Επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα (μέρος α')

Επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα (μέρος α')

 

Εισαγωγή

 


Για το μαρξισμό, ο κομμουνισμός δεν αποτελεί κάποιο «σχέδιο» που πρέπει να εφαρμοστεί, αλλά αποτελεί το αναγκαίο προϊόν της ιστορικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι κοινωνικές – υλικές συνθήκες είναι αυτές που καθορίζουν για κάθε εποχή ένα συγκεκριμένο πλαίσιο δυνατοτήτων της ιστορικής εξέλιξης. Για παράδειγμα, το πέρασμα στον κομμουνισμό ήταν μια ανύπαρκτη δυνατότητα για τη δουλοκτητική κοινωνία, όπως ανύπαρκτη είναι και η δυνατότητα για πισωγύρισμα στο φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής σήμερα. Η κομμουνιστική προοπτική, που είναι σήμερα η μοναδική υπαρκτή δυνατότητα εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, γεννήθηκε μαζί με τον καπιταλισμό και ωρίμασε παράλληλα με την ωρίμανση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.


Η εκπλήρωση αυτής της ιστορικής δυνατότητας, ωστόσο, δε θα γίνει «αυτόματα», αλλά νομοτελειακά. Απαιτείται δηλαδή, η συνειδητή δράση του αντίστοιχου κοινωνικού υποκειμένου. Η συνένωση συνειδητών επαναστατών και η κοινή τους πάλη για το πέρασμα στην αταξική κοινωνία, είναι δράση σύμφωνη με τους νόμους εξέλιξης της κοινωνίας. Χάρη σε αυτή τη δράση, οι δυνατότητες που εγγράφονται στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες μπορούν να πραγματοποιηθούν.


Η συγκρότηση επαναστατικής κομμουνιστικής οργάνωσης, που να μπορεί να αποτελέσει την επαναστατική πολιτική πρωτοπορία, απαιτεί θεωρητική – ιδεολογική συναντίληψη, διατύπωση αποτελεσματικής πολιτικής γραμμής, δικτύωση στην εργατική τάξη, αλλά και προγραμματική συμφωνία. Η μετατροπή της μεγαλύτερης απελευθερωτικής ιδέας, που γέννησε η δράση των μαζών και η αφαίρεση των επαναστατών διανοουμένων, σε υλική δύναμη, θα μένει μετέωρη χωρίς προγραμματική πρόταση.


Το επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα, δεν είναι αναλυτικός «οδηγός δράσης» για όλα τα ζητήματα που περιγράφει όλη την πορεία από σήμερα μέχρι τον κομμουνισμό. Δεν είναι ούτε άφθαρτο θέσφατο που ισχύει για όλες τις εποχές και για όλες τις χώρες του πλανήτη. Στοιχεία του προγράμματος τροποποιούνται με βάση τις ιδιομορφίες και τους συσχετισμούς κάθε χώρας, αλλά και κάθε συγκεκριμένης εποχής των ταξικών αγώνων. Αναλλοίωτα στοιχεία του επαναστατικού προγράμματος είναι αυτά που οριοθετούν με σαφήνεια τα στρατηγικά χαρακτηριστικά μιας οργάνωσης, όπως ο τελικός σκοπός της, οι κοινωνικές δυνάμεις που θα πραγματοποιήσουν αυτόν τον σκοπό, η επιλογή του επαναστατικού δρόμου.


Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα συνδέει αυτά τα στρατηγικά χαρακτηριστικά με τη συγκεκριμένη πρόταση εξουσίας της εργατικής τάξης. Αυτή η πρόταση εξουσίας, το πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας αλλιώς, είναι ο κεντρικός πυρήνας του επαναστατικού προγράμματος. Το πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας έρχεται να απαντήσει στο θεμελιώδες, για κάθε οργάνωση που θέλει να ασκεί επαναστατική πολιτική, ερώτημα που θέτει η εργατική τάξη στην Αριστερά: Τι θα έκανε η Αριστερά αν γινόταν επανάσταση και η εργατική τάξη έπαιρνε την εξουσία αύριο; Τι θα καλούσε την εργατική τάξη να κάνει; Όχι στις ιδανικές συνθήκες μιας αταξικής κοινωνίας, αλλά στη σκληρή πραγματικότητα μιας εξουσίας που βρίσκεται αντιμέτωπη με τη βαριά κληρονομιά του καπιταλισμού, την ιμπεριαλιστική περικύκλωση, την αντίσταση των οικονομικά κυρίαρχων, ακόμη, τάξεων, τις προλήψεις και τους δισταγμούς των λαϊκών μαζών, την επιρροή του παλιού κόσμου στις συνειδήσεις τους;


Το γεγονός ότι οι δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς είναι σήμερα πολύ αδύναμες, ώστε να θέσουν με πολιτικούς όρους ζήτημα εξουσίας, δεν σημαίνει ότι μπορούν να δραπετεύσουν από αυτό το θεμελιακό ερώτημα. Η διατύπωση ολοκληρωμένου πολιτικού προγράμματος, βέβαια, απαιτεί πλατιά κοινωνική δικτύωση κι επομένως αντίστοιχη μαζικότητα που ακόμα παραμένει ζητούμενο. Όμως, η στοιχειώδης σοβαρότητα απέναντι στις μάζες που καλούμε να μας ακολουθήσουν, απαιτεί τουλάχιστον την προβολή προγραμματικών αρχών που να μπορούν να συγκροτήσουν ένα σχέδιο προγράμματος. Απαιτεί επίσης, την διατύπωση, έστω ενός περιγράμματος, της εργατικής δημοκρατίας που επαγγελλόμαστε. Διαφορετικά, κανείς δεν θα έχει σοβαρό λόγο να πορευτεί μαζί μας στις ανοιχτές θάλασσες του μέλλοντος, έστω κι αν μας συνοδεύει με συμπάθεια στα ρηχά νερά των άμεσων συνδικαλιστικών διεκδικήσεων.


Το επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα λοιπόν, πρέπει να περιγράφει τον στρατηγικό στόχο για μια άλλη κοινωνική οργάνωση, να διατυπώνει τη σχετικά ολοκληρωμένη πρόταση εξουσίας της εργατικής δημοκρατίας και να συνδέει αυτά με πλαίσια αιτημάτων για την βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης και άλλων στρωμάτων και κοινωνικών κατηγοριών στα πλαίσια του καπιταλισμού.


Στόχος ενός τέτοιου προγράμματος είναι, μεταξύ άλλων, η σύνδεση της πάλης της εργατικής τάξης με τον τελικό σκοπό, δηλαδή με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού, καθώς η προπαγάνδιση της αναγκαιότητας και της δυνατότητας ανατροπής της αστικής εξουσίας και οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας, δεν είναι ένα απλό τακτικό ζήτημα που μπορεί να το υπηρετούμε ή όχι ανάλογα με την συγκυρία, αλλά μόνιμο καθήκον των κομμουνιστών.

«Οι κομμουνιστές θεωρούν ανάξιό τους να κρύβουν τις απόψεις και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη ανατροπή όλου του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος.» ( Μαρξ – Ένγκελς : Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος ).

 

 

Ο «τελικός σκοπός» - σοσιαλισμός – κομμουνισμός



Ο διάλογος για τον τελικό σκοπό, για τα χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής κοινωνίας, δεν είναι συζήτηση για το «φύλο των αγγέλων», αλλά αφορά τον ακρογωνιαίο λίθο του επαναστατικού προγράμματος. Όπως προαναφέρθηκε, η δυνατότητα της κομμουνιστικής κοινωνίας γεννήθηκε μαζί με τον καπιταλισμό. Η ιδέα όμως, μιας κοινωνίας ελευθερίας, ισότητας, και δικαιοσύνης είναι πολύ παλιά και εμφανιζόταν με διάφορες μορφές σε όλες τις εποχές της ανθρώπινης ιστορίας. Ήταν όμως μόνο ιδέες, γεννημένες από την ανάγκη των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή, απαλλαγμένη από τα βάσανα της ταξικής εκμετάλλευσης. Για την εμφάνιση της αταξικής κοινωνίας δεν αρκεί η θέληση των ανθρώπων και οι καλές ιδέες, αλλά απαιτείται και αντίστοιχη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η ιστορία της ανθρωπότητας, ακόμα και πριν την επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι γεμάτη από εξεγέρσεις, οι οποίες είτε ήταν τυφλές είτε κινούνταν από εξισωτικές ιδέες, που όμως δεν κατάφερναν τίποτε άλλο από την αλλαγή φατρίας στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, στην καλύτερη περίπτωση.


Και στην καπιταλιστική περίοδο, εμφανίστηκαν ιδεολογικά ρεύματα που διακήρυτταν την αταξική κοινωνία. Χωρίς γνώση των νόμων κίνησης της ιστορίας, όλα τα ουτοπικά κινήματα που βασίστηκαν σε αυτές τις ιδέες ήταν καταδικασμένα σε αποτυχία. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οδήγησε και σε ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης και τη διατύπωση γενικών νόμων που ερμήνευαν τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα.


Η γνώση των νόμων κίνησης της ιστορικής εξέλιξης, καθώς και της λειτουργίας του καπιταλισμού, όπως διατυπώθηκαν από τον επιστημονικό σοσιαλισμό, διαμόρφωσε μια ποιοτικά ανώτερη κατάσταση από την άποψη των δυνατοτήτων της βασικής καταπιεζόμενης τάξης. Αυτή η γνώση είναι που οδηγεί στη συγκεκριμένη περιγραφή των Μαρξ και Ένγκελς για το «βασίλειο της ελευθερίας» και πραγματική αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, τον κομμουνισμό. Περιγραφή οπωσδήποτε γενικόλογη, καθώς υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλει στην ανθρώπινη νόηση η συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση.


Σύμφωνα λοιπόν με τους κλασικούς, η πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Σε αυτή τη φάση, έχουν καταργηθεί οι τάξεις, δεν υπάρχουν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και έχει καταργηθεί ο νόμος της αξίας. Η απονέκρωση του εργατικού κράτους έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Η αντίθεση ανάμεσα στην σωματική και την πνευματική εργασία δεν έχει αρθεί ακόμα, αλλά η διαδικασία άρσης της έχει ήδη προχωρήσει. Στον ολοκληρωμένο κομμουνισμό η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων καθιστά εφικτό το «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» και έχουμε ολοκληρωτική κατάργηση του κράτους, ολοκλήρωση της άρσης του καταμερισμού εργασίας και της διάκρισης πνευματικής – χειρωνακτικής εργασίας, πλήρη κατάργηση της πολιτικής καθώς από διαχείριση ανθρώπων έχουμε περάσει στην διαχείριση πραγμάτων, κατάργηση της ιδεολογίας.


Οι Μαρξ και Ένγκελς, όταν μιλούσαν για τον ανώτερο τρόπο παραγωγής χρησιμοποιούσαν τον όρο κομμουνισμός, διακρίνοντας την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας από τον ολοκληρωμένο κομμουνισμό. Η ορολογία αυτή εγκαταλείφθηκε από τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς που χρησιμοποιούσαν για τη νέα κοινωνία τον όρο σοσιαλισμός. Η μαρξιστική ορολογία επανήλθε τροποποιημένη από το λενινιστικό ρεύμα. Έτσι, στη ΄Γ Διεθνή χρησιμοποιούσαν για την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας τον όρο σοσιαλισμός, ενώ κομμουνισμό ονόμαζαν τον νέο τρόπο παραγωγής στην ολοκληρωμένη του μορφή, ορολογία που μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται από τους κομμουνιστές.


Ο σοσιαλισμός επομένως, δεν είναι ένα ιδιαίτερο στάδιο της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά ανολοκλήρωτος κομμουνισμός. Επίσης, δεν έχει καμία σχέση με τη μεταβατική περίοδο, την εργατική δημοκρατία ή αλλιώς δικτατορία του προλεταριάτου. Η επικράτηση του σοσιαλισμού, το τέλος δηλαδή της μεταβατικής περιόδου, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μία και μόνη χώρα, αλλά απαιτεί πλατιά διεθνή βάση.


O σοσιαλισμός για να επικρατήσει απαιτεί την νίκη της επαναστατικής διαδικασίας παγκόσμια ή τουλάχιστον στις βασικές καπιταλιστικές χώρες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επανάσταση με την «στενή έννοια», δηλαδή με την έννοια της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μία μόνο χώρα. Αν, όμως, η επαναστατική διαδικασία δεν αγκαλιάσει και άλλες χώρες και το εργατικό κράτος παραμείνει απομονωμένο και περικυκλωμένο από τον ιμπεριαλισμό δεν γίνεται να ολοκληρωθεί η κίνηση προς τον κομμουνισμό, καθώς είναι αδύνατο να απονεκρωθούν σημαντικές λειτουργίες του εργατικού κράτους όπως π.χ. ο αναγκαίος για την άμυνα στρατιωτικός μηχανισμός.


Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός, ανεξάρτητα από τους όρους που θα επιλέξουμε, όπως τον περιγράφουν οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, έρχεται σε αντίθεση τόσο με τον «σοσιαλισμό» του Κάουτσκι δηλαδή εργατική εξουσία + κρατική ιδιοκτησία + συνεταιρισμοί, αλλά και αυτόν του Στάλιν που συρρίκνωνε τον σοσιαλισμό σε εργατική εξουσία + μεταβατικά μέτρα. Η «τομή» του Στάλιν στο μαρξισμό, η θεωρία για «σοσιαλισμό σε μία χώρα», έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη σύγχυση που επικρατεί μέχρι σήμερα και στην ταύτιση του σοσιαλισμού με τη μεταβατική περίοδο.


Ο καθορισμός του τελικού σκοπού έχει αποφασιστική σημασία, μεταξύ άλλων και για το δρόμο που επιλέγεται για να πετύχουμε αυτόν τον σκοπό. Οι απόψεις για ειρηνικό πέρασμα στον σοσιαλισμό, ήταν λογική συνέχεια του υποβιβασμού του σοσιαλισμού σε εργατική εξουσία + κρατική ιδιοκτησία + συνεταιρισμοί ή σε εργατική εξουσία + μεταβατικά μέτρα. Αντίθετα, η Μαρξιστική αντίληψη για τον σοσιαλισμό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιλογή του επαναστατικού δρόμου.


Τέλος, το πώς περιγράφουμε τον τελικό σκοπό, καθορίζει αποφασιστικά και το μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα, δηλαδή το πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας, καθώς θέτει τα κριτήρια τα οποία καθορίζουν τα μεταβατικά μέτρα της εργατικής εξουσίας. Έτσι, ενώ οι διαφορές στο πως περιγράφουμε τον σοσιαλισμό μπορεί να φαίνονται «ψιλά γράμματα», τελικά διαμορφώνουν ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα στην επαναστατική αντίληψη και τις διάφορες εκδοχές του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού.




Ο «σοσιαλισμός σε μία χώρα»


Η θέση ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να επικρατήσει τελειωτικά μόνο σε παγκόσμια βάση, είναι σαφής στα κείμενα των κλασικών. Αυτή η αντίληψη μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή επανάσταση είναι αδιαμφισβήτητη και κτήμα του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Ο Λένιν στην έκθεση δράσης του συμβουλίου επιτρόπων του λαού στο 3ο πανρωσικό συνέδριο των σοβιέτ τον Γενάρη του 1918 δηλώνει: «Δεν έχω αυταπάτες σχετικά με το ότι αρχίσαμε απλώς τη μεταβατική περίοδο προς το σοσιαλισμό, ότι στο σοσιαλισμό δεν έχουμε ακόμα φτάσει...Απέχουμε ακόμα κι από το τέλος της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ποτέ δεν βαυκαλιστήκαμε με την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να φέρουμε σε πέρας την περίοδο αυτή χωρίς τη βοήθεια του διεθνούς προλεταριάτου.»


Η θέση αυτή τροποποιείται από το Στάλιν. Οι αιτίες αυτής της στροφής δεν είναι του παρόντος, όμως τα αποτελέσματά της είναι ορατά μέχρι και σήμερα στη συζήτηση που διεξάγεται στο κομμουνιστικό κίνημα. Πέρα από τη διαστρέβλωση κειμένων του Λένιν, η βασική διαστρέβλωση του Στάλιν αφορά τα 10 σημεία του μεταβατικού προγράμματος τα οποία παρατίθενται στο κομμουνιστικό μανιφέστο. Θεωρεί ότι η εκπλήρωση αυτών των μεταρρυθμίσεων συνεπάγεται στο πέρασμα στο σοσιαλισμό, σκέψη που είναι βέβαια ολοκληρωτικά λανθασμένη (το γιατί θα αναλυθεί στο ΄Β μέρος του άρθρου) και διακηρύττει ότι στη Σοβιετική Ένωση τα 9 από τα 10 σημεία έχουν ήδη πραγματοποιηθεί κι επομένως είναι δυνατόν η ΕΣΣΔ και επομένως κι οποιαδήποτε μεμονωμένη χώρα να φτάσει στο σοσιαλισμό. Στηρίζει μάλιστα αυτή τη θέση με το «επιχείρημα» ότι η εποχή των Μαρξ και Ένγκελς ήταν η εποχή του προμονοπωλιακού καπιταλισμού κι επομένως δε μπορούσαν να προβλέψουν τις δυνατότητες που υπήρχαν στο νέο στάδιο του καπιταλισμού, τον ιμπεριαλισμό. Στη βάση αυτής της αντίληψης, θα διακηρυχτεί η οριστική νίκη του σοσιαλισμού το 1936.


Η επικράτηση αυτής της αντίληψης, είναι η αφετηρία μιας διαρκούς διολίσθησης της σοβιετικής ηγεσίας και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε ολοένα και πιο ρεφορμιστικές θέσεις. Θα ακολουθήσει η θεωρία της «ειρηνικής συνύπαρξης με τον ιμπεριαλισμό» και η αποδοχή της σοσιαλδημοκρατικής θέσης για «ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό». Η πορεία αυτή θα τερματιστεί όταν η άρχουσα τάξη της σοβιετικής κοινωνίας κατανοεί τη δυνατότητα της να μετατραπεί σε «κανονική» αστική τάξη και ακολουθεί το δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης χωρίς πλέον να τηρεί τα προσχήματα.