρίας του επαναστατικού κινήματος, είναι απαραίτητη για τη διατύπωση ενός σύγχρονου επαναστατικού προγράμματος, λαμβάνοντας υπ’ όψη και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την τεχνολογική πρόοδο που δημιουργεί νέες δυνατότητες για την εργατική εξουσία.
Η διατύπωση ολοκληρωμένου πολιτικού προγράμματος απαιτεί πλατιά κοινωνική δικτύωση κι επομένως πλήρη εικόνα για το σύνολο των κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και για τις παραγωγικές δομές της χώρας. Αυτό που όμως πρέπει να μπαίνει από σήμερα στη συζήτηση ανάμεσα στους κομμουνιστές είναι τα κριτήρια για τη διατύπωση ενός τέτοιου προγραμματικού κειμένου, τα κεντρικά του σημεία, καθώς και η σύνδεσή του με την καθημερινή πάλη.
Το πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας περιγράφει τις αρχικές μεταρρυθμίσεις της εργατικής εξουσίας οι οποίες έχουν οδηγό τον τελικό σκοπό, δηλαδή τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό. Γι’ αυτό και η σύνδεση μεταξύ του προγράμματος αυτού και του τελικού σκοπού είναι σημαντική και οι διαφορές ανάμεσα στο πως ορίζεται ο τελικός σκοπός (σοσιαλισμός – κομμουνισμός) αντανακλώνται και στο σύνολο των πολιτικών προγραμμάτων των διαφόρων κομμάτων αναδεικνύοντας βαθιές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους.
Το πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας διαπνέεται από σοσιαλιστικά κριτήρια, περιγράφει όμως μετασχηματισμούς των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων, η ολοκλήρωση των οποίων δεν σημαίνει αυτόματα το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Έχει δηλαδή όριο, το οποίο μπαίνει αντικειμενικά από το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και από τις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις της κοινωνίας για την οποία διατυπώνεται και της εποχής στην οποία γράφεται.
Για παράδειγμα, βασικός στόχος πρέπει να είναι η πλήρης και ουσιαστική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, δηλαδή η ουσιαστική διαχείρισή τους από τους παραγωγούς. Με αυτό τον στόχο σαν οδηγό, το πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας μπορεί να περιλαμβάνει τον εργατικό έλεγχο της παραγωγής, την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής (δηλαδή την υπαγωγή των μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία του εργατικού κράτους), την υπαγωγή τους στον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και την τυπική κοινωνικοποίησή τους, δηλαδή την παροχή του τυπικού δικαιώματος στους εργάτες να διαχειρίζονται την οικονομία, πράγμα που όμως απέχει πολύ από την ουσιαστική δυνατότητα των εργατών να διαχειρίζονται το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Για να κατακτηθεί η ουσιαστική δυνατότητα απαιτούνται πολύ βαθύτεροι μετασχηματισμοί σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας.
Αντίστοιχα, η κατάργηση της διάκρισης πνευματικής – χειρωνακτικής εργασίας που μπορεί να κατακτηθεί μόνο αφού έχουν υλοποιηθεί μια σειρά πολιτικές προϋποθέσεις και είναι χαρακτηριστικό του ολοκληρωμένου κομμουνισμού, είναι στόχος ο οποίος αποτελεί οδηγό και κριτήριο για την περιγραφή μετασχηματισμών που θα οδηγούν την κοινωνία σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν αποτελεί μια απλή μεταρρύθμιση που μπορεί να κατακτηθεί αμέσως μετά την επανάσταση μ’ ένα διάταγμα, όπως θεωρούν οι αναρχικές και αριστερίστικες αντιλήψεις. Σημεία του προγράμματος της εργατικής δημοκρατίας που εξυπηρετούν αυτόν τον στόχο θα πρέπει να αφορούν μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, στην κατεύθυνση της διεύρυνσης του μορφωτικού επιπέδου της εργατικής τάξης (π.χ. η ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με μορφωτική και οικονομική στήριξη από το εργατικό κράτος).
Βασική πλευρά του προγράμματος της εργατικής δημοκρατίας είναι η αντικατάσταση του αστικού κράτους που έχει τότε πια τσακιστεί, από το εργατικό μισοκράτος. Τότε, στην θέση των ειδικών θεσμών της προνομιούχας μειοψηφίας τοποθετείται άμεσα η κοινωνική πλειοψηφία. Το αστικό κράτος, δηλαδή, αντικαθίσταται από τα εργατικά συμβούλια (σοβιέτ) που λειτουργούν με άμεση δημοκρατία και εκπροσωπούνται από αιρετούς και άμεσα ανακλητούς αντιπροσώπους και όσο πλατύτερα τμήματα των εργαζόμενων μαζών προσελκύονται στην εκπλήρωση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας τόσο λιγότερο αναγκαία γίνεται η εξουσία αυτή. Με αυτή την έννοια το κράτος αρχίζει να απονεκρώνεται.
Το πολιτικό πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας πρέπει να εκτίθεται από σήμερα στην εργατική τάξη, αφού αποτελεί μια σχετικά ολοκληρωμένη πρόταση εξουσίας, μια θετική πρόταση για μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης.
Η πάλη των εργαζόμενων ενάντια στον εργοδότη τους ή ενάντια σε μια ομάδα εργοδοτών είναι οικονομική πάλη. Η πάλη ενάντια στο κράτος για ζητήματα που αφορούν το σύνολο της εργατικής τάξης είναι πολιτικός αγώνας. Και στη περίπτωση όμως που έχουμε πολιτικό αγώνα, ακόμα και το πιο ριζοσπαστικό αίτημα, δεν είναι τίποτε άλλο από πάλη με στόχο μια συγκεκριμένη μεταρρύθμιση. Το άθροισμα ριζοσπαστικών αιτημάτων, σε καμία περίπτωση δεν συγκροτεί επαναστατικό πρόγραμμα. Ένα τέτοιο «αιτηματολόγιο», μπορεί σε συγκεκριμένες περιόδους να είναι απαραίτητο, όμως από μόνο του, χωρίς σύνδεση με ένα συνολικό επαναστατικό πρόγραμμα και το ζήτημα της εξουσίας, δεν μπορεί να είναι σημαία των επαναστατών αλλά των οικονομιστών.
Ένα επαναστατικό κόμμα αξιοποιεί το πρόγραμμά του για να συγκεντρώνει δυνάμεις, να πείθει τμήματα της εργατικής τάξης για την δυνατότητα και αναγκαιότητα της επανάστασης και του κομμουνισμού, αλλά και για να συνδέει αυτό το πρόγραμμα με τα σημερινά αιτήματα της τάξης. Αυτή η σύνδεση πραγματοποιείται με τα μεταβατικά αιτήματα τα οποία είναι στην ουσία μεταρρυθμίσεις που κατανοούνται από τους εργαζόμενους σαν κοινωνικά αναγκαίες, αλλά μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο από το κράτος της εργατικής δημοκρατίας.
Π.χ. το αίτημα του εργατικού ελέγχου στα ασφαλιστικά ταμεία είναι ένα τέτοιο μεταβατικό αίτημα. Είναι ανέφικτο στον καπιταλισμό –ή στην καλύτερη περίπτωση απαιτεί συσχετισμούς δύναμης επαναστατικής κατάστασης, αλλά μπορεί να κατανοείται από την εργατική τάξη σαν κοινωνικά αναγκαίο και επομένως σαν απαραίτητος στόχος πάλης. Όμοια το γενικότερο αίτημα για εργατικό έλεγχο στην παραγωγή από αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους των εργαζομένων που επίσης είναι καπιταλιστικά ανέφικτο.
Το μεταβατικό εργατικό κράτος μπορεί να ικανοποιήσει αυτά τα αιτήματα με ανώτερο ποιοτικά τρόπο, καταργώντας για παράδειγμα όλα τα ασφαλιστικά ταμεία και παρέχοντας τις συντάξεις από τον κρατικό προϋπολογισμό ενσωματώνοντας έτσι το αίτημα για εργατικό έλεγχο στα ταμεία, στον έλεγχο που πρέπει να ασκεί η τάξη στο κράτος της. Μεταβατικά αιτήματα είναι επομένως, τα αιτήματα που παραπέμπουν στο μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα και στην εξουσία της εργατικής τάξης, που όμως πρέπει να εντάσσονται από σήμερα στα άμεσα προγράμματα πάλης που προτείνει το επαναστατικό κόμμα στην τάξη.